Νέες ταινίες: Ο συγκινητικός έρωτας του “Άγνωστοι Μεταξύ Μας” με Πολ Μέσκαλ και Άντριου Σκοτ

Διαβάζεται σε 11'
Νέες ταινίες: Ο συγκινητικός έρωτας του “Άγνωστοι Μεταξύ Μας” με Πολ Μέσκαλ και Άντριου Σκοτ
Paul Mescal and Andrew Scott in ALL OF US STRANGERS. Photo Courtesy of Searchlight Pictures. © 2023 20th Century Studios All Rights Reserved.

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Έπεσε από την 1η θέση του box office μετά από ενάμιση μήνα το “Poor Things”, σε μια εβδομάδα χωρίς πάντως πολλά εισιτήρια γενικώς. Θα φανεί κατά πόσο υπάρχει σημαντική κίνηση και καθώς η ταινία του Λάνθιμου αρχίζει να υποχωρεί, με πρώτο μεγάλο τεστ το “Dune 2” που έρχεται σε λίγες βδομάδες.

Ως τότε πάντως, καλό άνοιγμα για την –γοητευτικότατη– ρομαντική κομεντί “Λατρεύω Να Σε Μισώ” στο #1 του box office, μετά την μεγάλη επιτυχία της ταινίας και στην Αμερική. Το φιλμ με τους Γκλεν Πάουελ και Σίντνεϊ Σουίνι έκανε 13.000 εισιτήρια 4ημέρου, ξεπερνώντας έστω και για λίγο το “Poor Things”, που με 12.600 ακόμα εισιτήρια πλησιάζει με ευκολία το 400άρι.

Εξαιρετικό άνοιγμα και δυνατός μέσος όρος ανά αίθουσα για την ελληνική ταινία “Animal” της Σοφίας Εξάρχου με σχεδόν 2.000 εισιτήρια σε 9 αίθουσες. Στο απέναντι άκρο για τις πρεμιέρες της περασμένης εβδομάδας, η “Priscilla” άνοιξε απογοητευτικά με σχεδόν 4.000 εισιτήρια σε 42 αίθουσες και η “Σιδερένια Γροθιά” καταστροφικά, με σχεδόν 2.000 σε 38.

Εξαιρετικά όμως τα έχει πάει το φιλμ του Αλεξάντερ Πέιν “Τα Παιδιά του Χειμώνα” ξεπερνώντας πλέον τις 50.000 εισιτήρια, ενώ αντέχουν ακόμα εντός της 10άδας το “Αγόρι κι ο Ερωδιός” του Χαγιάο Μιγιαζάκι (στις 16.600 εισιτήρια μετά από 2 εβδομάδες) και το “Ferrari” του Μάικλ Μαν (στα 33.600 εισιτήρια μετά από 3 εβδομάδες).

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Άγνωστοι Μεταξύ Μας

(“All of Us Strangers”, Άντριου Χέιγκ, 1ω45λ)

**

Ο σεναριογράφος Άνταμ γνωρίζει τυχαία τον αινιγματικό του γείτονα Χάρι, μια συνάντηση που αποβαίνει καθοριστική στην καθημερινότητά του. Καθώς ο Άνταμ έρχεται όλο και πιο κοντά με τον Χάρι, αρχίζει να συναντά μυστηριωδώς και τους δύο γονείς του, πίσω στο σπίτι των παιδικών του χρόνων, εκεί που ο πατέρας κι η μητέρα του είναι ζωντανοί και μοιάζουν ακριβώς όπως έμοιαζαν πριν 30 χρόνια – τότε δηλαδή που έφυγαν από τη ζωή.

Ο Άντριου Χέιγκ (“45 Χρόνια”, η σειρά “Looking”) σκηνοθετεί μια από τις πιο αγαπητές και ανοιχτά σπαρακτικές ταινίες της χρονιάς, διασκευάζοντας το βιβλίο “Strangers” του 1987 από τον Ταϊτσι Γιαμάντα, και μετατρέποντας το κεντρικό στόρι σε μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δύο άντρες – ξαφνικά οι μυστηριώδεις συναντήσεις με τους γονείς αποκτούν νέο νόημα καθώς λειτουργούν ως κάποιου είδους coming out, ενώ η μοναξιά την οποία με κάποιο τρόπο βιώνει ο ήρωας γίνεται επέκταση μιας ψυχρής μητρόπολης που δεν τον χωράει.

Η προσέγγιση του Χέιγκ έχει μεγάλο ενδιαφέρον, πρόκειται εξάλλου για ένα σκηνοθέτη που αναζητά τα σιωπηλά πάθη πίσω από τις ψυχρές σιωπές. Εδώ πηγαίνει το στυλ του και την αφήγησή του σε ένα extreme σημείο, αποκόπτοντας κάθε είδους context από την ιστορία και εστιάζοντας σε ακραίο βαθμό πάνω στην οπτική του κεντρικού του ήρωα, παιγμένου με τραγικότητα κι ευαισθησία από τον Άντριου Σκοτ του “Fleabag” – έναν πολύ καλό ηθοποιό που συζητήθηκε έντονα ακόμα και για οσκαρική υποψηφιότητα φέτος βάσει αυτής της εμφάνισης.

Χάρη στην ακραία αυτή εστίαση δημιουργείται μια αφηγηματική συνθήκη που καλεί τον θεατή να ζωγραφίσει έξω από τα κενά, σα να παρακολουθούμε το επαναλαμβανόμενο μοτίβο αναζήτησης μιας ψυχής που περιτριγυρίζεται από το απόλυτο κενό. Ως εκ τούτου, αν η ταινία πιάσει εξαρχής τον θεατή, είναι κατανοητό το πώς μέχρι το (σαρωτικό, αλλά στην πραγματικότητα και τρομερά χειριστικό) φινάλε μπορεί να διαλύσει συναισθηματικά κάποιον.

Υπάρχει όμως παράλληλα και μια δραματουργική αδράνεια καθώς οι επιλογές του Χέιγκ μας αφήνουν με μια μονοδιάστατη ιστορία που καθόλη της τη διάρκεια επαναλαμβάνει ξανά και ξανά την ίδια ιδέα (που δεν αποφεύγει και κάποια κλισέ δραματικά στοιχεία), με μεγαλύτερη ένταση, σαν σφυροκόπημα, δίχως τίποτα εξωτερικό να εισβάλει ή τίποτα εσωτερικό να δραπατεύει. Κι η οποία, προκειμένου να εξυπηρετήσει την προβληματική δομή της ταινίας και τη διάθεση του Χέιγκ να φέρει τον θεατή σε ένα προκαθορισμένο συναισθηματικό αδιέξοδο, παραμένει αινιγματικά αόριστη, σαν ένα επίμονο set-up προς ένα εκκωφαντικό punchline, που σε κοιτάζει επίμονα στα μάτια μέχρι να κάνεις πίσω.

Οι συναντήσεις με τους γονείς (Τζέιμι Μπελ και Κλερ Φόι) λούζονται με ζεστές αποχρώσεις τονίζοντας τη ζεστασιά και την ασφάλεια του παρελθόντος, παρέα με μια σειρά από περασμένες, λαοφιλείς μουσικές επιτυχίες, ενώ οι σκηνές με τον Χάρι (του απλά φανταστικού και πάλι Πολ Μέσκαλ, με μια αίσθηση κινδύνου αλλά και με μια ακαθόριστη ανοιχτή συναισθηματική πληγή και ευαισθησία να τον χαρακτηρίζει) είναι πιο κινητικές και παθιασμένες.

Έχει ενδιαφέρον μια ματιά στην προηγούμενη κινηματογραφική μεταφορά του ίδιου βιβλίου, από τον δημιουργού του εμβληματικού “House”, Νομπουχίκο Ομπαγιάσι. Στο σπουδαίο “Discarnates” του 1988, ο ίδιος αφηγηματικός ιστός σχηματίζεται με έναν τρόπο που δίνει ουσιώδες πλαίσιο στην ύπαρξη του κεντρικού ήρωα, στον κόσμο με τον οποίον όλο περισσότερο χάνει επαφή, στον τρόπο με τον οποίο παγιδεύεται στο παρελθόν, και στη βιαιότητα της νοσταλγίας ως μιας αληθινής αρρώστιας που καταλήγει να τον σαπίζει – κυριολεκτικά. Ο Ομπαγιάσι γενικότερα αγκαλιάζει περισσότερο τη σωματικότητα και την gore οπερατικότητα της ιστορίας, κι ενώ παίζει με αντίστοιχο τρόπο με τις αποχρώσεις, εκεί υπάρχει αληθινό νόημα μιας και υπογραμμίζουν έναν διαχωρισμό που στην διασκευή του Χέιγκ δεν υφίσταται επί της ουσίας.

Αξίζει ακόμα και μια νέα ματιά στο εξαιρετικό “45 Χρόνια” με την Σαρλότ Ράμπλινγκ, του ίδιου του Χέιγκ, ένα συναισθηματικά καταστροφικό φιλμ που επίσης στοχάζεται πάνω στο παρελθόν που επιμένει να επιστρέφει. Ή μάλλον καλύτερα, να αποκαλύπτεται ως κάτι που πάντα βρισκόταν εδώ, ανάμεσά μας. Ένα παρελθόν, άρα, αδύνατον να διαχωριστεί από τον παρόν – μια διαπίστωση σιωπηλά συνταρακτική καθώς σταδιακά προκύπτει. Στους “Αγνώστους” αντιθέτως, το παρελθόν είναι ένα ταξίδι αυτογνωσίας για έναν χαρακτήρα δίχως άγκυρα στο τώρα. Μια ταινία όπου τα συναισθήματα διαρκώς εξηγούνται (και επεξηγούνται), αλλά είναι δύσκολο να διακρίνεις κάτι απτό στο οποίο αντηχούν. Στο φιλμ του Χέιγκ, πέρα από το “μεταξύ μας”, υπάρχει απλώς το Άγνωστο.

Ο Διάβολος Δεν Υπάρχει

(“Evil Does Not Exist / Aku wa sonzai shinai”, Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, 1ω46λ)

****½

Η πιο υπόγεια συνταρακτική ταινία του φετινού φεστιβάλ Βενετίας (από όπου έφυγε δικαιότατα με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής) είναι ο “Διάβολος Δεν Υπάρχει” του Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, ο οποίος ακολουθεί το Όσκαρ και τον γενικευμένο θρίαμβο του “Drive My Car” με μια χαμηλών τόνων ταινία στην επαρχιακή Ιαπωνία – αποφεύγοντας έτσι τυχόν καλέσματα του Χόλιγουντ ή το όποιο άγχος του πώς ακολουθείς μια μεγάλη επιτυχία με κάτι ακόμα μεγαλύτερο. Ο Χαμαγκούτσι απλώς δημιουργεί κάτι μικρότερο, αλλά όχι λιγότερο σαρωτικό.

Στην ταινία o Τακούμι κι η μικρή κόρη του ζουν σε ένα χωριό κοντά στο Τόκιο, εκεί όπου γενιές και γενιές πριν από αυτούς έχουν μάθει να ζουν σε αρμονία με τη φύση. Το άνοιγμα κι η πρώτη πράξη της ταινίας αντικατοπτρίζουν αυτό ακριβώς καθώς παρασυρόμαστε στις διαδικασίες της φύσης, από το κυνήγι στο δάσος μέχρι το κόψιμο των ξύλων. Όμως όπως συμβαίνει όλο και εντονότερα στον σύγχρονο κόσμο μας, αυτή η ισορροπία πρόκειται να διαταραχθεί βίαια όταν μια εταιρεία από το Τόκιο αποφασίζει με το έτσι θέλω να χτίσει έναν τουριστικό τόπο απόδρασης για τους κατοίκους της πόλης, κοντά στο χωριό. Ένα glamping σάιτ για να ξεδίνουν λεφτάδες εσωτερικοί τουρίστες, φυσικά καταπιέζοντας με βίαιο τρόπο το οικοσύστημα της επαρχιακής αυτής περιοχής.

Όταν οι κάτοικοι το μαθαίνουν, η εταιρεία στέλνει δύο αντιπροσώπους από το Τόκιο για μια ενημέρωση των ντόπιων, όπου γρήγορα γίνεται σαφές πως το έργο θα έχει αρνητική επίπτωση στην περιοχή και στην ύδρευση. Και κάτι ακόμα που γίνεται σαφές: Οι αντιπρόσωποι δεν έχουν καμία ουσιαστική εξουσία, τα πάντα είναι προαποφασισμένα, κι όλα αυτά είναι απλώς ένα σόου για τα μάτια του κόσμου. Ο εν λόγω κόσμος όμως δεν αποδέχεται απλώς τη μοίρα του κι έτσι αρχίζει μια περίεργη συνύπαρξη που θα οδηγήσει σε κάτι το νομοτελειακά συνταρακτικό.

Ο Χαμαγκούτσι για μια ακόμα φορά δείχνει το τεράστιο χάρισμα που έχει στο να αφήνει χαρακτήρες να ξεδιπλώνονται με κινηματογραφικούς ρυθμούς και φαινομενικά δίχως καμία πίεση ή χειρισμό από τον ίδιο τον δημιουργό τους. Όλο το μεσαίο μέρος του φιλμ είναι μια εκτεταμένη συνάντηση κατοίκων και εκπροσώπων της εταιρείας που ο Χαμαγκούτσι φιλμάρει σχεδόν σα να ήταν ο Φρέντερικ Γουάιζμαν κι αυτό να ήταν κάποια αληθινή δημοτική συνέλευση.

Αυτή η υπομονετική καταγραφή χαρακτήρων, τόπου, και χαρακτήρων σε σχέση με τον τόπο τους, έχει ως αποτέλεσμα την εμβύθιση του θεατή στα όσα (δεν) εξελίσσονται, παράλληλα με τους δύο αντιπροσώπους της εταιρείας που βρίσκουν τους εαυτούς τους να συναρπάζονται και να μαγεύονται κι εκείνοι από τους ρυθμούς και την αρμονία του χωριού και της φύσης. Σαν να ξεχνούν τι είναι αυτό που εκπροσωπούν, πριν έρθει το απότομο ξύπνημα. Αυτή η υπνωτιστική μελέτη συμπεριφορών και φυσικής αρμονίας σημαίνει πως η μια κάποια αποχώρηση στην κορύφωση της ταινίας προσγειώνεται με τρόπο βουβά συγκλονιστικό, με το επαρχιακό φόντο και την ειρηνική του ακινησία αυτή τη φορά να αποκτά μια εντελώς διαφορετική νοηματοδότηση. Η βία δεν κρύβεται, ακόμα κι όταν εκφράζεται με μια απουσία, με μια μακρινή ηχώ, με μια ειρηνικά λευκή παλέτα.

Ο Χαμαγκούτσι πλάθει με τα πιο απλά υλικά ένα σιωπηλά σαρωτικό φιλμ πάνω στην ασυδοσία της corporate τουριστικοποίησης και του πώς εισβάλει σε ένα αρμονικό οικοσύστημα, την ώρα που το καπιταλιστικό τέρας από πίσω της παραμένει ουσιαστικά άφαντο, απρόσωπο. Καταστρέφοντας από μακριά.

Madame Web

(Σ.Τζ. Κλάρκσον, 1ω57λ)

*

Η Κάσι Γουέμπ αποκτά δυνάμεις που της επιτρέπουν να αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από το μέλλον, πριν αυτό έρθει. Όταν βλέπει πως τρεις έφηβες κοπέλες κινδυνεύουν από έναν μυστηριώδη άντρα με παράλογες δυνάμεις, αναλαμβάνει να τις προστατέψει.

Η Ντακότα Τζόνσον (“A Bigger Splash”, “50 Αποχρώσεις του Γκρι”) με το συναρπαστικά ακαθόριστο vibe της (μας ειρωνεύεται; μας περιεργάζεται; βαριέται; αγωνιά; ποιος ξέρει στα αλήθεια!) είναι το καλύτερο –και αστειότερο– πράγμα σε αυτή την τριτοκλασάτη, παραπλήσια Marvel-ική περιπέτεια που μοιάζει να αδιαφορεί για τα ίδια της τα κομιξικά στοιχεία, σε βαθμό που απορείς γιατί υπάρχουν καν. Ο Ταχάρ Ραχίμ (εξαιρετικός ηθοποιός γενικότερα) είναι άβολα κακός σε ένα ρόλο που ευτυχώς για όλους μας, όλοι θα ξεχάσουν ποτέ ότι υπήρξε μέσα σε λίγες εβδομάδες, η δράση είναι αμήχανη και κουραστικά επαναλαμβανόμενη, και η σχηματικότητα της γραφής ξεπερνά τα όρια.

Bob Marley: One Love

(Ρεϊνάλντο Μάρκους Γκριν, 1ω44λ)

Η ζωή του Μπομπ Μάρλεϊ ξετυλίγεται κινηματογραφικά με τη χάρη της μονότονης ανάγνωσης ενός άρθρου που διαβάζεις μηχανικά επειδή πρέπει να γεμίσεις τρία λεπτά μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό. Δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερα κακό στην εκτέλεση, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του σκηνοθέτη του “King Richard” και την κεντρική ερμηνεία του Κίνγκσλεϊ Μπεν-Αντίρ, ενώ η ταινία στην πραγματικότητα κυλάει ευχάριστα. Αλλά κάποια στιγμή πρέπει να επανεξετάσουμε τη σχέση μας με αυτές τις βιογραφίες-αγιογραφίες που έχουν στα credits συγγενείς κι απογόνους του κεντρικού ήρωα, ειδικά όταν δεν διαθέτουν καμία ιδιαίτερη κινηματογραφική τόλμη ή άποψη, ή μια τόσο επιφανειακή απεικόνιση των πολιτικών και κοινωνικών προεκτάσεων ενός τόσο διάσημου έργου. Ο Μπομπ Μάρλεϊ αυτού του φιλμ μιλάει και κινείται όχι σαν άνθρωπος αλλά σαν μια Ιδέα από το μέλλον, με κάθε σκηνή να είναι εκεί για να «εξηγεί» κάτι κι όχι για να συντεθεί μια ιστορία με ροή. 17 χρόνια μετά την εμβληματική σάτιρα “Walk Hard” η οποία συνέτριψε ξεκαρδιστικά την ιδέα των τόσο φορμουλαϊκών και γραμμικών μουσικών βιογραφιών, ταινίες σαν το “One Love” μοιάζουν πραγματικά παρωχημένες.

Νέα Ήπειρος

(Παντελής Παγουλάτος, 1ω48λ)

*

Ένας μικροαπατεώνας συζεί με μια ηθοποιό-κομπάρσο σε μια εν βρασμώ Αθήνα αποπνικτικών χρωμάτων, ήχων, ανθρώπων. Θέλουν κι οι δύο να πιάσουν την καλή, σαν μόνη διέξοδο από μια πόλη (και, στα αλήθεια, μια εποχή) σαν φτιαγμένη από αδιέξοδα. Ένας ασυγκράτητος Χάρης Φραγκούλης και μια μελαγχολική Μαρία Αρζόγλου πρωταγωνιστούν ως ζευγάρι παγιδευμένο σε ένα κύκλο δυστυχίας και κακομεταχείρισης σε μια ταινία σκληρά ρομαντικά προθέσεων που όμως αδυνατεί να ξεφύγει από τη μονοδιάστατη υπερβολή της.

Κυκλοφορεί ακόμη

Γαμήλια Καταστροφή: Σίκουελ της ρομαντικής κωμωδίας “Γλυκιά Καταστροφή” (ένα φιλμ που σίγουρα υφίσταται), με την Άμπι και τον Τράβις να ξυπνούν μετά από μια ξέφρενη νύχτα στο Λας Βέγκας και να ανακαλύπτουν πως παντρεύτηκαν. Καταστροφή!

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα