Νέες ταινίες: Το “Wicked: Μέρος Δεύτερο” είναι μια μηχανική ακολουθία από γνώριμες νότες

Διαβάζεται σε 11'
Νέες ταινίες: Το “Wicked: Μέρος Δεύτερο” είναι μια μηχανική ακολουθία από γνώριμες νότες
24 Media Creative Team

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Πολύ δυνατή δεύτερη εβδομάδα για τη “Βουγονία” του Γιώργου Λάνθιμου που μάλλον συζητήθηκε και άρεσε καθότι δεν έκοψε σχεδόν καθόλου φόρα σε σχέση με το άνοιγμα. Έχει ξεπεράσει τώρα τα 75.000 εισιτήρια και έχω ζωή ακόμα.

Δεν ξέρουμε τι εισιτήρια έκανε το “Καμία Άλλη Επιλογή” του Παρκ Τσαν-γουκ μιας κι η εταιρεία δεν δίνει στοιχεία, αλλά καλού κακού σιγουρευτείτε πως θα το δείτε τις επόμενες μέρες.

Επίσης σιγουρευτείτε πως θα δείτε την “Ανεμώνη” αν πραγματικά το θέλετε (σε εμάς δεν άρεσε) καθώς έκανε ένα εξαιρετικά αδύναμο άνοιγμα με 2.500 εισιτήρια. Κάτι το βαρύ θέμα, κάτι η βαριά αισθητική, κάτι η βαριά καταδίκη από την πιο μεγάλη μερίδα κριτικής, ε, πού να κουνηθεί το άρμα με τόσο βάρος.

Τις επόμενες μέρες πάντως θα αρχίσουμε να μπαίνουμε για τα καλά στην περίοδο των βραβείων, οπότε θα φανεί ποιοι από τους ήδη πετυχημένους τίτλους (όπως η “Συναισθηματική Αξία” ή το “Μια Μάχη Μετά την Άλλη”) θα συνεχίσουν να μετράνε θεατές μέχρι και τα Όσκαρ.

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

Wicked: Μέρος Δεύτερο

(“Wicked: For Good”, Τζον Μ. Τσου, 2ω18λ)

★★

Ο λαός του Οζ εξεγείρεται ενάντια στην Έλφαμπα την ώρα που η προπαγάνδα εναντίον της κορυφώνεται. Η «κακιά μάγισσα» θα πρέπει τώρα να ενώσει τις δυνάμεις της με την Γκλίντα για μια τελευταία φορά, για να σώσουν τον κόσμο τους από την οριστική εξάπλωση του αληθινού κακού.

Σε 25 λέξεις: Κανένας ουσιαστικός λόγος η ιστορία να έχει σπάσει σε δύο ταινίες, καθώς αυτό το φινάλε μοιάζει σχηματικό και γεμάτο fan service. Πρόβλημα η απουσία καλώς τραγουδιών, αλλά εξαιρετικές οι Ερίβο και Γκράντε.

Κριτική

Ένα βασικό πρόβλημα που είχα με το πρώτο φιλμ ήταν το ότι, χάρη στην απόφαση να σπάσει η ιστορία σε δύο μέρη, το αποτέλεσμα έμοιαζε ταυτόχρονα αραιό αλλά και πηγμένο. Έντονο από τη μία το focus στην σχολή σαν χαριποτερικό υπο-προϊόν, αλλά από την άλλη η κεντρική δράση κι η δραματουργία έπασχαν και έμεναν ξεκρέμαστα. Τα τραγούδια κι οι ερμηνεύτριες βοηθούσαν φυσικά – το αποτέλεσμα δεν ήταν κακό, απλά ατελές (και σε σημεία αναίτια άσχημο, αλλά αυτό είναι ευρύτερο πρόβλημα των χολιγουντιανών μπλοκμπάστερ αυτή τη στιγμή).

Τα προβλήματα επεκτείνονται όμως σε αυτό το εν τέλει αναίτιο δεύτερο μέρος, το οποίο δεν έχει ούτε τα τραγούδια, ούτε και το ζουμί για να δικαιολογήσει την αυτόνομη ύπαρξή του. Η ταινία είναι σχηματική, καθώς συχνά εξελίξεις συμβαίνουν απλώς και μόνο επειδή… δεν ξέρω, είναι ώρα να συμβούν; Η κεντρική δυναμική ανάμεσα στις δύο ηρωίδες διατηρεί το ενδιαφέρον της ακόμα κι αν φαίνεται από χιλιόμετρα το πώς και πού θα καταλήξει – το πρόβλημα εδώ δεν είναι η δραματουργική βεβαιότητα, είναι το ότι τίποτα στο περιτύλιγμα και την παρουσίαση δεν φέρνει το οποιοδήποτε επιπλέον ενδιαφέρον, με ένα ευρύτερο κοινωνικό σχόλιο περί δημαγωγών να παραμένει επιφανειακό και να χάνεται σε έναν ωκεανό σχηματικής αφήγησης.

Τα κομμάτια είναι flat, και ακόμα και τα δύο καινούρια δεν ξεχωρίζουν. Οι χορογραφίες είναι περιέργως ανέμπνευστες για τα δεδομένα του έμπειρου στα ξεσηκωτικά μιούζικαλ Τζον Μ. Τσου (“In the Heights”, “Step Up 2 & 3”) και ο κόσμος του φιλμ μοιάζει και πάλι πλαστικός. Όμως η Γκράντε και ειδικότερη εξαιρετική Ερίβο δίνουν μια έντονη συναισθηματική στόφα στις ηρωίδες τους και, χάρη σε κάποιες λιγοστές εξάρσεις (η απρόσμενη και αστεία σκηνή «μάχης» μεταξύ τους) αρκούν για να διατηρήσουν το ενδιαφέρον.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχει εν τέλει το φιλμ είναι ότι, μέσα από αυτή την κατασκευαστική του αβεβαιότητα, μοιάζει τελικά να θέλει πρωτίστως να εξυπηρετήσει τον προϋπάρχοντα κόσμο γύρω του, παρά την ίδια την ιστορία που λέει ως κάτι το αυτόνομο. Ακόμα κι όταν είμαστε κοντά στο να αφοσιωθούμε σε κάποιο δραματικό τόνο, η εστίαση του φιλμ διαρκώς μετακινείται σε ένα τραγικά άστοχο εξωτερικό plot που αφορά την ίδια τη Ντόροθι του “Μάγου του Οζ”, αλλά και το πώς διάφοροι ήρωες πήραν την θέση τους στη μυθολογία του Οζ.

Το “πώς ο Τάδε έγινε το Τάδε” ή το “τι συνέβη στα αλήθεια πίσω από Εκείνη τη σκηνή μάχης” ή (το εξωφρενικότερο όλων) “πώς το ξεκίνημα του Μάγου του Οζ δένει με μια μεγάλη δραματική στροφή της Ελφαμπα”, είναι πιθανώς διασκεδαστικά θέματα συζήτησης και κεφιού ανάμεσα σε παρέες από φανς, αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση υλικό από το οποίο γεννιέται μια δραματικά στιβαρή ταινία. Είναι σα να βλέπεις πιόνια να κινούνται στην οθόνη, κι όχι χαρακτήρες – σαν σε κάποιο από τα προχωρημένα, μέτρια επεισόδια “Star Wars” και Marvel.

Όνειρα

(“Dreams / Drømmer”, Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ, 1ω51λ)

★★★

Η Γιοχάνε ερωτεύεται για πρώτη φορά – τη δασκάλα της. Για να κατανοήσει αυτά που νιώθει αρχίζει να τα καταγράφει. Όταν αυτά τα γραπτά φτάσουν στα χέρια της μητέρας της, εκείνη αναλογίζεται τη λογοτεχνική τους αξία αλλά και το κατά πόσο η δασκάλα εκμεταλλεύτηκε την κόρη της. Όλα αυτά θα ωθήσουν την έφηβη να ζυγίζει μέσα της τα όσα νιώθει – και τα όσα όντως συνέβησαν.

Σε 25 λέξεις: Κλείσιμο μιας θεματικής τριλογίας του νορβηγού σκηνοθέτη πάνω στις σύγχρονες σχέσεις, τα “Όνειρα” είναι αφηγηματικά το πιο ενδιαφέρον από τα τρία φιλμ. (Υπερβολική) Χρυσή Άρκτος στο Βερολίνο.

Κριτική

Με τα –βραβευμένα με τη Χρυσή Άρκτο του Βερολίνου– “Όνειρα”, ο νορβηγός Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ κλείνει τη θεματική του τριλογία Σεξ / Αγάπη / Όνειρα, πάνω στη σύγχρονη επικοινωνία, τα αισθήματα, τον έρωτα και το πώς αυτά εκφράζονται και προσλαμβάνονται στο σήμερα. Η τριλογία αποτελεί εν τέλει ένα αφηγηματικό σύνολο με κάποια ίσως κουραστικά επιμέρους κομμάτια (αυτές οι ταινίες δεν έχουν αληθινό δημιουργικό λόγο να είναι μεγάλου μήκους, πόσο μάλλον 2 ώρες η κάθε μία) και με κάποια εμφανώς πιο αδύναμα στοιχεία (φοβερό ότι ο ξεκάθαρος αδύναμος κρίκος της τριλογίας είναι, ανάμεσα σε όλα τα παραπάνω, το “Σεξ” κομμάτι), όμως εν τέλει το σύνολο έχει το ενδιαφέρον του.

Οι ταινίες είναι τελείως αυτοτελείς και δεν έχουν καμία απολύτως αφηγηματική σύνδεση μεταξύ τους (οπότε μπορείτε να δείτε το συγκεκριμένο φιλμ στο σινεμά ακόμα κι αν δεν έχετε ιδέα τι είναι τα άλλα δύο), όμως επικοινωνούν μεταξύ τους θεματικά, καθώς εξετάζουν από πολλαπλές οπτικές γωνίες τις ιδέες της επικοινωνίας και της επαφής μέσα από πολλαπλές τους εκφάνσεις. Από χαρακτήρες μοναχικούς, χαρακτήρες με όρεξη για πειραματισμού ή για μια νέα αρχή, χαρακτήρες με μια (ίσως κουραστική) σταθερότητα στη ζωή τους, χαρακτήρες νεαρούς που μαθαίνουν εκ του μηδενός τι σημαίνουν καν τα συναισθήματα.

Στα “Όνειρα” η κεντρική αφήγηση ανήκει σε μια μαθήτρια που ερωτεύεται την καθηγήτριά της, όμως δανειζόμενη μια άκρως λογοτεχνική φόρμα (στα όρια της εξάντλησης κιόλας), η ταινία καταφέρνει να μετατοπίζει συνεχώς την οπτική της γωνία, αμφισβητώντας διαρκώς την αντικειμενικότητα της αφήγησης που έχει μόλις προηγηθεί. Κάνοντας αυτό εξερευνά το συναίσθημα, την αθωότητα, την εκμετάλλευση, και το πώς μια ελάχιστη αλλαγή στο πού στέκεσαι και το πώς κοιτάς το άλλο άτομο, αλλάζει όλη την ιστορία (σου).

Υπάρχει μια δεδομένη φλυαρία, και η τόση βαρύτητα στα κομμάτια της μητέρας να μην ήταν αναγκαία, αλλά εν τέλει η ταινία πάντα καταφέρνει να κρατά τον θεατή, προσθέτοντας διαρκώς πτυχές στην καταγραφή της, με τρόπο απαλό και συνειδητό. Με μια αφηγηματική υποκειμενικότητα που εκμεταλλεύεται τη γλώσσα, το συναίσθημα, αλλά και την αισθητική, με τις ζεστές αποχρώσεις να δημιουργούν στον θεατή μια αίσθηση σα να φορά πουλόβερ και να έχει ανάψει τζάκι – αλλά κάποιες φορές αυτές οι στιγμές μπορεί να είναι οι πιο δύσκολες να κοιτάξεις με απομακρυσμένη, αντικειμενική ματιά.

Έχει τελικά κάτι το πολύ ανθρώπινο και βραδυφλεγές αυτό το φιλμ – και ίσως, τελικά, κι όλη η τριλογία.

Σχετικό Άρθρο

Η Αγάπη Που Απομένει

(“The Love That Remains / Ástin sem eftir er”, Χλίνουρ Πάλμασον, 1ω49λ)

★★★

Ένας χρόνος στη ζωή μιας οικογένειας καθώς οι γονείς διαχειρίζονται των χωρισμό τους. Οι εποχές δίνουν η μία τη θέση της στην άλλη καθώς κοινές αναμνήσεις και η ίδια η αγάπη, αρχίζουν να αργοσβήνουν. Ή μήπως όχι;

Σε 25 λέξεις: Μετά τη μνημειώδη “Χώρα του Θεού”, ο Πάλμασον στρέφει το ενδιαφέρον του σε μια ιστορία στο άλλο άκρο του φάσματος – μικρή, εσωτερική, σιωπηλή. Πανέμορφο σινεμά τοπίου και ανείπωτων συναισθημάτων, αφηγηματικά ισχνό αλλά ακόμα κι έτσι δυνατό.

Κριτική

Ο Χλίνουρ Πάλμασον μέσα από το αξιοσημείωτο ως τώρα έργο του (όπως το “Μια Λευκή, Λευκή Μέρα” και φυσικά τη “Χώρα του Θεού”) έχει δείξει ένα αξιοθαύμαστο συνδυαστικό ενδιαφέρον για οικογενειακούς δεσμούς και για το τοπίο – ένα είδος δεσμού ζωής κι αυτό εξάλλου, για τους περισσότερους από εμάς.

Η νέα του ταινία, πολύ μικρότερων διαστάσεων και φιλοδοξιών από τη “Χώρα του Θεού”, συνδυάζει και τα δύο μέσα σε μια απολύτως λιτή αφήγηση για μια οικογένεια κοντά στην αποσύνδεση (οι γονείς χωρίζουν, τα παιδιά το επεξεργάζονται) και στο πώς και τα 5 μέλη αντιλαμβάνονται την ύπαρξή τους ως κομμάτια ενός (φυσικού) περιβάλλοντος χώρου.

Η διαδικασία του χωρισμού αποτυπώνεται μέσα από το πέρασμα ενός χρόνου και το πώς οι εποχές αφήνουν το στίγμα τους ή καταλήγουν να σχηματίζουν κι οι ίδιες τον χώρο και τους ανθρώπους του χώρου αυτού. Είπαμε εξάλλου, ο μεγαλύτερος σμιλευτής χαρακτήρα, δράματος και ιστορίας είναι ο ίδιος ο χρόνος και μέσα από μικρές και μεγάλες αλλαγές, αυτό είναι που παρατηρεί εδώ ο Πάλμασον.

Με χαρακτηριστικά πανέμορφες φυσικές εικόνες και ερμηνείες γεμάτες αλήθεια, ο ισλανδος σκηνοθέτης πετυχαίνει –αρκετά προσωπικό και για τον ίδιο– δράμα που μέσα από τα λιγοστά του λόγια και την λιτή του δραματουργία, καταφερνει να μαγνητίσει τον υπομονετικό θεατή. Σα να παρατηρείς ένα εντυπωσιακά όμορφο ντοκιμαντέρ όχι για τη φύση – αλλά για το τι σημαίνει η ζωή μέσα σε αυτήν.

Νυχτερινή Εφημερία

(“Late Shift / Heldin”, Πέτρα Βόλπε, 1ω32λ)

★★½

Νοσοκόμα και μητέρα μικρού παιδιού δουλεύει τη νυχτερινή της βάρδια σε ένα υποστελεχωμένο νοσοκομείο, φροντίζοντας τους ασθενείς της παρά τις δυσκολίες και τις ελλείψεις. Ακόμα όμως κι αν κάνει ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν, τα πράγματα σύντομα ξεφεύγουν από τον έλεγχό της σε μια κούρσα απέναντι στο χρόνο.

Σε 25 λέξεις: Νευρώδες και καλογυρισμένο κοινωνικό θρίλερ από την εν εξελίξει νέα υπο-κατηγορία «Η Λεονί Μπενές απέναντι στο Χρόνο και τη Μοίρα» (βλέπε και “Στο Γραφείο των Καθηγητών”). Στηρίζουμε την ταινία ως πολιτική παρατήρηση (για τραγικά υποστελεχωμένο σύστημα υγείας) αλλά ως δράμα δεν αποφεύγει κάποια επαναληψιμότητα.

Κυκλοφορούν επίσης

Η Συμμορία των Μάγων 3: Οι Τέσσερις Καβαλάρηδες επιστρέφουν μαζί με μια νέα γενιά ταχυδακτυλουργών που παρουσιάζουν συναρπαστικές ανατροπές, εκπλήξεις και τόση μαγεία που δεν έχει καταγραφεί ποτέ ξανά σε ταινία. Τρίτη ταινία στο δημοφιλές franchise, με Τζέσι Άιζενμπεργκ, Γούντι Χάρελσον και Ρόζαμουντ Πάικ.

Sisu 2: Ο Δρόμος της Εκδίκησης: Επιστρέφοντας στο σπίτι όπου η οικογένειά του δολοφονήθηκε βάναυσα κατά τη διάρκεια του πολέμου, «ο άντρας που αρνείται να πεθάνει» το διαλύει, το φορτώνει σε ένα φορτηγό και είναι αποφασισμένος να το ξαναχτίσει σε κάποιο ασφαλές μέρος προς τιμήν τους. Όταν ο διοικητής του Κόκκινου Στρατού που σκότωσε την οικογένειά του επιστρέφει αποφασισμένος να ολοκληρώσει το έργο του, ακολουθεί μια αμείλικτη, εντυπωσιακή καταδίωξη σε όλη τη χώρα – ένας αγώνας μέχρι θανάτου, γεμάτος έξυπνες, απίστευτες σκηνές δράσης. Σίκουελ της πολύ διασκεδαστικής περιπέτειας.

Γεια Σου Φρίντα: Μια ιδιοφυής καλλιτέχνης. Μια ευαισθητοποιημένη πολίτης. Μια σπουδαία γυναίκα. Βουτήξτε στην πολύχρωμη και συναρπαστική παιδική ηλικία μιας από τις διασημότερες γυναίκες στην ιστορία, της μοναδικής Φρίντα Κάλο!

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα