Κίττυ Παϊταζόγλου: “Οι άνθρωποι δεν είμαστε άσπρο – μαύρο. Είμαστε γκρι

Διαβάζεται σε 13'
Κίττυ Παϊταζόγλου: “Οι άνθρωποι δεν είμαστε άσπρο – μαύρο. Είμαστε γκρι
Ελίνα Γιουνανλή

Η Κίττυ Παϊταζόγλου φέτος πάει στην… εξοχή -θεατρικά- και στο ποτάμι -τηλεοπτικά. Γενικώς, τρέχει και δεν φθάνει αλλά το απολαμβάνει. Όπως και εμείς εκείνη.

 

Την Κίττυ Παϊταζόγλου την αναζήτησα μετά το Doctor πρόπερσι γιατί με είχε μαγέψει η ερμηνεία της. Κυριολεκτικά δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Όταν τη γνώρισα, με κέρδισε και αλλιώς και για πάντα.

Αυτό που μοιάζει σαν ακατέργαστο χάρισμα της Κίττυς είναι μια απλότητα και ωμότητα με την οποία παίζει, ενώ το βλέμμα της σε τρυπάει τρυφερά. Είναι ένας άνθρωπος που και πάλι σε κοιτάζει στα μάτια αλλά στην ουσία τα χαμηλώνει μπροστά στο τεράστιο μέγεθος της ανθρώπινης ψυχής.

Αληθινή ως το κόκκαλο, σπάνια καλή για τις μέρες μας, σεμνή μα καθόλου συμβιβαστική. Και τόσο μικρή ακόμη – στα μάτια μου πάντα πιο μικρή από την πραγματικότητα. Ισως γιατί έχει μια γλύκα, όταν γελάει, ακατανίκητη και μια παιδικότητα που ωριμάζει αργά και σταθερά.

Τι συμβαίνει στα εξοχάς Κίττυ;

Φέτος, λοιπόν, συμμετέχω στο έργο «Στην Εξοχή» του Βρετανού συγγραφέα Μάρτιν Κριμπ. Η ιστορία αφορά σε ένα ζευγάρι νέων ανθρώπων, οι οποίοι φεύγουν από την πόλη και πηγαίνουν να ζήσουν στην εξοχή αναζητώντας, ας πούμε, μια άλλη Εδέμ.

Ένα βράδυ, ο σύζυγος που είναι γιατρός φέρνει ένα αναίσθητο κορίτσι στο σπίτι και από εκεί αρχίζει να ξετυλίγεται ένα κουβάρι μυστικών και αποκαλύψεων καθώς η κοπέλα μοιάζει σαν εισβολέας. Το έργο είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ. Ανεβαίνει στο θέατρο Αποθήκη σε σκηνοθεσία Αικατερίνης Παπαγεωργίου.

Ελίνα Γιουνανλή

Είναι ένα ζευγάρι που τα πηγαίνει καλά ή όχι;

Είναι ένα έργο με εξαιρετικά λεπτές ισορροπίες όπως είναι τα πράγματα και στη ζωή. Εννοώ ότι υπάρχουν πολλές γκρι περιοχές. Είναι ένα ζευγάρι που νιώθει πως η συμβίωσή του έχει φθάσει σε ένα τέλμα και προσπαθεί να αναζητήσει την ευτυχία έξω από την πόλη αφού με έναν τρόπο ρίχνει στον αστικό ρυθμό τα προβλήματά του. Φταίει η πόλη, δεν φταίμε εμείς.

Και ποια πιστεύεις πως είναι η αλήθεια;

Ασφαλώς και η πόλη, η σημερινή πόλη, τρελαίνει τους ανθρώπους με έναν τρόπο. Οι σύγχρονοι ρυθμοί ζωής μας συμπιέζουν σαν ψυχισμούς και σαν προσωπικότητες. Ζώντας μέσα στην πόλη, πάντα αναζητούμε φυγή προς τα έξω.

Οι πόλεις επίσης, σε μπερδεύουν. Θέλω να πω πως, ναι, από τη μια πλευρά η πόλη οργανώνει και δημιουργεί συνθήκες ανάπτυξης αλλά πόσες φορές δεν φθάνεις να συνειδητοποιείς πως κάποιες αποφάσεις για τη ζωή σου, που ο ίδιος επέλεξες, δεν σου κάνουν πια ή σε καταπιέζουν και είναι πολύ δύσκολο να αλλάξεις ρότα; Και πώς να φύγεις από μια πόλη που σε πνίγει, αφού αλλού δεν μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου και να ζήσεις; Και τελικά τι είναι πιο σημαντικό – το μέσα σου ή το έξω.

Ελίνα Γιουνανλή

Με έναν τρόπο νομίζω ότι το έργο εκεί το πηγαίνει: ότι, όπου και αν πας, από ό,τι και αν προσπαθείς να ξεφύγεις, αν δεν έχεις λύσει το μέσα σου ή την ουσία της σχέσης σου, αυτό θα σε κυνηγάει παντού.

Και στις πόλεις πια οι άνθρωποι επικοινωνούν όλο και λιγότερο.

Σίγουρα η επικοινωνία είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα. Έρχονται στιγμές που όσο κι αν θέλεις, όσο και αν προσπαθείς να επικοινωνήσεις με έναν άνθρωπο, είναι αδύνατον να συμβεί αυτό. Καταπονούμε ο ένας τον άλλον χωρίς να ακούμε ο ένας τον άλλον.

Στο έργο μας, υπάρχουν τόσες επαναλήψεις φράσεων, πανομοιότυπων, που καταδεικνύουν την κεκτημένη ταχύτητα με την οποία λειτουργούμε και το πώς λέμε και ξαναλέμε το ίδιο πράγμα πιστεύοντας πως δεν μας έχει ακούσει ο άλλος, για να είμαστε σίγουροι ότι έχει εισπράξει την πληροφορία. Αλλά ακόμη και για να ακούσουμε εμάς τους ίδιους να το λέμε, για να βεβαιωθούμε πως τελικά είπαμε αυτό που θέλαμε.

Ελίνα Γιουνανλή

Τρομερό αυτό που λες! Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αλλά έχεις απόλυτο δίκιο. Συνεχώς νιώθουμε πως δεν μας καταλαβαίνουν οι άλλοι.

Νομίζω ότι οι άνθρωποι χανόμαστε εσωτερικά και εξωτερικά και στη μετάφραση. Προσπαθείς να επικοινωνήσεις, να χωρέσεις μέσα σε λέξεις αυτά που θέλεις να πεις και από τη μια η γλώσσα είναι πολύ μικρή για να χωρέσει όλο αυτό το πράγμα που αισθάνεσαι και που θέλεις να επικοινωνήσεις, αλλά και η ίδια επικοινωνία φθάνει σε ένα σημείο που γίνεται αδύνατη. Γιατί κανείς δεν έχει αληθινά διάθεση και πρόθεση να επικοινωνήσει ουσιαστικά με τον άλλον.

Θέλει απλώς να πει τα δικά του, να τα πετάξει στον άλλον με έναν τρόπο που θα βεβαιωθεί ότι τα έχει πει και από εκεί και πέρα, έχει-δεν έχει φθάσει η πληροφορία στον άλλον, δεν τον νοιάζει και τόσο. Στο έργο μας υπάρχει μια τεράστια συζήτηση για το τι μπορεί να «λεχθεί» και τι όχι.

Σε ένα από τα πιο σημαντικά σημεία του έργου, ο ήρωας λέει ότι υπάρχει όριο στο τι μπορούμε να πούμε με τα λόγια. Και το κορίτσι απαντά πως «δεν υπάρχει όριο σ’αυτό που μπορούμε να πούμε, όριο υπάρχει μόνο στο πόσο ειλικρινείς αντέχουμε να είμαστε».
Επίσης εδώ θα πω , πως χρειάζεται μια κάποια σιωπή για να ακούσεις. Να βγεις από τον εαυτό σου και να αφουγκραστείς και τις ανάγκες του άλλου ανθρώπου.

Στη σημερινή κοινωνία, μας νοιάζει περισσότερο να είμαστε λειτουργικοί, αποδοτικοί, πιο έξυπνοι, πιο εξουσιαστικοί… Πιο, πιο, πιο… Οι άλλοι άνθρωποι όμως δεν είναι το Ιντερνετ που δεν σου απαντάει. Πρέπει να σιωπήσεις και να περιμένεις να ακούσεις τον άλλον για να προχωρήσει ένας διάλογος, μία σχέση.

Ελίνα Γιουνανλή

Ισως και για αυτό είναι λυτρωτική η συνθήκη του θεάτρου – δεν μιλάς εκεί, υποχρεούσαι να ακούσεις.

Δεν ξέρω αν υποχρεούσαι, έρχεσαι πάντως ως θεατής με αυτή την πρόθεση. Να κάνεις μια παύση και να ακούσεις. Να αφήσεις κάπως τον εαυτό σου δίπλα για δυο ώρες και να μπεις «στα παπούτσια του άλλου», παρατηρώντας τον, αφουγκράζοντας τον. Να μπεις στην ιστορία του και να ανακαλύψεις ότι μπορεί να είναι πολύ κοινή ή πολύ διαφορετική με τη δική σου.

Και να «συν-χωρέσεις» τον άλλον αλλά την ίδια στιγμή να «συν-χωρέσεις» και δικά σου κομμάτια ανεπιθύμητα. Αυτό είναι το λυτρωτικό της τέχνης αυτής και αυτό, έχεις δίκιο, γίνεται σε μια σιωπή, σε ένα χρόνο πιο διεσταλμένο.

Τον τελευταίο καιρό σκέφτομαι πολύ πάνω στην έννοια της σιωπής – το τι ακριβώς σημαίνει και τι επιφέρει. Δεν είναι απαραίτητα συναίνεση. Είναι ένα άνοιγμα σε πιο ευάλωτες, μαλακιές, συγχωρητικές πλευρές του εαυτού μας κι αυτό απαιτεί μια διαστολή χρόνου και ξεκούραση του νου και της ψυχής για να υποδεχτεί τους άλλους.

Για να υποδεχθεί, να μετατοπιστεί, ακόμη και να αλλάξει γνώμη. Σπανίως παραδεχόμαστε και αλλάζουμε.

Ακριβώς. Αλλά κοίτα την αντίφαση! Αφού μέσα μας τα περιέχουμε όλα, έτσι δεν είναι; – και τη δική μας πλευρά και την άλλη, την όποια άλλη, μπορούμε επίσης να είμαστε την ίδια στιγμή θύτες και θύματα, άγιοι και δαίμονες σε στιγμές.

Ο συγκεκριμένος συγγραφέας το καταθέτει αυτό πεντακάθαρα στο έργο: Οι άνθρωποι δεν είμαστε άσπρο- μαύρο , αλλά «γκρι». Και σαν ανθρωπότητα έχουμε κάνει ένα κοινωνικό συμβόλαιο να αποφεύγουμε τις πράξεις που αρμόζουν σε ζούγκλα. Όμως συχνά αυτές τις επιλογές που σαν κοινωνία ή σαν άτομα έχουμε κάνει, θέλουμε να τις σπάσουμε, να ξεφύγουμε από αυτές. Ένας δρόμος είναι η παραβατικότητα. Αλλά το αληθινό ερώτημα είναι, πώς ξεφεύγει ένας άνθρωπος χωρίς να σπάσει τον «κοινωνικό ιστό»; Χωρίς να ξαναγίνει «θηρίο;»

Ελίνα Γιουνανλή

Ο Κριμπ δε δίνει απάντηση. Βάζει δυο από τους τρεις ήρωες στο έργο να κάνουν χρήση για να αντέξουν την πίεση. Βάζοντας χημεία δηλαδή στο σώμα τους για να μεταμορφώσουν την πραγματικότητα. Και την τρίτη να θυσιάζει συνεχώς το «εγώ» της για το «εμείς».

Επανέρχομαι στο θέατρο… αν μπορεί να βοηθήσει εμάς, πόσω μάλλον εσάς.

Το ότι ο κόσμος συνεχίζει να έρχεται θέατρο, σημαίνει πως βρίσκει όντως κάτι λυτρωτικό στο να ακούει ιστορίες. Ιστορίες άλλων, αλλά και ιστορίες που ταυτίζει με κομμάτια δικά του. Να διαισθάνεται πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς ο κόσμος.

Για μένα, ως ηθοποιό, αυτό που σου είπα πριν, το θέατρο έχει σίγουρα κάτι το « συν-χωρητικό». Υπερασπιζόμενη τα λόγια των ρόλων, των εκάστοτε ρόλων, τους συγχωρώ μέσα μου και συγχωρώ και πράγματα για τον εαυτό μου που μπορεί να είναι πιο σκοτεινά.

Να, ας πούμε τις δυο προηγούμενες χρονιές που είχα να υπερασπιστώ αυτόν τον συντηρητικό γιατρό στο «Doctor», προσπαθούσα να καταλάβω και να εξερευνήσω από πού ξεκινά και γιατί φτάνει να γίνεται αυτός ο άνθρωπος. Εξερευνώντας όμως ήρθα αντιμέτωπη με τις δικές μου αδυναμίες, τους δικούς μου φόβους, τον δικό μου θυμό ή τη δική μου έπαρση. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, παλεύεις να γίνεις λίγο καλύτερος άνθρωπος.

Και ως προς την υποκριτική, πού έχεις πάει;

Μαθαίνω να φοβάμαι λιγότερο. Ή μάλλον τολμάω να βλέπω αυτούς τους φόβους μου και να τους αγκαλιάζω. Κάτι που κι αυτό προϋποθέτει το κομμάτι της σιωπής για το οποίο μιλούσαμε πριν. Ξέρεις, όταν ξεκινούσα πάντα μου έλεγαν πως το χαρακτηριστικό μου ήτανε ότι είχα μια τεράστια φόρα που ισοπέδωνε καθετί άλλο, ήμουν αγρίμι.

Μ’ αρέσει που τα τελευταία χρόνια ανιχνεύω περιοχές πιο μαλακιές και ευαίσθητες. Επίσης, με συναρπάζει πια να πηγαίνω σε άγνωστα νερά που δεν φαντάζομαι τι θα προκύψει. Είναι πολύ βοηθητικό βέβαια σε αυτό να έχεις για οδηγό έναν άνθρωπο που σου δημιουργεί εμπιστοσύνη, όπως ήταν πέρυσι η Κατερίνα Ευαγγελάτου και φέτος η Αικατερίνη Παπαγεωργίου ή ο Γιώργος Γκικαπέππας. Ο Γιώργος ας πούμε, είναι άλλη μια περίπτωση εξαίρετου κινηματογραφιστή, με τη δική του γλώσσα στα πράγματα , που σέβεται και αγαπάει τους ηθοποιούς, τους νιώθει οικογένειά του, και για αυτό πολύ συχνά επιλέγει ανθρώπους που έχουν δουλέψει μαζί του ξανά.

Ελίνα Γιουνανλή

Η Αικατερίνη, από την πλευρά της, είναι νέα, φρέσκια και ενώ έχει τη φρεσκάδα και τη διαύγεια της νεότητας, διαθέτει φοβερή ωριμότητα και διεισδυτικότητα. Σου δίνει τα εργαλεία και μετά σε αφήνει να βουτήξεις εκεί πέρα. Αυτό το όριο μαζί με την ελευθερία είναι πολύ σημαντικά.

Να δούμε, λίγο και την τηλεοπτική σου δουλειά, μιας και αναφερθήκαμε ήδη στον Γιώργο Γκικαππέπα που σκηνοθετεί μια ιστορία διάσωσης στο Λούσιο ποταμό.

Το «Αύριο» είναι μια μίνι σειρά οκτώ επεισοδίων. Κινηματογραφικό απολύτως το γύρισμα, ακριβώς όπως είναι τα γυρίσματα του Γιώργου Γκικαπέππα, ο οποίος έχει γράψει και το σενάριο.

Αφορά στην ιστορία διάσωσης ενός ζευγαριού Αθηναίων (ο Χρήστος Λούλης και η Στεφανία Γουλιώτη) που μπαίνουν στο ποτάμι και παρασέρνονται από αυτό, ενώ τους έχει γίνει σαφές από τους ανθρώπους της λέσχης ράφτινγκ (Φιντέλ Ταλαμπούκας κι εγώ) πως δεν πρέπει να πλησιάσουν το νερό, γιατί έβρεξε πολύ τις περασμένες μέρες κι είναι επικίνδυνο.

Το ζευγάρι που θέλει να βγάλει μια σειρά φωτογραφιών αψηφά τις συστάσεις, το ποτάμι φουσκώνει και τους παρασέρνει. Ένας ολόκληρος μηχανισμός διάσωσης κινητοποιείται. Πυροσβεστική, ΕΜΑΚ, αστυνομία, οι οικογένειες τους, οι ντόπιοι.. Η ιστορία φέρνει μνήμες από την αληθινή τραγωδία στο Λούσιο το 2007 όπου 8 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε αυτή την «πλημμύρα αστραπή», αλλά πάει πέρα από αυτή και μπαίνει στις ζωές και τις αγωνίες όλων των ηρώων. Παίζουν επίσης ο Θέμης Πάνου, ο Νίκος Αρβανίτης, η Άννα Καλαϊτζίδου, ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, ο Στέλιος Ξανθουδάκης και άλλοι υπέροχοι συνάδελφοι.

Μεγάλη περιπέτεια δηλαδή.

Έχει φουλ δράση, σε νερά, ποτάμια, αναβάσεις, καταβάσεις, Φύση σε όλο της το μεγαλείο και τη μαγεία, δύσκολα και εξαιρετικά απαιτητικά γυρίσματα. Δεν νομίζω ότι έχει ξαναγίνει κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα – εννοείται πως υπήρχαν εκπαιδευτές ράφτινγκ και τρέκινγκ που συνέδραμαν.

Ο Γιώργος πάντως έχει φοβερή αίσθηση τού τι χρειάζεται ο ηθοποιός για να νιώσει «ασφαλής» και να βουτήξει με όλο του το είναι. Σε αυτό βοηθά εξαιρετικά το ότι κάνει πρόβες πριν, οπότε ο ηθοποιός έχει εικόνα με τι πρέπει να αναμετρηθεί στη λήψη μετά. Τα περισσότερα γυρίσματα έγιναν στην Αθήνα αλλά μείναμε κοντά στο Λούσιο για δυο εβδομάδες και παρότι είμαι «κορίτσι της θάλασσας» -έχω καταγωγή από την Άνδρο- μπορώ να πω πως το ποτάμι με μάγεψε.

Σε αντίθεση με τα ανεξέλεγκτα όρια της θάλασσας, το ποτάμι σου βάζει ένα όριο, σου δείχνει ένα δρόμο, που αν πλεύσεις μαζί του και το σεβαστείς, τότε θα έρθει κι η ελευθερία. Αλλά τι να λέμε, είναι μαγευτική η φύση! Και μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά στις ψυχές μας.

Μετάφραση: Παναγιώτα Πανταζή | Σκηνοθεσία: Αικατερίνη Παπαγεωργίου
Σκηνικά: Μαρία Φιλίππου | Κοστούμια: Ειρήνη Γεωργακίλα
Μουσική: Διαμαντής Αδαμαντίδης | Κίνηση: Χρυσηίς Λιατζιβίρη
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου | Βοηθός σκηνοθέτη: Τάσος Προβιάς
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Πρωταγωνιστούν (με αλφαβητική σειρά):
Μιχάλης Βαλάσογλου, Μαρία Κυρώζη & Κίττυ Παϊταζόγλου

Θέατρο Αποθήκη, Σαρρή 40, τηλ. 210 3253 153

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα