“Άλλες γυναίκες φοράνε τα φουστάνια σου” – Ο Λάκης Λαζόπουλος μας αυτοσυστήθηκε από την αρχή

“Άλλες γυναίκες φοράνε τα φουστάνια σου” – Ο Λάκης Λαζόπουλος μας αυτοσυστήθηκε από την αρχή
Λάκης Λαζόπουλος Eurokinissi

Η συγγραφέας Πασχαλία Τραυλού γράφει για το νέο βιβλίο του Λάκη Λαζόπουλου και για μια ιστορία απώλειας, αγάπης, δύναμης ψυχής, που σε βγάζει πρόσωπο με πρόσωπο με το πέρασμα του χρόνου.

Συμβαίνει λίγο πολύ σε όλους μας να αντιμετωπίζουμε τα ρούχα των ανθρώπων που «φεύγουν» ανεπίστρεπτα σαν μεταμοσχευμένα όργανα σε άλλα σώματα. Έχουμε την εντύπωση πως τα υφάσματα κουβαλούν την ψυχή του νεκρού, που ξαναζωντανεύει κατά έναν μυστήριο τρόπο όταν το ρούχο του ντύσει ένα ξένο κορμί. Το βιβλίο Άλλες γυναίκες φοράνε τα φουστάνια σου ξετυλίγει τον μίτο της νοσταλγίας για το πρόσωπο που χάθηκε, ενώ παράλληλα, σαν προβολέας, ρίχνει φως στις στιγμές εκείνες που, όταν κάποιος τις ζει, θαρρεί πως είναι ασήμαντες και φευγαλέες, αλλά ανακαλύπτει αργοπορημένα την αξία τους. Όπως και την ουσία και την αξία εκείνου που έφυγε…

Όσο διάβαζα ετούτη την πρώτη συγγραφική κατάθεση του Λάκη Λαζόπουλου, στην αρχή με κατέβαλε μια προσπάθεια αυθυποβολής, ώστε να μπορέσω να προσεγγίσω όσο πιο αντικειμενικά γίνεται το κείμενο ενός ανθρώπου που πάντα θαύμαζα για τις θεατρικές και τηλεοπτικές δουλειές του. Δεν τον ξέρεις, με πρόσταζα. Διαβάζεις το βιβλίο ενός πρωτοεμφανιζόμενου άγνωστου συγγραφέα. Παραμύθιαζα τον εαυτό μου πως δεν επρόκειτο για βιβλίο γραμμένο διά χειρός Λάκη Λαζόπουλου, εκείνου του διάσημου ανθρώπου που παρακολουθούσα ανελλιπώς, που απομνημόνευα σκηνές από την Κυριακή των παπουτσιών, που εκείνη την ατάκα για την κοιλιά και το μπαούλο σε ένα από τα πρώτα νούμερα που έγραψε και πρωταγωνίστησε με τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου πρέπει να την έχω επαναλάβει αμέτρητες φορές στις παρέες μου.

Ώσπου στο τέλος, αμυδρά, τα κατάφερα. Προκάλεσα μια πρόσκαιρη λοβοτομή στον εαυτό μου, όσο διήρκησε η ανατομία του ύφους και της γλώσσας του βιβλίου και ώσπου να καταφέρω να βγάλω σαν άλλη αδέκαστη ιατροδικαστής της λογοτεχνίας το πόρισμά μου.

Πρόκειται λοιπόν για ένα κείμενο ευφυές, με συμβολισμούς ασύλληπτους και συνάμα ανθρώπινους και οικείους, καθημερινούς και ταυτόχρονα ανατρεπτικούς, με τον μοναδικό τρόπο που ο Λάκης γνωρίζει να χρησιμοποιεί το όπλο της παρομοίωσης. Τα εκφραστικά του μέσα απέχουν έτη φωτός από οποιαδήποτε κοινοτοπία και προβλεψιμότητα και, όπως είναι αναμενόμενο –το μόνο αναμενόμενο στο βιβλίο του πέρα από τον θάνατο–, μαγνητίζουν τον αναγνώστη, όπως μαγνητίζει τον θεατή με την άλλη του ιδιότητα. Οι λεκτικοί χειρισμοί απερίγραπτοι, με την άνεση του ακροβάτη που έχει προβάρει αμέτρητες φορές το ίδιο νούμερο και το εκτελεί αλάνθαστα, κι ας είναι η πρώτη του φορά στη συγκεκριμένη φόρμα λόγου.

 

Οι εναλλαγές διαλόγων και πρωτοπρόσωπης αφήγησης γίνονται με απίστευτη αρμονία και ευελιξία, σαν ένα καλογραμμένο μουσικό κομμάτι που στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά. Άμεσες και γρήγορες οι στιχομυθίες, σαν απανωτά ωστικά κύματα που σε πετούν από τη μια σκηνή στην άλλη και αντίστοιχα από ένα νόημα σ’ ένα ακόμη βαθύτερο χωρίς κανένα περιθώριο να πάρεις ανάσα. Αντιθέτως, σε συνεπαίρνει η περιγραφή και η προβολή του συναισθήματος δίχως ίχνος απ’ την ευκολία του μελό, την παγίδα στην οποία εύκολα θα μπορούσε να πέσει ένας άνθρωπος μαθημένος να εκφράζεται κυρίως μέσα απ’ το χιούμορ όταν για πρώτη φορά επιχειρεί να απογυμνώσει τις αλήθειες της ζωής του: τους φόβους, τις πικρίες, τα λάθη, την αγάπη, τον έρωτα, την απιστία, τα λόγια-καρφιά και τα λόγια-βάλσαμο που αντάλλαξε με τη γυναίκα της ζωής του κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης συμπόρευσής τους.

Τόσο οι χρονικές εναλλαγές όσο και οι ψυχολογικές μεταπτώσεις είναι ευδιάκριτες από τον παθόντα αφηγητή που περιγράφει, ερμηνεύει, εξηγεί, εξομολογείται και συνάμα υποφέρει και συνθλίβεται παίζοντας καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου πολλαπλούς ρόλους, όλους τους ρόλους που αναλαμβάνει κάθε άνθρωπος στη ζωή του παραπαίοντας ανάμεσα στον αυτοκαθορισμό και στην εντύπωση –εσφαλμένη ή όχι– που οι άλλοι σχηματίζουν για κείνον. Αναμφίβολα, σε αυτό συμβάλλει καταλυτικά η χρήση του εξομολογητικού πρώτου προσώπου, που προσφέρει ενάργεια, φυσικότητα και αμεσότητα σε ένα κείμενο που ρέει γάργαρο και φρέσκο με τη σύγχρονη, καθαρή και αψεγάδιαστη οπτική του Λάκη για τη γλωσσική εκφορά.

Αφού λοιπόν κατάφερα να προσεγγίσω «ψυχρά» το βιβλίο από τεχνική, γλωσσική και υφολογική άποψη, άφησα τον Λάκη να επιστρέψει στη μνήμη μου, για να δω τι ήθελε στην πραγματικότητα να μας πει. Μια προφανής πρόθεσή του ήταν να θίξει το θέμα της μάστιγας του καρκίνου από την ψυχοφθόρα πλευρά της όχι μόνο για τους πάσχοντες αλλά και για όσους περιβάλλουν και στηρίζουν τους ασθενείς. Όμως ο στόχος του σε αυτό το πολυεπίπεδο έργο δεν ήταν να προσφέρει οδηγίες διαχείρισης κατά του καρκίνου (ιατρικές γνώμες, προτάσεις γιατρών και νοσοκομείων, που, κακά τα ψέματα, απαιτούν παραφουσκωμένο βαλάντιο, φάρμακα, παραϊατρικές προσεγγίσεις, τσαρλατάνους και ματζουνούδες)· περισσότερο τον ενδιέφερε να εκθέσει, να αναλύσει, να εξηγήσει το πώς γεννιέται, εξελίσσεται, μεταλλάσσεται, φθείρεται και μετουσιώνεται ένας ερωτικός δεσμός σε μια νέα εκδοχή ανθρώπινης σχέσης όταν καταφέρει να κατακτήσει το δυσεπίτευκτο νόημα της αγάπης. Η αγάπη λοιπόν είναι η ραχοκοκαλιά του βιβλίου και γύρω απ’ αυτήν τα γεγονότα, οι στιγμές και τα συναισθήματα αποτελούν τους ιστούς, τις φλέβες, το αίμα και το δέρμα αυτού του αξιόλογου συγγραφικού εγχειρήματος.

Στο βιβλίο παρακολουθούμε δύο αντιδιαμετρικά διαφορετικούς ανθρώπους, που η τύχη ή το πεπρωμένο τα κανόνισε ώστε να ερωτευτούν. Ο Λάκης επισημαίνει εκείνες τις διαφωτιστικές λεπτομέρειες που κάνουν μια σχέση αυθεντική. Από την απόρριψη του συντρόφου, την αδιαφορία, τη μοναξιά και τη μοναχικότητα μέχρι τον εσωτερικευμένο θυμό που συχνά φαρμακώνει και σκοτώνει όχι μόνο τις σχέσεις μα και τους ίδιους τους ανθρώπους. Τονίζει ιδιαίτερα πως, ακόμη και όταν φτάνει η φθορά μιας σχέσης, αυτή δεν χάνεται, όπως δεν σβήνει οποιαδήποτε ενέργεια στο σύμπαν. Απλώς μετατρέπεται σε μια άλλη σχέση, σε μια άλλη δύναμη, σε κάτι ολοκαίνουριο και ίσως πιο ουσιαστικό, αν οι εραστές δεν επιτρέψουν να αλληλοσπαραχθούν· αν διαθέτουν την απαραίτητη ενσυναίσθηση και τα κότσια να αναβαπτίσουν τον αλλοτινό δεσμό τους και να τον ανακαλύψουν απ’ την αρχή ακόμη και στην εκπνοή του χρόνου που έχουν στη διάθεσή τους – έστω και μέσα από αλήθειες και τετελεσμένα που μαχαιρώνουν.

Ετούτο τον δρόμο ωστόσο ουδέποτε διάλεξε η Τασούλα του. Η σιωπηλή, στωική Τασούλα, που προτιμούσε να εξομολογείται στο χαρτί και όχι διά ζώσης, που περίμενε να την αγκαλιάσει εκείνος πρώτος παρά να απλώσει τα χέρια της και να διεκδικήσει την αγκαλιά που της έλειπε. Κρυμμένη στη γρανιτένια σιωπή της, δεν του αποκαλύφθηκε εγκαίρως παρά μόνο όταν και πάλι αυτός κατέθεσε πρώτος τα διαπιστευτήρια της ατόφιας αγάπης του προς το πρόσωπό της. Γιατί όλες οι μεταλλάξεις του παλιού τους έρωτα, τα ξεφτίσματα, οι αναζωπυρώσεις, οι ματαιώσεις, οι θυμοί, οι σκληρές μονομερώς κουβέντες, οι απιστίες, οι αδιαφορίες που μετατρέπονταν κάποτε σε έγνοια και ενοχές φάνταζαν και φαντάζουν πάντα ασήμαντες όταν στα δύσκολα ξεπροβάλει η αγάπη, που δένει ουσιαστικά και απόλυτα δύο ανθρώπους.

Ο Λάκης απογυμνώνει θαρραλέα την ψυχή του και στέκεται με τόλμη αντίκρυ στο εκτελεστικό απόσπασμα της πένας του, μιας πένας-νυστέρι, που σκάβει μέσα του να βρει τις ενοχές, τους πόνους, τα λάθη και να τα εναποθέσει στο χαρτί, δίχως τη νάρκωση της παρηγοριάς ή της ωραιοποίησης. Μας δείχνει τη φόδρα των συναισθημάτων του δίχως να φοβάται πια μην τον χαρακτηρίσουμε δειλό και αδύναμο. Θέλει να τον δούμε όπως είναι. Κάνει τη μάσκα του κομμάτια.

Πέρα από τον καρκίνο, που κυριαρχεί σε όλο το κείμενο σαν βαριά σκιά, πρωταγωνιστής επίσης είναι ο πόνος της απώλειας του συντρόφου, που φαντάζει ακόμη αιχμηρότερος όταν η αγάπη γίνει αντιληπτή καθυστερημένα. Γιατί η αγάπη παίζει συχνά στα ζευγάρια κρυφτό, όσο νομίζουν ότι έχουν το χρόνο με το μέρος τους, και βγαίνει δυστυχώς απ’ την κρυψώνα της πιο ειρωνική από ποτέ, όταν η κλεψύδρα αδειάζει. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης για τούτο το σαδιστικό παιχνίδι έχουν ο εγωισμός και η σιωπή. Εν προκειμένω, η σιωπή της Τασούλας του· η στωική, φαινομενικά σθεναρή γυναίκα, γεμάτη κατά βάθος μάταιη προσμονή και πικρία ανυπόφορη· η σύντροφος που έβραζε βουβά σαν ηφαίστειο φαινομενικά ανενεργό, αλλά που εντέλει αυτοκαταστράφηκε από την ίδια της τη λάβα.

Ο Λάκης Λαζόπουλος λοιπόν μέσα από αυτό το βιβλίο βίωσε τη στιγμή της δικής του Αποκάλυψης, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα με το πρώτο έργο των συγγραφέων. Δίχως την πρόθεση να γελάσει και να αυτοσαρκαστεί για να μην κλάψει, δίχως την πρόθεση να υποκριθεί και να κρυφτεί, αυτοσυστήθηκε απ’ την αρχή. Και μου άρεσε που ταπεινώθηκε, γονάτισε, εξομολογήθηκε, τσαλακώθηκε, εξαγνίστηκε, μετάλαβε κάθαρση «ποιητική». Μου άρεσε που δεν ήταν για άλλη μια φορά ο ευφυής ηθοποιός και δημιουργός αλλά ο απλός, φοβισμένος, αδύναμος, γεμάτος ελαττώματα, πόνο και αγάπη πάσχων άνθρωπος. Πολύ μου άρεσε…

 

Η Πασχαλία Τραυλού γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών ελληνική κλασική φιλολογία και παρακολούθησε μεταπτυχιακό πρόγραμμα για τη λατινική ποίηση Ορατίου και Βιργιλίου. Ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη σε ζητήματα φύλου, ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου με τίτλο «Φύλο και νέα εργασιακά και εκπαιδευτικά περιβάλλοντα στην κοινωνία της πληροφορίας». Το νέο της βιβλίο Σαντέ και Λικέρ τριαντάφυλλο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα.

 

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα