Εμανουέλ Μακρόν: Ο τελευταίος των ευρωπαϊστών

Εμανουέλ Μακρόν: Ο τελευταίος των ευρωπαϊστών
Ο Εμανουέλ Μακρόν Gonzalo Fuentes; Pool via AP

Ο Μακρόν δεν είναι ένας πολιτικός χωρίς ιδεολογία. Η πολιτική ιδεολογία του είναι αυτή του ακραίου κέντρου. Μια ανάλυση για την επόμενη μέρα στη Γαλλία.

Ο Εμανουέλ Μακρόν είναι αναμφισβήτητα ένας άνθρωπος που ξέρει να επιβιώνει πολιτικά. Η επανεκλογή του στην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας είναι η καλύτερη απόδειξη, μολονότι αυτή ποτέ δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά από τους περισσότερους αναλυτές -πλην της περίπτωσης ενός απρόβλεπτου ιστορικού ατυχήματος. Το γεγονός ότι το εν λόγω ιστορικό ατύχημα, ονόματι Μαρίν Λεπέν, αποσοβήθηκε για δεύτερη φορά μετά το 2017, προκάλεσε έναν μεγάλο αναστεναγμό ανακούφισης τόσο εντός της Γαλλίας όσο και στην Ευρώπη γενικότερα.

Κάπου εδώ σταματούν όμως τα ευχάριστα νέα. Και θα ήταν μείζον σφάλμα -από αυτά στα οποία είναι δυστυχώς επιρρεπή τα ανώτερα επίπεδα της ευρωπαϊκής πολιτικής και διανοητικής ιεραρχίας στις μέρες μας- να μείνει κανείς σε αυτή την επιδερμική και κοντόφθαλμη ανάγνωση της πολιτικής κατάστασης σε μια από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές χώρες: ο ορθολογισμός επικράτησε του λαϊκισμού, ο κίνδυνος απετράπη, συνεχίζουμε κανονικά.

Αγάπη μου, ξέχασα την Αριστερά

O ίδιος ο Μακρόν έδωσε κάποια δείγματα στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο εκλογικών γύρων ότι αντιλαμβανόταν το εκλογικό αποτέλεσμα λιγότερο ως δική του νίκη και μάλλον ως αναγκαστική δημοκρατική πανστρατιά για την αναχαίτιση μιας ακροδεξιάς προέδρου στο Μέγαρο των Ηλυσίων: «Αγάπη μου, ξέχασα την Αριστερά», όπως αναγράφηκε σε ένα ευφυές πρωτοσέλιδο, για να καταδειχθεί η σπουδή του να υιοθετήσει περισσότερο φιλολαϊκές θέσεις ενόψει του δεύτερου και καθοριστικού γύρου.

Εν τούτοις, ο Μακρόν είναι, σε τελική ανάλυση, ακόμα ένας κατεξοχήν νεοφιλελεύθερος πολιτικός, βγαλμένος από το ίδιο καλούπι από όπου έχουν βγει τόσοι ηγέτες (εντός ή εκτός εισαγωγικών) τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη -πράγμα που ίσως είναι η καλύτερη εξήγηση για την κακοδαιμονία από την οποία η τελευταία δείχνει ανίκανη να ξεφύγει. Και με όλα τα συναφή χαρακτηριστικά: μια δήθεν τεχνοκρατική επάρκεια, η οποία παγίως διαψεύδεται στην πράξη, απολιτίκ λόγος περί του τέλους των ιδεολογιών και σκληρή ατζέντα ιδιωτικοποιήσεων και απορρύθμισης του κοινωνικού κράτους, κατά κανόνα σε συνδυασμό με την πατροπαράδοτη δεξιά καταστολή και αλαζονεία. Ως τέτοιος, είναι και αυτός επιρρεπής στο ψευδεπίγραφο ιδεολόγημα των δύο άκρων, που, αναπόδραστα, καταλήγει να ενισχύει το ένα και μοναδικό άκρο: την ακροδεξιά και τον φασισμό.

Μολονότι, ομολογουμένως, επιχειρήματα του τύπου «δεν γλίτωσε η Γαλλία από τον ακροδεξιό λαϊκισμό για να πέσει στα χέρια του ακροαριστερού» ακούγονται μάλλον συχνότερα στην Ελλάδα παρά στην ίδια τη Γαλλία (για ευνόητους λόγους), ο Μακρόν δεν είναι ένας πολιτικός χωρίς ιδεολογία. Η πολιτική ιδεολογία του είναι αυτή του ακραίου κέντρου, όπως μάλιστα ο ίδιος συνομολογεί -για να διαψεύσει όσους διατείνονται ότι ο όρος «ακραίο κέντρο», όπως και ο «νεοφιλελευθερισμός», είναι αδόκιμοι και στην πραγματικότητα ανυπόστατοι.

πρόεδρος των πλουσίων και των τραπεζών

Εξάλλου, ο βίος και η πολιτεία του επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές: είναι ο «πρόεδρος των πλουσίων και των τραπεζών», ο πολιτικός που αφήνει ως παρακαταθήκη της πρώτης του προεδρικής θητείας τις αθρόες φοροαπαλλαγές υπέρ των ανώτερων εισοδημάτων, την άγρια αστυνομική βία κατά των Κίτρινων Γιλέκων, ένα από τα πιο σκληρά lockdown στην Ευρώπη (μαζί με την ελληνική εκδοχή), την κατάχρηση των διατάξεων έκτακτης ανάγκης και μια νομοθεσία περί «καθολικής ασφάλειας» η οποία «λύνει τα χέρια των δυνάμεων ασφαλείας» (και ο νοών νοείτω). Είναι, επομένως, εξαιρετικά δύσκολο να πιστέψει κανείς, όσο καλόπιστος κι αν είναι, ότι «πήρε το μήνυμα των ψηφοφόρων» και ότι τα όποια πρόσφατα ανοίγματά του στην αριστερή ατζέντα είναι κάτι άλλο παρά πολιτικός οπορτουνισμός -επίσης κλασικό χαρακτηριστικό του ακραίου κέντρου.

Εάν υπάρχει κάτι που μπορεί να βάλει ένα ξεκάθαρο όριο στην ακροκεντρώα ατζέντα του -όχι και τόσο θριαμβευτικά–-επανεκλεγέντα Γάλλου προέδρου, αυτό είναι, πρώτον, το ένστικτο της πολιτικής επιβίωσης (εάν υποθέσει κανείς ότι το διαθέτει) και, δεύτερον και σημαντικότερο, οι Γάλλοι ψηφοφόροι. Οι οποίοι τις δύο τελευταίες δεκαετίες στέλνουν συνεχώς προειδοποιητικά σινιάλα στο γαλλικό -και, κατ’ επέκταση, στο ευρωπαϊκό- πολιτικό κατεστημένο, χωρίς να έχουν ως τώρα εισακουστεί. Το 42% της Μαρίν Λεπέν είναι μόνο το πιο πρόσφατο από αυτά -το πρώτο ήταν η απόρριψη του σχεδίου ευρωσυντάγματος το μακρινό 2005, όταν η δυστοπία που βιώνει σήμερα η Ευρώπη και ο κόσμος ήταν μόνο ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

Επειδή, λοιπόν, ουδείς με πολιτικό αισθητήριο μπορεί να πιστέψει ότι ο Μακρόν έχει την αναγκαία πολιτική ευαισθησία και διορατικότητα για να πιάσει τα ως άνω σινιάλα και, κυρίως, να κάνει κάτι χειροπιαστό με βάση αυτά, η καλύτερη δυνατή προοπτική για το πολιτικό μέλλον της Γαλλίας έρχεται με τη μορφή της νίκης ενός ευρύτατου αριστερού συνασπισμού υπό τον Ζαν Λικ Μελανσόν στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου. Ο Μελανσόν -ένας πολιτικός, ειρήσθω εν παρόδω, από τον οποίο δεν απουσιάζουν τα τρωτά σημεία- δείχνει να έχει ένα ρεύμα ανόδου που είναι αρκετά πιθανό να μετατραπεί σε ρεύμα νίκης, ιδίως αν καταφέρει να σχηματίσει μια στέρεα πολιτική συμμαχία με άλλους όμορους πολιτικά χώρους (κυρίως με τους καταποντισμένους Σοσιαλιστές, οι οποίοι επί της αρχής τον στηρίζουν, αλλά με ηχηρές διαφοροποιήσεις ιστορικών στελεχών τους), πράγμα που προϋποθέτει συμβιβασμούς, υποχωρήσεις και υπερβάσεις που δεν είναι εύκολες.

Μια νίκη του Μελανσόν και η συνακόλουθη άνοδός του στην πρωθυπουργία θα επανέφερε το σχήμα της συγκατοίκησης ενός δεξιού προέδρου κι ενός αριστερού πρωθυπουργού (και αντιστρόφως) που δεν είναι διόλου ξένο στη γαλλική πολιτική ιστορία. Θα επανερχόταν, με τον τρόπο αυτό, μια κάποια ισορροπία με τη μορφή των «checks and balances». Το σημαντικότερο, θα προσέφερε πολύτιμη διέξοδο και φωνή σε μια γαλλική κοινωνία η οποία εδώ και χρόνια βρίσκεται επικίνδυνα κοντά στο χείλος. Χωρίς αυτήν τη διέξοδο, χωρίς μια δικλίδα ομαλής κοινωνικής και πολιτικής εκτόνωσης, οι πιθανότητες είναι ότι, ακόμα κι αν δεν προηγηθεί μια βίαιη κοινωνική έκρηξη με άγνωστη μορφή και έκταση, την επόμενη φορά το «ατύχημα» δεν θα αποφευχθεί. Η ρητορική της επιλογής του «μικρότερου κακού» έχει φτάσει στα όριά της και δεν απέχει πολύ από το να θεωρηθεί (και δικαίως) πολιτικός εμπαιγμός του λαού.

Η “Μεγάλη Ευρωπαϊκή Επανεκκίνηση”

Υπάρχει όμως και μια διάσταση της θέσης στην οποία βρίσκεται σήμερα ο Μακρόν που θα αρκούσε ίσως για να τον χαρακτηρίσει κανείς «τραγική φιγούρα», με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου. Αρκεί να θυμηθούμε ότι πρόκειται για τον άνθρωπο που ξεκίνησε την πρώτη προεδρική του θητεία με ένα παθιασμένο κάλεσμα για τη Μεγάλη Ευρωπαϊκή Επανεκκίνηση από τον εξόχως συμβολικό χώρο της Πνύκας. Το ενδιαφέρον με την περίπτωση Μακρόν είναι ότι, σε αντίθεση με τους περισσότερους ομολόγους του στις άλλες εθνικές πρωτεύουσες ή και στην ίδια την έδρα της ΕΕ, οι συνεχείς αναφορές του στην ευρωπαϊκή αυτονομία, την ευρωπαϊκή ανεξαρτησία και αυτεξουσία και την ευρωπαϊκή κυριαρχία ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, ειλικρινείς. Το γεγονός αυτό δεν μεταβάλλεται από το προφανές, ότι δηλαδή ο ευρωπαϊσμός του Μακρόν πάντα ήταν η έκφραση των συμφερόντων της γαλλικής άρχουσας τάξης, που διεκδικούσε την επάνοδό της στο τιμόνι των ευρωπαϊκών υποθέσεων έπειτα από πολλά χρόνια παραγκωνισμού της από την πανίσχυρη Γερμανία. Και πράγματι, μετά την έξοδο της Άνγκελα Μέρκελ, ο δρόμος φαινόταν ανοιχτός για μια -σχετική, έστω- «γαλλική επαναφορά», με τον Μακρόν επικεφαλής.

Άνγκελα Μέρκελ και Εμανουέλ Μακρόν John Thys, Pool Photo via AP

 

Οι όποιες -λιγότερο ή περισσότερο ρεαλιστικές- προοπτικές για κάτι τέτοιο, εάν υπήρξαν ποτέ, έχουν πλέον βουλιάξει ανεπίστρεπτα στη λάσπη των πεδίων μαχών της Ουκρανίας. Πίσω από τη ρητορική περί ενότητας και αρραγούς μετώπου, η Ευρώπη παρουσιάζει μια αξιοθρήνητη πολιτική εικόνα διάσπασης και ανετοιμότητας ενώπιον της χειρότερης κρίσης στη σύγχρονη Ιστορία της -σαν να μην αρκούσαν ήδη η οικονομική και η πανδημική. Ανίκανη να αντιμετωπίσει τις ανυπολόγιστες συνέπειες του πολέμου στην οικονομία, την εφοδιαστική αλυσίδα και την ενεργειακή της επάρκεια, δείχνει να υπνοβατεί υπό το κράτος ενός τυφλού φιλοπόλεμου παροξυσμού, ο οποίος την εμποδίζει να πράξει το προφανές: να επιδιώξει πάση θυσία την άμεση κατάπαυση του πυρός προωθώντας ένα σχέδιο ειρήνευσης με ευρωπαϊκή σφραγίδα, να αποτρέψει την περαιτέρω κλιμάκωση και να διασώσει ό,τι μπορεί ακόμα να διασωθεί -και αν μπορεί- από τη μεταψυχροπολεμική ισορροπία ασφάλειας στη Γηραιά Ήπειρο, που έχει γίνει θρύψαλα. Αυτή θα ήταν μια κίνηση αντάξια μιας Ευρώπης πράγματι αυτεξούσιας και κυρίαρχης. Αντ’ αυτού, ρίχνει πρόθυμα νερό στο μύλο των υποστηρικτών στο δυτικό στρατόπεδο του πολέμου με κάθε μέσο. Ακόμα και σε επίπεδο ρητορικής, ο στόχος πλέον δεν είναι η επαναφορά στο status quo ante και η διασφάλιση της εδαφικής κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας στο πλαίσιο μιας γενικής ειρηνευτικής συμφωνίας με αμοιβαίους συμβιβασμούς, αλλά η ήττα της Ρωσίας στο πεδίο της μάχης και η αντανάκλαση αυτής στη γενική θέση της χώρας ως γεωπολιτικού και οικονομικού παράγοντα.

ΕΕ και ΝΑΤΟ

Πρόκειται για μια επιλογή αυτοκαταστροφική για την Ευρώπη, ανεξάρτητα από το εάν η Ρωσία θα «ηττηθεί» ή όχι -ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτή η λέξη εν προκειμένω. Αντί της περίφημης ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας που οραματιζόταν ο Μακρόν, η ΕΕ ποτέ δεν υπήρξε σφιχτότερα δεμένη στο διατλαντικό πολεμικό άρμα από σήμερα. Η στρατηγική της χειραφέτησης από τον Μεγάλο Υπερατλαντικό Σύμμαχο έχει κόστος και προϋποθέτει πολιτικό θάρρος, διορατικότητα και παρρησία, που λάμπουν διά της απουσίας τους από τη σημερινή Ευρώπη. Ευρωπαϊκή πολιτική ασφάλειας απλά δεν υφίσταται, ούτε είναι νοητή εκτός του πλαισίου του ΝΑΤΟ, εξού και η σπουδή της Σουηδίας και της Φινλανδίας, αμφοτέρων κρατών-μελών της ΕΕ, να ενταχθούν στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Αντί για την επανεκκίνηση της διαδικασίας ολοκλήρωσης, παρατηρείται μια άνευ προηγουμένου στοίχιση πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες απέναντι στη Ρωσία -μελλοντικά δε και απέναντι στην Κίνα.

Προφανώς, η Ευρώπη έχει πάψει να είναι το κέντρο του κόσμου εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, ποτέ άλλοτε δεν φαινόταν τόσο αποκομμένη από την πραγματικότητα ενός κόσμου πολύ μεγαλύτερου από την ίδια, αλλά και από τη «Δύση», ούτε τόσο πρόθυμη να αποδεχθεί τον υποβιβασμό της σε περιφερειακό γεωπολιτικό παράρτημα ενός ολότελα ανισοβαρούς διατλαντικού συνεταιρισμού ως δήθεν ένδειξη «ισχύος και επιρροής».

Και ο Μακρόν; Ο Γάλλος πρόεδρος έδειξε από νωρίς να καταλαβαίνει τι θα σήμαιναν όλα αυτά για το ευρωπαϊκό του όνειρο. Γι’ αυτό προσπάθησε -και απέτυχε παταγωδώς- να διατηρήσει κάποιους διαύλους επικοινωνίας με τη Μόσχα ανοιχτούς. Εξ αυτού του λόγου, μάλιστα, κατηγορήθηκε και λοιδορήθηκε, τόσο από τον αγγλοσαξονικό Τύπο όσο και από τα πλέον φιλοπόλεμα κράτη-μέλη (πρωτίστως την Πολωνία) ως αδύναμος και υπέρ το δέον κατευναστικός απέναντι στο Κρεμλίνο. Οι αναμενόμενες, πλην άστοχες, παρομοιώσεις με τον Νέβιλ Τσάμπερλεν στο Μόναχο δεν έλειψαν.

Ο Εμανουέλ Μακρόν ήταν κάποτε «ο άνθρωπος που θα αφύπνιζε την Ευρώπη». Η τραγική ειρωνεία είναι ότι σήμερα καταλήγει να είναι ο άνθρωπος που είναι καταδικασμένος να βλέπει την Ευρώπη να βυθίζεται ακόμα βαθύτερα σε ένα κώμα, από το οποίο δεν διαφαίνεται κάποια προοπτική εξόδου, όντας ο μόνος ίσως στα ευρωπαϊκά ηγετικά κλιμάκια (ως έχουν) που το αντιλαμβάνεται -διατηρώντας ακόμα τις αισθήσεις του- και συγχρόνως παντελώς ανίκανος να το αποτρέψει. Παρόλα αυτά, δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει να προσπαθεί.

* Γιάννης Γούναρης, Δικηγόρος, LLM London School of Economics, Διδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 5 Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ που δημοσιεύεται στο www.enainstitute.org

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα