Στη Βρετανία οι εργοδότες παρακολουθούν τους υπολογιστές των εργαζομένων

Διαβάζεται σε 3'
Στη Βρετανία οι εργοδότες παρακολουθούν τους υπολογιστές των εργαζομένων
Φωτογραφία αρχείου iStock

Η χρήση λογισμικών “bossware” για την επιτήρηση email, περιήγησης και οθονών γίνεται πλέον καθημερινότητα στη Βρετανία.

Η ψηφιακή επιτήρηση στους χώρους εργασίας επεκτείνεται ραγδαία στη Βρετανία, με όλο και περισσότεροι εργοδότες στρέφονται σε λογισμικά “bossware” για να παρακολουθούν τη δραστηριότητα των εργαζομένων – μια πρακτική που τροφοδοτεί έντονες ανησυχίες για την ιδιωτικότητα και την εμπιστοσύνη στο γραφείο.

Χαρακτηριστικά είναι τα ευρήματα νέας πανεθνικής έρευνας που φέρνει στο φως το φαινόμενο της “ψηφιακής επιτήρησης” στο γραφείο, σύμφωνα με τα οποία, ένας στους τρεις εργοδότες (στη Βρετανία) χρησιμοποιεί τέτοιου είδους λογισμικά παρακολούθησης.

Η έρευνα του Chartered Management Institute (CMI), που δημοσιεύθηκε στον Guardian, δείχνει ότι οι πιο διαδεδομένες πρακτικές είναι η παρακολούθηση των emails και της διαδικτυακής περιήγησης, ενώ περίπου ένας στους επτά εργοδότες καταγράφει ή ελέγχει την οθόνη των εργαζομένων.

Το 2023, σύμφωνα με την τοπική Αρχή Προστασίας Δεδομένων (ICO), λιγότεροι από το 20% των εργαζομένων πίστευαν ότι παρακολουθούνται.

Σήμερα, σχεδόν το ένα τρίτο παραδέχονται ότι οι οργανισμοί τους επιτηρούν τη δραστηριότητα του προσωπικού σε εταιρικές συσκευές, ποσοστό που θεωρείται μάλλον συντηρητικό, καθώς αρκετοί δήλωσαν ότι δεν γνωρίζουν ακριβώς τι παρακολούθηση γίνεται.

Οι εταιρείες δικαιολογούν την πρακτική αυτή επικαλούμενες την προστασία από εσωτερικές απειλές, τη διαφύλαξη ευαίσθητων δεδομένων και την ανίχνευση πτώσης παραγωγικότητας. Ωστόσο, μεγάλο ποσοστό μάνατζερ εκφράζει αντιρρήσεις, υποστηρίζοντας ότι η παρακολούθηση υπονομεύει την εμπιστοσύνη και παραβιάζει την ιδιωτικότητα των εργαζομένων.

“Μεγάλος Αδελφός” στο γραφείο

«Είναι ανησυχητικό. Δείχνει ότι δεν μας εμπιστεύονται να κάνουμε τη δουλειά μας», δήλωσε χαρακτηριστικά στο βρετανικό μέσο στέλεχος ασφαλιστικής εταιρείας, όπου δοκιμάζονται συστήματα τεχνητής νοημοσύνης για την παρακολούθηση της οθόνης προσωπικού.

Κάποιοι πάροχοι μάλιστα προσφέρουν “πακέτα” που μετρούν τον “ανενεργό χρόνο”, λαμβάνουν στιγμιότυπα οθόνης, καταγράφουν πληκτρολογήσεις και ελέγχουν τη χρήση μη εγκεκριμένων εφαρμογών ή μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Η ICO υπενθύμισε ότι οι εργοδότες «οφείλουν να ενημερώνουν ξεκάθαρα το προσωπικό για τη φύση, την έκταση και τον σκοπό της παρακολούθησης» και προειδοποίησε ότι η υπερβολική επιτήρηση «μπορεί να υπονομεύσει την ιδιωτικότητα, ειδικά σε συνθήκες τηλεργασίας».

Η HSBC σχεδιάζει να εγκαταστήσει περισσότερες από 1.700 κάμερες ασφαλείας και βιομετρικά συστήματα πρόσβασης στα νέα της γραφεία στο Λονδίνο. Η PwC εφαρμόζει ένα «σύστημα φαναριών», το οποίο, με βάση τα δεδομένα από τις κάρτες εισόδου και το Wi-Fi, ελέγχει αν οι εργαζόμενοι τηρούν την υποχρέωση παρουσίας τριών ημερών στο γραφείο.

Αντίστοιχα, η outsourcing εταιρεία Serco εμποδίστηκε πέρυσι από την ICO να χρησιμοποιεί τεχνολογίες αναγνώρισης προσώπου και δακτυλικών αποτυπωμάτων σε κέντρα αναψυχής.

Αντιδρούν (σωστά) οι εργαζόμενοι

Για πολλούς εργαζομένους, η εμπειρία μοιάζει με «παρενόχληση».

«Ξεκίνησε με παρακολούθηση και κατέληξε στο να φύγω από τη δουλειά μου, εξοργισμένος», δήλωσε πρώην στέλεχος δημόσιας υπηρεσίας μεταφορών.

Ένας στους έξι μάνατζερ λέει ότι θα σκεφτόταν σοβαρά να παραιτηθεί αν ο οργανισμός του ξεκινούσε να παρακολουθεί συστηματικά την online δραστηριότητα του προσωπικού.

Συνολικά, το 53% των μάνατζερ υποστηρίζει την παρακολούθηση σε εταιρικές συσκευές, ενώ το 42% την απορρίπτει, θεωρώντας ότι δεν βελτιώνει την απόδοση, μπορεί να οδηγήσει σε άδικες πειθαρχικές κυρώσεις και – κυρίως – διαβρώνει τη σχέση εμπιστοσύνης με τους εργαζόμενους.

Όπως προειδοποιεί το CMI, «αν δεν υπάρχει διαφάνεια, η παρακολούθηση δημιουργεί ένα περιβάλλον Μεγάλου Αδελφού που προκαλεί σοβαρά προβλήματα τόσο στην προστασία δεδομένων όσο και στη συνεργασία μέσα στον χώρο εργασίας».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα