Έλενα Καρακούλη: “Παρακολουθώ κρυφά το χειροκρότημα. Κάνω σαν παιδάκι εκεί, το ζω”
Διαβάζεται σε 14'
To θεατρικό έργο “Misery” που τόλμησε φέτος να μας «προσφέρει» άνετα και συγκλονιστικά η σκηνοθέτιδα Ελενα Καρακούλη, θα σε χαράξει για πάντα.
- 22 Δεκεμβρίου 2025 06:29
Η Ελενα Καρακούλη είναι σκηνοθέτιδα, καθηγήτρια, συγγραφέας, μητέρα, σύντροφος (του αγαπημένου μας ηθοποιού Νίκου Ψαρρά), φίλη. Και πόσες άλλες γυναίκες ακόμη -θα μου πείτε- δεν ανταπεξέρχονται με επιτυχία σε τόσους ρόλους. Γιατί είναι, άραγε, το πρώτο πράγμα που αναφέρω για εκείνη;
Γιατί οι πιο πολλοί από αυτούς αφορούν ένα ευρύτερο κοινό (σκηνοθεσία, συγγραφή) και ένα ευρύτερο καλό (διδασκαλία). Και τότε έχει σημασία να κάνεις τα πράγματα με ήθος, συνέπεια, συνείδηση. Υπευθυνότητα. Κάτι που τη χαρακτηρίζει, επίσης, είναι η διακριτικότητα και η αβίαστη άνεση με τις οποίες λειτουργεί σε όλα τούτα. Είναι μια ευγενική όμορφη γυναίκα, μέσα έξω, είναι ένας βάσιμος συνομιλητής και μια επαγγελματίας απρόβλεπτη. Θα ρισκάρει.
Θα γράψει στο «Δέκα Τρόποι να Εκτεθείς» ακριβώς αυτό που λέει ο τίτλος, όσα αποσιωπούνται συνήθως, εκθέτοντας εαυτόν χωρίς φόβο και περιστροφές, ενώ στο θέατρο θα τολμά συνεχώς σκληρά έργα, πολλαπλών επιπέδων και ερμηνειών. Εχει πολλές γωνίες, ανησυχίες, δωματιάκια στην ψυχή της αυτή η γλυκιά γυναίκα που έχω απέναντί μου. Στο βάθος, εκεί που συναντιέσαι μόνο στα όνειρά σου και στη συχνά δύσκολη υπο ή α – συνείδητη αλήθεια σου. Δεν θα τα πει όλα, αλλά στο καθηλωτικό σοκαριστικό “Misery” τα κάνει πράξη.
Πώς σκέφτηκες, λοιπόν, να σκηνοθετήσεις το «Misery»; Γιατί αυτό;
Ήταν ένα έργο που το είχα στα υπόψη μου αλλά η πρόταση, ουσιαστικά, έγινε από τη Φιλαρέτη Κομνηνού. Αυτό με διευκόλυνε πολύ, γιατί αν και έχω διαβάσει πάρα πολλά έργα, μου είναι πιο εύκολο να τα προτείνω σε κάποιον. Όταν πρόκειται για μένα, ζορίζομαι λίγο να επιλέξω. Οπότε αυτή η πρόταση λειτούργησε ως από μηχανής θεός, γιατί ήθελα πάρα πολύ να σκηνοθετήσω αυτό το έργο.
Πόσα έργα έχεις κάνει μέχρι σήμερα;
Αυτό είναι το έκτο. Πρέπει κάτι να κάνει την καρδιά μου να χτυπήσει για να το κάνω πράξη. Αυτό ισχύει και για το γράψιμο αλλά και για οτιδήποτε άλλο κάνω. Πρέπει να μιλάει μέσα μου.
Από όσο σε ξέρω, θα περίμενα να ασχολείσαι με πιο ρομαντικά θέματα, παρ’ όλο που είσαι μια πολύ δυναμική γυναίκα. Ή τουλάχιστον με θέματα που θα είχαν λιγότερη σκληρότητα απ’ ό,τι έχει το «Misery» -αυτό με εντυπωσιάζει.
Σκληρότητα, ε; Εγώ θα έλεγα αλήθεια. Εχω μάθει μεγαλώνοντας ότι όποια σκοτάδια έχω, είναι δικά μου, βαθιά. Μου αρέσει να είμαι ευγενική με τους ανθρώπους, να είμαι ανοιχτή και αισιόδοξη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όσα αισθανόμαστε δεν είναι ένα «προϊόν» επεξεργασίας -θέλω να πω ότι δεν ήταν πάντα ρόδινα τα πράγματα.
Μεγάλωσες εύκολα ή δύσκολα οικογενειακά;
Δεν θα έλεγα ότι είχα μια δύσκολη οικογένεια, αλλά το πώς λειτουργούμε ακόμα και μέσα σε ένα πλαίσιο που θεωρείται υγιές, ας πούμε,
είναι πολύ υποκειμενικό. Εγώ νομίζω ότι ποτέ δεν χωρούσα στην πραγματικότητα εντελώς.
Με ποια έννοια;
Με την έννοια ότι κάτι περίσσευε πάντα. Δηλαδή, δεν ήμουν ποτέ ο άνθρωπος που με έβαζες σε μια ομάδα και λειτουργούσα με ομαδικό πνεύμα. Ήμουν πολύ αντιδραστική σε πολλά πράγματα. Και ακόμα είμαι. Δηλαδή, δεν δημιουργώ προβλήματα αλλά έχω τις στιγμές μου. Μου αρέσει να έχω και το μοναχικό κομμάτι.
Τα πιο προσωπικά σου ζόρια, ποια ήταν όταν ήσουν έφηβη;
Η ελευθερία ήταν ένα θέμα, τα όρια πάντα με στένευαν. Πάντα ήθελα να αποδράσω από κάτι, πάντα είχα αυτή την ανάγκη.
Τη σκληρότητα που διακρίνω εγώ στο «Misery», εσύ τη λες αλήθεια. Εσένα ουσιαστικά τι σε αφορούσε σε αυτό το έργο;
Όπως ξέρεις, είμαι στη φάση που γράφω. Εδώ πέρα, λοιπόν, έχουμε έναν συγγραφέα. Είμαστε μέσα στο μυαλό του. Εγώ έτσι το είδα τουλάχιστον. Μέσα στο μυαλό αυτού του ανθρώπου υπάρχουν διάφορα θέματα που έχουν να κάνουν με το τι θέλει να γίνει, τι θέλει να γράψει, το κοινό του, γιατί είναι και γοητευτικός, διάσημος, πετυχημένος…
Μπαίνουν όλα αυτά τα θέματα της δημιουργίας, δηλαδή κάθομαι να φτιάξω κάτι. Για ποιον το φτιάχνω; Εγώ έχω πάρα πολλά πράγματα στο συρτάρι. Κάποια στιγμή εκτίθεσαι. Αυτό το πράγμα κάπου ακουμπάει. Κάποιος σε αγγίζει. Τι κάνεις μετά; Ποιο είναι το επόμενό σου βήμα; Δηλαδή, αυτά τα θέματα που έχουν να κάνουν με τη δημιουργία, ας πούμε, μου άρεσαν πάρα πολύ. Και μετά βέβαια μπήκε και το κομμάτι της Άνι Γουίλκς, η οποία είναι η νούμερο 1 θαυμάστριά του αλλά και τοξική, θα λέγαμε σήμερα. Σήμερα μιλάμε για τοξικές σχέσεις. Δηλαδή είναι οι σχέσεις που κάποιος άνθρωπος θα σε προσεγγίσει με έναν πολύ κανονικό τρόπο αρχικά και σιγά σιγά θα αρχίσει ένα παιχνίδι του μυαλού, το οποίο θα γίνει χειραγώγηση και όλα τα υπόλοιπα.
Είπες για τον συγγραφέα και ποιο είναι το επόμενο βήμα. Το δικό σου ποιο είναι, κάθε φορά που τελειώνει κάτι; Είναι το επόμενο έργο, προφανώς, αλλά το συγκρίνεις με το προηγούμενο και αγχώνεσαι αν θα είναι εξίσου καλό;
Η αγωνία μου έχει να κάνει με το ότι δεν με ενδιαφέρει καθόλου, αν επαναλαμβάνομαι. Με ενδιαφέρει να βρω πάλι έναν κόσμο που θα μπω μέσα του, γιατί αυτό θα μου πάρει τουλάχιστον ένα χρόνο από τη ζωή μου. Εννοώ, θα το κουβαλάω, θα διαβάζω γι’ αυτό, θα βλέπω ταινίες. Αρα θέλω να μου αρέσει να το ζω. Γι’ αυτό και δεν κάνω άλλες δουλειές παράλληλα, δεν θα μπορούσα να το υποστηρίξω. Επίσης έχω ένα παιδί 11,5 χρονών, που πρέπει να είμαι κοντά του. Εχω τα μαθήματα που κάνω χρόνια τώρα στη Γερμανική αλλά τα έχω μειώσει ευτυχώς πάρα πολύ. Κάνω και φιλοσοφία. Κατάφερα μετά από 25 χρόνια να πω, παιδιά, δεν μπορώ να τα κάνω όλα σε αυτή τη ζωή. Αν καταφέρνω να κάνω μία σκηνοθεσία τον χρόνο, είναι πολύ καλά.
Το αποτέλεσμα της εμπορικής επιτυχίας ή της αποτυχίας σε απασχολεί;
Δεν έχω το άγχος που έχει ο παραγωγός αλλά, κακά τα ψέματα, όταν κάνεις κάτι, θέλεις να αρέσει, δεν είμαι υπεράνω. Δηλαδή, όταν έβγαλα το βιβλίο «Δέκα τρόποι να εκτεθείς», χάρηκα που άρεσε στον κόσμο και κάποιοι άνθρωποι που δεν τους ήξερα κιόλας, μου έλεγαν ότι ταυτίστηκαν. Δηλαδή πήρα μια χαρά που δεν την είχα υπολογίσει αλλά με τροφοδότησε και τώρα κάνω το επόμενο. Το ίδιο ισχύει και με το θέατρο. Πηγαίνω, ας πούμε, και βλέπω πώς παρακολουθεί ο κόσμος, το χειροκρότημα. Κάνω σαν παιδάκι εκεί, το ζω.
Καταλαβαίνεις γιατί μπορεί κάτι να πήγε ή να μην πήγε καλά;
Πολλά μπορεί να παίζουν ρόλο -είναι τι κριτήρια βάζεις. Είναι τι θέλει και η εποχή. Τώρα, ας πούμε, ζούμε μια εποχή που βλέπω ότι το πολιτικό θέατρο είναι πολύ στα πάνω του. Εγώ, γενικά, δεν λειτουργώ με αυτό το κριτήριο, δεν μπορώ να κάνω στρατευμένη τέχνη. Ξέρω ποιες είναι οι μόδες αλλά δεν λειτουργώ ποτέ με αυτό το κριτήριο γιατί ξέρω ότι δεν θα τα πάω καλά κάπου που δεν συγκινούμε η ίδια.
Είναι και οι ηθοποιοί ένα κίνητρο, παίζουν ρόλο -ανεξαρτήτως σκηνοθεσίας;
Πάρα πολύ σημαντικό. Το πιο σημαντικό, δηλαδή, η χημεία. Αυτό μπορείς στην πρόβα να το διαισθανθείς και να το καλλιεργήσεις μέσα από τους αυτοσχεδιασμούς που θα γίνουν αλλά δεν μπορείς να το προβλέψεις, ούτε να το σιγουρέψεις.
Εδώ τώρα έχουμε να κάνουμε με δύο ηθοποιούς, τη Φιλαρέτη Κομνηνού και τον Αναστάση Ροϊλό, που ενώ είναι από άλλες γενιές, έχουν φοβερή χημεία. Η Φιλαρέτη ήταν δασκάλα του Αναστάση στη Σχολή του Εθνικού και υπάρχει και συγγένεια, γιατί ο Αναστάσης θα βαφτίσει την εγγονή της. Αυτοί οι δύο άνθρωποι έχουν μια σχέση χρόνων.
Εχεις σπουδάσει σκηνοθεσία;
Όχι. Έχω κάνει φιλολογία, θεατρολογία, δραματουργία στη Γερμανία.
Και αυτό που, στην ουσία, ήταν το practice για μένα, ήταν ότι ήμουν στο Εθνικό Θέατρο και στη Γερμανία, ως δραματολόγος, μέσα σε παραστάσεις.
Τι σημαίνει δραματολόγος; Ποια είναι η δουλειά του;
Πρώτα απ’ όλα φτιάχνεις προγράμματα και επιλέγεις έργα. Επί Χουβαρδά διάβαζα σύγχρονα έργα, και ελληνικά και γερμανικά, και τα πρότεινα για το ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου. Το πιο ενδιαφέρον για μένα ήταν ότι δεν είναι δουλειά γραφείου, έμπαινα στις πρόβες. Από την πρόβα του Γιώργου Λάνθιμου μέχρι του Γκότσεφ, μέχρι του Χουβαρδά…
Και τι έκανες εκεί;
Ο ρόλος είναι να είσαι στην πρόβα κάπως σαν σύμβουλος του σκηνοθέτη. Δηλαδή να επισημαίνεις κάποια σημεία, αν θέλει να κάνει το τάδε έργο, να το εμπλουτίσεις, να παρατηρήσεις κάτι, τέτοια πράγματα. Στη Γερμανία αυτό έχει πολλή βαρύτητα. Εδώ, στην Ελλάδα, δεν είναι ακριβώς έτσι, αλλά αυτό εμένα μου επέτρεψε να κάνω «κατασκοπεία». Δηλαδή να μπω μέσα στην πρόβα πολύ διαφορετικών ανθρώπων, να δω τι μέθοδο έχει ο κάθε σκηνοθέτης, πώς πλησιάζει τους ηθοποιούς, πώς κάνει μια πρόβα. Αυτό για μένα ήταν καλύτερο και από σπουδές.
Εσύ πώς στήνεις μια παράσταση;
Εγώ πριν μπω στην πρόβα και αρχίσει όλο αυτό το ομαδικό αλισβερίσι και με τους συνεργάτες, μένω αρκετό καιρό μόνη μου με τον συγγραφέα. Ας πούμε, εγώ και ο Σαμ έχουμε γίνει φοβεροί φίλοι. Έχω διαβάσει τα πάντα για αυτόν -ό,τι έχει γράψει, έχω δει συνεντεύξεις του… Κάθομαι δυο-τρεις μήνες μαζί του και δεν μοιράζομαι τίποτα από όλο αυτό. Αρχίζει και γεννιέται κάτι και μετά έρχεται η ερώτηση, «αυτό το πράγμα πώς γίνεται σήμερα;» -αλλά όχι με την έννοια του να γίνει κάτι μοντέρνο ή μη αναμενόμενο. Μου αρέσει να τα μεταφράζω και να τα διασκευάζω εγώ τα έργα.
Εδώ τώρα δεν έγινε η διασκευή ούτε η μετάφραση, γιατί ήταν έτοιμο, αλλά και πάλι το έφερα στα μέτρα μου. Και μετά αρχίζει το μοίρασμα, οι συνεργάτες. Με τον Θοδωρή Οικονόμου, που έφτιαξε τη μουσική, ήπιαμε δύο καφέδες και μετά ο άνθρωπος έφερε ακριβώς αυτή που ταίριαζε. Γενικά στους συνεργάτες μου μεταφέρω μία αίσθηση του πώς είναι αυτός ο κόσμος στο κεφάλι μου. Από εκεί και πέρα, πρέπει να δείξεις μια εμπιστοσύνη στους ανθρώπους που έχεις επιλέξει.
Η μέθοδός μου είναι να φτιάχνω ένα περιβάλλον ελευθερίας και χαράς για να περνάμε όλοι καλά και εκεί οι άνθρωποι αρχίζουν και παίζουν, αρχίζουν και προτείνουν -και είναι ελεύθεροι να το κάνουν. Γιατί υπάρχουν και σκηνοθέτες που θεωρούν ότι είναι τόσο ιδιοφυείς, που το όποιο ταλέντο του άλλου το στραγγαλίζουν. Εγώ, λοιπόν, όταν έχω πάρει την Εύα Μανιδάκη ή τον Θοδωρή Οικονόμου, πρέπει να τους αφήσω ελεύθερους να εκφραστούν. Πιστεύω ότι η δουλειά του σκηνοθέτη είναι να έχει κάτι στο κεφάλι του ισχυρό και μετά να έχει την εξυπνάδα, να φτιάξει το περιβάλλον και να «κλέψει» αυτά που θα του φέρουν οι άλλοι.
Αφήνεις το έργο κάποια στιγμή ή είσαι από τους σκηνοθέτες που πηγαίνουν κάθε μέρα, παρατηρούν, παρεμβαίνουν…
Πηγαίνω, γιατί πιστεύω ότι είναι ένας ζωντανός οργανισμός, αλλά δεν παρεμβαίνω ιδιαίτερα, ο σκηνοθέτης πρέπει να βγαίνει από το παιχνίδι και να αρχίζουν πια οι ηθοποιοί. Η παράσταση, δύο εβδομάδες μετά τη γενική πρόβα είναι πάντα καλύτερη, γιατί έχουν βρεθεί πράγματα, έχουν κάτσει λίγο κάποιες προθέσεις… Εμένα μου αρέσει να πηγαίνω μια φορά τη βδομάδα, να βλέπω την παράσταση, να σκέφτομαι, να επαναφέρω δυο-τρία πράγματα που είναι εύκολο να χαθούν αλλά όχι σαν τον σπασίκλα.
Ας πούμε λίγο για τους χαρακτήρες. Σίγουρα έχουμε να κάνουμε με μια διαταραγμένη γυναίκα, αλλά και ο Πολ Σέλντον δεν έχει ένα κομμάτι ευθύνης σε όλο αυτό που συμβαίνει;
Εννοείται -μα είναι το άλλο μισό. Κατ’ αρχάς να πούμε ότι όλο αυτό είναι αρκετά αυτοβιογραφικό και για τον Στίβεν Κινγκ. Δηλαδή ο Στίβεν Κινγκ είχε κι εκείνος ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα, είχε μια γυναίκα που τον έβαζε να γράφει και είχε και πάρα πολλές εξαρτήσεις -από ναρκωτικά κ.λπ. Χρειαζόταν πάντα την πειθαρχία. Ο Πολ Σέλντον είναι το alter ego του Στίβεν Κινγκ, ο οποίος μας λέει ότι εδώ έχουμε έναν άνθρωπο που είναι ταλαντούχος αλλά έχει και τον ναρκισσισμό του.
Δεν χρειάζεται όμως και να τον πληρώσει έτσι. Εμένα με απασχολούσε, ακόμα και όταν τον έχει δεμένο στο κρεβάτι, όταν αυτή αρχίζει και λέει όλα αυτά για τη Mίζερι, εκείνος δεν μπορεί να κρύψει ότι κολακεύεται. Τι είναι αυτό λοιπόν που κάνει κάποιον να γοητεύεται και να έχει ανάγκη τον θαυμασμό; Στο τέλος της παράστασης -και ελπίζω να φαίνεται- αυτός είναι διαταραγμένος πια. Συμφιλιώνεται τελικά με την Άνι Γουίλκς αλλά εκείνος είναι που πάει στη δική της περιοχή και εκείνη στη δική του.
Δεν απαντάς πάντως με συγκεκριμένο τέλος.
Τελειώνω κάπως διαφορετικά σε σχέση με το βιβλίο, γιατί γενικώς αγαπάω πολύ το ανοιχτό τέλος. Εδώ, η φιλοσοφία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, γιατί εμένα με ενδιαφέρει πιο πολύ η ερώτηση παρά η απάντηση. Μου αρέσει οι θεατές να φεύγουν με μια αναζήτηση. Επίσης, ήθελα να τελειώνει με ένα χαμόγελο η παράσταση.
Ο ρόλος της Φιλαρέτης; Μοναδική ερμηνεία και δύσκολη.
Πράγματι! Η Φιλαρέτη, το έχει δηλώσει νομίζω και σε μια συνέντευξή της, είχε τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις stalker, την απασχολούσε πάρα πολύ και σε προσωπικό επίπεδο αυτό. Eμείς όμως πήγαμε σε αυτή την παράσταση πιο βαθιά από «την εμμονική θαυμάστρια κάποιου». Υπάρχουν τρεις ποιότητες στον ρόλο της. Σε ένα πρώτο επίπεδο, είναι προφανώς η ευέξαπτη, που θα πάθει την κρίση. Εκεί που κάθεται και μιλάει, αρχίζει και τρέμει…
Θα μπορούσε να είναι έτσι όλη η παράσταση. Αυτό που πιστεύω εγώ, το δικό μου στοιχείο, είναι ότι η Άνι Γουίλκς δεν έχει κόλλημα με τον Πολ Σέλντον αλλά με την πρωταγωνίστρια των έργων του, τη Μίζερι. Για αυτό την ήθελα και με το φόρεμα που φοράει το κοριτσίστικο, εκεί στο κουζινάκι, για να δείχνει πιο γυναίκα. Το κάνει με έναν άγαρμπο τρόπο, γιατί δεν μπορεί να το κάνει αλλιώς, αλλά αυτή η σκηνή εμένα με κάνει να αισθανθώ ότι ακόμα και αυτό το τέρας που είναι η Ανι Γουίλκς, είναι ένα πληγωμένο πλάσμα. Επίσης αυτή είναι νοσηλεύτρια και έχει κάτι το περιποιητικό, που είναι μια άλλη ποιότητα.
Οπότε, υπήρχε μια μεγάλη γκάμα για τη Φιλαρέτη στην οποία ανταπεξήλθε εξαίσια. Όπως και ο Αναστάσης στη δική του που επίσης πάλλεται πολλαπλώς. Αξιέπαινοι αμφότεροι!
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Συγγραφέας: Stephen King | Θεατρική Δισκευή: William Goldman
Σκηνοθεσία: Έλενα Καρακούλη | Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος
Πρωτότυπη Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Σκηνογραφία: Εύα Μανιδάκη | Ενδυματολογία: Αλέγια Παπαγεωργίου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασσόπουλος | Κινησιολογία: Φαίδρα Σούτου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ευθύμης Χρήστου
Βοηθός Σκηνογράφου: Άννα Μπίζα
Βοηθός Ενδυματολόγου: Φλώρα Σαμπροβαλάκη
Φωτογραφία / Trailer: Πάτροκλος Σκαφίδας
MISERY: Θέατρο Ανεσις, Λεωφ. Κηφισίας 14, τηλ. 210 008 0900