Νέες ταινίες: Ο “Δίσκος του Πεπρωμένου” είναι η τελευταία περιπέτεια του Ιντιάνα Τζόουνς

Νέες ταινίες: Ο “Δίσκος του Πεπρωμένου” είναι η τελευταία περιπέτεια του Ιντιάνα Τζόουνς

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Ευχάριστη είδηση από τα ταμεία του περασμένου τριημέρου: Το “Asteroid City” άνοιξε με 10.000 εισιτήρια από 49 αίθουσες πετυχαίνοντας ένα κατά πολύ μεγαλύτερο άνοιγμα από το προηγούμενό του φιλμ “The French Dispatch”, ενώ στην Αμερική με $9 εκατομμύρια αποτέλεσε το μεγαλύτερο σύνολο εισπράξεων τριημέρου της καριέρας του σκηνοθέτη.

Είναι μια πολύ ευχάριστη εξέλιξη για ένα φιλμ που στην Ελλάδα δεν αντιμετωπίστηκε θερμά από το σύνολο της κριτικής, όμως αξίζει και με το παραπάνω να ανακαλυφθεί από το κοινό. Οι σταρ που πρωταγωνιστούν σίγουρα βοήθησαν σε αυτό, όπως τελικά και η πραγματικότητα της ευρύτερης εικόνας αυτή τη στιγμή στις αίθουσες– όπου οι επιλογές για ένα mainstream, ποιοτικό, ενήλικο σινεμά δεν περισσεύουν ακριβώς, κι ο Γουές Άντερσον προσφέρει ακριβώς αυτό.

Στην πρώτη θέση βρέθηκε το όμορφο animation “Στο Στοιχείο Τους” (13.000 εισιτήρια μετά από άνοιγμα στις 19.000), που άντεξε πολύ καλύτερα από το “Flash” (στα 6.300 εισιτήρια κατρακύλησε από τα 23.000 του πρώτου τριημέρου, το οποίο βυθίστηκε στη δεύτερη εβδομάδα του. Οι δύο ταινίες είχαν προβληματικό εξ Αμερικής λανσάρισμα, δεν άνοιξαν με ιδιαίτερα θερμό αρχικό hype, όμως εν τέλει είχαν μια πολύ σημαντική διαφορά: Το ένα είναι καλή ταινία, το άλλο όχι.

Αυτή την εβδομάδα κυριαρχεί η επιστροφή του Ιντιάνα Τζόουνς (για το οποίο μας μίλησε αποκλειστικά ο θρυλικός Χάρισον Φορντ, αλλά κι ο Μαντς Μίκελσεν) καθώς και μια πλειάδα επιλογών κλασικού σινεμά σε επανέκδοση, ανάμεσα στις οποίες και η “Ζαν Ντιλμάν” της Σαντάλ Ακερμάν, η πιο πρόσφατη «καλύτερη ταινία όλων των εποχών» της έγκριτης ψηφοφορίας του Sight & Sound.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Ο Ιντιάνα Τζόουνς και ο Δίσκος του Πεπρωμένου

(“Indiana Jones and the Dial of Destiny”, Τζέιμς Μάνγκολντ, 2ω34λ)

3 / 5

Ο Ιντιάνα Τζόουνς δεν έχει μέλλον. Η νέα του περιπέτεια ξεκινάει στο παρελθόν, σε μια από τις ηρωικές του στιγμές εναντίον μιας Ναζί αρμάδας, αλλά στο σήμερα είναι έτοιμος να βγει στη σύνταξη. Είναι μόνος, χωρίς σκοπό, χωρίς στόχους. Συναντά τυχαία τη βαφτιστήρα του, την οποία παίζει η Φίμπι Γουόλερ-Μπριτζ του “Fleabag”, η οποία μοιάζει αρχικά σαν μια πιο κυνική εκδοχή του ίδιου, σε ένα παράδοξο αλλά διασκεδαστικό ταίριασμα– αν μπορείτε να φανταστείτε την Fleabag αλλά για κάποιο λόγο να είναι σε μια περιπέτεια μαζί με τον Ιντιάνα Τζόουνς.

Είναι εκείνη που θα τραβήξει τον Ίντι σε μια περιπέτεια αναζήτησης, ενός κατασκευάσματος (του Μηχανισμού των Αντικυθήρων, γιατί όχι) που κρύβει ένα τεράστιο, κοσμογονικής σημασίας μυστικό. Και το οποίο φυσικά κυνηγά κι ένας Ναζί επιστήμονας σαν φάντασμα από το ηρωικό παρελθόν του ήρωα (στο ρόλο ο Μαντς Μίκελσεν, μονοδιάστατα κεφάτος), μαζί με τα καρτουνίστικα πρωτοπαλίκαρά του. Ο αγώνας δρόμου ανάμεσά τους για το ποια πλευρά θα φτάσει πρώτη στο θησαυρό δημιουργεί ένα διαρκές παιχνίδι γάτας-ποντικού και δίνει στην ταινία ώθηση για μια διαρκή κίνηση προς τα μπροστά.

Τα σκηνοθετικά ηνία παίρνει ο Τζέιμς Μάνγκολντ, τιμιότατος γυρατζής του Χόλιγουντ που από το “Copland” ως το “Wolverine” κι από το “Logan” μέχρι το “Ford v Ferrari” έχει αποδείξει πως είναι από τους πιο στιβαρούς σκηνοθέτες ιστοριών που μοιάζουν σε πρώτη ανάγνωση γνώριμες. Ο Μάνγκολντ μάλιστα, κοιτάζει αυτή τη νέα περιπέτεια του Ιντιάνα μέσα από το πρίσμα των προηγούμενων, και δη της πρώτης, πίσω στο 1981. Όλη η πρώτη πράξη της ταινίας, γεμάτη σκονισμένες καταδιώξεις , αινίγματα, επιγραφές, έχει το βλέμμα στραμμένο στο κλασικό έργο του ‘81. Έχουμε Ναζί να τρέχουν ανεξέλεγκτα, έχουμε το απαραίτητο MacGuffin– το ματζαφλάρι αν προτιμάς, που αναζητούν οι κακοί της υπόθεσης για να πετύχουν έναν όπως πάντα υπερφιλόδοξο στόχο που θα έχει να κάνει είτε με παγκόσμια κυριαρχία είτε με κάποια προσωπική επιδίωξη. Ή και τα δύο μαζί!

Ο Μάνγκολντ προφανώς δεν είναι Σπίλμπεργκ, οπότε υπάρχει κάτι που λείπει στην κίνηση, στους κινηματογραφικούς χώρους και στην ευρηματικότητα των set pieces. Αν προτιμάς, τα πάντα μοιάζουν με πρώτης τάξεως εργασία, για το πώς θα έμοιαζε ένα τέτοιο παλιομοδίτικο φιλμ σήμερα, χωρίς να προστίθεται κάτι στον μύθο. Υπό αυτή την έννοια είναι ένα σίκουελ που ταιριάζει στη μοντέρνα αυτή μπλοκμπάστερική λογική, όμως ο “Δίσκος του Πεπρωμένου” είναι κάτι περισσότερο από άνευρο στουντιακό κατασκεύασμα που στοχεύει κυνικά στη νοσταλγία.

Υπάρχει, βλέπεις, κάτι το ασυναγώνιστα γοητευτικό, κάτι το τόσο ανθρώπινα ρομαντικό, στο να βλέπεις μύθος να γερνούν. Από τον Ρόκι Μπαλμπόα μέχρι τον Εξολοθρευτή, οι στιγμές που είδαμε αυτούς τους ήρωες σχεδόν νικημένους από το χρόνο προσέφεραν πάντα κάτι το απρόσμενο και το βαθιά ανθρώπινο. Ο Ιντιάνα Τζόουνς σε αυτή τη νέα του περιπέτεια, τα βάζει και πάλι με το παρελθόν του– υπάρχουν εδώ διάσπαρτες μικρές και μεγάλες αναφορές στο παρελθόν του franchise, υπάρχει κάτι το απολαυστικά παλιομοδίτικο στις σκηνές δράσης ακόμα κι όταν φλυαρούν κάπως περισσότερο από όσο θα έπρεπε (το πρώτο μισό του φιλμ σίγουρα σήκωνε λίγο στένεμα).

Όμως η απολαυστικά εξωφρενική τρίτη πράξη αγκαλιάζει αυτή την ιδέα του ήρωα απέναντι στον ίδιο του τον μύθο, και κάνει κάτι μοναδικά διασκεδαστικό με αυτήν. (Το «είμαι φαν…» της Έλενα είναι instant classic ατάκα, ενώ όλη αυτή η σεκάνς κλιμάκωσης θα κάνει τους έλληνες θεατές να φύγουν από την καρέκλα τους από τα γέλια.) Οδηγώντας σε ένα αληθινά γλυκό και συγκινητικό φινάλε, μιας ταινίας που αφενός παίζει με την ιδέα του χρόνου που κυλάει και φεύγει, αφετέρου διαπιστώνει με τρόπο τρυφερό και αστείο το πόσο έμφυτο ανθρώπινο σφάλμα είναι αυτή η εμμονή –η απόδραση, αν προτιμάτε– προς το παρελθόν (μας).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Αναλυτική κριτική από το φεστιβάλ Καννών

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο Χάρισον Φορντ στο News24/7

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο Μαντς Μίκελσεν στο News24/7

Reality

(Τίνα Σάτερ, 1ω23λ)

3 / 5

Κάτι παραπάνω από απλώς ‘βασισμένο σε αληθινή ιστορία’, το “Reality” θολώνει το όριο ντοκουμέντου και απεικόνισης (διερωτάται τι εστί reality,αν προτιμάτε) και με μεγάλη φιλοδοξία αναζητά την αλήθεια και τις ψυχολογικές διακυμάνσεις που βρίσκονται ανάμεσα σε λέξεις καταγεγραμμένες από την ίδια την Ιστορία. Το φιλμ αφηγείται με καθηλωτική λεπτομέρεια ένα απόγευμα καλοκαιριού του 2017, όταν δύο πράκτορες του FBI περιμένουν έξω από το σπίτι της την μεταφράστρια φαρσί της NSA, Ριάλιτι Γουίνερ (και ναι, αυτό είναι αδιανόητα το αληθινό της όνομα) με ένταλμα έρευνας στο σπίτι της. Ο λόγος; Η διαρροή μυστικών αρχείων που σχετίζονται με τη δράση της NSA, τα οποία φυσικά και δεν έπρεπε ποτέ να δουν το φως της μέρας.

Σταδιακά, η επίσκεψη των δύο πρακτόρων μετατρέπεται σε μια όλο και πιο ασφυκτική ανάκριση, καθώς κινούμαστε προς ένα προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα και καθώς, την ίδια στιγμή, η νεαρή Ριάλιτι αρχίζει να αφήνει πίσω της την αρχική της αφέλεια και να έρχεται σε συνειδητοποίηση της βαρύτητας της κατάστασης.

Η υπόθεση της Ριάλιτι Γουίνερ έχει από μόνη της τόσο ενδιαφέρον που οι περισσότεροι σκηνοθέτες και παραγωγοί θα τη μετέφεραν στο σινεμά με απολύτως συμβατικό τρόπο, αφήνοντας την ιστορία να κάνει όλη τη δουλειά. Η σκηνοθέτης Τίνα Σάτερ όμως, στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο, δημιουργεί κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον και φιλόδοξο: Μεταφέρει στο σινεμά ένα δικό της θεατρικό, βασισμένο με τη σειρά του στο transcript της ανάκρισης εκείνου του απογεύματος. Η ταινία διαρκεί όσο και η ανάκριση– ούτε μια λέξη δεν έχει προστεθεί ή αφαιρεθεί.

Αυτή η επιλογή μας οδηγεί σε ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα: Κατά πόσο μπορεί η κινηματογραφική αποτύπωση ενός ντε φάκτο κειμένου, να έχει μια ουσιαστικά ματιά από πίσω της; Η απάντηση είναι πως φυσικά και μπορεί. Η Σάτερ θυμίζει εδώ Σόντερμπεργκ στις πιο αγωνιώδεις και κατακίτρινης χροιάς θρίλερ στιγμές του, σκηνοθετώντας την ανάκριση με μια αίσθηση κλιμακούμενης ασφυξίας. Οι γωνίες γίνονται όλο και πιο απότομες, ο αέρας στα κάδρα όλο και λιγότερος, η ερμηνεία της (πολύ καλής) Σίντνεϊ Σουίνι του “Euphoria” μετατοπίζεται από την ανάλαφρη αθωότητα στον κεκαλυμμένο πανικό.

Στη διάρκεια αυτής της διαδρομής η Σάτερ δείχνει κάποιες φορές έναν υπερβάλλοντα ζήλο: τα διαρκή εφέ με τα οποία αποδίδονται οι διάφορες διαγραφές στο κείμενο ή τα λογοκριμένα σημεία του, ελαφρώς αποσυντονίζουν και κάνουν πιο απλουστευτική την κατά τα άλλα συναρπαστική της προσέγγιση. Όμως είναι καθηλωτικός ο τρόπος με τον οποίο τόσο η Σάτερ όσο κι η Σουίνι αναζητούν προσωπικές ερμηνείες και διατυπώσεις ανάμεσα στα πεπραγμένα της ίδιας της Ιστορίας– το πώς πασχίζουν να σχηματίσουν μια ηθική και μια κοσμοθεωρία μέσα από ένα αθώο βλέμμα πάνω σε ανείπωτα αυταρχικές παραβάσεις κοινωνικού δικαίου. Στο είδος του, το “Reality” θα μνημονεύεται στο μέλλον ως κάτι το οπωσδήποτε ξεχωριστό.

Ζαν Ντιλμάν

(“Jeanne Dielman, 23 quai du Commerce, 1080 Bruxelles”, Σαντάλ Ακερμάν, 3ω22λ)

5 / 5

Πρόσφατα απέκτησε μεγάλη mainstream φήμη μετά την ψήφισή της ως καλύτερη ταινία όλων των εποχών στην επιδραστική, μια-φορά-τη-δεκαετία ψηφοφορία του περιοδικού Sight & Sound, ανάμεσα σε 1.600 κριτικούς από όλο τον κόσμο. Διώχνοντας μάλιστα από την κορυφή το “Vertigo” του Χίτσκοκ, που με τη σειρά του είχε διώξει τον “Πολίτη Κέιν”.

Αυτά όλα κάνουν καλό για τη φήμη ενός φιλμ σαφώς πιο δυσπρόσιτου από τα προαναφερθέντα, που πάντως από εκεί και μετά αξίζει να ανακαλύψετε όχι με μια διάθεση σύγκρισης, αλλά με το αγνό ενδιαφέρον πάνω σε ένα σινεμά ριζοσπαστικό, και τολμηρά κοινωνικό, με ένα βλέμμα που σπάνια συναντάμε– όχι απλώς σήμερα, αλλά διαχρονικά.

Η ταινία ακολουθεί μια μοναχική χήρα και τις καθημερινές της ρουτίνες. Η Ζαν φροντίζει το διαμέρισμά της, όπου ζει με τον έφηβο γιο της. Κοιμάται με άντρες για να βγάλει τα προς το ζην. Μαγειρεύει. Κάνει ψώνια. Καθαρίζει. Σταδιακά όμως, αυτά τα καθημερινά της μοτίβα αρχίζουν να καταρρέουν.

Στις 3μιση ώρες αργής, λεπτομερούς παρακολούθησης των πιο μπανάλ πράξεων της καθημερινότητας (από το κλείσιμο ενός διακόπτη μέχρι το ξεφλούδισμα μιας πατάτας), η “Ζαν Ντιλμάν” αποτελεί ένα από τα πιο καθηλωτικά και αγωνιώδη πράγματα μπορεί ο θεατής να φανταστεί. Αποκλεισμός και ασφυξία απλωμένα με λεπτομέρεια και με εμμονή στην τελετουργία της κάθε απειροελάχιστης διαδικασίας, τόσο πολύ που καθώς σταδιακά αρχίζουν τα μοτίβα της Ζαν να απορρυθμίζονται, κάθε απόκλιση μοιάζει σεισμική.

Ένα αληθινό αποπνικτικό θρίλερ της καθημερινότητας για μια γυναίκα που μοιάζει με ανθρώπινο φλιπερλακι μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος-κάτεργου, σε μια διαρκή, όλο και πιο μανιακή κίνηση από τον ένα χώρο στον άλλον, από τη μια διαδικασία στην άλλη. Όσο προχωρά η ταινία και μαζί η προαναφερθείσα απορρύθμιση, το ένα μοτίβο μοιάζει να εισβάλει στο άλλο και η Ζαν δεν ολοκληρώνει ποτέ τίποτα χωρίς να ξεκινήσει κάτι άλλο. Ξαφνικά, όλοι οι ρόλοι της έχουν γκρεμιστεί σε έναν. Ποιος είναι αυτός; Τι απομένει τότε; Τίποτα, παρά μια βουβή κραυγή στο κενό. Μια αληθινή ταινία-θωρηκτό, γυρισμένη από τη σπουδαία δημιουργό Σαντάλ Ακερμάν όταν ήταν μόλις 25.

Ρεβέκκα

(“Rebecca”, Άλφρεντ Χίτσκοκ, 2ω10λ)

5 / 5

Μια γυναίκα χαμηλότερης τάξης παντρεύεται αριστοκράτη αλλά όταν μετακομίζει στην πολυτελή έπαυλή του θα διαπιστώσει πως οι πάντες, από το υπηρετικό προσωπικό μέχρι τον ίδιο σύζυγό της, στοιχειώνονται ακόμα από τη Ρεβέκκα, την πρώην κυρία του πύργου η οποία πέθανε υπό παράξενες συνθήκες. Το κλασικό βιβλίο της Δάφνης ντι Μωριέ διασκευάζεται με εμβληματικό τρόπο από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ σε ένα φιλμ που όχι μόνο κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας αλλά πολύ σημαντικότερα, έχει συνεχίσει στο πέρασμα των δεκαετιών να αποτελεί σημείο αναφοράς και επιρροής στο πολύ συγκεκριμένο υπο-είδος του γοτθικού ρομάντζου / ψυχολογικού θρίλερ.

Ένα στοιχειωμένο ερωτικό στόρι πάνω στην ανάμνηση, τον έλεγχο και την εμμονή, με χροιές gaslighting χειραγώγησης μιας γυναίκας που αναζητά τον δικό της χώρο σε έναν κόσμο που την κοιτάζει μέσα από ένα απάνθρωπο πρίσμα. Λόρενς Ολίβιε και Τζοάν Φοντέιν πρωταγωνιστούν σε ένα από τα αξεπέραστα αριστουργήματα του Χίτσκοκ που συνεχίζει να αποκτά θαυμαστές και να γεννά απογόνους μέχρι και σήμερα.

Σπασμένος Καθρέφτης

(“The Mirror Crack’d”, Γκάι Χάμιλτον, 1ω45λ)

2.5 / 5

Στη δεξίωση που γίνεται κατά τη διάρκεια γυρισμάτων μιας μεγάλης κινηματογραφικής παραγωγής, μια ντόπια γυναίκα δηλητηριάζεται και πεθαίνει όταν πίνει το ποτό που προοριζόταν για τη θρυλική (αλλά στη δύση της καριέρας της) σταρ που υποδύεται η Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Η Μις Μαρπλ της Άντζελα Λάνσμπουρι θα αναλάβει να λύσει το μυστήριο, μέσα από τις αφηγήσεις ανθρώπων που ήταν παρόντες στη δεξίωση. Από τις αρκετά αδιάφορες διασκευές μυστηρίων της Άγκαθα Κρίστι– όσο αδιάφορη μπορεί τελοσπάντων ποτέ να είναι στα αλήθεια μια τέτοια ιστορία. Το καστ είναι γεμάτο τεράστια ονόματα αλλά όχι ακριβώς στο απόγειο της καριέρας (ή του κεφιού) τους, από τον Ροκ Χάντσον και τον Τόνι Κέρτις, μέχρι την Κιμ Νόβακ και την Τζέραλντιν Τσάπλιν. Αφηγηματικά άνευρο, αλλά μια παλιομοδίτικη γοητεία την έχει, σχεδόν φλερτάροντας με το καμπ (αλλά ίσως όχι αρκετά).

Το Θεώρημα

(“Teorema”, Πιερ Πάολο Παζολίνι, 1ω45λ)

4 / 5

Στην έπαυλη ενός πλούσιου ιταλού βιομηχάνου, ένας όμορφος άγνωστος καταφθάνει χωρίς κανείς να ξέρει ποιος είναι ή γιατί βρίσκεται εκεί. Κατά την διαμονή του θα κάνει κάθε μέρος της οικογένειας να τον ποθεί– και μετά εξαφανίζεται. Οι πάντες θα βιώσουν έτσι μια προσωπική κρίση και αποκάλυψη. Αλλά το μυστήριο του γοητευτικού ξένου στοιχειώνει, με έναν τρόπο βαθιά υπαρξιακό. Μια από τις κορυφαίες ταινίες του Παζολίνι, ένα μεθυστικά λάγνο αίνιγμα με αλληγορικές διαστάσεις ταξικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές και υπαρξιακές, και με έναν Τέρενς Σταμπ που κοιτάζει και κοιτάζεται, με βλέμματα που κουβαλούν πόθο ικανό να συνταράξει τα θεμέλια ολόκληρης της ύπαρξης.

Κυκλοφορούν ακόμη

Ρούμπι: Ένα Κράκεν στην Εφηβεία: Η γλυκιά κι αδέξια έφηβη Ρούμπι θα ανακαλύψει ότι είναι βασιλική διάδοχος Κράκεν πολεμιστριών και ότι προορίζεται να κληρονομήσει τον θρόνο της πολεμίστριας βασίλισσας των επτά θαλασσών. Τα πράγματα περιπλέκονται καθώς το νέο, δημοφιλές κορίτσι στο σχολείο, τυχαίνει να είναι γοργόνα. Εφηβική περιπέτεια κινουμένων σχεδίων.

Μικρό Λουλούδι (ή 15 Τρόποι να Σκοτώσεις το Γείτονά σου): Ο Χοσέ κι η Λουσί ζουν έναν όμορφο γάμο, μέχρι που η βαρεμάρα χτυπά κι η Λουσί πάει να δει ψυχολόγο. Ο Χοσέ επιλέγει άλλη λύση. Επισκέπτεται τον σνομπ γείτονά του και, ανεξήγητα, τον σκοτώνει. Την επόμενη μέρα εκείνος όμως είναι εκεί, ακόμα ζωντανός. Κωμωδία από τον Σαντιάγο Μίτρε, σκηνοθέτη του βραβευμένου αργεντίνικου δικαστικού δράματος “Αργεντινή, 1985”.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα