“Φεύγω σαν να έχω αφήσει την ψυχή μου στην πόλη της Γάζας”
Διαβάζεται σε 6'
Η συγκλονιστική μαρτυρία της συμβούλου των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, Lina Batniji, μετά την πρόσφατη εντολή εκκένωσης της πόλης της Γάζας από τον ισραηλινό στρατό.
- 13 Σεπτεμβρίου 2025 07:49
«Μακάρι να μπορούσα να χωρέσω ένα σπίτι σε μια βαλίτσα. Μακάρι κάποιος να μου είχε μάθει πώς να στριμώξω όνειρα, αναμνήσεις και ολόκληρες ζωές σε μια τσάντα. Φεύγουμε με διαλυμένα σώματα και ραγισμένες καρδιές. Και ειλικρινά, ο θάνατος φαίνεται πιο εύκολος από τον δρόμο του εκτοπισμού. Δεν είναι πλέον κάτι που φοβόμαστε. Πεθαίνουμε λίγο κάθε μέρα» γράφει σε ένα σπαρακτικό κείμενο η Lina Batniji, εκπαιδευτική σύμβουλος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, μετά την πρόσφατη εντολή εκκένωσης της πόλης της Γάζας από τον ισραηλινό στρατό.
Η πόλη της Γάζας βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ανθρωπιστική καταστροφή, καθώς η τελευταία στρατιωτική επίθεση του Ισραήλ κλιμακώνεται, ωθώντας τους ανθρώπους στο χείλος του γκρεμού. Οι ομάδες των Γιατρών Χωρίς Σύνορα προειδοποιούν ότι είναι απλώς αδύνατο να αναγκαστούν ένα εκατομμύριο άνθρωποι – μεταξύ των οποίων εκατοντάδες ασθενείς σε κρίσιμη κατάσταση και νεογέννητα μωρά – να εγκαταλείψουν την πόλη της Γάζας και να μεταφερθούν σε υπερπλήρεις και υποβαθμισμένες περιοχές στο κέντρο και το νότο της Λωρίδας. Αυτό θα ισοδυναμούσε με θανατική ποινή για ένα εκατομμύριο Παλαιστινίους.
«Το όνομά μου είναι Lina Batniji και δεν ξέρω από πού να αρχίσω. Έχουμε γυναίκες ασθενείς σε κόκκινες ζώνες, περιοχές που έχουν χαρακτηριστεί εξαιρετικά επικίνδυνες. Ορισμένες από αυτές έχουν προγραμματισμένη καισαρική για σήμερα, αύριο, μέχρι το τέλος της εβδομάδας, και άλλες αργότερα αυτό το μήνα. Αν κάποια από αυτές τις γυναίκες εκτοπιστεί και μπει σε τοκετό, θα χρειαστεί χειρουργική επέμβαση. Χωρίς πρόσβαση σε νοσοκομείο, αυτό μπορεί να τους κοστίσει το μωρό τους ή τη ζωή τους.
Αυτές οι γυναίκες ζουν στον τρόμο. Γνωρίζουν ότι κανένα ασθενοφόρο δεν θα έρθει στην κόκκινη ζώνη για να τις μεταφέρει, ώστε να γεννήσουν με ασφάλεια. Δεν υπάρχει τρόπος να φτάσουν στο νοσοκομείο που εξακολουθεί να πραγματοποιεί καισαρικές τομές – αν και μόνο ο Θεός ξέρει για πόσο καιρό ακόμα θα λειτουργεί.
Πού είναι η ανθρωπιά όταν μια γυναίκα στην κόκκινη ζώνη ξεκινά τον τοκετό κατά τη διάρκεια αεροπορικών επιδρομών και εκκενώσεων; Πώς υποτίθεται ότι θα φτάσει στο νοσοκομείο; Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο κίνδυνος, αλλά και η μεταφορά. Δεν υπάρχει τρόπος να μετακινηθούν από τις κόκκινες ζώνες σε ένα μέρος όπου θα μπορούν να γεννήσουν με ασφάλεια.
Και για όσους ρωτούν γιατί αυτές οι γυναίκες δεν έφυγαν νωρίτερα, η απάντηση είναι επειδή δεν έχουν καν τα μέσα να αγοράσουν τρόφιμα. Υπάρχουν άνθρωποι στη Γάζα που αυτή τη στιγμή δεν έχουν πρόσβαση σε τρόφιμα. Υποφέρουμε από συστηματικό λιμό. Τα τρόφιμα που εισέρχονται είναι είτε ανθυγιεινά είτε υπερβολικά ακριβά – το 95% των ανθρώπων δεν έχει τα μέσα να τα αγοράσει. Επίσης, μόνο η μεταφορά κοστίζει περισσότερο από όσο μπορούν να αντέξουν οι περισσότεροι.
Νόμιζα ότι τα βάσανα μας είχαν τελειώσει όταν επιστρέψαμε στην πόλη της Γάζας κατά τη διάρκεια της εκεχειρίας. Είχαμε αποδεχτεί τον πόλεμο, είχαμε αποδεχτεί ότι θα ξαναρχίσει. Αλλά να αναγκαστούμε να φύγουμε ξανά; Αυτό μας έχει διαλύσει. Τώρα μαζεύουμε τα θραύσματα της προηγούμενης ζωής μας, τα λίγα που μας έχουν απομείνει, ελπίζοντας ότι θα βρούμε ένα μέρος να πάμε — αλλά ακόμα και αυτή η ελπίδα έχει χαθεί. Τώρα, κατευθυνόμαστε προς το άγνωστο, προς το τίποτα, με τα πράγματα που καταφέραμε να σώσουμε από τα κατεστραμμένα σπίτια μας. Φεύγουμε με διαλυμένα σώματα και ραγισμένες καρδιές.
Φεύγουμε με ένα παρελθόν που δεν μπορούμε να αλλάξουμε, ένα παρόν που δεν μπορούμε να καταλάβουμε και ένα μέλλον που δεν υπάρχει πουθενά. Πηγαίνουμε σε μέρη στο νότο όπου δεν μας περιμένει κανείς, δεν υπάρχει χώρος για μας. Νιώθουμε σαν βάρος για αυτόν τον κόσμο. Και ειλικρινά, ο θάνατος φαίνεται πιο εύκολος από τον δρόμο του εκτοπισμού. Δεν είναι πλέον κάτι που φοβόμαστε. Πεθαίνουμε λίγο κάθε μέρα, και εξακολουθούμε να ξυπνάμε το πρωί προσποιούμενοι ότι μπορούμε να συνεχίσουμε.
Δεν μπορώ πια να παρηγορήσω τα παιδιά μου. Δεν μπορώ να τα καθησυχάσω. Το μόνο από το οποίο κρεμόμαστε είναι ψευδαισθήσεις – ότι ίσως θα υπάρξει μια συμφωνία, ίσως μια εκεχειρία, ίσως μια λύση. Αλλά όλες αυτές οι διαπραγματεύσεις είναι ψέματα που έχουν σκοπό να μας εξαντλήσουν – να μας καταβάλουν, να εξαντλήσουν τους πολίτες μέχρι να μην μείνει τίποτα.
Η μόνη μας επιθυμία είναι να είμαστε ασφαλείς. Ούτε καν σε πραγματικά σπίτια – τώρα μένουμε σε καταφύγια ζώων, φωλιές πουλιών, ό,τι μπορούμε να βρούμε. Έχουμε ήδη εγκαταλείψει την ιδέα να πάρουμε πίσω τα σπίτια μας. Αφήστε μας να μείνουμε εκεί που είμαστε. Αλλά μας λένε: «Πηγαίνετε στις ανθρωπιστικές ζώνες». Και εγώ ρωτάω: πού είναι αυτές οι ζώνες;
Προσπαθούμε να πάμε σε αυτές τις λεγόμενες ασφαλείς περιοχές και δεν βρίσκουμε τίποτα. Κανέναν χώρο, καμία ασφάλεια. Μόνο υπερπληθυσμό, ασθένειες και βρωμιά.
Πού μπορούμε να πάμε ως πολίτες; Ζητάω ένα χώρο με μπάνιο. Είναι υπερβολικό; Είναι τόσο εξωπραγματικό να ζητάω καθαρό νερό, μπάνιο, τέσσερις τοίχους για να προστατεύσω τα παιδιά μου από τις βόμβες, τη ζέστη, το κρύο και τις ασθένειες;
Ποια είναι τα ανθρωπιστικά πρότυπα; Γιατί αν ζω σε μια σκηνή, δίπλα σε ακατέργαστα λύματα, πώς είναι αυτό ανθρωπιστική ζώνη; Αυτό είναι που ο κόσμος αποκαλεί τώρα ανθρωπιά;
Και μετά υπάρχει η βαθύτερη θλίψη. Μακάρι να είχα την ικανότητα να χωρέσω ένα σπίτι σε μια βαλίτσα. Μακάρι κάποιος να μου είχε μάθει πώς να στριμώχνω όνειρα, αναμνήσεις και ολόκληρες ζωές σε μια τσάντα. Μακάρι να ήξερα πώς να απομακρυνθώ από τα πάντα και να τα αντιμετωπίσω ως απλή ανάμνηση. Αυτή η μετακίνηση δεν είναι η πρώτη μας. Αλλά την πρώτη φορά, πιστεύαμε ότι θα επιστρέψουμε. Τώρα, φεύγω από την πόλη της Γάζα γνωρίζοντας ότι δεν θα επιστρέψω.
Φεύγω από αυτό το μέρος που αγαπώ, αυτόν τον ουρανό που γνωρίζω, αυτόν τον αέρα που με γνωρίζει. Και φεύγω σαν να έχω αφήσει την ψυχή μου στην πόλη της Γάζας και μόνο το σώμα μου φεύγει.
Αυτό το συναίσθημα… αυτό το συναίσθημα είναι θάνατος. Δεν ξέρω τι είναι πραγματικά ο θάνατος, αλλά αυτό είναι το συναίσθημα που νιώθω».