ΕΙΔΑΜΕ ΜΑΜΕΤ ΣΤΟ BROADWAY: ΤΙ “ΨΥΧΗ” ΠΑΡΕΔΩΣΑΝ 3 ΣΟΥΠΕΡ ΣΤΑΡ ΗΘΟΠΟΙΟΙ;
Πήγαμε στο Broadway και είδαμε τα “Οικόπεδα με Θέα” του Μάμετ με πρωταγωνιστές τον Μπομπ Όντενκιρκ, τον Κίραν Κάλκιν και τον Μπιλ Μπερ και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
Το Broadway αποτελεί τον πυρήνα του θεάτρου στον κόσμο. Εκεί, η θεατρική τέχνη συναντά την επιτυχία και την υπερβολή με έναν μοναδικό τρόπο. Το συγκεκριμένο αυτό σημείο της Νέας Υόρκης έχει συνδεθεί με κάποιες από τις πιο εμβληματικές παραστάσεις στην ιστορία του θεάτρου, ενώ η ατμόσφαιρα και η ενέργεια που δημιουργούνται εκεί είναι απαράμιλλες.
Έφτασα στο Palace Theater – που βρίσκεται δίπλα ακριβώς στην πολύβουη Times Square– σαράντα λεπτά πριν την έναρξη της παράστασης και η μεγαλύτερη μερίδα του κοινού ήταν ήδη εκεί. Η πολυτέλεια και ο επαγγελματισμός κυριαρχούσαν παντού: η προσοχή στη λεπτομέρεια ήταν αμείλικτη, από τις κυλιόμενες σκάλες μέχρι τα δύο καλαίσθητα μπαρ και τα πωλητήρια – που ήταν γεμάτα αναμνηστικά της παράστασης. Μπλουζάκια, μπρελόκ και κούπες με το όνομα της παράστασης δημιουργούσαν μια απόλυτα καλοκουρδισμένη παραγωγή.
Αξιοσημείωτο, βέβαια, είναι ότι το “εισιτήριο της εμπειρίας” για μία θέση στον πρώτο εξώστη ανέβαινε λίγο πάνω από τα 100 ευρώ. Βέβαια, με αυτή τη διάσημη πρωταγωνιστική τριπλέτα, το κόστος μοιάζει απολύτως δικαιολογημένο: Μπομπ Όντενκιρκ (Bob Odenkirk), νικητής του βραβείου Emmy και γνωστός από τις σειρές “Breaking Bad” και “Better Call Saul”, Κίραν Κάλκιν (Kieran Culkin), επίσης βραβευμένος με Emmy για το “Succession”, και ο υποψήφιος για βραβείο Emmy, Μπιλ Μπερ (Bill Burr), stand-up κωμικός και ηθοποιός, που αποδεικνύει ότι το χιούμορ του είναι το πιο δυνατό του χαρτί.
Με την καθοδήγηση του βραβευμένου με Tony, Patrick Marber, η παράσταση έγινε κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή, καθώς συνδυάζει τη γοητεία του Broadway με την εμβληματική δύναμη του έργου του Μάμετ.
Το έργο
Το “Οικόπεδα με Θέα” (Glengarry Glen Ross), το κλασικό δραματικό έργο του Ντέιβιντ Μαμέτ, επικεντρώνεται σε μια ομάδα πωλητών ακινήτων σε ένα αδίστακτο μεσιτικό γραφείο στο Σικάγο και την εξαντλητική τους προσπάθεια να πουλήσουν “οικόπεδα με θέα” με αμφιβόλου αξίας ακίνητα.
Όποιος πουλήσει τα περισσότερα κερδίζει ένα αυτοκίνητο, όποιος πουλήσει τα λιγότερα χάνει τη δουλειά του, τουτεστιν ένα αμείλικτο περιβάλλον όπου κάθε χαρακτήρας θα κάνει τα πάντα για να βγει νικητής.
Το έργο- που στην πρώτη του εκδοχή στο Μπρόντγουεϊ το 1984 κέρδισε σημαντική αναγνώριση και το βραβείο Πούλιτζερ – αναδεικνύει την σφοδρή ανταγωνιστικότητα, την ηθική διάβρωση και την απελπισία των χαρακτήρων που αγωνίζονται να επιβιώσουν στον σκληρό κόσμο του καπιταλισμού και εξετάζει τις σχέσεις εξουσίας και χειραγώγησης μεταξύ αυτών των χαρακτήρων, την απογοήτευση που νιώθουν οι πωλητές λόγω των ατελών και καταναγκαστικών συνθηκών εργασίας, καθώς και τη σταδιακή διάλυση των ηθικών αξιών τους.
Η σκηνοθεσία και το λαμπερό καστ
Αυτό που από την πρώτη στιγμή κάνει εντύπωση στην παράσταση του Patrick Marber είναι η απόλυτη ακρίβεια και αρμονία. Όλα, από το σκηνικό μέχρι τις ερμηνείες, είναι υπολογισμένα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια.
Οι ηθοποιοί κινούνται και μιλούν με συγχρονισμένη, σχεδόν μηχανική ακρίβεια, σαν να πρόκειται για μία τέλεια μαγνητοσκοπημένη παραγωγή, χωρίς ατέλειες. Όλα έμοιαζαν να εξελίσσονται σε μια γυαλιστερή συσκευασία που όμως, στον πυρήνα της, δεν προσφέρει παρά το κενό της υπερβολικής τελειότητας.
Το θέατρο δε είναι πραγματικά τεράστιο, οι ηθοποιοί πρέπει να καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια για να ακουστούν (έχω την υποψία πως δε φορούσαν μικρόφωνο). Μερικές φορές μιλούν τόσο γρήγορα που δύσκολα ξεχωρίζεις τα λόγια τους. Οι εκφράσεις τους ωστόσο είναι ξεκάθαρες και απολαυστικές, δίνοντας ζωή στον χαρακτήρα ακόμα κι αν η επικοινωνία δεν είναι πάντα πλήρης.
Ο Κίραν Κάλκιν υποδύεται τον Ρίτσαρντ Ρόμα εμποτίζοντας τον χαρακτήρα του με μια δροσερή πνοή και προσαρμόζοντάς τον στις δικές του δυνάμεις. Νέος και ωραίος, ο Ρόμα, είναι κορυφαίος πωλητής ανάμεσα στους αποτυχημένους της κτηματομεσιτικής αγοράς του Σικάγο, έχει μια υποχθόνια γοητεία και έναν εκκωφαντικό λόγο. Εντοπίζει τις αδυναμίες με επιστημονική ακρίβεια και τις εκμεταλλεύεται. Αν και οι ανταμοιβές που υπόσχεται είναι ανύπαρκτες, καταφέρνει να φτάσει κοντά στον στόχο των 100.000 δολαρίων και στην απόκτηση μιας Cadillac στον διαγωνισμό πωλήσεων του γραφείου. (Οι δύο χαμηλότεροι κερδισμένοι θα απολυθούν.) Οι συνάδελφοί του είναι απλά επιπλέον θύματα για να τους εξαπατήσει. Έχουν σχέδια. Εκείνος έχει δύναμη.
Ο Μπομπ Όντενκιρκ, από την άλλη πλευρά, αναδεικνύει με εξαιρετικό τρόπο την κωμική αδεξιότητα του Σέλλεϋ Λεβέν, φέρνοντας στην επιφάνεια μια διάσταση του χαρακτήρα γεμάτη τρυφερότητα και χιούμορ. Ο λόγος του είναι σπασμωδικός, όπως ακριβώς ταιριάζει σε έναν χαρακτήρα που προσπαθεί να ξαναβρεί τη θέση του στον κόσμο.
Η ερμηνεία του δημιουργεί έναν ξεχωριστό συνδυασμό αντιφάσεων: την αίσθηση ενός ανθρώπου που συνεχώς αποτυγχάνει, αλλά με έναν τρόπο που παραμένει γοητευτικός και αστείος. Αυτή η αντιφατικότητα, που συνδυάζει την κωμικότητα με την τρυφερότητα, είναι αυτό που κάνει την ερμηνεία του Όντενκιρκ τόσο ενδιαφέρουσα και απολαυστική για τον θεατή.
Το ίδιο ισχύει και για τον Μπιλ Μπερ, ο οποίος κατάφερε να αποσπάσει το γέλιο του κοινού απλώς με την παρουσία του πάνω στη σκηνή, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πόσο αγαπητός είναι. Η φυσική του ικανότητα να γεμίζει τον χώρο με την ενέργεια του και η χαρακτηριστική του εκφραστικότητα, ενισχυμένη από το κωμικό του στυλ, έκαναν τον χαρακτήρα του, τον Ντέιβ Μος, να ξεχωρίζει. Ο Μπερ καταφέρνει να δημιουργήσει μια έντονη δυναμική, μετατρέποντας κάθε του κίνηση και λέξη σε ένα γέλιο που ξεχειλίζει από αυθορμητισμό. Ακόμα και χωρίς να χρειάζεται να κάνει αστεία, η απλή του παρουσία στο σανίδι αρκεί για να προκαλέσει χαμόγελα.
Το λαμπερό καστ της παράστασης περιλαμβάνει άλλους τέσσερις ηθοπιούς: τον βραβευμένο με Grammy και υποψήφιο για Όσκαρ Μάικλ ΜακΚιέν ως Τζορτζ Άαρονου, τον Ντόναλντ Ουέμπερ Τζούνιορ ως Τζον Γουίλιαμσον, τον Χάουαρντ W. Όβερσοουν ως Μπέιλεν και τον υποψήφιο για SAG Award Τζον Πιρουτσέλο ως Τζέιμς Λίνκ. Όλοι εξαίρετοι.
Το κοινό και τα παραλειπόμενα
Η αντίδραση του αμερικανικού κοινού ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Από την αρχή, ήταν παρόν και πλήρως συγκεντρωμένο, σχεδόν αφοσιωμένο σε κάθε ατάκα, ενώ αντιδρούσε με γέλια, επιφωνήματα και χειροκροτήματα, δημιουργώντας μια αίσθηση ζωντανής διάδρασης με τους ηθοποιούς. Η ενέργεια αυτή έδινε στο έργο μία μοναδική ατμόσφαιρα, γεμάτη αυθορμητισμό και ζωντάνια.
Βγαίνοντας από το θέατρο μου έκανε εντύπωση πολλοί θεατές παρέμεναν συγκεντρωμένοι απ΄έξω περιμένοντας να βγουν οι ηθοποιοί προκειμένου να φωτογραφηθούν μαζί τους και να πάρουν ένα αυτόγραφο. Μου θύμισε άλλες εποχές του αθηναϊκού θεάτρου, όταν το θεατρόφιλο κοινό είχε μια πολύ πιο ενεργή σχέση με τους καλλιτέχνες, ανταλλάσσοντας όχι μόνο χειροκροτήματα, αλλά και προσωπικές στιγμές.
Όταν οι τρεις σούπερ σταρ βγήκαν τελικά, συνοδευόμενοι από τους σωματοφύλακές τους, ήταν φανερό ότι δεν υπήρχε ιδιαίτερη διάθεση για διαπροσωπική επαφή. Έκαναν το «καθήκον» τους, όπως επιτάσσει η αναγνωρισιμότητά τους, και αποχώρησαν.
Αξιζε να δει κανείς τελικά να πάει στο Broadway;
Ε, και βέβαια γιατί θα δει κατά πού βαδίζει η βιομηχανία του θεάτρου. Η νέα αναβίωση του έργου του Μάμετ προσφέρει ένα ενδιαφέρον θέαμα, γεμάτο διαλόγους και ένταση, αλλά ταυτόχρονα σου αφήνει την αίσθηση ότι παρακολουθείς μια “επιχείρηση” που τα έχει όλα σε σωστές θέσεις, αλλά της λείπει η ψυχή.
Το έργο, με την έντονη και καυστική γλώσσα του Μαμέτ, εξετάζει τις συνέπειες του στυγνού καπιταλισμού και τη σφοδρότητα της ανθρώπινης φιλοδοξίας, αποκαλύπτοντας την αλλοτρίωση των χαρακτήρων. Όμως, ίσως ακριβώς αυτή η υπερβολική τελειότητα, η αστραφτερή συσκευασία, είναι που κάνει το θέαμα να μοιάζει με άψυχο μηχανισμό, όπου το χρήμα και η επιτυχία καταναλώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους.