Μαρίνα Καλαρά: Γι’ αυτό έχασε ο Μακρόν και γι’ αυτό ανέβηκε η ακροδεξιά

Μαρίνα Καλαρά: Γι’ αυτό έχασε ο Μακρόν και γι’ αυτό ανέβηκε η ακροδεξιά
Εμανουέλ Μακρόν και Μαρίν Λε Πεν AP

Η συνταγματολόγος Μαρίνα Καλαρά που ζει και εργάζεται στη Γαλλία αναλύει λεπτομερειακά το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών και επιχειρεί να προβλέψει τις επόμενες εξελίξεις.

Το τελικό αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία περισσότερο μπέρδεψε παρά αποσαφήνισε την κατάσταση στο γαλλικό πολιτικό τοπίο. Η εκρηκτική άνοδος της ακροδεξιάς σε συνδυασμό με τη σαφή ενίσχυση του συνασπισμού της Αριστεράς αφαίρεσαν από τον Εμανουέλ Μακρόν την απόλυτη πλειοψηφία με αποτέλεσμα να τίθεται το ερώτημα για το πως θα κυβερνηθεί από εδώ και στο εξής η Γαλλία.

Η Μαρίνα Καλαρά, διδάκτωρ του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Παρί 1 της Σορβόννης, αναλύει διεξοδικά την κατάσταση και ζυγίζει τις πιθανότητες για τις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία που αναμένονται με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον όχι μόνο στο εσωτερικό της χώρας αλλά στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Να αρχίσουμε από την αποχή η οποία κυμάνθηκε και πάλι πάνω από το 50%. Πως εξηγείται ένα τόσο μεγάλο ποσοστό σε μία χώρα με τη δημοκρατική παράδοση της Γαλλίας;

Η εξήγηση μπορεί να είναι πολυπαραγοντική. Καταρχήν θα ήθελα να επισημάνω ένα θεσμικό στοιχείο το οποίο δεν εξηγεί απαραίτητα την αποχή αλλά είναι ενδεικτικό του εκλογικού συστήματος της Γαλλίας. Η ψήφος, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, δεν είναι υποχρεωτική. Οι πολίτες δεν έχουν γαλουχηθεί με το καθήκον συμμετοχής στις εκλογές, κάτι που γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό στις νεότερες γενιές. Προκειμένου λοιπόν να χτυπηθεί το ολοένα και αυξανόμενο φαινόμενο της αποχής, πολλοί συνταγματολόγοι καθώς και πολιτικά πρόσωπα υποστηρίζουν την ανάγκη μεταρρύθμισης του εκλογικού νόμου ως προς το συγκεκριμένο στοιχείο.

Κατά τα άλλα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος θεωρεί ότι οι εκλογές δεν το αφορούν. Από τη μια οι βουλευτικές εκλογές είναι στον πολιτικό διάλογο εξαιρετικά υποβαθμισμένες σε σχέση με το τι συμβαίνει στις προεδρικές. Από την άλλη πιθανότατα και οι ίδιοι οι πολίτες δε θεωρούν ότι αντιπροσωπεύονται από τις πολιτικές δυνάμεις που κατεβαίνουν στις εκλογές ή ότι τελικά οι επιθυμίες τους θα εισακουστούν.

Πρώτα απ’όλα, αν κάποιος παρακολουθήσει προσεκτικά και με ένα εξωτερικό μάτι τις προεκλογικές καμπάνιες που λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών, καθώς και την προβολή τους από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, θα διαπιστώσει ότι όλοι οι προβολείς συγκεντρώνονται στις προεδρικές εκλογές.

Οι προεδρικές και όχι οι βουλευτικές εκλογές θεωρούνται το κεντρικό πολιτικό σημείο της Γαλλίας, κάτι που αποτελεί διαστρέβλωση ακόμα και για το μικτό πολιτικό σύστημα της Γαλλίας που ναι μεν εξασφαλίζει μια κεντρική θέση στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αλλά από την άλλη παραμένει σύμφωνα με το Σύνταγμα κοινοβουλευτικό. Οι φετινές κοινοβουλευτικές εκλογές έτυχαν μιας λίγο μεγαλύτερης προβολής από τα μίντια εθνικής εμβέλειας, λόγω κυρίως του γεγονότος ότι ο Μελανσόν και τα μέλη της Ανυπότακτης Γαλλίας είχαν ανεβάσει τους τόνους της πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και της ολοένα αυξανόμενης δυσαρέσκειας του γαλλικού λαού απέναντι στις πολιτικές του Προέδρου Μακρόν.

Ωστόσο κατά βάση οι προεκλογικές καμπάνιες πήραν και σε αυτή την περίπτωση ένα πολύ τοπικό χαρακτήρα. Έτσι καμία πολιτική αντιπαράθεση δεν έλαβε χώρα σε εθνικό επίπεδο, ενώ οι θέσεις των διαφόρων κομμάτων δε γνωστοποιήθηκαν με σαφήνεια. Αυτή η κατάσταση, καθώς και η αποχή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέχρι τις προηγούμενες εκλογές του 2017 ευνοούσε το κόμμα του Προέδρου. Μέχρι και τις προηγούμενες εκλογές αρκούσε το σύνθημα, κυρίαρχο στα μίντια : « ας εξασφαλίσουμε μια πλειοψηφία για τον Πρόεδρο », η υποβάθμιση των εκλογών και η αποχή για να εξασφαλίσουν πράγματι την πολυπόθητη πλειοψηφία στο κόμμα του Προέδρου.

Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε και ένα πολύ σημαντικό στοιχείο το οποίο έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη των πραγμάτων: η μείωση της προεδρικής θητείας από 7 στα 5 χρόνια με τη συνταγματική μεταρρύθμιση του 2000, καθώς και η αντιστροφή των εκλογικών διαδικασιών, το γεγονός δηλαδή ότι οι βουλευτικές διεξάγονται από το 2002 λίγες εβδομάδες μετά τις προεδρικές εκλογές, λειτουργούν σε συνδυασμό βεβαίως και με την ελλιπή προβολή τους από τα μίντια υπέρ της υποβάθμισης της εκλογικής διαδικασίας καθώς και μιας πριμοδότησης του κόμματος του Προέδρου.

Επίσης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το εκλογικό σύστημα της Γαλλίας, που είναι πλειοψηφικό και οι εκλογές διεξάγονται σε δύο γύρους, ευνοεί τη συγκρότηση σταθερών πλειοψηφιών και κατ’ επέκταση την πολιτική σταθερότητα και όχι τόσο την αντιπροσώπευση. Έτσι τα ποσοστά που λαμβάνουν στις εκλογές τα κόμματα δεν είναι τις περισσότερες φορές σε αντιστοιχία με τις θέσεις που καταλαμβάνουν στη βουλή. Ακόμα, μπορεί να παρατηρηθεί το φαινόμενο, αν και σπάνια, διαφορετικό κόμμα να έρθει πρώτο στον πρώτο γύρο των εκλογών και διαφορετικό στο δεύτερο γύρο. Όλα αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως αποκαρδιωτικά για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού που δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί τους λαβυρίνθους του εκλογικού συστήματος.

Τέλος, αν ρίξουμε μια ματιά στην κοινωνική κατάσταση στη Γαλλία, θα διαπιστώσουμε ότι ένα μεγάλο κομμάτι ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων ζει σε συνθήκες αποκλεισμού. Αυτό το κομμάτι του πληθυσμού δε θεωρεί ότι αποτελεί πραγματικά κομμάτι της πολιτικής ζωής του τόπου ή ότι το αφορούν οι πολιτικές αντιπαραθέσεις που λαμβάνουν χώρα και που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν αγγίζουν τα πραγματικά του προβλήματα.

Ήδη ο Μακρόν απέρριψε την παραίτηση της Πρωθυπουργού του. Μπορεί να κυβερνηθεί η Γαλλία με σχετική σταθερότητα ή πιστεύετε ότι ο Πρόεδρος θα τραβήξει το χαρτί των πρόωρων εκλογών;

Δε φαίνεται, προς το παρόν τουλάχιστον, ότι θα προχωρήσει σε προκήρυξη εκλογών. Πολλά μάλιστα μέλη του μακρονικού στρατοπέδου θεωρούν μια τέτοια κίνηση ως εφάμιλλη πολιτικής αυτοκτονίας. Τα αποτελέσματα μπορεί να είναι ακόμα λιγότερο ευνοϊκά για τον προεδρικό σχηματισμό. Έπειτα ο πρόεδρος θα χάσει τη δυνατότητα μιας εκ νέου προκήρυξης εθνικών εκλογών εντός του ίδιου εκλογικού έτους, λόγω των περιορισμών που επιβάλλει το άρθρο 12 του γαλλικού συντάγματος. Η διάλυση της εθνοσυνέλευσης αποτελεί ένα σημαντικό όπλο στη φαρέτρα του Προέδρου, αρκεί να χρησιμοποιηθεί τη σωστή στιγμή. Η κατάσταση προς το παρόν είναι εξαιρετικά ρευστή και θα ξέρουμε περισσότερα τις επόμενες ημέρες.

Τώρα το αν θα μπορούσε να κυβερνηθεί η Γαλλία με τη σχετική πλειοψηφία που εξασφάλισε στις εκλογές το κόμμα του Προέδρου και οι σύμμαχές του δυνάμεις, εδώ πραγματικά πρόκειται για αχαρτογράφητα νερά. Από την εγκαθίδρυση της 5ης δημοκρατίας το 1958 δεν υπάρχει κουλτούρα κυβερνήσεων συνεργασίας όπως σε άλλα πολιτικά συστήματα όπου οι βουλευτές εκλέγονται κυρίως με συστήματα αναλογικής αλλά και με αυτό που συνέβαινε στις προηγούμενες γαλλικές δημοκρατίες. Δύο θέματα υπάρχουν εδώ. Το πρώτο είναι αν θα δοθεί ψήφος εμπιστοσύνης και από ποιους στο κυβερνητικό σχηματισμό ή αν, αντίθετα, θα ψηφιστεί πρόταση μομφής. Το δεύτερο είναι το κατά πόσο το κυβερνητικό έργο θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς ιδιαίτερα εμπόδια.

Ως προς το πρώτο στοιχείο, ο Ζαν Λυκ Μελανσόν δήλωσε ήδη με το καλημέρα την πρόθεσή του να καταθέσει η « Ανυπότακτη Γαλλία » πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης την 5η Ιουλίου, ημέρα εκφώνησης της εναρκτήριας ομιλίας της Πρωθυπουργού Ελίζαμπεθ Μπορν ενώπιον της νεοεκλεχθείσας εθνοσυνέλευσης. Ωστόσο προς το παρόν, δεν μπορούμε να προδικάσουμε το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαδικασίας. Καταρχήν οι όροι για να ψηφιστεί μια πρόταση δυσπιστίας είναι πολύ πιο αυστηροί από αυτούς που απαιτούνται για την ψήφο εμπιστοσύνης. Θα πρέπει να θυμίσουμε εδώ ότι απαιτείται να συμφωνήσει η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της εθνοσυνέλευσης. Κατά δεύτερον, ακόμα και οι δυνάμεις της αριστεράς που κατέβηκαν στις εκλογές υπό την κοινή εκλογική ομπρέλα της NUPES δε φαίνεται ότι συμφωνούν υπέρ της ψήφισης της πρότασης μομφής. Θα μπορούσε λοιπόν να δοθεί μια ψήφος ανοχής στην κυβέρνηση, κάτι στο οποίο φαίνεται να υπολογίζει και ο ίδιος ο Πρόεδρος Μακρόν.

Το ερώτημα είναι στη συνέχεια πώς θα μπορούσε μια τέτοια κυβέρνηση να προχωρήσει με άνεση στην ψήφιση διαφόρων νομοσχεδίων. Εδώ τα πράγματα φαίνονται πολύ πιο περίπλοκα. Αυτό που υποστηρίζουν προς το παρόν οι του κυβερνητικού συνασπισμού είναι ότι θα αναζητούνται συμμαχίες κατά περίπτωση. Ο χρόνος θα δείξει αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό.

Το πιο εύλογο στην παρούσα φάση θα ήταν να αναζητηθεί μια πιο σταθερή συνεργασία του κυβερνητικού σχηματισμού με κάποιο άλλο κοινοβουλευτικό κόμμα ή συνδυασμό. Προς το παρόν βέβαια κάτι τέτοιο φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο μιας και μέχρι και το δεξιό ρεπουμπλικανικό κόμμα στο οποίο υπολόγιζε το μακρονικό στρατόπεδο φαίνεται να το απορρίπτει για διάφορους πολιτικούς και στρατηγικούς λόγους. Ωστόσο μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι και απίθανη από τη στιγμή που διάφορα μέλη των ρεπουμπλικάνων φαίνεται πως είναι θετικοί με μια τέτοια εξέλιξη, αρκεί φυσικά ο Πρόεδρος Μακρόν να προχωρήσει σε σημαντικές τροποποιήσεις του προγράμματός του και να αντικαταστήσει την τωρινή Πρωθυπουργού που προέρχεται από το Σοσιαλιστικό κόμμα με ένα πρόσωπο που ανήκει στο χώρο της Δεξιάς.

Πως εξηγείται η σαφέστατη μείωση της εκλογικής επιρροής του Μακρόν στο εκλογικό σώμα;; Έπαιξε ρόλο η ακρίβεια και η κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία;

Δεν είναι μόνο η τελευταία περίοδος με τον πόλεμο στην Ουκρανία και την επακόλουθη οικονομική κρίση που έχει ξεσπάσει που έπαιξαν ένα ρόλο στα αποτελέσματα των εκλογών. Θα μπορούσαμε αντιθέτως να πούμε ότι το προφίλ του προέδρου φαίνεται ότι ευνοήθηκε από τη στάση που κράτησε και κρατάει στο ουκρανικό ζήτημα.

Οι αιτίες της μείωσης της εκλογικής επιρροής του Μακρόν θα πρέπει να αναζητηθούν σε όλη την προηγούμενη περίοδο της προεδρικής θητείας του που διήρκησε από το 2017 μέχρι και το 2022. Αντίθετα από την εικόνα που έχει σχηματιστεί για το πρόσωπό του στο εξωτερικό, στο εσωτερικό της Γαλλίας οι πολιτικές που έλαβαν χώρα από την εκλογή του και καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του καθώς και η αλαζονική στάση που υιοθετούσε κατά περίπτωση και αυτός αλλά και μέλη του κυβερνητικού στρατοπέδου απέναντι σε εύλογα προβλήματα μεγάλων μερίδων του πληθυσμού προκάλεσαν έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια. Αυτή οδήγησε και σε έντονες κινητοποιήσεις όπως ήταν το κίνημα των κίτρινων γιλέκων ή η μεγάλη και πολύ σημαντική απεργία που έλαβε χώρα στα τέλη του 2019 κατά της μεταρρύθμισης των συντάξεων.

Ήδη από την εκλογή του επιταχύνθηκε η ολοένα και αυξανόμενη διάλυση των δημοσίων υπηρεσιών που είναι σήμα κατατεθέν του γαλλικού κράτους, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, οι περικοπές των επιδομάτων για τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα και, αντίθετα, η μείωση της φορολογίας των μεγάλων κοινωνικά εισοδημάτων.

Πέρα από αυτά, διάφορα μέλη της κυβέρνησής του υιοθετούσαν σε διάφορες περιπτώσεις ένα πολύ οριακό λόγο που συγγένευε επικίνδυνα με τις θέσεις της ακροδεξιάς, όπως για παράδειγμα οι θεωρίες περί ισλαμοαριστερισμού. Ένα σημαντικό κομμάτι ιδίως της πανεπιστημιακής κοινότητας που ασχολείται με τις μετααποικιακές σπουδές λοιδορήθηκε ότι τάχα χαϊδεύει τα αυτιά διαφόρων ακραίων ισλαμιστικών ομάδων, αν και η κατηγορία περί ισλαμοαριστεριμού δεν προσδιοριζόταν ποτέ με μεγάλη ακρίβεια.

Επίσης επί των ημερών του ενισχύθηκε ο ρόλος της αστυνομίας και της ασφυκτικής αστυνόμευσης του πληθυσμού ιδίως σε περιόδους κινητοποιήσεων (περιορισμοί και παρακολουθήσεις συμμετεχόντων σε πορείες, περιορισμοί στα κοινωνικά δίκτυα κλπ.). Στην μείωση της εκλογικής του επιρροής έπαιξαν ρόλο και ένα σωρό άλλες μεταρρυθμίσεις όπως αυτής της πρόσβασης στα δημόσια πανεπιστήμια που δε φαίνεται να βασίζεται σε πολύ διαφανή κριτήρια.

Τέλος σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι έπαιξαν και τα ιδιαιτέρως αυστηρά μέτρα που πάρθηκαν εν καιρώ πανδημίας τα οποία δεν ακολουθήθηκαν από μια προσπάθεια ενίσχυσης του δημοσίου συστήματος υγείας. Αντίθετα η απορρύθμιση του τελευταίου ενισχύθηκε με μεγάλη ένταση.

Τι ακριβώς σημαίνει πρακτικά ότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Αριστεράς δεν θα είναι ενωμένη και ότι το κάθε κόμμα θα έχει τη δική του;

Αν η Αριστερά δεν παραμείνει ενωμένη, θα χάσει πρακτικά μια σειρά από προνόμια που μπορεί να διαθέτει ως αξιωματική αντιπολίτευση. Επίσης, δε θα αποτελεί καν αξιωματική αντιπολίτευση, παραχωρώντας το ρόλο αυτό στην κοινοβουλευτική ομάδα που θα σχηματιστεί υπό τη Μαρίν Λεπέν.

Πέρα από ένα μεγαλύτερο χρόνο ομιλίας που μπορεί να διαθέτει, θα χάσει και νευραλγικές θέσεις, όπως αυτή της Προεδρίας της κοινοβουλευτικής επιτροπής των Δημοσίων οικονομικών. Επίσης, πολιτικά μια τέτοια στάση θα ήταν εξαιρετικά προβληματική. Ως αξιωματική αντιπολίτευση, η NUPES, ο σχηματισμός δηλαδή της ενωμένης Αριστεράς, θα μπορούσε να καλλιεργεί το προφίλ της ως ενός μελλοντικού νικητή, κάτι το οποίο βέβαια προϋποθέτει μια ευρεία συμφωνία των διαφόρων πολιτικών κομμάτων που την απαρτίζουν γύρω από μια σειρά σημαντικά ζητήματα.

Σε αντίθετη περίπτωση, ο κόσμος που πίστεψε στην αναγκαιότητα ενίσχυσης της αριστεράς μάλλον θα αποθαρρυνθεί και πιθανότατα θα αποφασίσει να απέχει πιο μαζικά από μελλοντικές εκλογές, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα περαιτέρω ενίσχυσης της ακροδεξιάς.

Η ακροδεξιά αύξησε θεαματικά τις δυνάμεις της. Ήταν αναμενόμενη αυτή η αύξηση και πως αλλάζει το πολιτικό τοπίο στη Γαλλία;

Το κόμμα της Μαρίν Λεπέν παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια μια σταθερή ανοδική πορεία. Μην ξεχνάμε ότι ήρθε πρώτο στις τελευταίες ευρωεκλογές. Κάτι που σημαίνει ότι πια διαθέτει ένα σταθερό και αυξανόμενο ακροατήριο. Επίσης είναι άξιο επισήμανσης το ότι, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την αμφισβήτηση των κομμάτων και την αντικατάστασή τους από πιο χαλαρούς πολιτικούς σχηματισμούς και κινήματα, το κόμμα της Λεπέν μοιάζει πιο συμπαγές από ποτέ.

Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το ότι κατάφερε να καρπωθεί ένα μεγάλο ποσοστό της γενικευμένης δυσαρέσκειας απέναντι στο πρόσωπο του Προέδρου Μακρόν. Σε αυτό συνέβαλε πολύ και η ολοένα αυξανόμενη αποδαιμονοποίηση του κόμματος της, κάτι το οποίο οφείλεται επίσης σε διάφορους παράγοντες.

Πρώτα απ’ όλα, η ίδια η Λεπέν έχει κάνει μια μεγάλη προσπάθεια τα τελευταία χρόνια να λειάνει πλευρές της πολιτικής γραμμής του κόμματος της που την ενέτασσαν εκτός του ρεπουμπλικανικού τόξου και να το κάνει να φαίνεται σχεδόν κανονικό. Ύστερα δε θα πρέπει να ξεχνάμε δυστυχώς το ρόλο που έχουν παίξει η προβολή της από τα μίντια αλλά και διάφορες πολιτικές θέσεις που υπερασπίζονται κατά καιρούς διάφορα κυβερνητικά στελέχη.

Όπως προανέφερα, δυστυχώς τα προηγούμενα χρόνια πολλές κυβερνητικές θέσεις προσέγγιζαν επικίνδυνα εκείνες της γαλλικής ακροδεξιάς. Έπειτα η σημαντική προβολή του Ερίκ Ζεμούρ κατά την προεκλογική περίοδο, έστω και ως μια απειλή για τη δημοκρατία, ενός Ζεμούρ που ανά διαστήματα προέβαλε πολιτικές θέσεις πολύ πιο ακραίες από εκείνες της Λεπέν, οδήγησαν επίσης σε μια « κανονικοποίση » του κόμματος της τελευταίας.

Αυτή τη στιγμή και όπως έχει διαμορφωθεί η εικόνα μετά τις τελευταίες εκλογές, προεδρικές και κοινοβουλευτικές, παρατηρούμε μια τριχοτόμηση των πολιτικών δυνάμεων στη Γαλλία, όπου η κάθε ομάδα δε μπορεί να επικοινωνήσει με τις υπόλοιπες. Πρόκειται για τρεις διαφορετικούς κόσμους και θα δούμε αν θα καταφέρει κάποιος να επικρατήσει έναντι των υπολοίπων και σε πιο βαθμό.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα