Από τα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ INTIME NEWS

21Η ΑΠΡΙΛΙΟΥ: ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΣΤΑΘΗΚΑΝ ΟΡΘΙΟΙ ΟΤΑΝ ΟΛΑ ΤΑ ‘ΣΚΙΑΖΕ Η ΦΟΒΕΡΑ…

Καράγιωργας- Μάνεσης - Μαγκάκης -Μαρωνίτης- Κοροβέσης. Φωτεινά παραδείγματα ανθρώπων που δεν κρύφτηκαν και δεν σιώπησαν στα δύσκολα.

Συμπληρώνονται σήμερα 56 χρόνια από το γεγονός που σημάδεψε περισσότερο από κάθε άλλο τη σύγχρονη Ελλάδα: την κήρυξη της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967.

Για το καθοριστικό αυτό γεγονός έχουν ειπωθεί και γραφτεί σχεδόν τα πάντα. Αν κάτι αξίζει να μην ξεχνιέται και να υπενθυμίζεται είναι το παράδειγμα εκείνων που δεν λούφαξαν και δεν σιώπησαν στα δύσκολα. Όσοι εξευτέλισαν τους στρατοδίκες τους. Όσοι έδειξαν στους νέους της εποχής ποιο είναι το τίμημα για την ελευθερία. Και, πάνω απ’ όλους, όσοι δεν υπέκυψαν στα βασανιστήρια και μετέφεραν στον πολιτισμένο κόσμο αυτά που συνέβαιναν στην Ελλάδα των δικτατόρων.

Μερικά παραδείγματα τέτοιων ανθρώπων καταγράφουμε σήμερα. Όλοι τους δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Αλλά το φωτεινό παράδειγμά τους έχει καταγραφεί στα ιστορικά βιβλία.

ΣΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑΣ

Ο Σάκης Καράγιωργας αριστερά σε γραμματόσημο των ΕΛΤΑ ΕΛΤΑ

Ο καθηγητής Σάκης Καράγιωργας (πέθανε 17 Αυγούστου 1985) βασανίστηκε από τη δικτατορία. Και στο έκτακτο στρατοδικείο(1970) πέταξε στα μούτρα των δικαστών του τα εξής: «Κύριοι στρατοδίκαι, μέχρι τώρα σᾶς ἐξέθεσα τοὺς λόγους διὰ τοὺς ὁποίους συμμετέχω εἰς τὴν Δημοκρατικὴν Ἄμυναν. Εἶχα χρέος μου νὰ ἀγωνισθῶ εἰς τὰ πλαίσια τῆς ὀργανώσεως αὐτῆς πρὸς ἀποκατάστασιν τῶν δημοκρατικῶν ἐλευθεριῶν εἰς τὴν χώραν. Εἶχα χρέος, πρῶτον, ὡς ἄνθρωπος ἀπέναντι τῆς ἱστορίας. Ἀπέναντι δηλαδὴ ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἠγωνίσθησαν μὲ τὸν λόγον ἢ μὲ τὰ ὅπλα, ἐκείνων ποὺ ἔχυσαν ποταμοὺς αἵματος διὰ νὰ κληροδοτήσουν εἰς ἡμᾶς τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὴν δημοκρατίαν. Δεύτερον, εἶχα χρέος ὡς καθηγητὴς ἀπέναντι εἰς τοὺς φοιτητάς μου. Εἰς τοὺς νέους αὐτοὺς δὲν μετέδιδα μόνον ξηρὰς ἐπιστημονικὰς γνώσεις.

Τοὺς εἶχα γαλουχήσει μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι ὀρθαὶ ἀποφάσεις ἐπὶ τῶν μεγάλων προβλημάτων τῆς χώρας λαμβάνονται μόνον μὲ τὴν δημοκρατικὴν διαδικασίαν ἐπιλογῆς, θὰ ἤμουν ἀσυνεπὴς καὶ θὰ ἐθεωρεῖτο δι’ ἐμὲ φυγομαχία ἐὰν διὰ τοῦ ἀγῶνος μου δὲν ἐδικαίωνα τὰς ἰδέας μου περὶ ἐλευθερίας καὶ δημοκρατίας ἀπέναντι τῶν φοιτητῶν μου. Τέλος, κύριοι στρατοδίκαι, εἶχα ἕνα προσωπικὸν χρέος ἀπέναντι τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ τῆς πατρίδος. Αὐτὸς ὁ λαὸς ἔκανεν πολλὰς θυσίας καὶ δαπανὰς χάριν ἐμοῦ. Μὲ ἔσπουδασεν εἰς τὰ ἑλληνικὰ πανεπιστήμια, μὲ ἔστειλεν μὲ ὑποτροφίαν δι’ ἀνωτέρας σπουδὰς εἰς τὸ ἐξωτερικόν, μὲ ἔκανεν καθηγητὴν ἀνωτάτης σχολῆς καὶ ἀνώτατον κρατικὸν λειτουργόν. Δι’ ὅλας αὐτὰς τὰς θυσίας τί ζητεῖ ὡς ἀντάλλαγμα ἀπὸ ἐμὲ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς καὶ ἡ πατρίς; Τί ζητεῖ ἀπὸ ὅλους τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους;

Δύο μόνον πράγματα. Νὰ προσφέρουν τὰς ἐπιστημονικάς των ὑπηρεσίας καὶ νὰ εἶναι οἱ θεματοφύλακες τῶν ἠθικῶν καὶ πνευματικῶν ἀξιῶν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Εἶχα ὑποχρέωσιν, ἑπομένως, κύριοι στρατοδίκαι, νὰ ἐξοφλήσω αὐτὸ τὸ μεγάλο χρέος μου, ἀκόμη καὶ ἐὰν παρίστατο ἀνάγκη νὰ δώσω καὶ την ζωήν μου».

ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ ΜΑΝΕΣΗΣ

Ο καθηγητής Αριστόβουλος Μάνεσης Eurokinissi

Ο καθηγητής Αριστόβουλος Μάνεσης (πέθανε 2 Αυγούστου 2000) στο τελευταίο μάθημά του(1968) είπε στους φοιτητές του: «Σε τέτοιες στιγμές, σαν τις τωρινές, το ουσιώδες είναι, πιστέψτε με, να προστατεύσει κανείς τον εαυτό του, όχι από τη δίωξη, αλλά από τον εξευτελισμό. Να περισώσει την αξιοπρέπειά του ως ανθρώπου, ως πολίτη, ως επιστήμονα. Και έτσι να περιφρουρήσει, επίσης, το κύρος της πανεπιστημιακής έδρας που έχει την τιμή να κατέχει, η οποία, ως έδρα της πολιτικής ελευθερίας, είναι φυσικό, εφόσον βρίσκεται στο ύψος της, να δέρνεται από τις πολιτικές καταιγίδες …

Φαίνεται ότι ήδη έφτασε η ώρα να εφαρμοσθούν οι υποθήκες που έχουν εξαγγελθεί. Σε ό,τι με αφορά, το ξαναδηλώνω: όσο θα μπορώ να διδάσκω το μάθημα του Συνταγματικού Δικαίου, θα το διδάσκω σαν μάθημα της πολιτικής ελευθερίας. Αν δε το αποψινό μου μάθημα συμβεί να είναι το τελευταίο, θα ήθελα να σας παρακαλέσω να κρατήσετε από τη διδασκαλία μου την ουσία της: τη σημασία της πολιτικής ελευθερίας, ως ιστορικής κατακτήσεως για την παραπέρα εξέλιξη του κοινωνικού βίου και ως προϋποθέσεως για τη γενικότερη απελευθέρωση και καταξίωση του ανθρώπου. Και επειδή θεωρία και πράξη είναι αλληλένδετες, το ουσιώδες είναι να μείνει κανείς ελεύθερος, όρθιος και αλύγιστος απέναντι στους καταναγκαστικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς των κρατούντων.

Μην επιτρέψετε να σας εξανδραποδίσουν. Διατηρήστε, μέσα στους ζοφερούς και άρρωστους καιρούς, άγρυπνη και ανυπόταχτη τη σκέψη σας, περιφρουρήστε την άγια υγεία και ρωμαλεότητα της ψυχής σας, κρατήστε στητό και αγέρωχο το ωραίο ανάστημά σας. Και αν η Εξουσία, που την συμφέρει να έχει παθητικούς και πολιτικά αδιάφορους υπηκόους, σας πει ότι, έτσι κάνοντας, δεν είστε φρόνιμοι και νομοταγείς πολίτες, αποδείξτε της ότι καλός πολίτης είναι μόνον ο ελεύθερος πολίτης, ο συνειδητός, ενεργός και υπεύθυνος πολίτης. Και θυμίστε της ότι ο Περικλής είχε πει στον «Επιτάφιο»: όποιος αδιαφορεί για τα πολιτικά πράγματα του τόπου του είναι, όχι Φιλήσυχος, αλλ’ άχρηστος, «αχρείος» πολίτης. Και μη ξεχνάτε, στις σημερινές δύσκολες για την Πατρίδα μας και το Λαό μας περιστάσεις, τα λόγια του ποιητή – και θέλω μ’ αυτά να σας αποχαιρετήσω: «Όσοι το χάλκεον χέρι // βαρύ του φόβου αισθάνονται, // ζυγόν δουλείας ας έχωσι· // Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία».

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΓΚΑΚΗΣ

Ο καθηγητής Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης ΑΠΕ ΜΠΕ

Ο καθηγητής Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης (πέθανε 5 Σεπτεμβρίου 2011), τον οποίο είχαν την τύχη να παρακολουθήσω στη Νομική Αθηνών μετά τη Μεταπολίτευση, λίγο πριν απολυθεί από το πανεπιστήμιο, μετέτρεψε τις τελευταίες παραδόσεις προς τους φοιτητές του σε «Λόγο κατά τη τυραννίας», κλείνοντας με τη φράση του Κάλβου «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία». Αργότερα, μέσα από το κελί του, έγραψε το «Γράμμα από τη φυλακή για τους Ευρωπαίους»: «Τρέμουμε για την τύχη της χώρας μας, που τη λέμε Ευρώπη. Γιατί ξέρουμε πως σ’ αυτήν κρατιέται η ελπίδα και πως γι’ αυτόν το λόγο απειλείται. Είναι πολύ επικίνδυνο να συντηρείς την ελπίδα του ανθρώπου. Της Ελλάδας η υποδούλωση τι άλλο νόημα έχει; Φτιάξανε προγεφύρωμα. Αλλο ένα δίπλα σ’ εκείνα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.

Φοβούνται την Ευρώπη. Αυτήν την βασανισμένη νερομάνα ιδεών. Στα παμπάλαια χώματά της υπάρχουν πάντα οι σπόροι τους. Οι απλοί της άνθρωποι τους συντηρούνε μέσα στον κόρφο τους μ’ αυτήν την τόσο αυτονόητη εδώ ανησυχία του πνεύματος. Σωστά την φοβούνται οι δήθεν πάμπλουτοι και πάνοπλοι. Εδώ, όταν λέμε για άνθρωπο, καταλαβαίνουμε νόημα. Αυτό που τον κάνει να είναι το μέτρο για όλα τα πράγματα.

Αυτή η πιο παλιά, η πιο σοφή και η πιο εκρηκτική μας σκέψη. Γι’ αυτήν τη σκέψη φοβούνται την Ευρώπη. Ξέρουνε πως κάποτε αναπόφευκτα θα παίξει το ρόλο της. Ετσι κι εμείς φοβόμαστε σήμερα γι’ αυτήν. Αυτήν έχουμε έγνοια. Εμείς, τα πιο αδύναμα πλάσματα. Κι όμως αυτό δεν είναι καθόλου αστείο».

Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ

Ο καθηγητής Δ. Ν. Μαρωνίτης. PAPADAKIS PRESS

Ο καθηγητής Δ.Ν. Μαρωνίτης(πέθανε 12 Ιουλίου 2016) στο τελευταίο μάθημά του(1968), λίγο πριν απολυθεί από το πανεπιστήμιο, συλληφθεί και εξοριστεί, είπε στους φοιτητές του: «Το μάθημα τούτο αναγκάζομαι να το κάνω κάτω από απειλητικούς ψιθύρους. Μου λείπει επομένως το κέφι να μιλήσω για τα Κύπρια Έπη, εφόσον μάλιστα ενδέχεται αυτά τα λόγια να είναι και τα τελευταία που ακούτε από το στόμα μου. Γι’ αυτό και παρεκκλίνω από τον ίσιο δρόμο και, ακολουθώντας τον πιο αντιπαθητικό από τους αρχαίους συγγραφείς, λέω να το ρίξω στις υποθήκες, για να εξορκίσω έτσι τον Μεταξά και τους σύγχρονους επιγόνους του. Κρατήστε ξύπνιο το μυαλό σας στους σκοτεινούς καιρούς. Μ’ αυτό κυρίως θα πολεμήσετε τη βαναυσότητα της εξουσίας.

Μην απομονωθείτε. Με το λόγο, τη σιωπή και την πράξη σας σταθείτε πλάι σε κάποιον: στη μάνα σας, στον αδελφό ή στο φίλο σας, και προπαντός στα νεότερα παιδιά, που περιμένουν από σας να δουν αν θα τους φράξετε ή θα τους ανοίξετε το δρόμο της ελεύθερης αναπνοής. Μη φοβάστε τους ανθρώπους που έχουν ρωμαλέα πάθη: όσους οργίζονται, πίνουν και αγαπούν. Πολεμάτε μόνο τους κάπηλους της ελληνοχριστιανικής ηθικολογίας. Απομονώστε όσους συνεχώς χαμογελούν, που όταν μιλούν δεν σας κοιτούν στα μάτια, κι όταν τους δίνετε το χέρι, δεν ξέρουν ή δε θέλουν να το σφίξουν. Ανάμεσά τους θα βρείτε τους χαφιέδες. Σηκώστε με σεμνότητα το χρέος που σας ανήκει. Φανείτε εις μικρόν γενναίοι».

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ

Ο Περικλής Κοροβέσης. 24/7 / Tourette Photography /

Και τελευταίος, αλλά όχι έσχατος, ο Περικλής Κοροβέσης, που πέθανε τέτοιες μέρες το 2020.Ο άνθρωπος που υπέστη φρικτά βασανιστήρια στα μπουντρούμια της χούντας και με το βιβλίο του «Ανθρωποφύλακες» σόκαρε και ξεσήκωσε τη δημοκρατική Ευρώπη. Γράφει ο Κοροβέσης:

« Η ΤΑΡΑΤΣΑ της Μπουμπουλίνας έχει το πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου. Η ασφαλίτικη επινοητικότητα με εντελώς μηδαμινά μέσα, έναν πάγκο, ένα σκοινί και μερικά στειλιάρια, δημιούργησε μια από τις πιο ένδοξες αίθουσες βασανιστηρίων της εποχής μας.

Πριν σε πάνε εκεί, την ξέρεις. Όταν μπαίνεις, έχεις την εντύπωση πως την έχεις ξαναδεί. Αυτό που είναι καινούριο για σένα είναι ο πανικός που σου δημιουργείται. Είναι κάτι που δεν ελέγχεται. Παίρνει διαστάσεις μεταφυσικές. Είναι κάτι σαν το θρησκευτικό φόβο της κόλασης. Κάθε τοπογράφηση είναι αδύνατη. Υπάρχεις μέσα σ’ αυτό το φόβο εντελώς ανίσχυρος.

Μ’ ανεβάζανε στην ταράτσα. Η γνωστή παρέα και ο Σπανός. Κάποιος χαφιές που τους είδε να ανεβαίνουν τους χαιρέτησε λέγοντας: «Από κυνήγι έρχεστε;». Στο δρόμο τα παιδιά κάνανε χιούμορ. Όπου το χιούμορ δεν ήταν αποτελεσματικό, μια φάπα ή μια κλοτσιά το δυνάμωνε. Αυτό έβγαζε πάντα γέλιο. Τα αστεία των παιδιών:

— Πάει, αυτός θα πεθάνει απόψε.

— Ρε μαλάκα, ξέρεις ότι η γυναίκα σου είναι πουτάνα;

— Τι πουτάνα, ρε, τσιμπουκλού της οδού Αθηνάς είναι.

— Και η μάνα του είναι πουτάνα. Τι να σου κάνει, το παιδί έχει μεγαλώσει σε μπουρδέλο.

Ο Σπανός είπε να με δέσουνε. Έκανε επιθεώρηση. Με δέσανε στον πάγκο πολύ σφιχτά. Δεν έφερα καμιά αντίσταση. Καμιά διαμαρτυρία. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω πως πήγα σχεδόν πρόθυμα. Όπως πηγαίνεις στον οδοντογιατρό μόνος σου και κάθεσαι στην καρέκλα. Ο Σπανός κούνησε τα πέλματα, να δει αν ήτανε καλά δεμένα. Ο κ. Σπανός ικανοποιημένος. Αλλά δεν αρχίζει. Έχει διάθεση για κουβέντα. Με ρωτάει πώς αισθάνομαι, ενδιαφέρεται να μάθει αν ο πάγκος είναι σκληρός ή αν με κόβουν τα σκοινιά. Με ρωτάει αν άλλαξα γνώμη. Δε μιλάω καθόλου. Ίσως λέω να ’ναι καλύτερα. Τουλάχιστον να προκαλέσω το υπηρεσιακό του μένος, να μην το πάρουνε προσωπικά. Ο Σπανός με ρωτάει αν μ’ αρέσει το φιστίκι, έκφραση που δεν ήξερα τι σημαίνει, αλλά μ’ έκανε ν’ αντιδράσω. Σήκωσα το κεφάλι μου. Ήρθε αμέσως κοντά. Του είπα: «Αν νομίζετε πως θα βγάλετε τίποτα μ’ αυτό τον τρόπο, είστε πολύ γελασμένος. Είναι εικοστός αιώνας. Το λέω αυτό για την καριέρα σας. Θα σας καταγγείλω». Δεν ξέρω αν το πίστευα ή όχι, πάντως μου ’κανε καλό. Απάντηση Σπανού: «Θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια ρε. Και στον ΟΗΕ να με πας θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια, κατάλαβες;».

Ο φάλαγγας είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που ενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση πως γλιστράς σε μια μεγάλη, επικλινή, γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ’ ένα σκληρό, γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια, θα σου ήτανε αδύνατον να προσδιορίσεις από πού έρχεται. Τις κινήσεις του βασανιστή τις βλέπεις. Τα χτυπήματα είναι ο γρανιτένιος τοίχος. Η επικλινής επιφάνεια είναι τα διαστήματα ανάμεσα στα χτυπήματα. Όταν ο ρυθμός είναι κανονικός, είναι λιγότερο επώδυνος από τον ακανόνιστο ρυθμό. Τη λεπτομέρεια αυτή την ξέρουνε και σε χτυπάνε μια γρήγορα μια αργά. Αρχίζουνε να σε χτυπούν από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα. Ξέρουνε πως η πρώτη σου αντίδραση είναι να μαζέψεις λίγο τα πέλματα. Αυτό τους αφήνει αδιάφορους, γιατί ξέρουνε πως ύστερα από δέκα χτυπήματα το πόδι πρήζεται τόσο πολύ, που γεμίζει το παπούτσι.

Άρχισα να φωνάζω. Δεν ήξερα πόσο δυνατή είναι μια ανθρώπινη φωνή. Φώναξα τ’ όνομά μου. Άκουγα τη φωνή μου, που ήταν αφύσικα δυνατή. Σταματήσανε. Μα θα ’ταν δε θα ’ταν δέκα χτυπήματα. Δεν τόλμησα να κάνω καμιά σκέψη. Ο Σπανός με ρώτησε αν άλλαξα γνώμη. Δεν τον κοίταξα. Ο Κώστας ξανάρχισε. Φώναζα. Κάποιος φεύγει και πηγαίνει στο αποχωρητήριο και παίρνει το σφουγγαρόπανο. Κολλάει το σφουγγαρόπανο πάνω στο στόμα μου. Όλη εκείνη η αηδία κυλάει στον οισοφάγο μου. Το βαστάει σφιχτά και το πανί στραγγίζεται στο στόμα μου. Δεν μπορώ πια ν’ αναπνεύσω. Σκέφτηκα να κάνω γιόγκα. Να κόψω τη μεταβίβαση του πόνου. Μάταιο. Σαν να θέλεις να βάλεις ένα χάρτινο φράγμα σ’ έναν καταρράχτη. Τινάχτηκε στον αέρα η γιόγκα μου. Δεν τέλειωνε. Περίμενα να λιποθυμήσω. Είχα μια κτηνώδη αντοχή. Περίεργο, εγώ, που για να βάλω τροχό στο δόντι μού κάνανε ένεση, άντεχα. Δε λέγανε να τελειώσουν. Πρέπει να σκέφτομαι κάτι άλλο. Ίσως αυτό ανακουφίζει. Αδύνατον. Τώρα το ξύλο δημιουργεί και έναν ήχο. Σαν μια μεγάλη ξύλινη καμπάνα. Σαν να ’σαι μέσα στην καμπάνα. Ύστερα γλιστράς. Σκοτάδι, ησυχία, ανακούφιση.

Μου ρίξανε κρύο ή ζεστό νερό στα πόδια. Ήτανε φοβερά επώδυνο. Πετάχτηκα πάνω. Μετά δεν άκουγα καλά, σχεδόν δεν άκουγα τίποτα. Δεν ανησύχησα, χάρηκα, χάρηκα πολύ. Συνεχίζανε να με ρωτάνε. Ήτανε ένα βουβός κινηματογράφος. Κάποιος μου σφύριζε. Σφύριζε το Αθήνα Κόρη του Ουρανού. Το πράγμα πια ήτανε εντελώς γελοίο. Θυμώνανε, με σκουντάγανε και εγώ δεν τους άκουγα καθόλου. Ίσους να μην μπορούσα και να μιλήσω. Είχα ακούσει πως στη Μακρόνησο πολλοί είχανε μουγκαθεί από τα βασανιστήρια. Δεν τολμούσα να πιστέψω μια τέτοια ευτυχία. Δεν ήθελα να ανοίξω το στόμα μου, μην τυχόν απογοητευτώ. Τελικά δοκίμασα να μιλήσω. Δεν μπορούσα. Ε, πια δεν φοβόμουνα τίποτα.

Με κατεβάζουνε σούρνοντας τέσσερα πατώματα. Σίγουρα πάω στην απομόνωση. Στις σκάλες ανέβαινε κόσμος, με στολή ή χωρίς στολή. Ένα συναρπαστικό ματς κυριαρχούσε. Λεπτομέρειες συζητιόντουσαν δυνατά. Παραμέριζαν για να με περάσουν. Κανένας δεν πρόσεχε. Το φίλαθλον πνεύμα είναι πάνω από τέτοιες μικρές, ανιαρές λεπτομέρειες.

Το κελί δεκαεφτά ήταν εκείνο όπου ο προηγούμενος κρατούμενος έμενε αυστηρά. Αυτό σήμαινε πως όλες οι ανάγκες του γινόντουσαν μέσα. Άπειρα σκουπίδια. Βρόμα περισσότερο από έντονη. Μόλις κλείδωσε την πόρτα και έμεινα μόνος, ένιωσα, σιγουριά. Το αίσθημα του ποντικού που, για να γλιτώσει από τη γάτα, μπαίνει στη φάκα. Τέλειωσα».

Μέσα από το κολαστήριο των ΕΑΤ-ΕΣΑ Eurokinissi

Ο Καράγιωργας, ο Μάνεσης, ο Μαγκάκης, ο Μαρωνίτης και πάνω απ’ όλους ο Κοροβέσης. Αυτοί-και δεν είναι οι μόνοι, ορισμένα παραδείγματα επιλέξαμε- που δεν κρύφτηκαν και δεν σιώπησαν στα δύσκολα, όταν όλα τα ΄σκιαζε η φοβέρα. Μίλησαν. Και με το λόγο και με την πράξη τους. Πρέπει να θυμόμαστε και να τιμούμε την προσφορά τους. Για να έχουμε και ένα μέτρο σύγκρισης με τα εύκολα λόγια στους εύκολους καιρούς.

Είναι μερικοί από όσους έκαναν πράξη αυτό που λέει ο στίχος του Γιάννη Ρίτσου: «Κανένας δεν έχει δικαίωμα να εξουσιάζει τα μάτια μου, το στόμα μου, τα χέρια μου, τούτα τα πόδια μου που πατάνε τη γης».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα