H αγνώριστη Νικόλ Κίντμαν, πιο σκληροτράχηλη από ποτέ, αντιμέτωπη με το παρελθόν της

H αγνώριστη Νικόλ Κίντμαν, πιο σκληροτράχηλη από ποτέ, αντιμέτωπη με το παρελθόν της

Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα η οδύσσεια της αστυνομικού Νικόλ Κίντμαν στο “Destroyer”, ο επιβλητικός νέος Νούρι Μπιλγκέ Τζειλάν επιστρέφει μετά τη “Χειμερία Νάρκη”, ενώ Κλιντ Ίστγουντ και Βίγκο Μόρτενσεν κάνουν τα δικά τους ταξίδια στην καρδιά της Αμερικής.

Ποια είναι η πρώτη ταινία που είδατε το 2019; Σε αυτό το σπίτι κάθε χρονιά ξεκινά πια παραδοσιακά με το λατρεμένο “Inside Llewyn Davis” των αδερφών Κοέν:

Σε κάτι λιγότερο από ένα χρόνο από σήμερα, όλα τα μέσα θα συνθέτουν τις λίστες τους με τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας των ‘10s (ναι, σχεδόν τα καταφέραμε, φτάσαμε στο 2020) κι αυτό σίγουρα θα βρίσκεται ψηλά σε ετούτη.

Ως τότε, το 2019 μας φέρνει κάμποσες σπουδαίες ταινίες που έχουμε ήδη δει (“Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει”, “Παιχνίδι με τη Φωτιά”, “Η Ευνοούμενη”) και ακόμα περισσότερες που θα περιμένουν να τις ανακαλύψουμε. Ανυπομονούμε.

Οι κριτικές της εβδομάδας, με τις πρώτες κυκλοφορίες του ‘19:

Destroyer

*****

(Κάριν Κουσάμα, 2ω)

Καστ: Νικόλ Κίντμαν, Σεμπάστιαν Σταν, Τόμπι Κλέμπελ

Η προηγούμενη ταινία της Κάριν Κουσάμα: To εκπληκτικό κλειστοφοβικό θρίλερ “The Invitation”, για ένα ζευγάρι που πηγαίνει επίσκεψη στο σπίτι της πρώην και του νέου της αγοριού, επίσκεψη που όπως θα υποθέτεις, αναγνώστη, δεν πήγε και τόσο καλά. Η Κουσάμα έχει γενικά μια πραγματικά αξιοσημείωτη, υποτιμημένη καριέρα, που περιλαμβάνει το εξαιρετικό ντεμπούτο της “Girlfight” για μια γυναίκα πυγμάχο που παίζει η Μισέλ Ροντρίγκεζ και το εντελώς παρεξηγημένο στην εποχή του θρίλερ “Jennifer’s Body” που πρόσφατα έχει επανεκτιμηθεί σε κύκλους κριτικών. Σε κάθε περίπτωση, το “Invitation” είναι ένα θρίλερ για όλα τα γούστα, υπάρχει στο Netflix, αξίζει να το τσεκάρετε.

H καινούρια: Δυνατό Λος Άντζελες νουάρ για μια σκληροτράχηλη αστυνομικό (Νικόλ Κίντμαν, σε ωμή ερμηνεία που κρύβει κάτι αληθινά εύθραυστο) που έρχεται αντιμέτωπη με τους δαίμονες του παρελθόντος της. Ως νεαρή ντετέκτιβ είχε τοποθετηθεί ως μέλος συμμορίας με κρυφή ταυτότητα, με τραγικά αποτελέσματα. Σήμερα, το αφεντικό εκείνης της συμμορίας επανέρχεται κι η Έριν πρέπει να έρθει ξανά κοντά με εκείνα τα πρόσωπα από την απέναντι πλευρά του νόμου, που κάποτε άφησε πίσω.

Και πώς είναι: Η Κουσάμα που αρέσκεται σε ιστορίες διαφορετικών ειδών που πάντα τοποθετούν χαρακτήρες σε μια διαρκή μάχη με το περιβάλλον και με το ίδιο τους το σώμα, βρίσκει σε αυτό το σχετικά τυπικό νουάρ αρκετά γνώριμα παιχνίδια τα οποία χρησιμοποιεί με καθηλωτικό τρόπο. Οι ιστορίες αστυνομικών που φλερτάρουν με την σκοτεινή πλευρά του νόμου στο πλαίσιο κάποιας undercover αποστολής που τους κάνει να αμφισβητήσουν όλα αυτά στα οποία πιστεύουν, είναι από μόνες τους ένα υπο-είδος του αστυνομικού θρίλερ. Εκεί όμως που ένας Τζόνι Γιούτα (του Κιάνου Ριβς στο “Point Break”) κοιτάζει την απέναντι πλευρά με μια κάποια ειλικρινή αφέλεια και θαυμασμό, προβάλλοντας εκεί την απελευθερωτική του δίψα, η Έριν της Κίντμαν είναι διαλυμένα, σωματικά και ψυχικά, κουβαλώντας πάνω της πόνο, πίκρα και παραίτηση. Το μόνο που τη δένει με τον κόσμο σε επίπεδο ανθρώπινο είναι η κόρη της, την οποία ήδη έχει αρχίσει να χάνει. Ναι, αυτό σίγουρα δε βοηθάει.

Η ταινία είναι δομημένη ως ένα εν εξελίξει παζλ, ακολουθώντας την Έριν στις δύο τροχιές της και οδηγώντας μας προς τις εκρηκτικές κορυφώσεις. Το σενάριο των Ματ Μανφρέντι και Φιλ Χέι (που επίσης δούλεψαν με την Κουσάμα και στα “Invitation” και “Aeon Flux”) λειτουργεί ως πολλαπλό μυστήριο που θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ως γνώριμη παραλλαγή κάποιου νουάρ που παίρνει πολύ σοβαρά τον εαυτό του. Όμως η Κουσάμα δεν το αφήνει στιγμή να βυθιστεί. Αναζητά ολόφρεσκα locations και καδράρει την ορμητική Κίντμαν με μια στιβαρότητα που μοιάζει έτοιμη να αρχίσει να τρέμει από οργή, καθώς βυθίζεται (και παίρνει κι εμάς μαζί μας) σε ένα φαύλο κύκλο πόνου και θυμού. Χρησιμοποιεί το αίνιγμα του πολλαπλού τεχνάσματος ως ψυχοσυνθετικό γρίφο: Τι προκάλεσε το τραύμα της Έριν;

Ταυτόχρονα, χρησιμοποιεί μεταβάσεις τόσο πεζές ώστε το παρελθόν και το παρόν να μπλέκονται ως ένα. Αίτια κι αποτελέσματα γίνονται ένα καθώς η Έριν θέλει απλώς να σταματήσει τον εχθρό της. Στο τότε, και στο τώρα. Ζώντας μια διαρκή κόλαση, χωρίς “πριν” και χωρίς “μετά”.

Μια σκηνή που μου έμεινε στο μυαλό: Το φινάλε είναι σαφές highlight αλλά πιο κοντά στο ύφος του υπόλοιπου φιλμ, υπάρχει μια φανταστικής έντασης σκηνή στη διάρκεια μιας ληστείας, όπου κάμερα και χαρακτήρας νιώθεις πως δεν διστάζουν δευτερόλεπτο να γίνουν μέρος της δράσης, με τον κίνδυνο να βρίσκεται παντού τριγύρω.

Το Βαποράκι

(“The Mule”, Κλιντ Ίστγουντ, 1ω56λ)

*****

Καστ: Κλιντ Ίστγουντ, Μπράντλεϊ Κούπερ, Ταϊσα Φαρμίγκα

(L to R) VIGGO MORTENSEN and MAHERSHALA ALI star in Participant Media and DreamWorks Pictures' "Green Book." In his foray into powerfully dramatic work as a feature director, Peter Farrelly helms the film inspired by a true friendship that transcended race, class and the 1962 Mason-Dixon line. 2018 Universal Pictures. All Rights Reserved.

 

Το Πράσινο Βιβλίο

(“Green Book”, Πίτερ Φαρέλι, 2ω10λ)

*****

Καστ: Βίγκο Μόρτενσεν, Μαχερσάλα Άλι, Λίντα Καρντελίνι

Όσο οι άνθρωποι μπορούν, θα ταξιδεύουν- κι ενώ πάντα τα μεγάλα, πολύχρωμα, εντυπωσιακά όνειρα θα κοιτάνε προς τα έξω, προς μακρινά μέρη διαφορετικά από το δικό μας, γεμάτα γρίφους να λύσουμε συνεπαρμένοι, τα πιο αποκαλυπτικά πάντα θα είναι εκείνα που κοιτάνε προς τα μέσα. Έχει τεράστιο ενδιαφέρον, τι βλέπει καθένας όταν κοιτάζει μέσα του, όταν ταξιδεύει σε μέρη κοντινά, γνώριμα, αλλά αναγκασμένος να τα δει με διαφορετικά μάτια. Τι βλέπει κανείς, όταν κοιτάζει τον καθρέφτη.

Δύο τέτοια ταξίδια επιχειρούν έστω και άθελά τους οι ήρωες στο “Πράσινο Βιβλίο” και το “Βαποράκι”. Είναι κι οι δύο παλιομοδίτικοι άντρες στα όρια του στερεότυπου, μεγαλωμένοι σε μια Παλιά Αμερική, και αναγκασμένοι τώρα να ταξιδέψουν στα βάθη της με παρέα ανθρώπους που δε φαντάζονταν ποτέ πως θα τους συνέδεαν και πολλά. Στο “Πράσινο Βιβλίο” (του Πίτερ Φαρέλι, εκ των αδερφών Φαρέλι του “Κάτι Τρέχει με τη Μαίρη”) ο Βίγκο Μόρτενσεν παίζει τον Τόνι Λιπ, έναν φουσκωτό που εν έτει 1962 αναλαμβάνει να οδηγήσει έναν διάσημο μαύρο πιανίστα σε μια περιοδεία του στον βαθύ Αμερικάνικο Νότο, όπου οι μη λευκοί έπρεπε ακόμα να μένουν και να τρώνε σε διαφορετικά μέρη. Στο “Βαποράκι” του Κλιντ Ίστγουντ ένας 90χρονος κηπουρός με οικονομικά προβλήματα αρχίζει να εκτελεί μεταφορές με το αμάξι του διαμέσου του Ιλινόις, κάτι που αποδεικνύεται πως είναι υπηρεσία για τα μεξικάνικα καρτέλ, και σύντομα γίνεται στόχος του FBI.

 

Δε χρειάζεται να πούμε ότι οι δύο άντρες θα έρθουν αντιμέτωποι με τις προκαταλήψεις τους και με τα όσα πρεσβεύει η Αμερική την εκάστοτε στιγμή της Ιστορίας, και πως μέχρι το τέλος των ταινιών τους θα έχουν ζυγίσει ξανά μέσα τους κάποιες στάσεις και αξίες. Ο Ίστγουντ, που επιστρέφει και μπροστά από την κάμερα μετά το “Gran Torino” (με το οποίο το “Βαποράκι” μοιράζεται αρκετά θεματικά στοιχεία), απολαμβάνει μια δημιουργικά αναζωογονημένη περίοδο που εσχάτως τον έχει αναδείξει ως το χολιγουντιανό αντίστοιχο ενός Κιαροστάμι. Η διαδρομή του ήρωά του -του εαυτού του δηλαδή, σε μεγάλο βαθμό- είναι χαμηλών τόνων, εσωτερική, και ειλικρινής. Η πιο δυνατή ίσως στιγμή του φιλμ είναι όταν ένας λατίνος χαρακτήρας του εξηγεί γιατί, στατιστικά, η στιγμή που τους έχει σταματήσει ένας αστυνομικός στο δρόμο είναι η πιο επικίνδυνη της ζωής του.

Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της διαδρομής, ο Κλιντ παραδίδεται στα ένστικτά του, το οποίο -περιέργως, δεδομένου του πόσο τοξικός έχει υπάρξει ως άνθρωπος  κι ως πολιτική παρουσία – έχει ως αποτέλεσμα κάτι έστω και άτσαλα ανθρωπιστικό. Στα 88 του, δε μοιάζει γκρινιάρης συντηρητικός, παρά ακόμα και μέσα από μια σχηματική ακολουθία γεγονότων, έρχεται αντιμέτωπος με τις προκαταλήψεις και με το προνόμιό του, συλλογίζεται ποια είναι η Αμερική που αλλάζει και τι έχει αυτός να πει γι’αυτήν, και ακόμα δίψα για ζωή, για εμπειρίες, για έρωτα (οι ερωτικές σκηνές -ω ναι, υπάρχουν- είναι με τον τρόπο τους αστείες και γλυκές ταυτόχρονα).

Αν ο Ίστγουντ, ένας πάμπλουτος 88χρονος ρεπουμπλικάνος, μπορεί να βλέπει έτσι την Αμερική μέσα από το σινεμά του, δεν καταλαβαίνω γιατί υπάρχουν ακόμα ταινίες σαν το “Πράσινο Βιβλίο”, μια φρικτά παλιομοδίτικη -στα όρια του “Σοφέρ της Κυρίας Νταίζη”- ταινία που κοιτάζει το παρελθόν σαν αχνογυαλισμένο μπιμπελό και αναλογίζεται “πωπω κοίτα να δεις, κάποτε έπαιζε πολύς ρατσισμός φίλε” πριν προχωρήσει με ασφάλεια να λύσει το πρόβλημα. Υπάρχει μια σκηνή προς το τέλος, απλά εξοργιστική μες στην απλουστευτικότητά της, ένα ομαδικό δείπνο όπου στη διάρκεια ενός τηλεφωνήματος συντελείται κοινωνική πρόοδος δεκαετιών. Το φιλμ κυλάει απολύτως αποτελεσματικά, για την ακρίβεια είναι κατεξοχήν “ταινία Κυριακής μεσημέρι των ‘90s”, και ο Μόρτενσεν αφοσιώνεται τόσο ολότελα στην στερεοτυπική του ερμηνεία που καταλήγεις να τον απολαμβάνεις θέλοντας και μη. Όμως όλη της η κατασκευή, με επίπεδα προσποίησης δομημένα το ένα πάνω στο άλλο, δημιουργούν την εύλογη απορία. Ποια Αμερική βλέπει ο Πίτερ Φαρέλι όταν κοιτάει στον καθρέφτη; Τουλάχιστον το ταξίδι του Κλιντ Ίστγουντ έχει να προσφέρει, αν όχι ουσιαστικότερες απαντήσεις, τότε αν μη τι άλλο ειλικρινέστερες απορίες.

Η Άγρια Αχλαδιά

*****

(“Ahlat Agaci / The Wild Pearl Tree”, Νουρί Μπίλγκε Τζεϊλάν, 3ω8λ)

Καστ: Ντογκου Ντεμιρκόλ, Μουράτσ Τσεμτσίρ

Νεαρός άντρας που μόλις αποφοίτησε και ονειρεύεται να εκδώσει το πρώτο βιβλίο, επιστρέφει στο επαρχιακό, αγροτικό χωριό από το οποίο κατάγεται και σταδιακά μπλέκεται όλο και περισσότερο στην καταστροφική δίνη του πατέρα του και των χρεών του από τον τζόγο, που πνίγουν την οικογένεια. Σε αυτό το αντίστροφο “Lady Bird”, ο νεαρός πρωταγωνιστής με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες δε βρίσκει τίποτα γλυκόπικρο ή μελαγχολικό επιστρέφοντας στις ρίζες του παρά μόνο μια εκθετικά διογκούμενη απέχθεια.

Ο Τζεϊλάν, που επιστρέφει 4 χρόνια μετά το Χρυσό Φοίνικα της “Χειμερίας Νάρκης”, αναπτύσσει την ιστορία του μέσα από αναπολογητικά μακρόσυρτες σκηνές διαλόγων αγκαλιάζοντας πλήρως (σε σημείο προβληματικό, θα τολμούσα να πω) την μεγάλη διάρκεια του έργου του, ρίχνοντας εξ ολοκλήρου την έμφαση στο διάλογο, τα τετ-α-τετ και την πληροφορία. Καταγράφει φυσικά και πάλι το τοπίο -ειδικά οι σκηνές με το χιόνι είναι αποστομωτικά όμορφες- όμως δεν τους επιτρέπει να αποκτήσουν αυτή τη φορά καμία ποιοητική διάσταση. Παραμένουν πάντοτε ένα σχεδόν νεκρό περιβάλλον, με τους χαρακτήρες του παγιδευμένους στις μακριά από την πόλη ζωές τους. Σε αυτή την ιστορία διαφορετικών γενεών, απομόνωσης, και μάχης συμβιβασμού εναντίον ιδεαλισμού, ο Τζεϊλάν βρίσκει πρόσφορο έδαφος ώστε να μιλήσει για τη ζωή στη σύγχρονη Τουρκία, από την επίδραση των θρησκευτικών θεσμών ως την υποδούλωση στην παράδοση για μια γενιά ανθρώπων που ξέρει καν πώς να σκεφτεί για το “εκεί έξω”.

Ο Τζεϊλάν νιώθει μεγάλη άνεση με το μέγεθος και τους ρυθμούς του πλέον, και το πώς αυτή η φόρμα ταιριάζει στο πλάσιμο των θεματικών του- δύσκολο να ψέξεις κάποιον για κάτι που κάνει τόσο συνειδητά, και παρόλο που η ταινία δε θα έχανε τίποτα αν ήταν πιο σφιχτοδεμένη, η κορύφωση των τελευταίων σεκάνς αποζημιώνει. Όχι η κορυφαία δουλειά του μεγάλου σκηνοθέτη, αλλά σημαντική κατάθεση σε κάθε περίπτωση.

Επίσης προβάλλονται

Μια Δεύτερη Ευκαιρία

*****

(“Second Act”, Πίτερ Σίγκαλ, 1ω43λ)

Μια 40χρονη γυναίκα από το Μπρονξ νιώθει πως έχει χαραμίσει την ευφυία και το ένστικτό της σε μια δουλειά σε τοπικό μάρκετ, επειδή ποτέ δεν μπόρεσε να έχει την κατάλληλη εκπαίδευση. Αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη της πηγαίνοντας για συνέντευξη σε μεγάλη εταιρεία καλλυντικών και, προς μεγάλο της σοκ, την προσλαμβάνουν. Τίμια ενήλικη δραμεντί με τη Τζένιφερ Λόπεζ να κρατά την ταινία όρθια ακόμα κι όταν μια εντελώς προβλέψιμη ανατροπή στο 1/3  της ταινίας μετακινήσει εντελώς το δραματικό της κέντρο βάρους, κάνοντας την πολύ απλά μια άλλη, δεύτερη ταινία, που απλώς ζει μές στο περιτύλιγμα της πρώτης. Δίνουμε όμως πόντους για την αφοσίωση, κι επίσης η Βανέσα Χάτζενς, στο ρόλο του αφεντικού, είναι φανταστική. Μεγάλη η χαμένη ευκαιρία να δοθεί ο τίτλος “Jenny from the Block” αλλά το συγχωρούμε επειδή με τρομερή φυσικότητα η ταινία δίνει για ζευγάρι στη Λόπεζ έναν σχεδόν 10 χρόνια νεότερό της άντρα (Μίλο Βεντιμίλια του “This Is Us”). Τελικά μπορεί να φύγεις από την αίθουσα με απορία τι ακριβώς ταινία είδες, αλλά το ενδιαφέρον το συντηρεί μέχρι τέλους.

Το Απίθανο Ταξίδι Ενός Φακίρη (“L’extraordinaire voyage du fakir / The Extraordinary Journey of the Fakir”, Κεν Σκοτ, 1ω32λ). Ένας άντρας έχει ζήσει όλη του τη ζωή σε μια γειτονιά του Μουμπάι εξαπατώντας τους ανθρώπους με μαγικά τρικ πείθοντάς τους πως είναι φακίρης. Μετά το θάνατο της μητέρας του, ξεκινά ένα μεγάλο ταξίδι για να βρει τον πατέρα του και να ξεφύγει από τη φτώχεια.

Escape Room

(Άνταμ Ρόμπιτελ, 1ω40λ).

Ταινία τρόμου όπου 6 άγνωστοι προσπαθούν να επιβιώσουν σε δωμάτιο-γρίφο.

Γουίλι

(“Wheely”, Γιουσρί Αμπντούλ Χαλίμ, 1ω30λ).

Οικογενειακή περιπέτεια κινουμένων σχεδίων για ένα ταξί που ονειρεύεται να γίνει αυτοκίνητο σε αγώνες ταχυτήτων.

Παίζεται ακόμα

Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.

 

O Ένοχος

*****

(“Den Skyldige / The Guilty”, Γκούσταβ Μέλερ, 1ω25λ)

Αστυνομικός του οποίου αναμένεται δίκη για άγνωστη κατηγορία, βρίσκεται σε προσωρινή υπηρεσία στο τηλεφωνικό κέντρο της άμεσης δράσης. Σε πανικόβλητο τηλεφώνημα που δέχεται τη νύχτα πριν τη δίκη του, ακούει στην άλλη άκρη της γραμμής μιας γυναίκα που έχει πέσει θύμα απαγωγής. Περιορισμένος σε έναν χώρο, με μόνο του όπλο το τηλέφωνο, θα προσπαθήσει να βάλει τα στοιχεία στη σειρά και να βοηθήσει να βρεθεί η γυναίκα. Πολύ δυνατό σκηνοθετικό ντεμπούτο για τον Μέλερ, ενώ ο Σέντεργκρεν είναι εντυπωσιακός στο one man show του, μαγνητίζοντας την κάμερα όσο εκείνη μοιάζει διαρκώς συνεπαρμένη μαζί του, με ένα σενάριο που παίζει έντεχνα το παιχνίδι των απρόσμενων ανατροπών. Μελλοντικό καλτ ευρωπαϊκό θρίλερ.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο πρωταγωνιστής του “Ένοχου” μας μιλάει για το εντυπωσιακό one-man show του

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα