Τα παιδιά στα Βορίζια μεγαλώνουν σ’ ένα περιβάλλον που προσβάλλει την αθωότητά τους
Διαβάζεται σε 7'
Η ψυχολόγος-κοινωνιολόγος Μαρία Παναγιωτάκη αναλύει την εξαιρετικά ευάλωτη θέση στην οποία βρίσκονται τα παιδιά στα Βορίζια του Ηρακλείου μετά το μακελειό στην περιοχή τους.
- 07 Νοεμβρίου 2025 08:57
Οι “μάχες” στα Βορίζια εκτός από δύο ανθρώπινες ζωές σημάδεψαν χωρίς έλεος την παιδική κανονικότητα. Εδώ και μέρες τα σχολεία της περιοχής παραμένουν κλειστά και τα παιδιά βιώνουν μία εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση την οποία θα κληθούν να διαχειριστούν μετά την επιστροφή τους στις σχολικές αίθουσες.
Η ψυχολόγος και κοινωνιολόγος Μαρία Παναγιωτάκη καταγράφει αναλυτικά για τους αναγνώστες του NEWS 24/7 το ψυχολογικό και συναισθηματικό φόρτο των συγκεκριμένων παιδιών μέσα σ’ ένα σκηνικό στο οποίο έχει καταρρεύσει βίαια κάθε αίσθηση ασφάλειας.
Η κα Παναγιωτάκη μιλά επίσης για το σύνθετο έργο που θα αναλάβουν να φέρουν εις πέρας οι εκπαιδευτικοί της περιοχής με την επανεκκίνηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Φαίνεται ότι για τα παιδιά του οικισμού διαμορφώνεται μία πολύ δύσκολη συνθήκη, τα σχολεία εκεί παραμένουν κλειστά. Ποια πρέπει να είναι η προσέγγιση των επαγγελματιών ψυχικής υγείας που θα κληθούν στο πεδίο να χειριστούν την κατάσταση;
Είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη μας ότι πρόκειται για παιδιά και εφήβους που βιώνουν ένα καταστροφικό, ψυχοτραυματικό γεγονός. Ένα γεγονός ακραίο, με πολλαπλές απώλειες, που προκαλεί έντονο φόβο, τρόμο, καθώς και αίσθηση αδυναμίας. Συχνά μάλιστα, τέτοια γεγονότα, υπερβαίνουν τα ψυχικά αποθέματα των ανθρώπων. Οι ψυχοκοινωνικές απώλειες είναι ιδιαίτερα οδυνηρές, εφόσον καταρρέει η αίσθηση ασφάλειας και ελέγχου που είχαν έως τότε στη ζωή τους. Χρειάζεται λοιπόν να εφαρμοστεί ένα ολοκληρωμένο Σχέδιο Διαχείρισης Κρίσεων, το οποίο θα ήταν εξαιρετικά ωφέλιμο να έχει κάθε σχολείο, καθώς και ένα Πρόγραμμα Διαχρονικής Στήριξης.
Στόχος είναι από τη μια η διαχείριση της ψυχικής δυσφορίας που έχει προκληθεί, παράλληλα με την εδραίωση ενός αισθήματος ασφάλειας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιστροφή των παιδιών σε μια κανονικότητα με ασφαλείς όρους διαβίωσης, όπως άλλωστε επιτάσσει και η Διεθνής Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού. Από την άλλη, είναι απαραίτητη η ενδυνάμωση της σχολικής και ευρύτερης κοινότητας. Μάλιστα, η ψυχοκοινωνική και η κοινοτική προσέγγιση είναι πολύ σημαντικές γιατί συνδιαμορφώνονται με τους εκπαιδευτικούς.
Αποσκοπούν στην ανάπτυξη ψυχοκοινωνικών δεξιοτήτων και υποστηρικτικών σχέσεων που βοηθούν τα μέλη της σχολικής κοινότητας να θρηνήσουν απώλειες, να επεξεργαστούν τραυματικές εμπειρίες, να αναστοχαστούν πάνω στο τοπικό εθιμικό δίκαιο και να οδηγηθούν έτσι σε μια ουσιαστική διαδικασία αμφισβήτησής του. Οι νοοτροπίες των ανθρώπων φθείρονται πολύ αργά μέσα στο χρόνο αλλά η καλλιέργεια μιας άλλης αντίληψης, μέσω της παιδείας, είναι το βασικό διακύβευμα.
Πόσο επηρεάζονται η ζωή και η ψυχική ισορροπία ενός παιδιού που ζει και αναπτύσσεται μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον στο οποίο η βία κυριαρχεί; Ποιες είναι οι προσλαμβάνουσες σ’ ένα τέτοιο οικογενειακό περίγυρο;
Αναμφίβολα, δεν μπορούμε να δούμε το τραυματικό γεγονός αποκομμένο από το κοινωνικό πλαίσιο που το γέννησε. Τα παιδιά της περιοχής μεγαλώνουν μέσα σε ένα περιβάλλον που προσβάλλει την αθωότητά τους και δηλητηριάζει την παιδική σκέψη. Η αίσθηση της παρατεταμένης ανασφάλειας και της συνεχούς απειλής διαμορφώνει και έναν ανάλογο ψυχισμό.
Παράλληλα, ως αμυντικός μηχανισμός επιβίωσης ενεργοποιείται ένας «ψευδής» εαυτός που, λειτουργώντας ως πανοπλία, καλείται να παγώσει το συναίσθημα, να απαξιώσει τους ηθικούς κώδικες και να υπονομεύσει τη δημιουργία ουσιαστικών σχέσεων επικοινωνίας και αλληλεγγύης.
Το εθιμικό δίκαιο της ανταπόδοσης, της διαστρεβλωμένης παλικαριάς, του μεγαλοϊδεατισμού και της αντεκδικητικότητας επηρεάζει την παιδική και εφηβική σκέψη, νομιμοποιώντας -στην αντίληψη των ανηλίκων- την παραβατικότητα. Γύρω από αυτή την υποκουλτούρα, δομείται η ταυτότητα των εφήβων. Η απάντηση στην ερώτηση «ποιος είμαι;» μοιάζει να είναι: «είμαι αυτός που δε θα ανεχτώ, που θα θυμώσω έντονα, που θα αντιδράσω δυναμικά, θα δικαιώσω τους προγόνους μου, που θα γίνω εγώ, ο νόμος».
Συχνά, τα παιδιά είναι χρεωμένα με το καθήκον της αντεκδίκησης. Είναι ένα τεράστιο φορτίο αυτό για έναν ανήλικο. Παραμορφώνει πλήρως την πραγματικότητά του, του διδάσκει ότι η βία είναι μια γλώσσα ανεκτή, η παρανομία είναι «αντρειά» και οι τοπικές ιδιαιτερότητες ξεχωριστό προνόμιο. Το παιδί αισθάνεται ταγμένο να υπηρετεί τον παραλογισμό των εθίμων, τον οποίο βέβαια αντιλαμβάνεται ως απολύτως φυσιολογικό. Η ανάπτυξη του, η εξέλιξη και ωρίμανσή του, επικεντρώνονται σε αυτό το χρέος. Έτσι συγκροτεί τον εαυτό του, έτσι συνδέεται με το περιβάλλον του, έτσι γίνεται αποδεκτό στην οικογένεια και στην κοινότητα.
Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να συντρέξουν έτσι ώστε τα παιδιά να αφήσουν πίσω τους αυτό το παρελθόν και να ζήσουν μία ομαλή ζωή στο μέλλον;
Όσο εξοικειωμένα κι αν είναι τα παιδιά της περιοχής με την κουλτούρα της αντεκδίκησης, ανατρέπονται οι αντιλήψεις τους για τη ζωή, η οποία παρουσιάζεται απρόβλεπτη, άδικη και δίχως νόημα. Όπως ήδη τονίστηκε, η εδραίωση ενός αισθήματος ασφάλειας και σιγουριάς αποτελεί πρώτιστο μέλημα. Συνάμα, είναι ύψιστης σημασίας η κατανόηση και υποστήριξη των παιδιών από το οικογενειακό τους περιβάλλον το οποίο ενδεχομένως αμφισβητεί τις στρεβλές αντιλήψεις που κυριαρχούν.
Όμοια, κρίσιμο είναι να αντέξει η οικογένεια τη συλλογική οδύνη και να τολμήσει αποφασιστικά βήματα αλλαγής. Η νοηματοδότηση των γεγονότων με όρους ανθρωπισμού, πολιτισμού και κοινωνικής ειρήνευσης που διέπουν μια δικαιοκρατούμενη πολιτεία, ανοίγει νέους ορίζοντες στην παιδική σκέψη. Η αναδιαμόρφωση της ζωής τους, λαμβάνοντας υπόψη τα τραυματικά τους βιώματα και υιοθετώντας άλλους τρόπους επίλυσης διαφορών, είναι δυνατό να οδηγήσει σε ένα πιο υγιές μέλλον.
Πόσο σημαδεύουν γεγονότα όπως αυτό στα Βορίζια τις παιδικές ψυχές και πως οι πληγές μπορούν στο μέλλον να επουλωθούν;
Η έκθεση σε ένα τραυματικό γεγονός ενεργοποιεί τραυματικές αντιδράσεις, όπως για παράδειγμα οξύ, τραυματικό στρες ή/και μετατραυματική διαταραχή του στρες. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε την ανάδυση αναμνήσεων ή/και την αποφυγή βίωσης σχετικών ερεθισμάτων, την αναβίωση συναισθημάτων απώλειας και την κοινωνική απομόνωση.
Στη δε μετατραυματική διαταραχή του στρες ενδέχεται να υπάρξει επαναβίωση (επαναλαμβανόμενες, μη ηθελημένες αναμνήσεις, αναβίωση αντιδράσεων, εφιάλτες κ.ά.), απώθηση της τραυματικής εμπειρίας (συστηματική αποφυγή σκέψεων, περιορισμός συναισθηματικής έκφρασης, μείωση ενδιαφέροντος για παιχνίδι κ.ά.) ή επίσης υπερδιέγερση (όπως π.χ. αίσθηση διαρκούς απειλής, ευερεθιστότητα, αδυναμία συγκέντρωσης).Επιπρόσθετα, είναι δυνατόν να εμφανιστούν διαταραχές προσαρμογής, γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, κατάθλιψη ή σωματοποίηση των ψυχικών δυσκολιών.
Οι συνήθεις αντιδράσεις των παιδιών περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την παλινδρόμηση σε πρότερες φάσεις ανάπτυξης, την προσκόλληση στους γονείς, την απόσυρση, τις διαταραχές ύπνου και διατροφής, καθώς και την εκδήλωση φόβου, έντονου άγχους, ψυχικών διακυμάνσεων και βέβαια πτώσης της σχολικής επίδοσης.
Τα παιδιά είναι εξ ορισμού ευάλωτα, όμως, ιδιαίτερα ευάλωτα είναι εκείνα της προσχολικής ηλικίας. Οι έφηβοι, συν τοις άλλοις, προβληματίζονται για το νόημα και τις αξίες της ζωής, εκφράζουν υπαρξιακές ανησυχίες, επαναβιώνουν το τραύμα υιοθετώντας αυτοκαταστροφική συμπεριφορά, δυσκολεύονται να ελέγξουν τις παρορμήσεις τους και κάποιες φορές νιώθουν ότι «χάνουν το μυαλό τους».
Ας υπογραμμιστεί ότι συνήθως οι έφηβοι χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να επανέλθουν στον φυσιολογικό ρυθμό της ζωής τους.
Πόσο επηρεάζεται το έργο των εκπαιδευτικών των σχολείων της περιοχής μετά από τέτοια τραυματικά γεγονότα που στιγματίζουν την τοπική κοινωνία;
Κάθε τραυματικό γεγονός, φέρνει τα μέλη της σχολικής κοινότητας αντιμέτωπα με ακραίες καταστάσεις και πρωτόγνωρες εμπειρίες. Κάποιες φορές υπάρχει αμηχανία σχετικά με τη διαχείριση αυτών των καταστάσεων και ανησυχία για την αποφυγή λάθους που ενδεχομένως να συμβάλλει στην αναστάτωση των μαθητών. Η έκθεση στην οδύνη των μαθητών είναι ιδιαίτερα στρεσογόνα και φέρνει τον εκπαιδευτικό αντιμέτωπο με δύσκολα συναισθήματα. Να μη λησμονείτε ότι ο εκπαιδευτικός στερείται της κατάλληλης κατάρτισης για τη διαχείριση τραυματικών γεγονότων.
Χρειάζεται πρωτίστως μια δική του εσωτερική επεξεργασία. Χρειάζεται με άλλα λόγια να αναγνωρίσει τα συναισθήματα και τις δυσκολίες που βιώνει, να αναζητήσει υποστήριξη, να αντιληφθεί τα όριά του και να διαχειριστεί τους φόβους του προκειμένου τελικά, να ωριμάσει περισσότερο. Επηρεάζεται συνεπώς το εκπαιδευτικό έργο. Δάσκαλοι και καθηγητές ενεργοποιώντας τα ψυχικά αποθέματα που διαθέτουν ως άτομα και ως συλλογικότητες, αφουγκράζονται πιο βαθιά τα έντονα, δυσκολεμένα συναισθήματα των παιδιών και με την υποστηρικτική τους παρουσία ενδυναμώνεται η ψυχική ανθεκτικότητα ανηλίκων και ενηλίκων.