24 MEDIA CREATIVE TEAM

ΜΗΤΣΟΣ, ΤΟ ΙΓΚΟΥΑΝΑ: Ο ΣΕΡΒΕΤΑΛΗΣ ΜΕ ΠΑΡΑΤΗΣΕ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

Η ιστορία του ιγκουάνα που κατηγορήθηκε άδικα ότι έδωσε το μήλο στην Εύα και απ’ τη μια μέρα στην άλλη, βρέθηκε να τριγυρνά αδέσποτο.

“Εσύ έδωσες το μήλο στην Εύα”, τον άκουσα να φωνάζει, όσο το αυτοκίνητο χανόταν μέσα στη νύχτα. “Είχες τυλιχτεί πάνω στο δέντρο και από μέσα σου ανάβλυζε η σκοτεινή φωνή του Σατανά”.

“Μα δεν είμαι καν φίδι”, ψέλισσα όσο τον έβλεπα να παίρνει τις στροφές με μανία.

“Ιγκουάνα, φίδια, όλα το ίδιο είστε. Για πρώτη φορά μπορώ να δω καθαρά. Βλέπω μέσα σου, βλέπω ποιος αληθινά είσαι, Μήτσο. Ένα ερπετό”.

“Σώπα. Μπράβο για την παρατηρητικότητα”.

Όσο τα έλεγε αυτά, το αυτοκίνητο χωνόταν όλο και περισσότερο μέσα στο άγνωστο δάσος. Σε μία στροφή, βγήκε απ’ τον δρόμο και λίγα μέτρα μετά τράβηξε το χειρόφρενο. Βγήκε έξω και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω.

Αρνήθηκα. Είχα αρχίσει να φοβάμαι.

Ξαναμπαίνει στο αυτοκίνητο, έξαλλος, και απ’ το ντουλαπάκι, βγάζει λίγο αγιασμό και αρχίζει να μου τον πετάει, ψιθυρίζοντας αρχαίες προσευχές. “Κάψου, δαίμονα”.

“Ο Μήτσος είμαι του λέω, σύνελθε”.

“Κάψου, Μήτσο”.

Έγλειψα το νερό, κι αυτό τον εκνεύρισε ακόμα περισσότερο. “Δεν σε ενοχλεί ο αγιασμός, ε; Είναι φανερό πλέον. Έχεις κάνει και το εμβόλιο. Ποιο έκανες; Το χιμπατζίδικο;”.

Δεν είχα ιδέα τι έλεγε.

“Γιατί δεν μιλάς; Γιατί είσαι ένοχος, γι’ αυτό”.

Άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και με πέταξε έξω. Έβαλε μπρος και έφυγε, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στον καθρέφτη του οδηγού.

Είκοσι χρόνια συγκάτοικοι και με παράτησε στο δάσος, σαν να ήμουν ένα τίποτα.

Άρχιζα να κατηφορίζω την πλαγιά και σκεφτόμουν όσα προηγήθηκαν το προηγούμενο βράδυ. Την απόφασή του να μη συνεχίσει την παράσταση, να μη συναινέσει στον διαχωρισμό των ανθρώπων σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους. Δεν συμφωνούσα μαζί του, αλλα τον στήριξα γιατί αυτό κάνουν οι φίλοι, ειδικά όταν ο ένας είναι αυτός που ταΐζει τον άλλον.

Σήμερα το πρωί όμως τι τον έπιασε; Πώς γίνεται να με πέρασε για το φίδι που έδωσε το μήλο στην Εύα;

Θυμάμαι σε ένα ταξίδι μας στο Άγιον Όρος, όταν με πρωτοείδαν οι καλόγεροι και με κυνηγούσαν με την παντόφλα, με πόση αγάπη τους εξήγησε ότι δεν είμαι σαμιαμίδι.

Πώς τους δίδαξε ότι, όπως όλα τα πλάσματα του Θεού έχουν έρθει στη γη με έναν σκοπό, έτσι κι εγώ έχω έρθει για να κάθομαι όλη μέρα ακούνητος και να μασουλάω. Συγκινήθηκαν.

Τρεις μήνες που μείναμε στο κελί, μου έφερναν μαρουλόφυλλα που καλλιεργούσαν οι ίδιοι, σταμάτησαν ακόμη και να με ρωτάνε πώς και ξέφυγα απ’ τον Άγιο Γεώργιο.

Τέτοιος ήταν κάποτε, δεν ξέρω τώρα τι να πω. Ίσως είναι λίγο πιεσμένος αυτό το διάστημα, ίσως κάπου να έχει κολλήσει η διαδικασία αγιοποίησής του, δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ψάχνω σπίτι. Πάρτε με καλέ, κύριε. Με έχει δείξει και η τηλεόραση.

Το κείμενο είναι προϊόν φαντασίας και έχει σατιρικό σκοπό.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα