Δεν τρελάθηκα με το νέο τραγούδι του Νίκου Πορτοκάλογλου. Και λοιπόν;

Δεν τρελάθηκα με το νέο τραγούδι του Νίκου Πορτοκάλογλου. Και λοιπόν;

Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί δεν μπορούμε απλά να πούμε "αυτό το τραγούδι δεν μου αρέσει" και να πάμε παρακάτω. Η συλλογική οργή, ο φόβος του λάθους και μια κοινωνία σε νευρικό κλονισμό τα βάζει με τον Πορτοκάλογλου

Και ξαφνικά, από το πουθενά ένα κύμα οργής φουσκώνει και σκάει στη θάλασσα του διαδικτύου. Έβγαλε σου λέει ο Νίκος Πορτοκάλογλου νέο τραγούδι και τολμά να σχολιάσει όσα συμβαίνουν στη χώρα τα τελευταία χρόνια. Κάτι το “δηλητήριο” που παραπέμπει στο “μνημόνιο” υποθέτω, λίγο η “διχασμένη πατρίδα” και μάλλον εκείνο που πειράζει πιο πολύ είναι το “θα περάσει κι αυτό”. Και να σου οι βροντές και οι αστραπές για τον “βολεμένο” τραγουδιστή. “Τι ξέρει αυτός από τη φτώχεια και την κακομοιριά;”. “Όταν έβγαζε εκείνος εκατομμύρια τόσα χρόνια δεν έλεγε τίποτα”. “Άσε μας κι εσύ ρε Πορτοκάλογλου!”. Και μένεις μ@λ@κ@ς με το θυμό που κρύβει μέσα του τόσος κόσμος. Το μόνο που έχουμε κατορθώσει σαν συλλογικότητα σε αυτή τη χώρα, είναι να είμαστε συλλογικά – και παράλληλα, ο ένας απέναντι στον άλλο – εξοργισμένοι!

Το πρώτο που αναρωτιέμαι είναι γιατί δεν μπορούμε πια να πούμε το απλό, απλούστατο “αυτό το τραγούδι δεν μου αρέσει” και να πάμε παρακάτω. Ή πάλι αν σ’ αρέσει να το βάλεις με τα ακουστικά σου, στο σπίτι σου, στην ησυχία σου, να το ακούσεις και να περάσεις καλά. Γιατί πρέπει ένα τραγούδι που δεν λέει και τίποτα το τρομερό να κάνει τόοοοσο ντόρο. Γιατί εδώ που τα λέμε, δεν είναι ούτε μανιφέστο, ούτε ύμνος για να ξεκινήσει επανάσταση. Πιάνεται απλά από μια μιζέρια και ένα μαύρο σύννεφο που σκεπάζει τη χώρα εδώ και πολλά, πολλά χρόνια και φτιάχνει μια μελωδία. Σε ένα τέμπο γνώριμο για τον Νίκο Πορτοκάλογλου, με μια μελωδία οικεία για το ύφος του και χωρίς τίποτα το παράταιρο γι’ αυτά που ξέραμε για τον τραγουδοποιό όλα αυτά τα χρόνια.

Το πρώτο που αναρωτιέμαι είναι γιατί δεν μπορούμε πια να πούμε το απλό, απλούστατο “αυτό το τραγούδι δεν μου αρέσει” και να πάμε παρακάτω

Δεν αντιλαμβάνομαι πως συμβαίνει κάποιες φορές να κατευθύνεται μια οργή και να βρίσκει το στόχο της τόσο καίρια και αποτελεσματικά που απορείς που βρισκόταν όλη αυτή η συλλογική δύναμη τόσα χρόνια και τι κάνει για να βελτιωθούν λίγο τα όσα τραγελαφικά μας συμβαίνουν. Αισθάνομαι πως πλέον δεν έχουμε δημόσια πρόσωπα, καλλιτέχνες, δημιουργούς για να διασκεδάζουμε, να ταξιδεύουμε, να βρίσκουμε την έκφραση των συναισθημάτων μας μέσα από τη δουλειά τους. Η δημόσια σφαίρα είναι απλά το κρεοπωλείο που κάθε ένας μας με τη δύναμη των social media βεβαίως, βεβαίως θα προστρέξει για φρέσκο αίμα. Κι αν δεν υπάρχει έτοιμο σφαχτάρι, θα σφάξουμε ένα για να παρακολουθήσουμε ηδωνικά το αίμα να τρέχει μπροστά στα μάτια μας.

Πρέπει να ομολογήσω πως αισθάνομαι πως σημαντικό κομμάτι αυτού του φαινομένου οφείλεται σε εμάς. Κι εννοώ τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ. Ποτίσαμε για χρόνια όλη τη δημόσια ζωή με δηλητήριο, καχυποψία, ίντριγκες και σκάνδαλα. Όχι, δεν ισχυρίζομαι πως ήταν όλα κατασκευασμένα, ούτε φυσικά πως όλα έγιναν καλώς και δεν υπήρξαν όλα εκείνα τα τέρατα που οδήγησαν μια ολόκληρη κοινωνία σε αυτό το κατάντημα. Όμως, από καταγραφείς της επικαιρότητας, πρώτοι οι δημοσιογράφοι γίναμε εισαγγελείς που καταδικάζαμε στο δελτίο των 20.00, δικαστές που αμφισβητούσαμε νόμους, κριτές που πάντα τους βρίσκαμε όλους λίγους, έως και ντέντεκτιβ που παρακολουθούσαμε τις ζωές των άλλων για μια ζουμερή είδηση. Και κυρίως, ασπαστήκαμε στον πιο κυνικό βαθμό, το αγγλοσαξονικό “good news is no news”. Μάθαμε να στολίζουμε την είδηση με επίθετα, τρομακτικές εκφράσεις, να σκηνοθετούμε την επικαιρότητα σαν μια καλοφτιαγμένη ταινία με σασπένς, κακούς και δολοπλοκίες. Και στην προσπάθεια να γίνουμε πιο ελκυστικοί, γιατί το “λειτούργημα” έγινε επάγγελμα και το επάγγελμα – εμπόριο, βάζαμε και καμιά σάλτσα παραπάνω.

Πρώτοι οι δημοσιογράφοι γίναμε εισαγγελείς που καταδικάζαμε στο δελτίο των 20.00, δικαστές που αμφισβητούσαμε νόμους, κριτές που πάντα τους βρίσκαμε όλους λίγους, έως και ντέντεκτιβ που παρακολουθούσαμε τις ζωές των άλλων για μια ζουμερή είδηση

Πάρτε ένα απλό παράδειγμα: Πληκτρολογήστε στο διαδίκτυο το όνομα ενός καλλιτέχνη και αναζητείστε τις ειδήσεις που τον αφορούν. Μετρήστε πόσες από αυτές θα έχουν να κάνουν με τη νέα του δουλειά, με μια εμφάνισή του σε κάποια συναυλία ή μια συνεργασία του. Το 90% των ειδήσεων θα είναι για μια φωτογραφία τους στο Instagram, μια κωλοτούμπα επί σκηνής, κάποιο ενδυματολογικό ατύχημα-χαρά του ματάκια, ένα μπλέξιμό του με το νόμο και πάει λέγοντας.

Η γραμμή ανάμεσα στην άποψη και την άσκοπη κριτική είναι λεπτή και μου φαίνεται πως έχει καταπατηθεί ωσάν τις κόκκινες γραμμές των κυβερνήσεων, παλιών και σημερινών, όλα αυτά τα χρόνια. Έχει κάθε ένας δικαίωμα να έχει άποψη για κάτι, έχει δικαίωμα να αποδοκιμάσει κάτι, να το επικρίνει. Το σκηνικό όμως μοιάζει σαν να διψάμε να ασκήσουμε κριτική. Τρελαινόμαστε να βρούμε το ψεγάδι του άλλου και με έναν τρόπο ενοχλεί όταν διαπιστώνουμε πως κάποιος πέτυχε κάτι. “Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό” σκεφτόμαστε. Και εμείς αν είχαμε πατέρα δημόσιο υπάλληλο κι εμείς αν ήμασταν λίγο πιο πλούσιοι, αν δεν έπρεπε να δουλεύουμε τόσες ώρες, αν δεν είχαμε γεννηθεί στην Ελλάδα, αν ήμασταν τόσο “εύκολοι”, αν είχαμε “μπάρμπα στην Κορώνη”, αν, αν, αν… εκείνο που έχει σημασία είναι κανείς να μην μοιάζει στα μάτια μας πιο άξιος, πιο ικανός.

Τρελαινόμαστε να βρούμε το ψεγάδι του άλλου και με έναν τρόπο ενοχλεί όταν διαπιστώνουμε πως κάποιος πέτυχε κάτι

Πριν από μερικές μέρες διάβασα για έναν εκκεντρικό καθηγητή από την Αγγλία που επέμενε πως πρέπει να καταργηθεί η γόμα από τα σχολεία. Όπως εξηγούσε, η ευκολία των παιδιών να σβήνουν το λάθος τους και να παριστάνουν σαν να μην έγινε ποτέ, τα κάνει ευάλωτα στην πραγματικότητα. Ποια πραγματικότητα; Πως όλοι κάνουμε λάθη και πρέπει και να το αποδεχτούμε και να συμφιλιωθούμε με αυτό. Όσο το σκέφτομαι λοιπόν, τόσο αντιλαμβάνομαι πως, αν και η αρχή του κακού μάλλον δεν είναι μια γομολάστιχα, ο Βρετανός καθηγητής έχει χτυπήσει φλέβα. Γαλουχηθήκαμε με έναν και μόνο στόχο: Να γίνουμε καλοί άνθρωποι (λες και μπορεί κάποιος να ορίσει απόλυτα τι θα πει καλός και κακός), καλοί μαθητές, καλοί φοιτητές, καλοί εργαζόμενοι και επαγγελματίες, καλοί γονείς. Κάθε τι που δεν συνάδει με αυτή την άρτια και αψεγάδιαστη πορεία, όπως κάποιος ας πούμε να μην θέλει να διαβάσει (δεν συζητάμε το αν έχει τη δυνατότητα, αλλά το τι πραγματικά θέλει) για να γίνει γιατρός ή να μην ονειρεύεται να γίνει πρότυπο οικογενειάρχη, αποτελεί ντροπή. Κάθε αποτυχημένη προσπάθεια για την τέλεια ζωή μπορεί αστραπιαία να γίνει αντικείμενο χλευασμού ή ακόμη χειρότερα να προκαλέσει την έλλειψη εμπιστοσύνης των γύρω μας. Γι’ αυτό και σβήνουμε τα λάθη πάντα πριν κάποιος μπορέσει να τα δει και φυσικά γι’ αυτό φροντίζουμε να βροντοφωνάξουμε τις παραλείψεις των γύρω μας για να φύγει από πάνω μας η προσοχή. Βαράμε νταούλια και ζουρνάδες στο λάθος του διπλανού και έτσι κάνουμε σε εκείνον αυτό που τρέμουμε πιο πολύ να μην συμβεί σε εμάς.

Βαράμε νταούλια και ζουρνάδες στο λάθος του διπλανού και έτσι κάνουμε σε εκείνον αυτό που τρέμουμε πιο πολύ να μην συμβεί σε εμάς

Πάτησα πολλές φορές delete σε αυτό το κείμενο και αυτό γιατί με το να δημοσιεύω, ρίχνω κι εγώ νερό στο μύλο αυτό της κακεντρέχιας και της περί παντός επιστητού κριτικής. Τελικά όμως αποφάσισα να το βγάλω γιατί νομίζω πως ο σκοπός του δεν είναι να δείξει με το δάχτυλο απέναντι, το αντίθετο θα έλεγα.

Και επειδή, πρέπει πρώτος να δώσω το παράδειγμα της διαφοράς του παίρνω θέση για κάτι, από το “κράζω” κάτι να πω: Δεν τρελάθηκα με το νέο τραγούδι του Νίκου Πορτοκάλογλου. Με έχει ταξιδέψει πολύ πιο μακριά με άλλα του κομμάτια, όπως το “ταξίδι” που μου θυμίζει ωραία φοιτητικά χρόνια ή το “Ψέμματα” για μια τελειωμένη σχέση. Και λοιπόν; Μ’ ενοχλεί απείρως περισσότερο να υπάρχει τραγούδι σήμερα που μελοποιεί το στίχο “πίνω τον κώλο μου, για να ξεχάσω το δικό της”. Και χωρίς να έχω κάποια ιδιαίτερη γνώση από μουσική, ξέρω πως ο Νίκος Πορτοκάλογλου είναι μουσικός, γνωρίζει τι θα πει πεντάγραμμο και δεν πιστεύει πως τραγουδιστής σημαίνει λεφτά, αυτοκίνητα και δόξα.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα