Η πρόταση νόμου ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ για τον ρατσισμό

Η πρόταση νόμου ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ για τον ρατσισμό
Ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Βαγγέλης Βενιζέλος και ο Πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φώτης Κουβέλης,βγαίνουν από το Μέγαρο μαξίμου,μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης τους με τον Πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά,Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012 (EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ) Eurokinissi

Κατατέθηκε η πρόταση νόμου για τον ρατσισμό από τις κοινοβουλευτικές ομάδες του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ. Διαβάστε αναλυτικά τι προβλέπει

Με επικεφαλής τους προέδρους των Κοινοβουλευτικών Ομάδων του ΠΑΣΟΚ Ε. Βενιζέλο και της ΔΗΜΑΡ Φ. Κουβέλη κατατέθηκε σήμερα Πέμπτη στη Βουλή η πρόταση νόμου για την αντιμετώπιση των εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας.

Την πρόταση υπογράφουν συνολικά 27 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ (σ.σ. δεν υπογράφει ο βουλευτής Αχμέτ Χατζηοσμάν) και οι 14 βουλευτές της ΔΗΜΑΡ.

Κουβέλης Φώτης, Αναγνωστάκης Δημήτρης, Γιαννακάκη Μαρία, Κυρίτσης Γιώργος, Λυκούδης Σπύρος, Μάρκου Κατερίνα, Ξηροτύρη Ασημίνα, Οικονόμου Βασίλης, Πανούσης Γιάννης, Ρεπούση Μαρία, Τσούκαλης Νίκος, Φούντα Νίκη, Ψαριανός Γρηγόρης, Ψύρρας Θωμάς.

Η πρόταση νόμου αποτελείται από εννέα άρθρα και προτείνεται η αντικατάσταση του Ν. 927/1979 με την εισαγωγή ενός επικαιροποιημένου και βελτιωμένου νομοθετήματος προκειμένου να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικότερα οι σοβαρές μορφές εκδήλωσης ρατσιστικών και ξενόφοβων συμπεριφορών.

«Aντικατάσταση του Ν. 927/1979»

«Οι ρατσιστικές και ξενοφοβικές εκδηλώσεις συνιστούν απειλή για τις ομάδες και τα πρόσωπα, που γίνονται στόχος τους, γι’ αυτό απαιτείται η παροχή από το κράτος αυξημένου βαθμού προστασίας με τη λήψη ποικίλων μέτρων χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, και τα μέσα του ποινικού δικαίου, ώστε να επιβάλλονται αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις τόσο κατά των φυσικών προσώπων τα οποία διαπράττουν τέτοια εγκλήματα, όσο και κατά των νομικών προσώπων που εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο σε αυτά», αναφέρουν στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης νόμου για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ.

Ως προς το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο και την ανάγκη επικαιροποίησης του, επισημαίνεται ότι «στην ελληνική έννομη τάξη, οι συμπεριφορές που αποβλέπουν σε φυλετικές διακρίσεις έχουν ποινικοποιηθεί, ως ένα βαθμό, από τον ν. 927/1979. Δεδομένου, όμως, ότι ο παραπάνω νόμος έχει εφαρμοστεί ελάχιστα και ήδη κρίνεται ανεπαρκής, ενόψει των σοβαρών προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας κατά τη μετάβασή της σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, όπου η ισότιμη προστασία όλων των ατόμων, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα φυσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους ή τον γενετήσιο-σεξουαλικό προσανατολισμό τους, προβάλλεται ως πρωταρχική υποχρέωση του κράτους.

Για τον λόγο αυτόν θεωρείται επιβεβλημένη η εισαγωγή ενός επικαιροποιημένου και βελτιωμένου νομοθετήματος, σε αντικατάσταση του προηγουμένου, ώστε να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικότερα οι σοβαρές μορφές εκδήλωσης ρατσιστικών και ξενόφοβων συμπεριφορών».

Τα νομικά μέτρα προστασίας και οι κυρώσεις

Για τις προωθούμενες διατάξεις, αναφέρεται ότι με την πρόταση νόμου που κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή «δημιουργείται ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο για την καταπολέμηση των εκδηλώσεων ρατσισμού και της ξενοφοβίας, καθώς και των εγκλημάτων που τελούνται με τέτοια κίνητρα, καλύπτοντας συγκεκριμένες και ειδικότερες πτυχές του θέματος, εισάγοντας νομικά μέσα προστασίας και προβλέποντας αναλογικές και αποτελεσματικές κυρώσεις». Επισημαίνεται ειδικότερα ότι:

α. Εξασφαλίζεται ότι η διερεύνηση και ποινική δίωξη των εγκλημάτων ρατσισμού και ξενοφοβίας γίνεται αυτεπάγγελτα και δεν εξαρτάται από αναφορές ή καταγγελίες των θυμάτων, τα οποία είναι συχνά ιδιαιτέρως ευάλωτα και διστάζουν να κινήσουν δικαστικές διαδικασίες.

β. Θεσπίζεται η διοικητική ευθύνη των νομικών προσώπων ή ενώσεων προσώπων που εμπλέκονται με οποιοδήποτε τρόπο σε εκδηλώσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας ή στη διάπραξη εγκλημάτων με τέτοια κίνητρα.

γ. Επεκτείνεται η προστασία και σε ομάδες ή πρόσωπα που δεν προσδιορίζονται μόνο με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή τους, αλλά και τον γενετήσιο- σεξουαλικό τους προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου. Επίσης, εκτός από τις προσβολές εναντίον ομάδων ή προσώπων, αξιόποινες θεωρούνται και οι ρατσιστικές και ξενοφοβικές εκδηλώσεις που στρέφονται κατά πραγμάτων (κινητών ή ακινήτων), τα οποία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα (όπως π.χ. θρησκευτικά αντικείμενα, εθνικά σύμβολα, οίκοι λατρείας, χώροι διαμονής, εκπαίδευσης, ψυχαγωγίας, κλπ).

δ. Παρέχεται το δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής νομικών προσώπων ή ενώσεων προσώπων, που εδρεύουν στην Ελλάδα, σε δίκες που αφορούν εγκλήματα του παρόντος και μόνο για την υποστήριξη της κατηγορίας, υπό την προϋπόθεση να περιλαμβάνονται, με οποιοδήποτε συμβουλευτικό καθεστώς (γενικό, ειδικό, roster) στον σχετικό κατάλογο που τηρείται από το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ECOSOC).

Εννέα άρθρα

Η πρόταση νόμου περιλαμβάνει εννέα άρθρα στα οποία προβλέπονται, μεταξύ άλλων τα εξής:

ΠΡΟΤΑΣΗ  ΝΟΜΟΥ

«ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ»

Άρθρο 1

Σκοπός

1. Σκοπός της πρότασης νόμου είναι η καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, που μπορούν να διασαλεύσουν άμεσα την κοινωνική ειρήνη, και οι οποίες αντίκεινται ευθέως στις αρχές του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, καθώς και του κράτους δικαίου, όπως αυτές επιβάλλονται από το Σύνταγμα.

2. Για  την εκπλήρωση του ανωτέρω σκοπού, λαμβάνεται κάθε αναγκαίο και ανάλογο μέτρο, σύμφωνα με την Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της ΕΕ της 28ης Νοεμβρίου 2008 (L 328/55), και με σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 2

Δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους

1. Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή διά του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, παροτρύνει, προκαλεί ή διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος, κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον γενετήσιο προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 – 20.000) ευρώ.

2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται όποιος με πρόθεση, και με τα μέσα και τους τρόπους που αναφέρονται  στην παράγραφο 1, παροτρύνει, προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξη φθοράς ή βλάβης πραγμάτων, που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από τις παραπάνω ομάδες ή πρόσωπα.

3. Αν η πράξη των προηγούμενων παραγράφων είχε ως αποτέλεσμα την τέλεση του εγκλήματος, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή δεκαπέντε έως τριάντα χιλιάδων (15.000 – 30.000) ευρώ, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

4. Όποιος συνιστά ή συμμετέχει σε οργάνωση ή ένωση προσώπων οποιασδήποτε μορφής που επιδιώκει συστηματικά την τέλεση των πράξεων των παραγράφων 1 και 2 τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

5. Η τέλεση πράξης των προηγούμενων παραγράφων από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων συνιστά επιβαρυντική περίσταση.

6. Σε περίπτωση που ο υπαίτιος τέλεσης πράξης προβλεπόμενης από τις προηγούμενες παραγράφους καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, επιβάλλεται και αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για ένα έως πέντε έτη.

Άρθρο 3

Δημόσιος εγκωμιασμός, άρνηση ή εκμηδένιση εγκλημάτων

1. Όποιος με πρόθεση, δημόσια, προφορικά ή διά του τύπου, μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, εγκωμιάζει, αρνείται κακόβουλα ή εκμηδενίζει τη σημασία εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και εγκλημάτων πολέμου, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με το ν. 3003/2002 (Α’ 75) ή των εγκλημάτων που ορίζονται στο άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς Στρατοδικείου που προσαρτάται στη Συμφωνία του Λονδίνου της 8ης Αυγούστου 1945, καθώς και των εγκλημάτων του ναζισμού, και η πράξη αυτή στρέφεται κατά ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τον γενετήσιο προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου, κατά τρόπο που μπορεί να διεγείρει σε βιαιοπραγίες ή μίσος κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή πέντε έως είκοσι χιλιάδων (5.000 – 20.000) ευρώ.

2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου απαιτείται τα εγκλήματα αυτά να έχουν αναγνωρισθεί με αμετάκλητη απόφαση ελληνικού ή διεθνούς δικαστηρίου.

3. Η τέλεση πράξης της προηγούμενης παραγράφου από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων συνιστά επιβαρυντική περίσταση.

4. Σε περίπτωση που ο υπαίτιος τέλεσης πράξης προβλεπόμενης από τις προηγούμενες παραγράφους καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους, επιβάλλεται και αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για ένα έως πέντε έτη.

Άρθρο 4

Τέλεση μέσω διαδικτύου

Για την μέσω του διαδικτύου τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων απαιτείται: α) Ο δράστης να είναι παρών στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το αν για την πράξη του χρησιμοποιεί υλικό που φιλοξενείται σε σύστημα πληροφορικής εγκατεστημένο στη Χώρα ή β) Το υλικό που χρησιμοποιεί ο δράστης να φιλοξενείται σε σύστημα πληροφορικής που βρίσκεται στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το αν αυτός βρίσκεται στο έδαφος της επικράτειας.

Άρθρο 5

Ευθύνη νομικών προσώπων ή ενώσεων προσώπων

1. Αν κάποια από τις αξιόποινες πράξεις της παρούσας πρότασης νόμου τελέσθηκε μέσω ή προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου ή ενώσεως προσώπων, από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου ή της ενώσεως προσώπων και έχει εξουσία εκπροσώπησής του ή εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό του ή για την άσκηση ελέγχου εντός αυτού, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο ή στην ένωση προσώπων, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατά περίπτωση, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις: α) Διοικητικό πρόστιμο από δεκαπέντε (15.000)  έως διακόσιες (200.000) χιλιάδες ευρώ, β) Ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας του για χρονικό διάστημα από έναν έως έξι μήνες ή απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας για το ίδιο χρονικό διάστημα, γ) αποκλεισμός από δημόσιες παροχές, επιχορηγήσεις, ενισχύσεις, επιδοτήσεις ή αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προμήθειες, διαφημίσεις και διαγωνισμούς του δημοσίου ή των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα για το ίδιο χρονικό διάστημα. Η διοικητική κύρωση του στοιχείου α επιβάλλεται πάντοτε, ανεξαρτήτως της επιβολής άλλων κυρώσεων. Σε περίπτωση υποτροπής του νομικού προσώπου ή της ενώσεως προσώπων οι κυρώσεις των στοιχείων β και γ μπορεί να έχουν οριστικό χαρακτήρα.

2. Όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατέστησε δυνατή την τέλεση κάποιας από τις αξιόποινες πράξεις του παρόντος νόμου από πρόσωπο που τελεί υπό την εξουσία του, μέσω ή προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου ή της ενώσεως προσώπων, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο ή στην ένωση προσώπων, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις: α) Διοικητικό πρόστιμο από πέντε (5.000) έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, β) Οι προβλεπόμενες στα στοιχεία β και γ της προηγούμενης παραγράφου, για χρονικό διάστημα έως έξι μήνες. 

3. Για τη σωρευτική ή διαζευκτική επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους και για την επιμέτρηση των κυρώσεων αυτών, λαμβάνονται υπ’ όψιν ιδίως η βαρύτητα της παράβασης, ο βαθμός της υπαιτιότητας, η οικονομική επιφάνεια του νομικού προσώπου και η τυχόν υποτροπή του. Καμιά κύρωση δεν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη κλήτευση του νομικού προσώπου ή της ενώσεως προσώπων προς παροχή εξηγήσεων. Η κλήση κοινοποιείται τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.

4. Εάν η πράξη φέρεται ότι τελέστηκε σε εκπομπή ραδιοφωνική ή τηλεοπτική, οι κυρώσεις που προβλέπονται από το παρόν άρθρο επιβάλλονται από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, προς το οποίο διαβιβάζεται ο φάκελος από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

5. Η εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων είναι ανεξάρτητη από την αστική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη των αναφερομένων σ’ αυτές φυσικών προσώπων.

6. Οι εισαγγελικές αρχές ενημερώνουν τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μετά την άσκηση ποινικής δίωξης, για υποθέσεις στις οποίες υπάρχει εμπλοκή νομικού προσώπου ή ενώσεως προσώπων υπό την έννοια των παραγράφων 1 και 2 και του κοινοποιούν τις εκδιδόμενες σχετικές δικαστικές αποφάσεις.

8. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων δεν εφαρμόζονται στο Κράτος, στα δημόσια νομικά πρόσωπα κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας  και στους διεθνείς οργανισμούς δημοσίου δικαίου. 

Άρθρο 6

Παράσταση πολιτικής αγωγής

Πέραν των φυσικών προσώπων που ως μέλη ομάδας ή προσωπικώς θίγονται από τις πράξεις των άρθρων 2 και 3, δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής μόνο για την υποστήριξη της κατηγορίας έχουν και νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων που εδρεύουν στην Ελλάδα, εφ’ όσον συμπεριλαμβάνονται υπό οποιοδήποτε συμβουλευτικό καθεστώς στον κατάλογο που τηρείται από το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο (ECOSOC) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή πρόκειται για αναγνωρισμένους θρησκευτικούς φορείς οργανωμένους σε οποιαδήποτε μορφής ένωση προσώπων και τελούντες υπό την εποπτεία της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Άρθρο 7

Προστασία θυμάτων και ουσιωδών μαρτύρων

Υπήκοοι τρίτων χωρών που είναι θύματα ή ουσιώδεις  μάρτυρες εγκληματικών πράξεων οι  οποίες  προβλέπονται  στα  άρθρα  187,  309 και  310  ΠΚ ή που τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος και τελούνται σε βάρος της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας, δεν απελαύνονται εφ’ όσον για τις πράξεις αυτές έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ή έχει διαταχθεί προκαταρκτική εξέταση και μέχρι την έκδοση απόφασης από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, υπό τον όρο ότι αυτοί δεν αποτελούν κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια. Η συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων διαπιστώνεται με διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών, η οποία επικυρώνεται εντός τριών ημερών από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Η πράξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών κοινοποιείται στη Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών. Το αυτό ισχύει και για τους ευρισκόμενους στην Ελλάδα γονείς, συζύγους και τέκνα των θυμάτων ή ουσιωδών  μαρτύρων.

Άρθρο 8

1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργείται ο νόμος 927/1979 και το άρθρο 39 παρ. 4 του νόμου 2910/2001.

2. Οι πράξεις που περιγράφονται στον παρόντα νόμο διώκονται αυτεπαγγέλτως.

Άρθρο 9

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Οι Προτείνοντες Βουλευτές: Βενιζέλος Ευάγγελος, Γκερέκου Αγγελική, Γκόκας  Χρήστος, Γρηγοράκος Λεωνίδας, Δήμας  Πύρρος, Δριβελέγκας Ιωάννης, Κασσής Μιχάλης, Κεγκέρογλου Βασίλης, Κεδίκογλου Συμεών, Κουκουλόπουλος Πάρις, Κουτσούκος Ιωάννης, Κρεμαστινός Δημήτρης, Κωνσταντινόπουλος Οδυσσέας, Μανιάτης Ιωάννης, Μωραΐτης Αθανάσιος, Ντόλιος  Γεώργιος, Ρήγας Παναγιώτης, Σαλτούρος Δημήτρης, Σαχινίδης Φίλιππος, Σηφουνάκης Νίκος, Σκανδαλίδης Κων/νος, Τζάκρη Θεοδώρα, Τριαντάφυλλος Κων/νος, Χριστοφιλοπούλου Εύη, Χρυσοχοΐδης Μιχάλης, Κακλαμάνης Απόστολος, Παπανδρέου Γιώργος

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα