Υψηλότερο γενετικό κίνδυνο για κατάθλιψη αντιμετωπίζουν οι γυναίκες
Διαβάζεται σε 4'
Ανοίγει ο δρόμος για μελλοντικά φαρμακευτικά σχήματα που θα διαφέρουν ανάλογα με το φύλο, μετά την ανακάλυψη ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος κατάθλιψης για τις γυναίκες, οφείλεται και σε γενετικούς παράγοντες.
- 07 Οκτωβρίου 2025 18:34
Οι γυναίκες αντιμετωπίζουν υψηλότερο γενετικό κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης, σύμφωνα με νέα μελέτη. Η έρευνα, η οποία δημοσιεύθηκε την Τετάρτη στο Nature Communications και ισχυρίζεται ότι είναι η μεγαλύτερη γενετική μελέτη μέχρι σήμερα σχετικά με την κατάθλιψη και τις διαφορές στα φύλα, εντόπισε 16 γενετικές παραλλαγές που σχετίζονται με την κατάθλιψη στις γυναίκες και οκτώ στους άνδρες.
Η μελέτη, που πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Ιατρικής Έρευνας QIMR Berghofer στην Αυστραλία, έδειξε ότι πολλές από τις γενετικές παραλλαγές που συνδέονται με την κατάθλιψη είναι κοινές για άνδρες και γυναίκες. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Guardian, διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερο γενετικό “φορτίο” ή προδιάθεση για κατάθλιψη, κάτι που ίσως οφείλεται σε γονίδια που επηρεάζουν αποκλειστικά ή κυρίως τις γυναίκες.
“Γνωρίζουμε ήδη ότι οι γυναίκες έχουν διπλάσιες πιθανότητες να υποφέρουν από κατάθλιψη κατά τη διάρκεια της ζωής τους σε σχέση με τους άνδρες. Και επίσης γνωρίζουμε ότι η κατάθλιψη εκδηλώνεται πολύ διαφορετικά από άτομο σε άτομο. Μέχρι τώρα, δεν υπήρχε ενδελεχής έρευνα για να εξηγήσει γιατί η κατάθλιψη επηρεάζει διαφορετικά τα δύο φύλα, περιλαμβανομένου του πιθανού ρόλου της γενετικής” ανέφερε η Δρ Brittany Mitchell, ερευνήτρια στο εργαστήριο γενετικής επιδημιολογίας του QIMR Berghofer.
Η μελέτη αναγνωρίζει ότι υπάρχουν πολλές πιθανές εξηγήσεις για τις διαφορές στην εμφάνιση της κατάθλιψης μεταξύ ανδρών και γυναικών. Αυτές περιλαμβάνουν συμπεριφορικούς, περιβαλλοντικούς και βιολογικούς παράγοντες — για παράδειγμα, το ότι οι άνδρες είναι λιγότερο πιθανό να ζητήσουν βοήθεια, κάτι που οδηγεί σε λιγότερες διαγνώσεις, ή το ότι οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να βιώσουν σεξουαλική κακοποίηση και βία στις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
Η μελέτη τονίζει ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες δείχνουν πως χρειάζεται μια συνολική, πολύπλευρη προσέγγιση για να κατανοήσουμε τι προκαλεί την κατάθλιψη και τον τρόπο που επηρεάζει τα φύλα. Ωστόσο, ένας βασικός λόγος μπορεί να είναι οι γενετικές διαφορές.
Οι ερευνητές ανέλυσαν DNA από πέντε διεθνείς ομάδες — από την Αυστραλία, την Ολλανδία, τις ΗΠΑ και δύο από το Ηνωμένο Βασίλειο — με συνολικό δείγμα 130.471 γυναίκες και 64.805 άνδρες με μείζονα κατάθλιψη, καθώς και 159.521 γυναίκες και 132.185 άνδρες χωρίς διάγνωση.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, στις γυναίκες, η κατάθλιψη συνδέεται πιο έντονα με μεταβολικά χαρακτηριστικά, όπως είναι ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) και το μεταβολικό σύνδρομο, σε σύγκριση με τους άνδρες που έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά.
Η επικεφαλής ερευνήτρια, Δρ Jodi Thomas, εξήγησε ότι αυτές οι γενετικές διαφορές μπορεί να εξηγούν γιατί οι γυναίκες με κατάθλιψη παρουσιάζουν πιο συχνά σωματικά συμπτώματα, όπως αλλαγές στο βάρος ή στα επίπεδα ενέργειας.
Οι συγγραφείς παραδέχτηκαν ότι η μελέτη περιλάμβανε σχεδόν διπλάσιο αριθμό γυναικών με κατάθλιψη σε σύγκριση με άνδρες, και διεξήγαγαν πρόσθετες αναλύσεις για να διασφαλίσουν ότι τα ευρήματα δεν οφείλονταν στη διαφορά μεγέθους των δειγμάτων.
Ο καθηγητής Philip Mitchell από τη Σχολή Κλινικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Νέας Νότιας Ουαλίας δήλωσε ότι “υπάρχει μακροχρόνια συζήτηση σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η κατάθλιψη είναι σταθερά πιο συχνή στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες παγκοσμίως, με τις περισσότερες μελέτες να αναφέρουν ότι οι γυναίκες έχουν 2 έως 3 φορές υψηλότερο κίνδυνο”.
“Οι κυρίαρχες θεωρίες μέχρι τώρα σχετίζονται με κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες, για παράδειγμα ο ρόλος των γυναικών ως φροντιστών στην οικογένεια σε σύγκριση με τον ρόλο των ανδρών ως κύριων εισοδηματιών, ή η ύπαρξη περισσότερων ψυχολογικών ευαλωτοτήτων στις γυναίκες”, πρόσθεσε, τονίζοντας πως δεν συμμετείχε στη μελέτη.
“Αυτή η πολύ ενδιαφέρουσα καινοτόμα γενετική μελέτη σε ένα τεράστιο παγκόσμιο δείγμα παρέχει ισχυρές ενδείξεις ότι οι διαφορές στα ποσοστά κατάθλιψης μπορεί στην πραγματικότητα να οφείλονται σε γενετικούς παράγοντες, καθώς εντοπίζονται περισσότερες περιοχές κινδύνου στο γυναικείο γονιδίωμα από ό,τι στο ανδρικό, με ελάχιστη αλληλεπικάλυψη μεταξύ τους”.
“Εκτός από το ότι ενισχύει την άποψη ότι οι διαφορές στα ποσοστά κατάθλιψης μεταξύ ανδρών και γυναικών μπορεί να είναι κυρίως βιολογικής φύσεως, ανοίγει και τον δρόμο για μελλοντικά φαρμακευτικά σχήματα που θα διαφέρουν ανάλογα με το φύλο, καθώς οι βιολογικοί μηχανισμοί που κρύβονται πίσω από αυτές τις γενετικές περιοχές θα γίνονται καλύτερα κατανοητοί”.