“Καμπανάκι” νομικών: Το ψηφιακό Omnibus της ΕΕ για τις επιχειρήσεις, θα γυρίσει μπούμερανγκ
Διαβάζεται σε 5'
Σαράντα δύο νομικοί εμπειρογνώμονες προειδοποιούν για αγωγές στην κατάργηση των εταιρικών κλιματικών υποχρεώσεων.
- 27 Νοεμβρίου 2025 14:42
Την περασμένη εβδομάδα, η πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ της μείωσης των απαιτήσεων για εταιρικό σχεδιασμό μετάβασης, στο πλαίσιο του «πακέτου απλούστευσης Omnibus» – μιας πρωτοβουλίας που αποσκοπεί στη διευκόλυνση της λειτουργίας των επιχειρήσεων στην ΕΕ.
Σαράντα δύο κορυφαίοι νομικοί ακαδημαϊκοί προειδοποιούν τώρα ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε περισσότερες, και όχι λιγότερες, δικαστικές προσφυγές για ζητήματα κλίματος κατά εταιρειών.
Καθώς οι διαπραγματεύσεις εισέρχονται στο τελικό στάδιο του τριλόγου, οι νομικοί κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για αυτή τη σοβαρή ανεπιθύμητη συνέπεια για τις επιχειρήσεις, με επιστολή προς τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής.
Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι, αν η ΕΕ αφαιρέσει το καθολικό και υποχρεωτικό πλαίσιο για τον εταιρικό σχεδιασμό κλιματικής μετάβασης, αυτό θα αυξήσει τον κίνδυνο νομικής ευθύνης για τις επιχειρήσεις. Οι εταιρείες δεν θα επωφελούνται πλέον από εναρμονισμένες απαιτήσεις σε επίπεδο ΕΕ που προσφέρουν σαφήνεια στις υποθέσεις κλιματικής νομολογίας. Αντιθέτως, θα βρεθούν αντιμέτωπες με ένα νομικό τέλμα αβεβαιότητας και αποκλινουσών εθνικών προσεγγίσεων, όπου θα μπορούσαν να βυθιστούν σε αγωγές επειδή δεν ευθυγραμμίζονται με τη Συμφωνία των Παρισίων. Αυτό που μπορεί να φαίνεται ως θετική αλλαγή για τις εταιρείες, ενδέχεται γρήγορα να μετατραπεί σε νομικό εφιάλτη.
Η προειδοποίηση αυτή έρχεται σε μια περίοδο έντονης αύξησης της κλιματικής δικαστηριακής δράσης κατά εταιρειών. Ανάλυση του Grantham Research Institute on Climate Change and the Environment τον Ιούνιο του 2024 έδειξε ότι από τις 230 αγωγές σχετικές με το κλίμα που έχουν κατατεθεί κατά εταιρειών από το 2015, τα δύο τρίτα ξεκίνησαν μετά το 2020. Αυτή τη στιγμή, αρκετές υποθέσεις κατά μεγάλων εταιρειών, εκκρεμούν ενώπιον ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Με την επιδείνωση των κλιματικών καταστροφών, η πιθανότητα νέων αγωγών αυξάνεται.
Ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε αρχικά προτείνει να καταργηθεί η νομική υποχρέωση των εταιρειών να «θέτουν σε εφαρμογή» τα σχέδια κλιματικής μετάβασης στο πλαίσιο της Οδηγίας για τη Δέουσα Επιμέλεια Εταιρικής Βιωσιμότητας (Corporate Sustainability Due Diligence Directive – CSDDD), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, διαγράφοντας πλήρως τα σχέδια μετάβασης από τη θέση του. Η ελληνική κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μια πιο ουδέτερη στάση και δεν έχει δώσει σήματα ότι επιθυμεί ουσιαστική αποδυνάμωση της διάταξης.
Οι διαπραγματεύσεις των επόμενων εβδομάδων θα καθορίσουν το τελικό κείμενο.
Υποχρεώσεις των εταιρειών της ΕΕ για το κλίμα: Το πολιτικό υπόβαθρο
Η νομική συζήτηση γύρω από τα υποχρεωτικά εταιρικά σχέδια κλιματικής μετάβασης έχει τις ρίζες της στην προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εφαρμόσει την Οδηγία για τη Δέουσα Επιμέλεια στη Βιωσιμότητα των Επιχειρήσεων (CSDDD). Πρόκειται για μια εμβληματική νομοθεσία που αποσκοπεί στο να καταστήσει τις μεγάλες επιχειρήσεις υπεύθυνες για τις επιπτώσεις τους στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο περιβάλλον σε ολόκληρη την παγκόσμια αλυσίδα αξίας τους. Κεντρικό στοιχείο της αρχικής πρότασης της CSDDD ήταν η υποχρέωση οι εταιρείες να υιοθετήσουν και να εφαρμόσουν ένα σχέδιο κλιματικής μετάβασης, ώστε η στρατηγική τους να ευθυγραμμίζεται με τον στόχο της Συμφωνίας του Παρισιού για περιορισμό της υπερθέρμανσης στον 1,5 βαθμό.
Η ανάγκη αυτή ήταν ξεκάθαρη: η ΕΕ δεν μπορεί να επιτύχει τους κλιματικούς της στόχους χωρίς τη μείωση των εκπομπών από τις επιχειρήσεις. Η συγκεκριμένη υποχρεωτική και εναρμονισμένη ρύθμιση αποσκοπούσε να προσφέρει νομική σαφήνεια και ενιαίο σημείο αναφοράς σε ολόκληρη την ΕΕ.
Ωστόσο, η απαίτηση αυτή έχει γίνει «θύμα» της πρόσφατης ώθησης για μείωση των κανονιστικών βαρών. Το Πακέτο Οριζόντιας Απλούστευσης, μια πρωτοβουλία που προωθήθηκε από την Επιτροπή για να μειώσει τη γραφειοκρατική επιβάρυνση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, έχει προκαλέσει έντονες πολιτικές τριβές. Αν και η Επιτροπή αρχικά πρότεινε μια ήπια χαλάρωση της απαίτησης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προχώρησε ακόμη περισσότερο, ψηφίζοντας να καταργηθεί πλήρως η υποχρεωτική υποβολή σχεδίου κλιματικής μετάβασης από την CSDDD.
Η τρέχουσα προειδοποίηση από νομικούς μελετητές, καθώς οι διαπραγματεύσεις εισέρχονται στο τελικό στάδιο του τριλόγου, είναι ότι αυτό το μέτρο απλοποίησης μπορεί να αποδειχθεί αντιπαραγωγικό. Με την κατάργηση ενός ενιαίου, υποχρεωτικού ευρωπαϊκού πλαισίου για τα σχέδια κλίματος, οι επιχειρήσεις χάνουν το όφελος ενός σαφούς νομικού προτύπου. Αντί αυτού, κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωπες με ένα σύνθετο μωσαϊκό διαφορετικών εθνικών προσεγγίσεων και με αυξημένη έκθεση σε κλιματικές δίκες, κατά τις οποίες τα δικαστήρια θα αξιολογούν τη συμμόρφωση τους απευθείας βάσει των ευρύτερων, μη εναρμονισμένων στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού – γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερες, και όχι λιγότερες, αγωγές.
Ο βασικός προβληματισμός για τις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις – ιδίως όσες δραστηριοποιούνται σε τομείς υψηλών εκπομπών ή ιδιαίτερα εκτεθειμένους στις κλιματικές επιπτώσεις, όπως η ναυτιλία, η ενέργεια και ο τουρισμός – είναι η απώλεια του εναρμονισμένου νομικού προτύπου που θα παρείχε η υποχρεωτική πανευρωπαϊκή απαίτηση για σχέδιο κλιματικής μετάβασης.
Χωρίς αυτό το ενιαίο σημείο αναφοράς, οι ελληνικές εταιρείες κινδυνεύουν να βρεθούν σε ένα «νομικό βάλτο», εκτεθειμένες σε αυξημένες αγωγές βάσει απρόβλεπτων εθνικών νόμων και διεθνών αρχών (όπως η Συμφωνία του Παρισιού), ακριβώς όπως έχουν προειδοποιήσει οι ειδικοί. Επιπλέον, ακόμη κι αν η ΕΕ τελικά εγκαταλείψει την απαίτηση, οι επιχειρήσεις ενδέχεται να εξακολουθήσουν να δέχονται πιέσεις να διαθέτουν ξεχωριστά κλιματικά σχέδια, καθώς οι επενδυτές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα συνεχίζουν να απαιτούν ευθυγράμμιση με τους κλιματικούς στόχους. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη εργασιακή και διοικητική επιβάρυνση.