Νέες ταινίες: “Drive My Car”, το αριστούργημα των περσινών Όσκαρ επιτέλους στις αίθουσες

Διαβάζεται σε 9'
Νέες ταινίες: “Drive My Car”, το αριστούργημα των περσινών Όσκαρ επιτέλους στις αίθουσες

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Να μια ενδιαφέρουσα περίπτωση. Μια από τις σημαντικότερες ταινίες της περσινής σεζόν, το βραβευμένο με Όσκαρ και στις Κάννες “Drive My Car” κυκλοφορεί στην Ελλάδα σήμερα, με τεράστια καθυστέρηση, αλλά όχι αδικαιολόγητη. Καθώς η περσινή χειμερινή σεζόν βασικά έβλεπε ταινίες να καίγονται η μία μετά την άλλη, και από τη στιγμή που η ταινία είναι απαγορευτική για κυκλοφορία στα θερινά (και λόγω διάρκειας αλλά κυριότερα λόγω στυλ), το “Drive My Car” μεταφέρθηκε από τον διανομέα για την επόμενη σεζόν.

Το ρίσκο ήταν φυσικά μεγάλο (πάει μισός χρόνος από την περίοδο που οι πάντες μιλούσαν για την ταινία) όμως δείχνει μια πίστη απέναντι στο φιλμ. Αλλά περιέργως και μια φροντίδα: Κυκλοφορία του κατά την περσινή σεζόν, με τα δεδομένα εκείνου του διαστήματος, θα ήταν καταστροφική. Να το πούμε αλλιώς; Ακόμα κι αν δεν δουλέψει το ρίσκο και η ταινία αποτύχει εισπρακτικά, και πάλι η κυκλοφορία πέρσι θα είχε σίγουρα ακόμα χειρότερα αποτελέσματα.

Αντιθέτως, η κυκλοφορία της ταινίας θα είναι ένα πρώτο τεστ για την κίνηση της νέας σεζόν. (Ένα ακόμα μεγαλύτερο έρχεται την επόμενη εβδομάδα, με την κυκλοφορία του “Απόφαση Φυγής” του Παρκ Τσαν-γουκ.) Και ειδικά μάλιστα μετά από τις δύο βδομάδες των Νυχτών Πρεμιέρας που έφεραν κόσμο στις -κλειστές- αίθουσες. Αν τυχόν το “Drive My Car” κινηθεί αξιοπρεπώς, θα είναι ένα πολύ αισιόδοξο μήνυμα για τη νέα σεζόν και τις διαθέσεις ενός σινεφίλ κοινού που πέρσι τήρησε στάση αναμονής. Ας το ευχηθούμε.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Drive My Car

4.5/5

(Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, “Doraibu mai kâ”, 2ω59λ)

Ηθοποιός σε ευτυχισμένο γάμο με την θεατρική δημιουργό σύζυγό του βλέπει τα πάντα να γυρνάνε ανάποδα. Εκείνη τώρα έχει χαθεί. Εκείνος συνεχίζει να προβάρει τα λόγια του από τις κασέτες που του έχει αφήσει πίσω. Στο πλαίσιο μιας νέας παραγωγής, θα αναγκαστεί να προσλάβει μια νεαρή σωφέρ, κι ανάμεσά τους θα δημιουργηθεί ένας ξεχωριστός δεσμός.

Ο Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι, ένας δημιουργός γνωστός μέχρι πρόσφατα μόνο εντός ενός αυστηρά σινεφιλικού κυκλώματος χάρη σε φιλμ όπως το 5ωρο “Happy Hour” ή της μαγευτικής “Διπλής Ζωής της Ασάκο”, πραγματοποίησε πέρυσι μια από τις πιο θριαμβευτικές χρονιές που θα μπορούσε να έχει ποτέ σκηνοθέτης. Δύο ταινίες του κυκλοφόρησαν ύστερα από πρεμιέρες (και αντίστοιχες βραβεύσεις) σε δύο διαφορετικά φεστιβάλ, και μία από αυτές έφτασε ως τα Όσκαρ. Όταν λέμε έφτασε στα Όσκαρ δεν εννοούμε απλώς μια τιμητική υποψηφιότητα ξενόγλωσσου φιλμ, αλλά ένα breakthrough στις μεγάλες κατηγορίες πρακτικά αδιανόητο για ένα αργό, τρίωρο γιαπωνέζικο φιλμ από έναν σκηνοθέτη ελάχιστα γνωστό στο mainstream.

Το ένα από αυτά τα φιλμ ήταν το “Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας“, που ήδη συμπεριλήφθηκε στην περσινή μας λίστα με τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. To άλλο, που τελικά προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Σεναρίου(!) κερδίζοντας εκείνο του Καλύτερου Διεθνούς Φιλμ, ήταν το “Drive My Car”, μια πανέμορφη, υπνωτιστική διασκευή μιας σύντομης ιστορίας του Χαρούκι Μουρακάμι.

Μια αληθινά υπομονετική ταινία που προσκαλεί τον θεατή να γίνει ένα με τα μοτίβα ακολουθούν –και τις ελλείψεις από τις οποίες καθορίζονται– οι κεντρικοί ήρωες. Από μια θεατρική παράσταση που μοιάζει να υπάρχει σε ένα επίπεδο πέραν του υλικού (σαν όραμα, ανάμνηση, όνειρο και συνήθεια, όλα μαζί) μέχρι τις ατελείωτες και επαναλαμβανόμενες διαδρομές με το αυτοκίνητο, μες στο οποίο τόσο οι χαρακτήρες όσο και οι ιστορίες τους δεν αποκαλύπτονται αλλά περισσότερο απλώνονται, με υπομονή και διακριτικότητα στον ζωτικό χώρο που βρίσκουν γύρω τους.

Ηθοποιοί και σκηνοθέτες, οδηγοί και επιβάτες, άνθρωποι και φαντάσματα– οι πάντες και τα πάντα βρίσκονται σε ένα στάδιο διαρκούς μετάβασης, έξω από το χρόνο και την ύλη, εκεί που η ζωή πριν και μετά τον θάνατο μοιάζουν να συνυπάρχουν. Γλυκόπικρα, μελαγχολικά, ανθρώπινα. Κι οι άνθρωποι, συνεχίζουν τις ζωές τους σε διαρκή επαφή με έναν κόσμο πνευμάτων, αλλά βρίσκοντας αποφασιστικότητα και κίνητρο στα μοτίβα και την κίνηση της απλής καθημερινότητας– πού αλλού; Ένα ελεγειακό πορτρέτο θλίψης πάνω στο πώς το παρελθόν είναι πάντοτε παρόν και ταυτόχρονα μια ανεκτίμητη εμπειρία αίθουσας, που βυθίζει τον θεατή.

Moonage Daydream

2/5

(Μπρετ Μόργκεν, 2ω14λ)

Κάνοντας χρήση αρχειακού, ανέκδοτου υλικού αλλά και αποσπασμάτων από συνεντεύξεις του Ντέιβιντ Μπόουι, λάιβ και κινηματογραφικές εμφανίσεις, ο σκηνοθέτης Μπρετ Μόργκεν (“Kurt Cobain: Montage of Heck”) συνθέτει ένα ομολογουμένως εντυπωσιακό τοπίο ήχου και εικόνας γύρω από την περσόνα και την φιλοσοφία του θρυλικού μουσικού σταρ.

Δίχως ομιλούντα κεφάλια, επεξηγήσεις ή οποιοδήποτε κείμενο πάνω στην οθόνη, παρα δουλεύοντας αποκλειστικά μέσα από τη δύναμη της εικόνας και του ήχου, και με αυστηρά αισθητικές μεταβάσεις ανάμεσα στα όποια αποσπάσματα ή «κεφάλαια», το φιλμ του Μόργκεν πράγματι δε μοιάζει ούτε κινείται σαν συνηθισμένο μουσικό ντοκιμαντέρ. Όμως η καινοτόμα διάθεσή του εξαντλείται μέσα από μια σταδιακή επαναληπτικότητα (η ταινία σίγουρα δεν χρειαζόταν να είναι σχεδόν 2μιση ώρες) κι ακόμα περισσότερο χάρη στην απουσία κάποιας ουσιαστικής ιδέας σε σχέση με το περιεχόμενο αυτού του πορτρέτου.

Ο Μπόουι του “Moonage Daydream” είναι ένας ήρωας περφόρμερ που πέφτει συχνά σε αντιφάσεις δίχως η ταινία να προσφέρει κανένα ουσιώδες context μες στο οποίο να εκτιμηθούν, αφήνοντας την μάλλον απλουστευτική δραματουργική διαδρομή που τελικά σχηματίζεται (μέσα από μια αληθινά απολαυστική διαδρομή στο μουσικό έργο του) να ζωγραφίσει έναν Μπόουι πολύ πιο απλό και γραμμικό από ό,τι υπήρξε ποτέ. Το «ζήσε κάθε μέρα στο φουλ» είναι σίγουρα ένα αγνό πρόσταγμα αλλά οπωσδήποτε υπήρχε πολύ περισσότερο ζουμί εδώ;

Ενδιαφέρον, όμορφο και σε κάποιο βαθμό απολαυστικό στυλιστικό πείραμα. Όμως το “Moonage Daydream” απέχει πολύ από το επίπεδο άλλων σπουδαίων μουσικών ντοκιμαντέρ που εξερεύνησαν με πολύ πιο ουσιώδη (και απρόβλεπτο) τρόπο την περσόνα, και τον άνθρωπο, και τον μύθο, που βρίσκεται στο κέντρο τους.

Η Τελευταία Νύχτα με τις Μάσκες

1.5 /5

(“Halloween Ends”, Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, 1ω51λ)

Μετά από μια ικανή αλλά όχι τρομερά εμπνευσμένη αναβίωση (το νέο, προ λίγων ετών “Halloween” του) κι ένα messy αλλά υποτιμημένο σίκουελ (το πολύ δυνατό περσινό “Halloween Kills”) ο Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν επιστρέφει με το τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας αναβίωσης του κλασικού φιλμ του Τζον Κάρπεντερ. Σε αυτό το τελευταίο κεφάλαιο, ο Μάικλ Μάγιερς περιμένει πληγωμένος πια, την ώρα που η Λόρι υπόσχεται στον εαυτό της να ζήσει άφοβα πλέον τη ζωή της. Όμως το κακό βρίσκει πάντα τρόπο να αναζωογονείται και να μεταδίδεται.

Η ιδέα του Μάικλ ως ένα συμβολικό, μεταδοτικό κακό βρίσκεται εκ των πραγμάτων πίσω από αυτές τις ταινίες, από τη στιγμή που αυτή η κεντρική φιγούρα μοιάζει όχι μόνο ανίκητη, αλλά και απειλητικά μυστηριώδης. Το να έρθει αυτή η ιδέα στη βιτρίνα, στην πρώτη γραμμή της αφήγησης, μοιάζει με ξόδεμα πολύτιμου χρόνου– ακόμα κι έτσι, το αμέσως προηγούμενο σίκουελ έχει ενδιαφέρουσες επεκτάσεις να προτείνει, μιλώντας για το κοινωνικό σύνολο ως έναν βίαιο οργανισμό. Δεν λειτουργούσε απόλυτα, αλλά είχε κάτι συναρπαστικό.

Αυτή τη φορά όμως, ο Γκρίν κι ο Ντάνι ΜακΜπράιντ (μαζί του στο σενάριο) πραγματικά δεν έχουν τι άλλο να πουν. Οι ιδέες περί μετάδοσης και αναζωογόνησης της βίας όχι μόνο δεν είναι φρέσκες, αλλά αποτυπώνονται και με έναν αψυχολόγητα άτσαλο τρόπο. Ακόμα και πίσω από κάποιες ιντριγκαδόρικες ιδέες του φιλμ (η εγγονή της Λόρι να ερωτεύεται τον επικίνδυνο άντρα) δεν υπάρχει καμία οργανική ανάπτυξη ή ο οποιοσδήποτε λυρισμός της βίας και του πάθους.

Τα πάντα μοιάζουν τοποθετημένα για να περάσουμε στο επόμενο κομμάτι ώστε να ολοκληρωθεί ο τοποθέτηση του φιλμ πριν φτάσουμε στην έκρηξη βίας και αίματος της τελευταίας πράξης. (Που με τη σειρά της μοιάζει περίεργα ξεφουσκωμένη και ανήμπορη να κινηθεί.) Ένα πραγματικά άνευρο κλείσιμο για μια άνιση μοντέρνα τριλογία τρόμου από την οποία δεν έλειψαν οι ιδέες, αλλά περισσότερη η συνέπεια και η αφοσίωση στην ανάπτυξή τους.

Κοίτα τους Πώς Τρέχουν

3/5

(“See How They Run”, Τομ Τζορτζ, 1ω38λ)

Στο Λονδίνο του 1953, στα παρασκήνια μιας θεατρικής παράστασης του Γουέστ Εντ που επρόκειτο να μεταφερθεί σε χολιγουντιανή παραγωγή, ο φόνος του αμερικάνου σκηνοθέτη βάζει φρένο στα μεγάλα σχέδια. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο κατα-κουρασμένος επιθεωρητής Στόπαρντ (Σαμ Ρόκγουελ) με την γεμάτη ενθουσιασμό νεοφερμένη αστυνομικό Στόκερ (Σίρσα Ρόναν) και σύντομα θα γίνει προφανές πως οι πάντες σε αυτό τον θίασο (αλλά και εκτός αυτού) είναι ύποπτοι.

Κλασικής δομής whodunit, από αυτά που αν εκτελεστούν με ικανό τρόπο πάντοτε θα είναι διασκεδαστικά– όπως κι οι heist movies, έτσι και τα whodunits αν είναι «απλώς καλά» σημαίνει πως είναι σε πραγματικό επίπεδο διασκέδασης «πολύ καλά, εξαιρετικό φαν». Η ταινία Τομ Τζορτζ (στο ντεμπούτο του στο σινεμά, αλλά έχοντας πίσω του τη σκηνοθεσία μιας βραβευμένης mockumentary κωμωδίας του BBC) παίρνει αισθητική κατεύθυνση και μια αίσθηση χαριτωμένης ιδιοτροπίας από το σινεμά του Γουές Άντερσον αλλά κλείνει διαρκώς το μάτι στον θεατή με έναν meta τρόπο που παραπέμπει περισσότερο σε κάτι σαν το τηλεοπτικό “Community”.

Όπου κι αν τοποθετήσεις τις σύγχρονες αναφορές του κομματιού, που έχουν τελοσπάντων ως αποτέλεσμα ένα διαρκώς διασκεδαστικό μίγμα κωμωδίας και αγκαθακριστικού μυστηρίου φόνου, η αληθινή πηγή έμπνευσης είναι όχι απλώς το έργο της Αγκάθα Κρίστι, αλλά και κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο: Δηλαδή η διάσημη θεατρική παράσταση “Ποντικοπαγίδα”, που όχι μόνο αποτελεί διαρκές αντικείμενο αναφορών και παραλληλισμών από το φιλμ, αλλά η ίδια της η μυθολογία αποτελεί κεντρικό δραματικό άξονα του μυστηρίου. Η ιδέα της Παράστασης Δίχως Τέλος συνδέεται με τη μανιακή «The Show Must Go On» εμμονή, μαζί με ολίγη από φιλοσοφική κόντρα αγγλικού θεάτρου απέναντι σε αμερικάνικο στουντιακό σινεμά.

Το αποτέλεσμα δεν είναι αληθινά βαθύ ή αληθινά ανατρεπτικό, όμως όχι μόνο καταφέρνει αξιόμαχα να διασκεδάσει από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή, αλλά να το κάνει και με έναν φοβερά ιδιοσυγκρασιακό τρόπο, αποτίοντας φόρο τιμής σε ένα από το απρόσμενα και απίστευτα συγκεκριμένα σημεία αναφοράς που θα μπορούσαμε να δούμε σε μοντέρνα κινηματογραφική παραγωγή. Αν σας αρέσει… κάτι από όλα αυτά τα παραπάνω είδη ή αναφορές, θα περάσετε καλά.

Κυκλοφορούν ακόμη

Ο Χαμένος Βασιλιάς: Σε ένα πάρκινγκ στο Λέστερ ανακαλύπτονται μετά από αιώνες τα λείψανα του βασιλιά Ριχάρδου Γ’ τα οποία αγνοούνταν. Δραμεντί από τον βετεράνο Στίβεν Φρίαρς με την Σάλι Χόκινς.

Στην Κόψη: Ανθολογία ελληνικών ταινιών μικρού μήκους που θίγουν πολιτικά γεγονότα του παρελθόντος και σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά θέματα, όπως ο ρατσισμός, η προσφυγική ροή και η φίμωση του Τύπου.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα