Πέθανε η γλύπτρια Σοφία Βάρη

Πέθανε η γλύπτρια Σοφία Βάρη
Το κτίριο του υπουργείου Πολιτισμού Copyright: GEORGIA PANAGOPOULOU

Μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο η εικαστικός και γλύπτρια Σοφία Βάρη πέθανε σε ηλικία 83 ετών στο Μόντε Κάρλο.

Η εικαστικός και γλύπτρια Σοφία Βάρη άφησε την τελευταία της πνοή σε νοσοκομείο στο Μόντε Κάρλο, την Παρασκευή (5/5), σε ηλικία 83 ετών, μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο.

Τα έργα της φιλοξενούνται στις μόνιμες συλλογές σημαντικών μουσείων όπως το Μουσείο Τέχνης Βασίλης και Ελίζα Γουλανδρή (Αθήνα), στο Παλάτσο Βέκιο (Φλωρεντία), στο Μουσείο Πέρα (Κωνσταντινούπολη) κ.α. και εκτίθενται σε αρκετούς δημόσιους χώρους (Αθήνα κ.α.)

Ποια ήταν η Σοφία Βάρη

Γεννήθηκε το 1940 στη Βάρη και το όνομά της ήταν Σοφία Κανελλοπούλου. Πήρε το καλλιτεχνικό της όνομα από την οικογενειακή της έπαυλη στην οποία υπογράφηκε η ιστορική Συμφωνία της Βάρκιζας. Ο πατέρας της ήταν Έλληνας και η μητέρα της από την Ουγγαρία.

Σε ηλικία 16 ετών άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και δυο χρόνια αργότερα ξεκίνησε τις σπουδές της στην École des Beaux-Arts στο Παρίσι.

Οι πρώτες της δουλειές ήταν πίνακες με πληθωρικές γυμνές γυναικείες φιγούρες που αντλούν στοιχεία από το μπαρόκ, τον μανιερισμό, τον εξπρεσσιονισμό καθώς και τη γλυπτική της ελληνιστικής εποχής.

Το 1977 απέκτησε εργαστήριο στη rue de l’Arrivée στη συνοικία Montparnasse του Παρισιού, και άριχσε να ασχολείται με τη γλυπτική η οποία γρήγορα αποτέλεσε το κύριο μέλημά της. Τα πρώιμα γλυπτά της, από χαλκό και από μάρμαρο, αποτελούν δισδιάστατες παραστατικές φιγούρες με ανθρωποκεντρική αφετηρία, οι οποίες σταδιακά εξελίσσονται σε πιο αφηρημένες μορφές. Στα έργα της χρησιμοποιούσε μπρούτζο και μάρμαρο και συνήθως είναι μεγάλων διαστάσεων.

Το 1978 γνώρισε τον Κολομβιανό καλλιτέχνη Φερνάντο Μποτερό με τον οποίο μοιράστηκε την υπόλοιπη ζωή της.

Το 1988 δημιούργησε το γλυπτό Soirées de Dimanche (1988), στο οποίο γίνεται για πρώτη φορά αντιληπτή η έμπνευση που αντλεί από πολιτισμούς της Λατινικής Αμερικής και από καλλιτέχνες όπως Donatello, Luca Della Rubia, Hans Arp, Joan Miró και Alexander Archipenko, ενώ παράλληλα σηματοδοτεί την πλαστική γλώσσα που θα χρησιμοποιήσει για το υπόλοιπο της καριέρας της.

Έχοντας πλέον υιοθετήσει νέες δυναμικές στη φόρμα και τη δομή, τα γλυπτά της σχημάτισαν αλυσιδωτές συνδέσεις ευέλικτων ελικοειδών όγκων που αναπτύσσονται ανοδικά ή κυκλικά συνθέτοντας αρμονικά επίπεδα που περικλείουν το εσωτερικό και δίνουν την αίσθηση της κίνησης.

Φιλοτέχνησε έργα για το δημόσιο χώρο που βρίσκονται στη Γαλλία, της Γερμανία, τις ΗΠΑ, την Ελλάδα, την Ελβετία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Κολομβία και σε άλλα μέρη του κόσμου.

Το 1992 δημιούργησε τα πρώτα της κολάζ και από το 1993 ταξιδεύει συχνά στο Μεξικό όπου μελετά την τέχνη των Μάγια και των Ολμέκων. Το 1994 εισήγαγε χρώμα στα γλυπτά της αναδεικνύοντας επιλεγμένους όγκους και επίπεδα. Το 1995 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στην ιαπωνική Μπιενάλε Γλυπτικής από το Ανοικτό Μουσείο Utsukushi-ga-hara.

Το έργο της έχει παρουσιαστεί σε πλήθος εκθέσεων. Το 2004 παρουσιάστηκε αναδρομική της έκθεση στην Αθήνα από το Μουσείο Μπενάκη και το 2014 στην Άνδρο από το Μουσείο Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή.

Έργα της βρίσκονται σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, μερικές από αυτές οι συλλογές των: Fondation Veranneman (Βέλγιο), Museo de Arte Contemporáneo de Caracas (Βενεζουέλα), Musée de la Main (Ελβετία), Boca Raton Museum of Art (ΗΠΑ), Ulrich Museum of Art (ΗΠΑ), Utsukushi-ga-hara Open-Air Museum (Ιαπωνία), Museo de Antioquia (Κολομβία), Beeldenaanzeen Museum (Ολλανδία), Fundação Calouste Gulbenkian (Πορτογαλία) και Museo de Ponse (Πόρτο Ρίκο).

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα