Οι δύο προϋποθέσεις για να ανέβουν οι μισθοί
Διαβάζεται σε 10'
Με βάση την πανελλαδική έρευνα του ΣΕΒ, το 52,4% των επιχειρήσεων απαντά “ναι” στην ερώτηση αν σχεδιάζουν αυξήσεις, ενώ το 30,4% δηλώνει αρνητικό και το 17,2% επιφυλάσσεται (ΔΞ/ΔΑ).
- 08 Μαΐου 2025 06:46
Ευελιξία στην εργασία και επένδυση στην τεχνολογική καινοτομία που φέρνει αυτοματισμούς στην παραγωγική διαδικασία είναι οι δύο “καταλύτες” που αυξάνουν την παραγωγικότητα και συνακόλουθα φέρνουν αυξήσεις μισθών, με βάση όσα ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος, κατά την μακροσκελή συνέντευξη τύπου, χθες, όπου παρουσιάστηκαν τα ευρήματα της ετήσιας έρευνας “Ο Σφυγμός του Επιχειρείν 2024-25” #SEVBusinessPulse που διεξήγαγε η MRB.
“Δεν μπορούν να αυξηθούν οι μισθοί σε πραγματικούς όρους. Δεν θα αυξηθούν, αν δεν αυξηθεί η παραγωγικότητα. Πρέπει να επενδύσουμε, οι εργαζόμενοι πρέπει να μας δώσουν καλύτερες μορφές ευελιξίας και εμείς να τους δώσουμε καλύτερους μισθούς”, τόνισε ο κ. Θεοδωρόπουλος δίνοντας το στίγμα, εστιάζοντας, παράλληλα και στα τρία βασικά ρίσκα της οικονομίας, την κλιματική κρίση, την καθυστέρηση μεταρρυθμίσεων και τη ρευστότητα στο διεθνές περιβάλλον.
Ουσιαστικά, ο πολύπειρος στο επιχειρείν πρόεδρος του ΣΕΒ μια και του χρόνου κλείνει 50 χρόνια παρουσίας, θέλησε να στείλει ένα μήνυμα σε πολλαπλούς αποδέκτες, στην κυβέρνηση και την κοινωνία, στο φόντο και της συζήτησης για το πόσο επαρκεί το εισόδημα για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών, αλλά κυρίως για το τι δέον γενέσθαι για να μπορέσει η οικονομία να μπει σε έναν κύκλο βιώσιμης ανάπτυξης. Κλειδί σε όλα αυτά, όπως τόνισε ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος, η αύξηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων είναι το μόνο που μπορεί να φέρει αύξηση των μισθών.
“Οι μισθοί στην Ελλάδα είναι πραγματικά χαμηλοί, αλλά για να λέμε αλήθειες, είναι χαμηλοί γιατί έχουμε χαμηλή παραγωγικότητα“, επεσήμανε χαρακτηριστικά. Ο ίδιος εξήγησε πως το βασικό πρόβλημα δεν είναι τόσο το επίπεδο των τιμών όσο η πολύ χαμηλή αγοραστική δύναμη που έχουν οι πολίτες.
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ υπογράμμισε, βέβαια, ότι οι μισθοί είναι χαμηλοί, ωστόσο ξεκαθάρισε πώς “δεν μπορούν να αυξηθούν σε πραγματικούς όρους, παρόλο που το αναγνωρίζουμε, παρόλο που θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ότι είναι δυνατόν”.
“Για να λέμε την αλήθεια οι μισθοί είναι χαμηλοί επειδή έχουμε χαμηλή παραγωγικότητα παρότι το αναγνωρίζουμε και προσπαθούμε να βάλουμε σε συλλογικές συμβάσεις όλο και περισσότερους εργαζόμενους”, τόνισε λέγοντας, όμως, ότι η Ελλάδα καταγράφει παραγωγή μόλις 38 ευρώ ανά ώρα εργασίας, έναντι 80 ευρώ στη Γερμανία και 151 ευρώ στη Δανία, υπογραμμίζοντας πως “αν δεν αυξηθεί η παραγωγικότητα, θα προσπαθούμε να μοιράσουμε μια πίτα η οποία δεν είναι αρκετή”.
Όπως τόνισε, το πρόβλημα της χαμηλής αγοραστικής δύναμης ή της ακρίβειας λύνεται μόνο με βελτίωση της παραγωγικής βάσης. “Πρέπει να επενδύσουμε πρώτα εμείς οι επιχειρήσεις, που είμαστε ο βασικός παράγοντας, και οι εργαζόμενοι –που δεν είναι ο βασικός παράγων– να μας δώσουν μορφές ευελιξίας. Κι εμείς, με τη σειρά μας, να τους δώσουμε καλύτερες αμοιβές”, κατέληξε.
Οι αιτίες της κρίσης
Με την αφορμή αυτή περιέγραψε, και τα αίτια που οδήγησαν στη μνημονιακή κρίση. “Τα αίτια της κρίσης ήταν το δημοσιονομικό, παραγωγικότητα, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το ένα αναγνωρίζουμε όλοι ότι το έχουμε πάει καλά. Πρέπει να λύσουμε και τα άλλα δύο και να ασχοληθούμε σοβαρά. Δεν θα βελτιωθεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αν δεν βελτιωθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα των προϊόντων μας ώστε να κάνουμε εξαγωγές. Και για το πετύχουμε αυτό δεν μπορούμε να έχουμε χαμηλότερη παραγωγικότητα από τους ανταγωνιστές μας.
Είναι ένας φαύλος κύκλος και πρέπει να κλείσουμε και τα άλλα δύο όλοι μαζί. Και η κυβέρνηση και οι επιχειρηματίες και οι εργαζόμενοι”, πρόσθεσε.
Ευελιξία
Ειδικά δε σε σχέση με τις αλλαγές στην αγορά εργασίας ο κ. Θεοδωρόπουλος έκανε λόγο για την ανάγκη ύπαρξης ευελιξίας. Να σημειωθεί ότι με βάση πηγές του ΣΕΒ, η περσινή παρέμβαση, επί υπουργίας στο Υπ. Εργασίας, Αδ. Γεωργιάδη, για την 7ήμερη απασχόληση δεν έχει φέρει λύση μια και αφορά μόνο χαλυβουργίες, τσιμεντοβιομηχανίες κτλ αλλά δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε άλλους κλάδους, όπως στη μεταποίηση τροφίμων, που παρουσιάζονται, κατά καιρούς σημαντικές ανάγκες. Χαρακτηριστικά γίνεται, δε, λόγος για μαζικές παραγγελίες φέτας, στη βιομηχανία, από τις ΗΠΑ, ένεκα της προσπάθειας να αποφευχθούν οι δασμοί, πριν επιβληθούν, που ωστόσο, δεν μπορούν να διεκπεραιωθούν.
Για τη, δε, κάρτα εργασίας, ο κ. Θεοδωρόπουλος ανέφερε ότι ο ΣΕΒ από την πρώτη στιγμή στήριξε αυτή την πρωτοβουλία. “Ήμασταν εξαρχής υπέρ της διαφάνειας και της νόμιμης καταβολής των αποδοχών. Η κάρτα εργασίας συνέβαλε σημαντικά στη μείωση του αθέμιτου ανταγωνισμού ανάμεσα σε νόμιμες και παράνομες επιχειρήσεις”. Ο πρόεδρος του ΣΕΒ σημείωσε ότι παραμένει κρίσιμη η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, ιδιαίτερα στα τεχνικά επαγγέλματα. “Η κατάργηση των τεχνικών σχολών έχει αφήσει τεράστιο κενό”, είπε.
Το μέγεθος
Μια άλλη διάσταση, που αφορά τις αμοιβές αλλά και την εξέλιξη των επιχειρήσεων, που έθεσε ο κ. Θεοδωρόπουλος έχει να κάνει με το μέγεθος των επιχειρηματικών μονάδων.
Όπως σημείωσε, οι επιχειρήσεις καταβάλλουν προσπάθειες, ωστόσο οι προκλήσεις αυξάνονται, με τις μεσαίες επιχειρήσεις να δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση. “Δεν διαθέτουν το μέγεθος των μεγάλων, ούτε την ευελιξία των μικρών”, επεσήμανε χαρακτηριστικά.
Μάλιστα, κάλεσε όλους να αλλάξουν νοοτροπία. “Δε σημαίνει ότι πρέπει να βγάλουμε τις μεσαίες εταιρείες από τη μέση. Στα μεγέθη, ομολογουμένως δεν τα έχουμε πάει καλά, παρά τις προσπάθειες. Σκοντάφτουμε”, ανέφερε, αποτυπώνοντας το κλίμα που επικρατεί με την παροιμία ‘μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα’. “Πρέπει να ξεπεραστεί αυτή η αντίληψη. Να δημιουργήσουμε μεγαλύτερες επιχειρήσεις, που στήνουν δομές και συστήματα. Συμπληρώνω του χρόνου 50 χρόνια, στο επιχειρείν και βλέπω ότι είναι πολύπλοκο το περιβάλλον και οι μεσαίες επιχειρήσεις δυσκολεύονται”, τόνισε. “Να ξεχωρίσουμε τις ΜμΕ, άλλο μικρές, άλλο μεσαίες. Δεν τσουβαλιάζοναι μαζί. Οι μικρές έχουν πιο λίγα προβλήματα από τις μεσαίες. Οι πολύ μικρές βρίσκουν τον τρόπο, όπως και οι μεγάλες. Οι επιχειρήσεις που έχουν τζίρο μεταξύ 10 – 25 εκατ βρίσκουν δυσκολίες χρηματοδότησης” είπε και προσέθεσε: “Το μεγάλο θέμα είναι η νοοτροπία. Προτιμούμε να έχουμε ένα μαγαζί με 30 άτομα προσωπικό παρά να έχουμε το 1% της Alpha Bank. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το καλλιεργήσουμε για να αλλάξει. Είναι προβλήματα που χρειάζονται ωρίμανση”, τόνισε.
Πάντως, ο κ. Θεοδωρόπουλος τόνισε ότι “πάντα προσπαθούσαμε να στηρίξουμε τις ΜμΕ -και τα τελευταία χρόνια, οι ίδιες οι επιχειρήσεις νιώθουν ότι μπορούν να βρουν στήριξη στον ΣΕΒ. Είναι η ραχοκοκαλιά της οικονομίας και οφείλουμε να τις στηρίξουμε ουσιαστικά“.
Ακρίβεια
Σε σχέση, δε, με την ακρίβεια, εστίασε στο ζήτημα της αγοραστικής δύναμης. “Δεν είναι αλήθεια ότι οι τιμές είναι ακριβότερες στην Ελλάδα απ’ ό,τι στο εξωτερικό. Σοβαροί φορείς όπως το ΙΕΛΚΑ ή το Οικονομικό Πανεπιστήμιο δείχνουν ότι δεν είμαστε ακριβότεροι. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι οι Έλληνες βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη σε μονάδες αγοραστικής δύναμης”, τόνισε, μετατοπίζοντας τη συζήτηση από τις τιμές στα εισοδήματα.
Αναφέρθηκε μάλιστα και στον δημόσιο λόγο γύρω από το επιχειρείν σημειώνοντας ότι “η γνώμη μου είναι ότι δεν φταίνε οι τιμές και όλη αυτή η λάσπη που έχει πέσει στους επιχειρηματίες με συνεχείς φράσεις όπως καρτέλ, υπερκέρδη, ή η συζήτηση μέχρι πού φτάνουν τα κέρδη φράσεις που… πουλάνε… αλλά δεν απεικονίζουν την αλήθεια“.
Η βιομηχανία πρώτη ως προς την πρόθεση αυξήσεων μισθών
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι με βάση την έρευνα του ΣΕΒ υπάρχει τάση αυξήσεων μισθών και στον δευτερογενή τομέα. Συγκεκριμένα, η βιομηχανία εμφανίζεται πρώτη, με το 79,4% των επιχειρήσεων να δηλώνει ότι θα αυξήσει τους μισθούς. Ακολουθούν οι κατασκευές, με 66,7%, και οι υπηρεσίες με 60,2%. Πάνω από τον μέσο όρο κινούνται επίσης οι κλάδοι μεταφορών/αποθήκευσης/ενέργειας, με 54,2%, καθώς και η ξενοδοχειακή και η εστίαση με 52,0%.
Στον αντίποδα, χαμηλότερα ποσοστά αυξήσεων αναμένονται στο εμπόριο (38,8%) και κυρίως στον κλάδο των πολύ μικρών επιχειρήσεων, που φαίνεται να αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες προσαρμογής.
Αναλυτικά, αναφορικά με το μέγεθος των επιχειρήσεων, προκύπτουν σημαντικές διαφοροποιήσεις:
- Στις μεγάλες επιχειρήσεις (άνω των 100 εργαζομένων), 8 στις 10 (80%) θα δώσουν αυξήσεις.
- Αντίθετα, στις μεσαίες επιχειρήσεις (50–99 άτομα), μόλις 1 στις 4 (25,1%) δηλώνει πρόθεση για αυξήσεις, με 42,3% να απαντά «Δεν ξέρω/Δεν απαντώ».
- Οι μικρές επιχειρήσεις (10–49 άτομα) βρίσκονται πιο κοντά στον μέσο όρο, με 35,8% θετικές απαντήσεις και 39,1% αρνητικές.
- Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (1–9 άτομα) φτάνουν το 54,7% στο «ναι».
Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους σχεδιάζουν αυξήσεις στους μισθούς (σ.σ. η έρευνα πραγματοποιήθηκε το διάστημα Φεβρουαρίου–Μαρτίου, πριν από την αύξηση του κατώτατου μισθού από 1ης Απριλίου), πρώτος λόγος με διαφορά είναι η επιβράβευση της απόδοσης των εργαζομένων, την οποία επικαλείται το 62,3% των επιχειρήσεων. Ακολουθεί η ανάγκη διατήρησης προσωπικού ώστε να μη χαθεί στο πλαίσιο του ανταγωνισμού (47,4%), ενώ μόλις το 17,6% των επιχειρήσεων αναφέρει ως αιτία την αυξημένη παραγωγικότητα και την ενισχυμένη κερδοφορία.
Ποσοστό 16,4% δηλώνει ότι θα δώσει αυξήσεις επειδή υποχρεούται λόγω συλλογικών συμβάσεων, ενώ το 15,7% επικαλείται την ανάγκη να προσελκύσει νέα στελέχη ή ειδικότητες που απαιτούνται για τη λειτουργία της επιχείρησης.
Αναπτυξιακός νόμος
Ο κ. Θεοδωρόπουλος με αιχμή το μείζον ζήτημα της παραγωγικότητας άσκησε σε κριτική στο σχέδιο για τον νέο αναπτυξιακό νόμο που βαίνει προς ψήφιση στη Βουλή. Ειδικότερα, ο πρόεδρος του ΣΕΒ επεσήμανε ότι έχει γίνει σοβαρή προσπάθεια και υπάρχουν θετικές προθέσεις, όμως υπάρχουν και κρίσιμα σημεία που χρειάζονται επανεξέταση. “Ο Αναπτυξιακός είναι ένα σημαντικό εργαλείο, αλλά αυτό που βλέπουμε είναι μόνο το πλαίσιο. Οι ουσιαστικοί όροι καθορίζονται από τα επιμέρους καθεστώτα”, δήλωσε.
Όπως είπε, πρέπει να υπάρχει αντικατάσταση του κριτηρίου των θέσεων εργασίας με δείκτες παραγωγικότητας. “Συμφωνούμε να αποτελεί κριτήριο για παραμεθόριες περιοχές. Όμως, στις σύγχρονες επενδύσεις, ο βασικός στόχος πρέπει να είναι η αύξηση της παραγωγικότητας, που συχνά συνδέεται με τον αυτοματισμό, όχι αναγκαστικά με περισσότερες θέσεις εργασίας”, υπογράμμισε.
Παράλληλα, εξέφρασε ανησυχία για την επιστροφή του ελέγχου των υπαγωγών στο κράτος. “Κάναμε βήματα προόδου με το Ταμείο Ανάκαμψης (ΤΑΑ), αλλά τώρα επιστρέφουμε σε χρονοβόρες διαδικασίες. Υπάρχουν πολλές επενδύσεις και λίγοι υπάλληλοι για να τις αξιολογήσουν», ανέφερε. Ως παράδειγμα έφερε το καθεστώς της βιομηχανίας, που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2023, αλλά οι πρώτες επιχειρήσεις ενημερώθηκαν τον Ιανουάριο του 2025. «Δηλαδή με καθυστέρηση 22 μηνών. Αυτό δεν συνάδει με τις ταχύτητες που απαιτεί η επιχειρηματικότητα σήμερα”, τόνισε.
Αναφορικά με τα θέματα χρηματοδότησης ο κ. Θεοδωρόπουλος ανέφερε: “Οι επιχειρήσεις λένε δεν έχουμε πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες, παρότι έχουν αυξήσει τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους, εξακολουθούν να χορηγούν δάνεια στις ΜμΕ με υψηλότερο κόστος”. Παράλληλα, οι τράπεζες επισημαίνουν ότι περίπου το 1/3 των ΜμΕ έχει εκκρεμότητες με κόκκινα δάνεια, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη χρηματοδότησή τους. “Η επιχειρηματικότητα δικαιούται μια δεύτερη ευκαιρία”, τόνισε.
Ο κ. Θεοδωρόπουλος, αναφερόμενος στη φορολογία των επιχειρήσεων, είπε ότι ο ΣΕΒ ζητά την άρση συγκεκριμένων επιβαρύνσεων που θεσπίστηκαν την περίοδο της κρίσης. “Η προκαταβολή φόρου για την επόμενη χρονιά είναι άδικη και επιβαρυντική για τις υγιείς και κερδοφόρες επιχειρήσεις”, σχολίασε ο κ. Θεοδωρόπουλος. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε και στο πρόβλημα του αθέμιτου ανταγωνισμού.