Νέες ταινίες: Η “Σπασμένη Φλέβα” του Οικονομίδη είναι μια καθηλωτική σύγχρονη ελληνική τραγωδία
Διαβάζεται σε 13'
Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 27 Νοεμβρίου 2025 06:01
Το σίκουελ “Wicked: Μέρος Δεύτερο” έριξε τον Λάνθιμο και τη “Βουγονία” από την κορυφή, αλλά μόνο για λίγο – το μπλοκμπάστερ σίκουελ στο άνοιγμα του ίσα που πέρασε σε εισιτήρια (σχεδόν 20.000 πρώτο 4ήμερο) την λανθιμειάδα στην τρίτη βδομάδα, δείχνοντας τη διαφορά δυναμικής των δύο τίτλων στη χώρα μας.
Το μιούζικαλ με τη Σύνθια Ερίβο και την Αριάνα Γκράντε είδε και τις οσκαρικές του βλέψεις να ζαρώνουν ελαφρώς μετά τις χλιαρές κριτικές, αλλά έτσι κι αλλιώς στη χώρα μας ούτε το είδος τσουλάει πολύ, ούτε ο συγκεκριμένος τίτλος έχει μεγάλο κοινό.
Η “Βουγονία” από την άλλη πέρασε τα 100.000 εισιτήρια, συζητιέται, ενδιαφέρει, και πρόσφατα άρχισε να μαζεύει και υποψηφιότητες στα βραβεία ευρωπαϊκού κινηματογράφου δείχνοντας πως έχει μέλλον ως τίτλος ακόμα.
Πάρα πολύ καλά τα πάει κι η “Νυρεμβέργη”, με 36.000 εισιτήρια σε 10 μέρες προβολής. Δεν μου άρεσε η ταινία αλλά είναι τρομερά θετική εξέλιξη η επιτυχία σε αίθουσα και το word of mouth για μια ταινία από αυτές που νομοτελειακά θα γίνουν μια μέρα τεράστια επιτυχία στο τηλεοπτικό rotation. Τα τελευταία χρόνια αυτές οι ταινίες δεν λειτουργούσαν πολύ στην αίθουσα και τις ανακάλυπταν οι περισσότερες απευθείας στις πλατφόρμες. Το κρατάμε λοιπόν, θετική εξέλιξη.
Οι νέες ταινίες της εβδομάδας
Σπασμένη Φλέβα
(Γιάννης Οικονομίδης, 2ω7λ)
★★★★
Ο Θωμάς Αλεξόπουλος είναι ένας επιχειρηματίας πνιγμένος στα χρέη. Ο τοκογλύφος στον οποίο έχει υποθηκεύσει (κρυφά από την οικογένειά του) το σπίτι τους, θέλει τα λεφτά του μέσα σε λίγες μέρες. Το μαγαζί βουλιάζει. Και ο γιος του αρνείται να τον βοηθήσει. Όπου κι αν στραφεί, ο Θωμάς αντιμετωπίζει αδιέξοδα. Πώς θα καταφέρει να σώσει το σπίτι του, την οικογένειά – και τον εαυτό του;
Σε 25 λέξεις: Αγνή στόφα τραγωδίας από τον πιο φορμαρισμένο εδώ και χρόνια Γιάννη Οικονομίδη, σε ένα ασφυκτικό δράμα για το σύγχρονο κοινωνικό αδιέξοδο. Εντυπωσιακά εύστοχο, αδυσώπητο, και εξαιρετικά παιγμένο από το σύνολο του καστ.
Κριτική
Ο Γιάννης Οικονομίδης μέσα από το σινεμά του πάντοτε ακτινογραφούσε τα αδιέξοδα του μικροαστικού νεοελληνικού ονείρου, από τα μπαρουτοκαπνισμένα φιλμ στο ξεκίνημα της καριέρας του (την ταινία-χειροβομβίδα “Ψυχή στο Στόμα” και φυσικά το “Σπιρτόκουτο”) μέχρι στο φλερτ με τις ταινίες είδους που ακολούθησαν.
Το εύρος της ιστορίας του αυτή τη φορά μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο στο “Σπιρτόκουτο”, αλλά τελικά δεν είναι λιγότερο ασφυκτικό. Το δράμα αυτή τη φορά μπορεί να εκτυλίσσεται σε περισσότερα σκηνικά, αλλά ο πόλεμος είναι ξανά σε τέσσερις τοίχους – τέσσερις την φορά, καθώς ο Θωμάς Αλεξόπουλος περιπλανιέται στον έναν αδιέξοδο χώρο μετά τον άλλον, συναντά ανθρώπους από το παρελθόν του σα να επρόκειτο για φαντάσματα μιας γκρεμισμένης ζωής. Τώρα, αυτό δεν είναι παρά ένα κυνηγητό πάνω στα ερείπια, απέναντι στον χρόνο που τελειώνει.
Πάντα αγαπάμε μια σωστά εκτελεσμένη ιστορία με το λεγόμενο ‘ticking clock’ τοποθετημένο στο ξεκίνημα: Ένας ήρωας που έχει ένα αυστηρά καθορισμένο χρονικό διάστημα για να μπορέσει να πετύχει κάποιον σχετόν αδιανόητο στόχο. Τώρα είναι ο Θωμάς που χρωστάει ένα δυσθεώρητο ποσό σε έναν τοκογλύφο που δεν κάνει πίσω. Δεν του χαρίζει ούτε μισή μέρα, ούτε μισό ευρώ. Σε αυτό το κυνηγητό, ο Θωμάς πάντα σκέφτεται πως εντάξει – κάπως θα τα φέρω και πάλι βόλτα, ή στην ανάγκη ρε αδερφέ, θα του δώσω λιγότερα, και θα τα πάρει.
Είναι αυτή η βαθιά ριζωμένη νεοελληνική βεβαιότητα πως «θα γίνει ρε παιδί μου η δουλειά». Κάποιος θα βοηθήσει. Κάποιος θα κάνει τα στραβά μάτια. «Όλο και κάπως θα τη σκαπουλάρουμε». Αυτό το ένστικτο του Θωμά ενεργοποιείται μέσα σε μια κοινωνία που σχηματίζει γύρω του μόνο αδιέξοδα, μόνο εμπόδια. Είναι περίτεχνη η άσκηση ισορροπίας από το σενάριο που έγραψε ο Οικονομίδης μαζί με τον Βαγγέλη Μουρίκη, να τοποθετούν στο κέντρο μιας πλήρως νεοελληνικής τραγωδίας, ένας ήρωα που δεν είναι γραμμένος με συμπάθεια.
Δεν χρειάζεται να έχουμε δηλαδή ένα αθώο θύμα στο επίκεντρο αυτής της καταστροφής για να νιώσουμε στο πετσί μας το συστημικό αδιέξοδο. Ο Θωμάς της ταινίας δεν είναι παρά το παράγωγο αυτού του συστήματος. Μιας Ελλάδας που μοιάζει πλήρως ακινητοποιημένη, σε απόγνωση – ακόμα.
Η ταινία είναι δομημένη με ένα τρόπο που μεταδίδει αυτή την ακινησία. Ο Θωμάς εμφανίζεται σχεδόν σε κάθε σκηνή της ταινίας (κι όταν απουσιάζει, είναι τελικά παρών με έναν σοκαριστικά επίπονο τρόπο), η οποία είναι χτισμένη ως μια σειρά από συναντήσεις. Σε κάθε σκηνή, ο Θωμάς στέκεται απέναντι από κάποιο άτομο της προσωπικού ή επαγγελματικού κύκλου του, κια ζητά, και παρακαλά, και φωνάζει. Είναι αυτός, εναντίον όλων – ένα άτομο τη φορά.
Ο γιος που δε θέλει να τον βλέπει. Ο τοκογλύφος που μετρά τις ώρες μέχρι να πάρει το σπίτι του Θωμά στα χέρια του. Η σύζυγος που εκρήγνυται. Η πρώην που δεν θέλει να ακούει πια από αυτόν. Η ηλικιωμένη ερωμένη που θέλει να του δώσει τα πάντα – κάθε άτομο θα μπορούσε να ζει τη δική του παράλληλη ταινία, τη δική του Σπασμένη Φλέβα, στηριζόμενο από τις ερμηνείες ενός συλλογικά εξαιρετικού καστ. Όμως υπάρχει κάτι σε αυτή την ακολουθία σκηνών. Ο Θωμάς εξαντλεί τη λίστα και μετά την πιάνει από την αρχή, σε ένα σπιράλ απόγνωσης που υπογραμμίζει την πλήρη αδυναμία απόδρασης.
Ο Βασίλης Μπισμπίκης, σηκώνοντας όλη την ταινία στις πλάτες του, πετυχαίνει ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα παίζοντας τον Θωμά ως άνθρωπο που έχει ταυτόχρονα κάτι το εντελώς ωμό αλλά και κάτι το απίστευτα παραληρηματικό – μοιάζει διαρκώς να μην έχει την παραμικρή συναίσθηση για το τι στα αλήθεια συμβαίνει (όπως στις λιγοστές αλλά μεγάλης σημασίας σκηνές-κλειδιά του με την Κλέλια Ρένεση), ζώντας στο δικό του σύμπαν.
Κι ο Οικονομίδης καταφέρνει να εξελίξει το στυλ του, σε μια ταινία που στηρίζεται λιγότερο στην ορμητικότητα της στιγμιαίας ατάκας, και περισσότερο στην μεθοδικότητα μιας ιστορίας που κλιμακώνεται εντυπωσιακά –και, ειλικρινά, σοκαριστικά– δένοντας σε κόμπο αυτό το τρελό γαϊτανάκι του Θωμά Αλεξόπουλου.
Δανειζόμενος ξεκάθαρα τους κώδικες της τραγωδίας της αρχαίας Ελλάδας για να πει μια ιστορία απόγνωσης για την νέα, ο Οικονομίδης (που έτσι κι αλλιώς χαρτογράφησε την μικροαστική Ελλάδα όσο κανείς μες στον 21ο αιώνα) αφουγκράζεται τον μη-παλμό μια ματωμένης, ακινητοποιημένης χώρας και παραδίδει την πιο μεστή, κοφτερή και απολύτως εύστοχη ταινία του εδώ και πολλά χρόνια.
Πέθανε Αγάπη Μου
(“Die My Love”, Λιν Ράμσεϊ, 1ω58λ)
★★½
Νεαρό ζευγάρι μετακομίζουν από την πόλη σε ένα σπίτι που κληρονομούν στην επαρχιακή Μοντάνα. Εκεί, ο ερχομός ενός μωρού θα λειτουργήσει καταλυτικά στην αποσύνθεση της σχέσης τους. Η Γκρέις βιώνει την πραγματικότητα μέσα από οράματα και εφιάλτες και σταδιακά αρχίζει να χάνει τον έλεγχο. Μπορεί να σωθεί αυτή η αγάπη;
Σε 25 λέξεις: Άφοβη ερμηνεία από την Τζένιφερ Λόρενς σε ένα εσωτερικό, έντονα αλληγορικό δράμα τολμηρής αφήγησης και αιχμηρής πατριαρχικής αποσύνθεσης, που όμως καταλήγει οριακά ανυπόφορο μέσα από την επαναληπτικότητα και την ασυδοσία του.
Κριτική
Η σκοτσέζα Λιν Ράμσεϊ (“Δεν Ήσουν Ποτέ Εδώ”, “Ratcatcher”, “Πρέπει να Μιλήσουμε για τον Κέβιν”) δεν υπήρξε ποτέ στην καριέρα της η πιο διακριτικών συναισθημάτων και αισθητικών τόνων δημιουργός, αλλά είναι εντυπωσιακό όταν αυτή η ορμή γίνεται πρωτογενές υλικό, όταν γίνεται χρώμα σε μια παλέτα γεμάτη απότομες και έντονες πινελιές. Που ταράζεσαι και μόνο που την κοιτάς.
Το “Πέθανε Αγάπη Μου” είναι η πρώτη ταινία της μετά από 8 χρόνια: Το 2017 είχε έρθει στις Κάννες (όπως έχει συμβεί με όλες τις ταινίες της) με το ερεβώδες θρίλερ “Δεν Ήσουν Ποτέ Εδώ”, το οποίο είχε κερδίσει μάλιστα δύο βραβεία, ένα για την ερμηνεία του Χοακίν Φοίνιξ κι ένα για το σενάριο. Μια απόφαση σίγουρα συμβιβαστική, γιατί όσο κι αν λατρεύω το σύνολο του έργου της Ράμσεϊ δε μπορώ ποτέ να φανταστώ το σενάριο ως στοιχείο που ξεχωρίζει. Αν μη τι άλλο, οι ταινίες της πολλές φορές μοιάζουν σα να κινούνται κυκλικά και άμορφα γύρω από ιδέες και συναισθήματα, παρά να ακολουθούν την οποιαδήποτε αφηγηματική δομή, κι αυτό είναι που τις κάνει και τόσο διχαστικές.
Στο νέο της φιλμ διασκευάζει το ομώνυμο βιβλίο του 2017, για μια νεαρή γυναίκα που χάνει τα δεσμά της με τη λογική καθώς η σχέση της με τον άντρα της δοκιμάζεται και η αγάπη τους καταρρέει καθώς τα πάντα γύρω της αποσυντίθενται με κρότο.
H Γκρέις της Λόρενς αρχίζει σταδιακά να δείχνει ανησυχητικά δείγματα συμπεριφοράς αλλά γρήγορα η κατάσταση κλιμακώνεται. Θα τη δούμε να σέρνεται γυμνή έξω από το σπίτι, να γρατζουνάει τοίχους με τα νύχια της, να βιώνει οράματα αποκάλυψης και σεξουαλικά όνειρα με αγνώστους ή/και αποκυήματα της φαντασίας. Είναι σαν η άγκυρα με το παρόν και την ίδια την πραγματικότητα να έχει φύγει από τη θέση της κι η ταινία μας πετάει όχι τόσο σε ένα ταξίδι μαζί της, όσο σε ένα τυφώνα που εκδηλώνεται στην ψυχή και στο κορμί της.
Είναι μεγάλη πρόκληση το να πεις μια ιστορία κατά αυτό τον τρόπο, δίχως μια ευανάγνωστη δομή ή σαφήνεια ως προς το χτίσιμο των χαρακτήρων. Τα πράγματα δεν γίνονται ποτέ συγκεκριμένα και ούτε η Ράμσεϊ έχει διάθεση να μας παρουσιάσει ευθέως την Γκρέις στην προ κρίσης ταυτότητά της, ούτε το τι ακριβώς της συμβαίνει. Είμαστε μαζί της στην τρικυμία, είτε το θέλουμε είτε όχι.
Η Λόρενς δίνει μια από αυτές τις ψυχή και σώματι ερμηνείες που δε μπορείς να μη θαυμάσεις σε κάποιο βαθμό, και είναι μάλλον λογικό το ότι έχει γίνει αντικείμενο συζητήσεων στις Κάννες, όπου έκανε πρεμιέρα η ταινία. Είναι δύσκολο να διαχωρίσεις τη θύελλα του φιλμ από εκείνη την ερμηνείας της Λόρενς, ειδικά από τη στιγμή που πολλά σημεία αυτής της δημιουργικής ένωσης προέκυψαν επί τόπου στο γύρισμα – η Λόρενς θα έκανε κάτι ακραίο κι η Ράμσεϊ θα έλεγε «κουλ, τέλειο!».
Δεν είναι το προσωπικό μου αγαπημένο είδος ερμηνείας ωστόσο, γιατί δεν ένιωθα πως πρόκειται για κάτι οργανικό ή εμβυθστικό, αλλά πάντα “η Τζένιφερ Λόρενς παίζει Κάτι”. Από την άλλη ο ενθουσιασμός είναι λογικός: Μια από τις τελευταίες (αν όχι η τελευταία, όπως λέει κι ο Σον Πεν) movie star επιστρέφει για τα καλά μετά από ένα διάστημα δημιουργικού επανακαλιμπραρίσματος. Την είχα βρει φανταστική και αστεία στην σεξοκωμωδία “Μαθήματα Αποπλάνησης” και διακριτικά υπέροχη και μεστή στο “Causeway”. Το ότι βρίσκει ξανά τα πατήματά της κάνοντας διαφορετικά και τολμηρά πράγματα, είναι αληθινά σπουδαίο νέο.
Πολύ καλός είναι ο Ρόμπερτ Πάτινσον στην ταινία, συνεχίζοντας τη συλλογή του με αγαπημένους σκηνοθέτες του παγκόσμιου σινεμά. Εδώ παίζει τον μάλλον καθόλου αρκετό σύζυγο της Γκρέις, ο οποίος περιφέρεται παθητικά μέσα στον κυκλώνα της όλης κατάστασης δίχως να μοιάζει να έχει τα εργαλεία να κατανοήσει τι συμβαίνει – ή να έχει διάθεση να το κάνει.
Διαμέσου της ταινίας η Ράμσεϊ απλώνει μικρές ματιές στο πώς η σχέση τους είναι (ή ήταν ήδη) θρυμματισμένη, κι ενώ η Γκρέις απασφαλίζει όλο και εντονότερα, ο σύζυγός της μοιάζει σαν μια σταθερή μαύρη τρύπα. Στην απόστασή τους χτίζεται η εκκωφαντική κραυγή στην καρδιά του φιλμ, για μια γυναίκα που δε βρίσκει από πού να κρατηθεί ενώ ο κόσμος της εκρήγνυται.
Στιλιστικά, δομικά, αφηγηματικά και ερμηνευτικά, ό,τι πιο ορμητικό έχουμε δει ως τώρα στο φεστιβάλ. Μια ταινία δύστροπη, ιδιόμορφη, που δε φοβάται να είναι δυσάρεστη – γιατί αυτό ακριβώς είναι που έχει ανάγκη να επικοινωνήσει. Αυτό πάντως δεν αποτελεί κάρτα ελευθέρας για αυτό τον ασχημάτιστο τυφώνα που καταλήγει να είναι. Μια ταινία αληθινή δοκιμασία για τον θεατή, φλυαρεί, εκρήγνυται, επαναλαμβάνεται. Σαν συναισθηματική έκρηξη, σαν εφιάλτης.
Όλα δεκτά, αλλά χρειαζόταν έναν ρυθμό για να λειτουργήσει, ένα flow. Κι αυτό δεν το έχει. Η αποσπασματικότητα σε συνδυασμό με την επαναληψιμότητα έχουν αποτέλεσμα μια εξπρεσιονιστική κραυγή δίχως ειρμό. Έχει οπωσδήποτε κάτι να θαυμάσεις, αλλά από μακριά.
Για Πάντα;
(“Eternity”, Ντέιβιντ Φρέιν, 1ω52λ)
★★
Μετά τον θάνατό της, η Τζόαν έχει μια βδομάδα στη διάθεσή της για να αποφασίσει ποια αιωνιότητα θα διαλέξει: Με τον επί σειρά δεκαετιών σύζυγό της που πέθανε λίγο πριν από εκείνη, ή με τον νεανικό της έρωτα, που πέθανε υπηρετώντας όταν ήταν ακόμα νέος; Η επιλογή θέλει προσοχή – γιατί θα είναι οριστική.
Σε 25 λέξεις: Χαριτωμένο concept σε μια ταινία που έχει περισσότερο μια ακολουθία ιδεών παρά αληθινό σενάριο, με μια σχεδόν Pixar-ικής σύλληψης μεταθανάτιας ζωής που καταλήγει σε κάτι το κλισέ και συμβατικό.
Κριτική
Μια από αυτές τις ταινίες που είναι περισσότερο ιδέες παρά κάτι ολοκληρωμένο και σχηματισμένο, το “Για Πάντα;” επαναφαντάζεται κάθε πιθανό κλισέ μοτίβο της διαχρονικής ρομαντικής κομεντί (μια γυναίκα που πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο άντρες) αλλά μέσα από ένα πιο σύγχρονο πρίσμα – τουλάχιστον σε επίπεδο high concept. Είναι σαν ρομαντική κομεντί που έχει γεννηθεί την εποχή της σειράς “The Good Place” και των κόσμων φαντασίας επανακατασκευασμένων ως γραφειοκρατική χαριτωμενιά α λα Pixar.
Όλα αυτά έχουν πλάκα ως αφετηρία, αλλά δεν προσφέρουν στην ουσία κάτι. Διότι στην καρδιά της, η ταινία είναι άκρως συμβατική αν όχι συντηρητική , χωρίς καν να προσφέρει την πλοκή και την κίνηση και την αφελή γοητεία αυτών των παλιότερων ταινιών του είδους. Υπάρχει η γενική ιδέα / αλληγορία, και τα πράγματα απλώς ξετυλίγονται ευθύγραμμα και ανέμπνευστα από αυτό το σημείο, σαν η δουλειά του σεναρίου να τελειώνει στην αρχική ιδέα.
Το πρωταγωνιστικό τρίο των Ελίζαμπεθ Όλσεν, Μάιλς Τέλερ και Κάλουμ Τέρνερ είναι αρκούντως μαγνητιστικό, και σαν σύνθεση τριών τύπων χαρακτήρα η ταινία πετυχαίνει και είναι διασκεδαστική εξαρχής χάρη σε αυτό. Όμως είναι εν τέλει όλα υπερβολικά προβλέψιμα και τακτοποιημένα. Άμα είναι έτσι η αιωνιότητα, καλύτερα το άγνωστο.
Το Δάκρυ του Διαβόλου
(“The Devil’s Teardrop”, Γκονζάλο Οτέρο, 1ω38λ)
★
Μια παρέα αμερικάνων φτάνουν σε απομακρυσμένη περιοχή του Περού, όπου οι ντόπιοι τους προειδοποιούν να μείνουν μακριά από το δάσος. Προκειμένου να γυρίσουν όμως το ντοκιμαντέρ που θέλουν, οι αμερικάνοι φυσικά και παρακούν τους ντόπιους και πλησιάζουν την απαγορευμένη περιοχή, εκεί όπου σύμφωνα με τους τοπικούς θρύλους ελλοχεύει μια φρικιαστική μεταφυσική οντότητα.
Σε 25 λέξεις: Σαν το “Blair Witch Project” να μην γυρίστηκε ποτέ, ένα άνευρο found footage του σωρού που ποτέ δεν πείθει για την φόρμα του (ο τρόπος με τον οποίο συνεχίζει να γυρίζεται το «υλικό»), ούτε έχει κάτι ιδιαίτερο να πει ή να παρουσιάσει.
Κυκλοφορεί επίσης
Ζωούπολη 2: Οι ντετέκτιβ Τζούντι Χοπς και Νικ Γουάιλντ βρίσκονται στα ίχνη ενός μυστηριώδους ερπετού που φτάνει στη Ζωούπολη και φέρνει τα πάνω κάτω στη μητρόπολη των ζώων. Για να λύσουν την υπόθεση, η Τζούντι και ο Νικ πρέπει να πάνε μυστικά σε απροσδόκητα νέα μέρη της πόλης, όπου η συνεργασία τους δοκιμάζεται όσο ποτέ άλλοτε. Σίκουελ της δημοφιλούς ντισνεϊκής επιτυχίας.