Νικολέτα Κοτσαηλίδου FRANCESCA GIAITZOGLOU - WATKINSON

ΝΙΚΟΛΕΤΑ ΚΟΤΣΑΗΛΙΔΟΥ: “ΘΑ ΘΕΛΩ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΩ ΣΤΗΝ ΕΠΙΔΑΥΡΟ”

Η Νικολέτα Κοτσαηλίδου αποκαλύπτει όσα τη μαγεύουν στο θεατρικό σανίδι, και ελίσσεται ανάμεσα στην Ωραία Ελένη του Κακλέα και την Ντέα στην “Αγρυπνία” του Δημήτρη Δημητριάδη.

Θα μπορούσε να είναι το κορίτσι της διπλανής πόρτας, αν δεν ήταν το… αγοροκόριτσο της διπλανής πόρτας. Η Νικολέτα Κοτσαηλίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, ζει εδώ και χρόνια στην Αθήνα και κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρο που είχε από παιδί. Να βρίσκεται πάνω στο θεατρικό σανίδι και να ψηλαφίζει χαρακτήρες, ρόλους και ψυχολογίες, ψάχνοντας “το πίσω κείμενο” σ’ αυτά που λέγονται στη ζωή μας.

Φέτος συνεχίζει να συμμετέχει στην επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ «Κάνε ότι κοιμάσαι» ενώ το θεατρικό κοινό μπορεί να τη δει και στην “Αγρυπνία” του Δημήτρη Δημητριάδη σε σκηνοθεσία Αντώνη Καλογρίδη στο θέατρο Συγγρού 33.

Μια συζήτηση με τη χαμογελαστή Νικολέτα είναι σαν να μιλάς με έναν φίλο που ήρθε απόψε απ’ τα παλιά. Οικεία, χειμαρρώδης και αυθόρμητη, πίνει τον καφέ της και τα μάτια της φωτίζονται, απολαμβάνοντας τις μικρές χαρές της ζωής.

Η συνάντησή μας έγινε στο ηλιόλουστο Παγκράτι και η συζήτηση είχε στόχο να τη γνωρίσουμε καλύτερα ξεκινώντας από τα παιδικά της βιώματα στη Θεσσαλονίκη και φτάνοντας στους τρόπους που “ξεκλειδώνει” ρόλους και αρχέτυπα.

Από τη Θεσσαλονίκη στις Σέρρες και μετά στο Εθνικό

Διαβάζοντας για σένα, παλαιότερες συνεντεύξεις και όλα όσα έχεις κάνει, μια λέξη είναι πάρα πολύ χαρακτηριστική και τα διαπερνάει όλα. Είναι η λέξη “θέατρο”. Είναι μια “σκυτάλη” που πήρες από την οικογένειά σου;
Η οικογένειά μου δεν ασχολείται με τα καλλιτεχνικά, είναι ως επί το πλείστον δάσκαλοι και καθηγητές. Το θέατρο είχε καρφωθεί στο μυαλό μου από το δημοτικό, όταν κάποια στιγμή με πήγε η μητέρα μου σε μια παιδική παράσταση. Είδα “Τα τέσσερα πόδια ενός τραπεζιού” του Ιάκωβου Καμπανέλλη και ενθουσιάστηκα. Ο υπεύθυνος της παιδικής ομάδας ήθελε μάλιστα να γραφτώ, αλλά δεν με άφηνε η μητέρα μου. Της φαινόταν περίεργο, δεν ήταν και εύκολο να με πηγαινοφέρνει και το αφήσαμε.

Όμως εκείνη η πρώτη εμπειρία του θεάτρου μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση και από εκείνη την ημέρα άρχισα να το θέλω πάρα πολύ. Εντάξει, στην Θεσσαλονίκη δεν είχαμε και πολλές προσλαμβάνουσες τέτοιες, δεν έρχονταν και πάρα πολλές θεατρικές παραστάσεις. Δεν είχα πολλές επαφές με το θέατρο. Δυνατότητα να κατέβω στην Αθήνα δεν υπήρχε. Έτσι κι αλλιώς τι θα έλεγα και σε ποιον; Πάμε στην Αθήνα να δω θέατρο; Δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Εξάλλου οι γονείς μου δεν ήξεραν καν ότι ήμουν ακόμα κολλημένη σε αυτό. Άρα θα έλεγε κανείς ότι είχε μείνει ένας διακαής πόθος, κρυφός και ζωντανός μέσα μου.

Δεν το έλεγες όμως ανοικτά, δεν το επικοινωνούσες…
Όχι, καθόλου ούτε με τους φίλους μου, ούτε με τους γονείς μου. Να φανταστείς με τους γονείς μου το ξανασυζήτησα γύρω στα 17, όταν έφτασε η στιγμή των μηχανογραφικών και των Πανελληνίων. Όταν είδα ότι οι γονείς μου δεν θέλουν να σπουδάσω ηθοποιός, σκέφτηκα να τελειώσω τη Σχολή διερμηνέων και μεταφραστών και να ζήσω στο εξωτερικό. Είχα δώσει εξετάσεις και στο Ιόνιο πανεπιστήμιο, πέρα από τις πανελλήνιες. Στο μηχανογραφικό έβαλα ό,τι σχολές να ‘ναι. Μόνο μία δεν μου άρεσε και την έβαλα για χάρη των γονιών μου. Τελικά σε αυτή πέρασα. Πληροφορική και Τηλεπικοινωνίες στις Σέρρες. Εντάξει τώρα χαίρομαι που σπούδασα αυτό το αντικείμενο και έχω καλή επαφή με τους υπολογιστές.

Νικολέτα Κοτσαηλίδου
Νικολέτα Κοτσαηλίδου FRANCESCA GIAITZOGLOU - WATKINSON

Άρα φοιτητική ζωή στις Σέρρες. Εκεί αναζωπυρώθηκε το κόλλημα με το θέατρο;
Πολύ ωραία πόλη. Μικρή γεμάτη φοιτητές, ό,τι πρέπει δηλαδή για τη κλασική φοιτητική ζωή. Έκανα φίλους αγαπημένους που τους έχω ακόμα και σήμερα, αλλά από θέατρο τίποτα, καμία επαφή. Εκεί πάλευα, όχι για το θέατρο, αλλά για να πάρω το δελτίο μου από την ομάδα μπάσκετ που ήμουν πριν. Έπαιζα εννέα χρόνια στον “Μακεδονικό” και το αγαπούσα το μπάσκετ πάρα πολύ. Όταν ήμουν πολύ μικρή, τότε που τα όνειρα ξεφεύγουν από την πραγματικότητα -ακόμα πιο πολύ από ό,τι μεγαλώνοντας- πίστευα ότι θα πάω στην Αμερική και θα δημιουργήσω το γυναικείο ΝΒΑ. Η στεναχώρια μου ήταν απερίγραπτη όταν συνειδητοποίησα ότι υπάρχει ήδη και δεν περίμενε εμένα! Το είχα πάρει πολύ ζεστά μέσα στην άγνοιά μου. Έλεγα αφού δεν με άφησαν να κάνω θέατρο, θα αφοσιωθώ στο μπάσκετ. Όταν πήγα στις Σέρρες επειδή δεν μπορούσα να ταξιδεύω συνεχώς στη Θεσσαλονίκη για προπονήσεις, τους παρακαλούσα -μάταια τελικά- να μου δώσουν το δελτίο μου. Δεν μου το έδωσαν και έτσι κράτησαν ένα ακόμα παιδί μακριά από τον αθλητισμό.

Ο οποίος αθλητισμός, μεταξύ άλλων θετικών, πλάθει και χαρακτήρα…
Ναι, και χαίρομαι που έκανα μπάσκετ και όχι κάποιο άλλο άθλημα. Τώρα που εμβαθύνω στο θέατρο συνειδητοποιώ ότι αυτό το άθλημα μου δίδαξε ιδανικά την ομαδικότητα σε σχέση με τον γενικότερο στόχο και τον απώτερο σκοπό της ομάδας, που είναι να κερδίσει. Να βάζεις στην άκρη το δικό σου μεμονωμένο “θέλω” ή τη δική σου εμμονή να κάνεις εσύ την επίθεση και να “βάλεις καλάθι” σαν μονάδα. Η ομαδικότητα σε συνδυασμό με την πειθαρχία, που δίνει έτσι κι αλλιώς ο αθλητισμός, νομίζω ότι με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ στο θέατρο. Παράλληλα, έτσι και αλλιώς από χαρακτήρα ήμουν πάντα ένα παιδί που ο εγωισμός ήταν το τελευταίο πράγμα που με απασχολούσε. Από την άλλη δεν ξέρεις πως θα σε διαμορφώσει ένα ατομικό άθλημα που θα ακολουθήσεις, το οποίο είναι ανταγωνιστικό. Εμένα πάντως με φυσικότητα μου βγαίνει να συσχετίζομαι με ένα ομαδικό πνεύμα, τόσο στο θέατρο όσο και στη δουλειά μου στην τηλεόραση.

Νικολέτα Κοτσαηλίδου
Νικολέτα Κοτσαηλίδου FRANCESCA GIAITZOGLOU - WATKINSON

Το Εθνικό Θέατρο πώς προέκυψε;
Αφού έχω τελειώσει από τις Σέρρες και έχω γυρίσει στη Θεσσαλονίκη, έχω πάει να δω μια παράσταση στο Βασιλικό θέατρο και δίπλα μου κάθεται ο συγχωρεμένος ηθοποιός Δημήτρης Καμπερίδης. Στο διάλειμμα πιάνουμε την κουβέντα για την παράσταση. Με ρωτάει τη γνώμη μου, συζητάμε, και μου λέει τι ωραία που τα λες βρε κορίτσι μου, δεν θέλεις να ασχοληθείς με το θέατρο; Του απαντάω ότι θέλω πολύ, αλλά οι γονείς μου δεν με αφήνουν κλπ. Με ρωτάει την ηλικία μου και όταν του λέω ότι είμαι 24, μου λέει “έχεις μία και μοναδική ευκαιρία να δώσεις στο Κρατικό και στο Εθνικό μέχρι να κλείσεις τα 25, κάντο για να μην αναρωτιέσαι”.

Έτσι πήρα μπρος και το έκανα χάρη στη συζήτηση με τον Καμπερίδη, που μου είπε για το όριο ηλικίας και για την ύπαρξη κρατικής σχολής. Γιατί δεν θα μπορούσα να έρθω στην Αθήνα να πληρώνω ενοίκιο και να φοιτώ σε ιδιωτική σχολή με δίδακτρα. Όσο και να έπειθα τους γονείς μου για το θέατρο, θα αισθανόμουν άσχημα που θα πλήρωναν για ένα δεύτερο πτυχίο. Ήταν κρατική σχολή ή τίποτα. Έχω δύο έμμισθους γονείς και δεν θα μπορούσα να μην το λάβω αυτό υπόψη μου, μόνο και μόνο για να κάνω το δικό μου.

Δούλεψε λοιπόν η τύχη εκείνη την ημέρα που συνάντησες τον Δημήτρη Καμπερίδη;
Μάλλον βρέθηκα να είμαι προετοιμασμένη για την κατάλληλη στιγμή. Ίσως βέβαια υπάρχουν κάποια πράγματα που είναι να γίνουν. Προχθές θυμόμουν το πόσο πολύ επέμενα εκείνη την ημέρα να πάω σε εκείνη την παράσταση. Είχαμε μια οικογενειακή συγκέντρωση στο σπίτι, προσπαθούσαν να με κρατήσουν και εγώ επέμενα να πάω στο θέατρο. Είμαι πεισματάρικο πλάσμα, αλλά εκείνη την ημέρα ακόμα περισσότερο. Μου είχε καρφωθεί στο μυαλό ότι έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθώ σε εκείνη την παράσταση. Τους άφησα σύξυλους στο σπίτι, έφυγα, μπήκα στο λεωφορείο χωρίς να το σκεφτώ καθόλου και πήγα μόνη μου σε εκείνη την παράσταση. Ήταν για να γίνει.

Νικολέτα Κοτσαηλίδου
Νικολέτα Κοτσαηλίδου FRANCESCA GIAITZOGLOU - WATKINSON

Στο Εθνικό, λοιπόν, σε μια ωραία μικρή “φυσαλίδα”, όπου μέσα της οι ηθοποιοί μαθαίνουν τεχνικές, κείμενα, έργα, συγγραφείς κλπ και μετά τελειώνει αυτή η μαθητεία και βγαίνεις στην πραγματική ζωή. Πώς ήταν η επαφή με τη δουλειά αυτή καθεαυτή;
Αυτή η “γέννα” ήταν δύσκολη, γιατί μέχρι να βγούμε και να συνειδητοποιήσουμε τι συμβαίνει, πέσαμε πάνω στην κρίση. Οπότε λίγες οι δουλειές, ελάχιστες οι επιχορηγήσεις των θεάτρων, δύσκολα τα πράγματα για κάποιον που βγαίνει στο επάγγελμα πρώτη φορά, χωρίς γνωριμίες, δύσκολο να πιαστείς από κάπου. Δεν θα πω ότι ήταν απλά τα πράγματα, όμως το αντιμετώπισα κι αυτό σαν φυσική συνέπεια του να πηγαίνεις σε μια ξένη πόλη και να θέλεις να ακολουθήσεις το όνειρό σου. Προφανώς και θα κάνεις άσχετες δουλειές. Προφανώς και θα πας σε δέκα οντισιόν, συχνά χωρίς αποτέλεσμα. Στην αρχή δεν έκανα και κάστινγκ για τηλεόραση, τα απέφευγα. Υπήρχε μια τάση στο Εθνικό, τύπου “κάντε πολύ θέατρο, όχι τηλεόραση”, αλλά εγώ μάλλον αυτό θα το έκανα έτσι κι αλλιώς.

Προτιμούσα να κάνω κάποια βήματα στο θέατρο, να νιώσω κι εγώ πιο καλά με τον εαυτό μου, να έρθω σε ουσιαστική επαφή με το αντικείμενό μου, πριν να βγω μπροστά στο γυαλί. Γιατί η τηλεόραση μπορεί να σε ανυψώσει, αλλά μπορεί και να σε καταβαραθρώσει. Στο Εθνικό πήραμε μόνο μια γεύση για την υποκριτική μπροστά σε κάμερα, μέσα από ένα μάθημα όλο κι όλο. Έδωσα προτεραιότητα στο θεατρικό “σανίδι”, που έχει την άμεση επαφή με τον θεατή και όλο αυτό το υπέροχο πράγμα, τη μοναδική αίσθηση που σου δίνει το θέατρο. Ήθελα να εκπαιδευτώ σε αυτό και όταν θα νιώσω έτοιμη να έρθει και η τηλεόραση. Ήξερα ότι είναι ένας σχετικά πιο δύσκολος δρόμος, αλλά έλεγα ότι δεν με έχουν πάρει τα χρόνια. Δεν καίγομαι να θρέψω κάποιον άλλον πέρα από τον εαυτό μου.

Νικολέτα Κοτσαηλίδου
Νικολέτα Κοτσαηλίδου FRANCESCA GIAITZOGLOU - WATKINSON

Οπότε το έπαιρνα σαν ένα “παιχνίδι” με την καλή έννοια, γιατί η επιβίωση σε καμία περίπτωση δεν είναι παιχνίδι. Γενικά είμαι ένας άνθρωπος που διατηρώ μια ψυχραιμία στα πράγματα. Στο ξεκίνημα λοιπόν σκεφτόμουν ότι εδώ στην Αθήνα κάνοντας θέατρο που το αγαπώ, όσες δυσκολίες κι αν έχω, είμαι πιο καλά από το να βρισκόμουν στο σπίτι μου κάτω από την ομπρέλα της οικογένειας και τη σιγουριά της Θεσσαλονίκης, κάνοντας μια άλλη δουλειά. Δεν μου είναι εύκολο να κάνω πράγματα που δεν αγαπώ και δεν θα ήμουν ευτυχισμένη. Θα προτιμούσα πάλι να είμαι στα δύσκολα από το να είμαι στα εύκολα. Έχω μια τάση στη δυσκολία, εδώ που τα λέμε!

“Η ενέργεια στην Επίδαυρο είναι αδιανόητη”

Ένα από τα μεγαλύτερα όνειρα, τα δύσκολα, ήταν και αυτό της Επιδαύρου;
Μεγάλο όνειρο από όταν ήμουν μικρή. Και ύστερα όταν μπήκα στο Εθνικό είχαμε μια πλάκα οικογενειακή, στις γιορτές κλπ. Με όποιον μιλούσα, πχ με τη μαμά μου, έλεγα, “Χρόνια πολλά, να είσαι γερή και δυνατή να με καμαρώσεις στην Επίδαυρο”. Οι δικοί μου στις αρχές ήταν αρνητικοί κυρίως από φόβο, αλλά όταν πια μπήκα στο Εθνικό έγιναν πάρα πολύ υποστηρικτικοί. Είναι υπέροχοι άνθρωποι. Στην αρχή φανταζόμουν ότι ο πατέρας μου που ήταν τόσο κάθετος στο να μην ασχοληθώ με την ηθοποιία, δεν θα συμφωνούσε ποτέ.

Είναι ένας άνθρωπος μιας ηλικίας, έχει περάσει τόσα, είναι καθηγητής μαθηματικών και πάντα πάρα πολύ κοντά στα παιδιά. Είχε συνειδητοποιήσει, λοιπόν, από πρώτο χέρι πόσο εύκολα μπορεί ένα παιδί να “ξεστρατίσει”ή να χάσει μια σημαντική ευκαιρία στη ζωή του. Και επειδή είμαστε κορίτσια -εγώ και η αδερφή  μου- ήταν πάντοτε λίγο πιο αυστηρός, έχοντας την αγωνία του τι θα κάνουμε στη ζωή μας. Φοβόταν γάμους και παντρειές. Μήπως μου συμβούν σε μικρή ηλικία και δεν προλάβω να κάνω αυτά που θέλω. Ήθελε να σπουδάσω, να ζήσω τη ζωή μου, να πάνε όλα καλά. Είδα λοιπόν ότι αν ένας άνθρωπος αγαπάει πραγματικά και ανιδιοτελώς, όπως ας πούμε ένας γονιός, μπορεί να αλλάξει μυαλά. Όσο χρόνων και να είσαι, αν πραγματικά αγαπάς τον άλλον και θέλεις να είναι ευτυχισμένος, μπορείς να αλλάξεις… γνώμη. Αυτό θα το θυμάμαι πάντοτε σαν ένα πολύ γερό μάθημα. Όχι μόνο γιατί ήταν ανακουφιστικό για μένα να με αποδεχτεί, αλλά γιατί είναι μία πραγματική απόδειξη ότι αν θέλουμε μπορούμε να αλλάξουμε.

Νικολέτα Κοτσαηλίδου
Νικολέτα Κοτσαηλίδου FRANCESCA GIAITZOGLOU - WATKINSON

Ενώ το θέμα της ομορφιάς δεν φαίνεται να το πολυ-υπολογίζεις, στην Επίδαυρο πήγες με έναν ρόλο που είναι το απόλυτο σύμβολο ομορφιάς – η Ωραία Ελένη.
Όταν μου έγινε η πρόταση από τον Γιάννη Κακλέα, το πρώτο πράγμα που έφτασε στα αυτιά μου ήταν το “Επίδαυρος”. Όλα τα άλλα, θόλωσαν. Όταν σε δεύτερο χρόνο συνειδητοποίησα ότι θα παίξω την Ωραία Ελένη κλονίστηκα. Που λέει ο λόγος “αυτό που κοροϊδεύεις, το λούζεσαι”. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι εκείνη την ώρα και μου προκάλεσε ένα περίεργο συναίσθημα. Σου λέει κάποιος σε θεωρώ τόσο όμορφη ώστε να παίξεις την Ωραία Ελένη, ενώ εσένα δεν σου περνάει καν από το μυαλό. Από την άλλη, η Ωραία Ελένη είναι ένας χαρακτήρας, είναι ένα πρόσωπο που πρέπει να το “χτίσεις” και να το παρουσιάσεις. Έψαξα να βρω την αλήθεια της, δεν θεώρησα ότι είναι απλό, ότι θα βγω να παίξω την όμορφη. Διάβασα και στεναχωρήθηκα πάρα πολύ για την Ελένη. Λυπήθηκα για τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων.

Συνειδητοποίησα μέσα από όλο αυτό το ψάξιμο ότι είναι ένας -θεωρώ- “καταραμένος” ρόλος και δύσκολος να τον “φέρεις στην επιφάνεια”. Έπρεπε ξαφνικά να μπω στη θέση μιας γυναίκας που όλοι βλέπουν μόνο την ομορφιά της. Δεν μπορεί να έχει καμιά αλήθεια μέσα της. Αισθανόμουν ότι ό, τι και να βγει από το στόμα της Ελένης, δεν ακούγεται. Μοιάζει σαν οι άνθρωποι να είναι κουφοί απέναντι σε ένα όμορφο πρόσωπο και η  μόνη αίσθηση που να λειτουργεί να είναι η όραση. Δεν μπαίνουν στο βάθος του χαρακτήρα. Θυμάμαι ότι ακόμα και όταν συζητούσαμε με τους υπόλοιπους συναδέλφους της παράστασης και αναλύαμε την Ωραία Ελένη μέσα από τα μάτια του Ευριπίδη, γράφοντάς την στον Ορέστη, μαλώναμε πάρα πολύ. Εγώ προσπαθούσα να υπερασπιστώ την αλήθεια της και όλοι μου έλεγαν “έλα τώρα, δεν γίνεται να προσπαθείς να μας πείσεις ότι ήταν καλός άνθρωπος”. Τους έλεγα μα τι σχέση έχει το ότι ήταν όμορφη και τα όσα τραγικά έγιναν εξαιτίας της, με το αν στεναχωριέται που πέθανε η αδερφή της, με το αν συγκινείται που βλέπει τα ανίψια της.

Δεν μπορείς επειδή ένας άνθρωπος είναι όμορφος, να θεωρείς ότι δεν έχει ψυχή. Τελικά αφού τη βρίζουν όλοι μέσα στο έργο, από τον πρώτο χαρακτήρα μέχρι τον τελευταίο, ακόμα και ερήμην της όλος ο λαός, μετά κατεβαίνουν οι θεοί και ανακοινώνουν ότι θα την πάρουν μαζί τους και θα την κάνουν θεά. Εμείς τη φέραμε σαν δώρο στους ανθρώπους, αλλά δεν μπορέσατε να καταλάβετε τι εστί η ομορφιά, δεν ξέρατε τι να την κάνετε και άρα την παίρνουμε πάλι πίσω. Δεν πρόκειται βέβαια για κάποια δικαίωση, είναι βαριά λέξη. Περισσότερο θα πω ότι είναι τροφή για σκέψη. Το ότι τελικά η ομορφιά είναι ένα δώρο που δεν θέλει εξηγήσεις, απλά υπάρχει. Και ας δούμε τον άνθρωπο πίσω από αυτό, γιατί στο τέλος καταλήγουμε να είμαστε ρατσιστές με την ομορφιά.

Ακόμα και εγώ όταν έπρεπε να ερμηνεύσω την Ωραία Ελένη πάνω στη σκηνή, ένιωθα ότι όσο και να προσπαθήσω να υπερασπιστώ την αλήθεια της, δεν θα καταφέρω. Γιατί οι άλλοι δεν βλέπουν παρά μόνο το πρώτο επίπεδο. Και κάθε φορά που τελείωνε η παράσταση ένιωθα μια μικρή ήττα.

“Οι ηθοποιοί είμαστε και λίγο σαν ερασιτέχνες ψυχολόγοι”

Νικολέτα Κοτσαηλίδου
Νικολέτα Κοτσαηλίδου FRANCESCA GIAITZOGLOU - WATKINSON

Ο τρόπος που εμβαθύνεις στον ρόλο επηρεάζεται και από το γεγονός ότι μεταφράζεις θεατρικά έργα. Πώς μπήκες σε αυτή τη διαδικασία;
Η μετάφραση θεατρικών έργων ήρθε τελείως τυχαία και με βρήκε πριν από περίπου δέκα χρόνια. Την αγκάλιασα κατευθείαν με πολύ μεγάλη χαρά, γιατί συνειδητοποίησα ότι μπορώ με αυτό τον τρόπο να παντρέψω δυο αγάπες. Τις ξένες γλώσσες που πάντα τις αγαπούσα και το θέατρο. Είναι μια υπέροχη διαδικασία αυτή, όπως επίσης αγαπώ πολύ και τη συμβουλευτική που σχετίζεται με το να βρίσκω έργα για να ανέβουν σε ένα θέατρο σε συνδυασμό με το ότι μπορεί και να τα μεταφράσω. Σε πρώτη φάση βρίσκω το έργο – ανάλογα με το τι θα μου ζητήσουν – και αν προχωρήσουμε και δεν είναι μεταφρασμένο, μπορώ να το μεταφράσω. Είναι ένα κομμάτι αυτό που μου αρέσει πάρα πολύ γιατί γεμίζω τον χρόνο που έχω όταν δεν κάνω θέατρο, πάλι με θέατρο.

Τη λατρεύω αυτή τη διαδικασία γιατί όταν είμαι στο σπίτι και μεταφράζω έχω εγώ όλους τους ρόλους, έχω εγώ τον τρόπο σκέψης, έχω τη δραματουργία. Είναι σαν να δουλεύω στο θέατρο, αλλά όχι μόνο μέσα από έναν ρόλο, αλλά ολιστικά. Σίγουρα με έχει βοηθήσει πολύ στο να εμβαθύνω ακόμα περισσότερο στους ρόλους, γιατί με έχει κάνει αναγκαστικά να γνωρίσω τους χαρακτήρες πριν τους μεταφράσω, να βρω τον τρόπο που μιλάνε.

Σίγουρα κάνω μια δραματουργική ανάλυση. Το ότι είμαι ηθοποιός βοήθησε στο να μπορώ να βρίσκω εύκολα κάποια πράγματα σε σχέση με τη δραματουργία των ρόλων. Και η πρακτική εξάσκηση μέσα από τις μεταφράσεις μού κάνει ακόμα πιο εύκολο το κομμάτι όταν πρέπει εγώ να βρω να “χτίσω” κάποιο χαρακτήρα που θα ερμηνεύσω. Αλλά αυτό ήταν κάτι που το είχα πάρα πολύ από τη σχολή.

Μου άρεσε να ψάχνω το “πίσω κείμενο του ρόλου”, τι νιώθει, γιατί λέει κάτι. Το ενδιαφέρον για μένα ήταν να βρω τη βαθιά αλήθεια του χαρακτήρα που υποδύομαι και να την υπερασπιστώ. Τι ήθελε να πει ο δημιουργός με αυτόν το χαρακτήρα. Οι ηθοποιοί είμαστε και λίγο σαν ερασιτέχνες ψυχολόγοι. Πάντοτε ψάχνουμε το πίσω κείμενο σ’ αυτά που λέγονται στη ζωή μας, οπότε δε γίνεται αυτό το πράγμα να μην το κάνεις και στο θέατρο.  Και ο θεατής ας πάρει αυτό που είναι να πάρει.

Παράσταση "Ορέστης" PAPADAKIS PRESS/Δ.ΠΕΛΕΚΗΣ

Μιλώντας για την Επίδαυρο, πέρυσι στο Ηρώδειο ακούσαμε ροκ συναυλίες, στο Μέγαρο ακούσαμε ραπ και στην Επίδαυρο σχολιάστηκαν αρνητικά παραστάσεις που κάποιοι θεωρούν ότι δεν ήταν χαμηλότερου “επιπέδου” από εκείνο που ορίζει ο σεβασμός προς τον χώρο. Πιστεύεις ότι η εποχή μας έχει αρχίσει να τα “αναμιγνύει” όλα χωρίς μέτρο;
Το νιώθω κι εγώ. Είναι σαν να ψαχνόμαστε λίγο, σαν να ψάχνουμε το παραπέρα. Έχουμε νομίζω κάτι ανικανοποίητο πάντοτε οι άνθρωποι, κάτι που στους καλλιτέχνες βέβαια δεν είναι απαραίτητα κακό. Σε κάνει να θέλεις να ψάχνεις και να ψάχνεσαι ξανά και ξανά. Και αυτή η εσωτερική λύσσα και εμμονή, ας πούμε, είναι που σε κάνουν να γεννάς κάτι καινούργιο. Καταλαβαίνω πώς βρισκόμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο που δεν ξέρουμε πού θα οδηγήσει.

Εγώ νιώθω ότι ας γίνει ό,τι είναι να γίνει, αρκεί να γίνεται με αγάπη και με σεβασμό και όχι γιατί θέλουμε επί τούτου να τα αποδομήσουμε όλα. Ή γιατί θέλουμε να δείξουμε πόσο μισούμε το παλιό και ότι όλα εμείς μπορούμε να τα κάνουμε καλύτερα. Η κάθε γενιά έκανε το καλύτερο που πίστευε για τη στιγμή της. Πιστεύω ότι όλα έχουν μια αλήθεια μέσα τους και σίγουρα όταν ακούμε την αλήθεια του Άλλου μπορούμε να μπούμε λίγο πιο εύκολα στη θέση του. Μπορεί κάποιος να ανεβάσει ένα έργο ή να κάνει μια συναυλία στο Ηρώδειο που εμείς θα λέγαμε ότι το κάνει για να προκαλέσει, ενώ ας πούμε αν μιλήσεις με τον ίδιο τον καλλιτέχνη να δεις ότι υπήρχε μια βαθύτερη ανάγκη που δεν μπόρεσες να καταλάβεις.

Προσωπικά είμαι ανοιχτή σε όλα αυτά – σαν θεατής πάνω από όλα – γιατί το ότι είμαστε καλλιτέχνες πρέπει να το βάζουμε στην άκρη όταν θα παρακολουθήσουμε ένα θέαμα. Στο θέαμα οι καλλιτέχνες θεωρώ ότι είμαστε απλοί θεατές. Και όταν έρχονται να δουν κάποια παράστασή μου, θέλω να τη δουν με την αγνή ψυχή τους. Την ψυχή θέλουμε να ακουμπήσουμε και κάπως οι ψυχές να μιλήσουν εκείνη την ώρα. Δεν θέλουμε να πάρουμε απλώς το αντίτιμο του εισιτηρίου. Για κάποιο λόγο ανεβαίνουμε όλοι πάνω στη σκηνή.

Με αυτή την έννοια λοιπόν είμαστε “ανοιχτοί” να δούμε που μας οδηγεί η νέα εποχή. Αλλά τουλάχιστον αυτό το θέαμα που θα μου παρουσιάσουν, όπου κι αν το κάνουν, όποιος κι αν το κάνει, με όποια δεδομένα, θέλω να το κάνει με σεβασμό. Γιατί μπορεί να δω μια αμφιλεγόμενη συναυλία σε πέντε χρόνια στην Επίδαυρο και να νιώσω ευτυχισμένη και γεμάτη και να πω μπράβο που το έκαναν και να δω μια “σοβαρή” θεατρική παράσταση που να αισθανθώ ότι δεν έγινε με σεβασμό.

Τηλεοπτικά “υπερασπίζεσαι” την αλήθεια μια δυναμικής αστυνομικού στο “Κάνε ότι κοιμάσαι” μια σειρά που αγαπήθηκε πολύ και πήρε το πρώτο βραβείο ανάμεσα σε 344 συμμετοχές από 44 χώρες στα Seoul International Drama Awards 2023. Περίμενες ότι θα έκανε τέτοια πορεία;
Χαιρόμαστε πάρα πολύ για το “Κάνε ότι Κοιμάσαι” που αγαπήθηκε και από Έλληνες αλλά και από ένα ξένο κοινό, σε ένα φεστιβάλ που εγώ τόσα χρόνια το γμωρίζω σαν ένα από τα πολύ δυνατά που υπάρχουν στον κόσμο. Ήταν “κουφό”, συγκινητικό, ανέλπιστο. Παίζω τον ρόλο της Άννας μιας δυναμικής αστυνομικού. Είναι ένας ρόλος που ήξερα από την αρχή ότι μου πάει. Ότι θα είμαι πιο χαλαρή με τα αρβυλάκια μου, με τζιν και φούτερ. Εν πάσει περιπτώσει, δε θα ασχολούμαστε τόσο πολύ με την “αναστήλωση” της εμφάνισης. Από τη άλλη, η Άννα είναι ένα τόσο καλό παιδί που δεν μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο να παίξω τον ρόλο της. Δεν είχα να κάνω με μια περίεργη αστυνομικό, μια σκληρή, κακιά ή άδικη. Είχα να κάνω με μια αστυνομικό, που αν ήταν όλοι σαν εκείνη, θα ήμασταν πάρα πολύ ευτυχισμένοι. Με ενσυναίσθηση, αγάπη προς τον άνθρωπο, μια κοπέλα που “πονάει” τα θύματα, είναι προσηλωμένη στη δουλειά της. Είναι ένας χαρακτήρας που αγαπήθηκε πολύ από το κοινό.

Αυτό το διάστημα σε βλέπουμε στον ρόλο της Ντέα στην παράσταση “Αγρυπνία” του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Αντώνη Καλογρίδη με πρωτότυπο τίτλο “Τα δώρα της νύχτας”». Μίλησέ μας λίγο για αυτή τη γυναίκα που πάλι “καθορίζεται” από την εξωτερική της εμφάνιση…
Ο ρόλος μου (Dea), που στα λατινικά σημαίνει θεά. Βέβαια εγώ μελετώντας το κείμενο αισθάνθηκα χωρίς να το έχω συζητήσει αυτό με τον υπέροχο συγγραφέα μας τον Δημήτρη Δημητριάδη, ότι το Dea ίσως παραπέμπει και στο Me-dea, δηλαδή στη Μήδεια, γιατί “βλέπω” κάποια κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσα στα πρόσωπα αυτά. Μου θύμισε πάρα πολύ τη Μήδεια σε αρκετές φάσεις και η αλήθεια είναι ότι την επόμενη φορά που θα συναντήσω τον κύριο Δημητριάδη, θέλω να τον ρωτήσω αν είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό του όταν κατέληξε στο όνομά της. Τα ονόματα έχουν δοθεί πάρα πολύ προσεκτικά στα πρόσωπα του έργου. Δεν έχει αφήσει τίποτα στην τύχη ο Δ. Δημητριάδης.

Η Ντέα είναι ένα πλάσμα πολύ παρεξηγημένο και ακόμα μια φορά βλέπουμε την εκμετάλλευση της γυναίκας σε σχέση με την ομορφιά της, και σε σχέση με το ότι έχει μια μήτρα και γεννάει. Είναι μια πόρνη και κατά βάθος καλλιτέχνης. Όταν ήταν ακόμα πιο “αθώα”, είχε μια υπέροχη φωνή, έγραφε δικά της τραγούδια και ήθελε μόνο να τραγουδάει. Η ζωή της και οι άνθρωποι γύρω της την οδήγησαν στο να γίνει πόρνη. Εκδίδεται στο μαγαζί του Αυγουστίνου Ρόδη, όπου της επιτρέπεται να τραγουδάει και λίγο. Τόσο ώστε να ξεγελιέται ότι ακόμα το όνειρό της δεν έχει πεθάνει. Η Ντέα παλεύει μέσα στο έργο να επαναφέρει την παλιά της ταυτότητα. Να ξαναγίνει η Ελευθερία Πορφυρίου, που είναι το πραγματικό της όνομα. Παλεύει δηλαδή για την ελευθερία.

Δεν θα πω αν τα καταφέρνει, γιατί αξίζει κάποιος να δει την ιστορία της και να βγάλει το δικό του συμπέρασμα. Το αν υπάρχει δικαίωση έχει να κάνει με πολλά, και με τις προσλαμβάνουσες του καθένα. Είναι μία γυναίκα που παλεύει να απαγκιστρωθεί από την ταμπέλα που της έχουν βάλει. Για ακόμα μια φορά έχουμε να κάνουμε με ταμπέλες, με εκμετάλλευση, με όνειρα που πεθαίνουν.

Κατά την περίοδο των προβών, όσο πιο πολύ μελετούσα το έργο τόσο πιο πολύ συνειδητοποιούσα ότι είναι μια σύγχρονη ελληνική τραγωδία. Αυτό που έχει γράψει ο Δημητριάδης θυμίζει αρχαία τραγωδία δομικά. Στο κείμενο υπάρχουν μη ρεαλιστικά στοιχεία, σουρεάλ στιγμιότυπα, που θα συνέβαιναν σε μια τραγωδία και τα οποία εμείς οι πρωταγωνιστές τα αντιμετωπίζουμε πολύ ρεαλιστικά. Όπως το να συνομιλεί ένας άνθρωπος με τον Θεό ή να κατεβαίνει ο Θεός να του μιλήσει και να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, όπως αυτό που λέγαμε πριν για την Ωραία Ελένη. Μέσα στον ρεαλισμό του ο Δημητριάδης έχει βάλει κάποια ιδιαίτερα στοιχεία αλληγορικά.

Panos_Giannakopoulos

Στο έργο οι πρωταγωνιστές αγωνίζονται για μεγάλες ιδέες. Για ζητήματα ζωής και θανάτου που είναι για τον καθένα διαφορετικά και ξεχωριστά, αλλά μας αφορούν όλους. Ο καθένας με τον τρόπο του παλεύει για πράγματα αρχετυπικά. Για αυτά παλεύει και η Ντέα.

Την έχω αγαπήσει πάρα πολύ γιατί είναι ένας πολύ πονεμένος άνθρωπος. Ζω με τους ρόλους μου πολύ έντονα. Ειδικά όσο δουλεύω πάνω σε έναν ρόλο τον σκέφτομαι συνεχώς μέσα στην ημέρα μου. Είναι σαν να αποκτάς μια καινούρια φίλη που όσο πιο πολύ τη γνωρίζεις, τόσο πιο πολύ τη σέβεσαι και την καταλαβαίνεις. Και στο τέλος, όταν δεν παίρνει τελικά αυτό που επιθυμεί, καταλήγεις να την συμπονάς όλο και πιο πολύ.

Best case scenario από εδώ και πέρα; Κάποιος επόμενος σταθμός… μια νέα Επίδαυρος ίσως;
Σίγουρα η Επίδαυρος δεν είναι κάτι που κατακτήθηκε και τελείωσε. Και επειδή ήταν και με έναν ρόλο που δεν ακούει ποτέ κανένας την αλήθεια του, θα πω ότι μου ‘χει μείνει αυτό το ανικανοποίητο του καλλιτέχνη, που λέγαμε προηγουμένως. Νομίζω ότι όσες φορές κι αν πάω στην Επίδαυρο, στη ζωή μου – και εύχομαι να είναι αρκετές – δεν θα τη χορτάσω ποτέ. Θα θέλω πάντα να ξαναγυρίσω. Η ενέργεια εκεί είναι αδιανόητη, οπότε σίγουρα κάτι που ονειρεύομαι είναι το να ξαναγυρίσω.

Θέλω να συνεχίσω να υπάρχω πάνω στη θεατρική σκηνή. Θέατρο και πάλι θέατρο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αγάπησα την τηλεόραση. Ήταν ένα μέσο που φοβόμουν, αλλά δουλεύοντας εκεί υπήρξαν στιγμές που αισθάνθηκα ότι και η επαφή με την κάμερα σε προχωράει και σε ωριμάζει σαν ηθοποιό. Είναι κάτι συμπληρωματικό και όπως θα δανειστώ πράγματα και εμπειρίες μου από το θέατρο για να δουλέψω πάνω στην κάμερα, έτσι και η κάμερα σου δίνει άλλα “όπλα” ερμηνευτικά. Είναι συγκοινωνούντα δοχεία.

Χαίρομαι τελικά που έκανα τηλεόραση γιατί συνειδητοποίησα ότι και εκεί δουλεύουν άνθρωποι που αγαπούν πάρα πολύ αυτό που κάνουν. Τελικά, όμως, πίσω από όλα υπάρχει η “συνάντηση” με ανθρώπους, είτε μιλάμε για το θέατρο, για την τηλεόραση ή για το σινεμά. Η “συνάντηση” με τους ανθρώπους και η ομαδικότητα φέρνουν ένα δυνατό αποτέλεσμα.

Info:

Θέατρο «Συγγρού 33» . Εισιτήρια: more.com

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα