FRANCESCA GIAITZOGLOU - WATKINSON

ΕΥΑ ΜΠΕΗ: Η ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ

Η ζωγράφος συγκέντρωσε σε ένα πολύτιμο και βαθιά στοχαστικό βιβλίο τις σελίδες του ημερολογίου της από τα χρόνια που συνυπήρξε με τον σπουδαίο ποιητή. Ήταν η τελευταία δεκαετία της πολυκύμαντης ζωής ενός αξεπέραστου δημιουργού που προτιμούσε να κλείνει τα μάτια αφού ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει.

Εκείνος ήταν 55 ετών. Εκείνη 37. Εκείνος ήταν ήδη αναγνωρισμένος ως ένας από τους πιο σημαντικούς μεταπολεμικούς ποιητές της Ελλάδας. Εκείνη ήταν ζωγράφος με σπουδές στις ΗΠΑ και την ΑΣΚΤ. Εκείνος είχε ήδη παντρευτεί και χωρίσει δύο φορές. Εκείνη δεν ήθελε να ακούσει για γάμο.

Ήταν Σεπτέμβριος του ’81 και μετά από μερικές τυχαίες και «ακίνδυνες» συναντήσεις τους τις δύο δεκαετίες που είχαν προηγηθεί, εκείνος της έδωσε ένα χαρτί με το τηλέφωνό του («Ζωγράφισε δίπλα κι ένα αρκουδάκι»), εκείνη του τηλεφώνησε λίγες ημέρες αργότερα και ένα κυριακάτικο απόγευμα τον υποδέχτηκε στο ατελιέ της. «Κι εδώ ξαφνικά παθαίνω μια περίεργη συσκότιση, πραγματικό μπλακ άουτ. Μου είναι παντελώς αδύνατο να θυμηθώ, όσο κι αν προσπαθήσω, τι μεσολάβησε και από τις ήρεμες, λίγο δασκαλίστικες, παρατηρήσεις του βρεθήκαμε γυμνοί, ξαπλωμένοι στο ντιβάνι. Σαν τις περισσότερες ιστορίες που αποκτούν διάρκεια και σημασία, η πρώτη μας φορά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τέλεια ασήμαντη» γράφει για την εκκίνηση της μακροχρόνιας σχέσης τους η Εύα Μπέη στο «Με τον Νίκο Καρούζο» (εκδ. Loggia), ένα ανεκτίμητο ντοκουμέντο, ένα συνταρακτικό λογοτεχνικό ντεμπούτο που βρίθει στοχασμών υπαρξιακά βαρυσήμαντων.

Μαζί θα περνούσαν την επόμενη δεκαετία, την τελευταία περίοδο της ζωής του σπουδαίου ποιητή και πιο δύσκολη εξαιτίας των αυτοκαταστροφικών, όπως τονίζει η συγγραφέας, τάσεών του αλλά και των μεγάλων προβλημάτων υγείας (καρδιολογικά, καρκίνος) που αντιμετώπισε.

Κατά τη διάρκεια αυτής της πολυκύμαντης συνύπαρξης η Εύα Μπέη, όπως έκανε από μικρό κορίτσι, συνέχισε να κρατά ημερολόγιο. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά ήρθε αντιμέτωπη με το παρελθόν: «Ξαφνικά, με μια αδέξια κίνηση, το ασφυκτικά γεμάτο χαρτιά βαθύ, σιδερένιο συρτάρι βρέθηκε αναποδογυρισμένο στο πάτωμα. Μονόφυλλα, βιαστικά, δυσανάγνωστα, με πολλές μουτζούρες και διαγραφές, λίγα προσεκτικά καθαρογραμμένα, πιασμένα με συνδετήρα ή καρφίτσα, δείγμα ότι πρόκειται για μεγαλύτερα κείμενα ξανακοιταγμένα, σχολικά τετράδια, μπλοκάκια, ημερολόγια, σημειώσεις σε μικρά χαρτάκια ή στα περιθώρια των εφημερίδων, όλα σκόρπια, και εγώ, όρθια στη μέση του δωματίου, αμήχανη, να τα κοιτάζω και να μην ξέρω τι να κάνω».

Ώσπου τελικά πήρε ευτυχώς την απόφαση να κάνει αυτό που, όπως λέει στο Magazine, ήξερε ότι ήθελε να κάνει από τις 28 Σεπτεμβρίου 1990. Από την τελευταία μέρα του Νίκου Καρούζου στη Γη.

Η Εύα Μπέη με τον Νίκο Καρούζο.


Γιατί αποφασίσατε τρεις και πλέον δεκαετίες μετά τον θάνατο του Νίκου Καρούζου, να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Ήθελα να γράψω κάτι για τον Καρούζο από τότε που «έφυγε». Παιδευόμουν, δεν ήξερα πώς να το κάνω. Διαρκώς το ανέβαλλα, αλλά συνέχισα να κρατάω ημερολόγιο, κάτι που έκανα από τα 13 μου. Σήμερα είμαι 78. Σε όλο αυτό με βοήθησε πολύ ο Νίκος Κουφάκης των εκδόσεων Loggia. Μαζί είδαμε ότι εκ των πραγμάτων το υλικό χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος είναι ο πρώτος καιρός της γνωριμίας μου με τον Καρούζο και σταματάει σε ένα χωρισμό μας – στα δέκα χρόνια της σχέσης μας χωρίσαμε τρεις-τέσσερις φορές για τρεις-τέσσερις μήνες. Το δεύτερο είναι η αρρώστια του που μας έφερε πάρα πολύ κοντά. Το τρίτο είναι για το πώς εξελίχθηκε η ζωή μου μετά τον Καρούζο, πώς επηρέασε τις επιλογές μου, πόσο παρών είναι για μένα. Και το τέταρτο είναι από τη στιγμή που αρρώστησα, δηλαδή διαγνώστηκα με καρκίνο, και αποφάσισα ότι θέλω να ζήσω, όχι να πεθάνω, οπότε έπρεπε να το παλέψω διαφορετικά.

Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι πάντα διαθέσιμος. Δεν θα πας να δουλέψεις πουθενά, ούτε εγώ» έλεγε. Όταν φτάνουμε στο όριο, θα πηγαίνεις στο μάρκετ να πάρεις καφέ, φακές, ρύζι, μακαρόνια και λάδι και θα καθόμαστε εδώ, θα κάνουμε τη δουλειά μας και κάτι θα τύχει.

Το βιβλίο με βασάνισε τρία χρόνια μέχρι να το τελειώσω. Έπρεπε να μπει το φύρδην μίγδην υλικό σε μια σειρά. Ο Πικάσο λέει ότι αν ένα έργο φρακάρει, όρμα να χαλάσεις το καλύτερο σου σημείο, διότι αν είναι πραγματικά δικό σου θα ξαναβγεί και θα είναι ωραία ενσωματωμένο, ενώ σε αντίθετη περίπτωση θα σημαίνει ότι ήταν ένα δάνειο, άρα έπρεπε να φύγει. Εγώ, ξέρετε, σε όλη μου τη ζωή δεν έκανα κάτι άλλο πέρα από το να ζωγραφίζω. Ευτυχώς ποτέ δεν διορίστηκα. Ευγνωμονώ τον Καρούζο που μου είπε αυτό που ήθελα να ακούσω: «Ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι πάντα διαθέσιμος. Δεν θα πας να δουλέψεις πουθενά, ούτε εγώ» έλεγε. «Όταν φτάνουμε στο όριο, θα πηγαίνεις στο μάρκετ να πάρεις καφέ, φακές, ρύζι, μακαρόνια και λάδι και θα καθόμαστε εδώ, θα κάνουμε τη δουλειά μας και κάτι θα τύχει». Εννοούσε ότι είτε θα πουλούσα εγώ ένα έργο είτε εκείνου θα του προέκυπτε ένα κάλεσμα στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο. Έτσι επιζήσαμε.

Βρήκατε εξαρχής ακαταμάχητο τον ποιητή;
Κοιτάξτε, μου άρεσε, ήταν όμορφος. Δεν ξέρω αν φαίνεται αυτό στις φωτογραφίες. Δηλαδή ήταν ένας Έλληνας με μπόι 1.87 και γυμνασμένος, διότι μεγαλώνοντας στο Ναύπλιο έκανε μπάνιο από το Πάσχα μέχρι το κρύο, ενώ έκανε και μποξ. Επιπλέον ήταν έξυπνος και ταλαντούχος. Τι άλλο χρειάζεται δηλαδή;

Γνωριστήκατε πολύ πριν συνδεθείτε ερωτικά, έτσι δεν είναι;
Αρχικά τον γνώρισα, όπως γράφω, μέσω του Κρίτωνα Αθανασούλη όταν ήμουν μαθήτρια. Αρκετά χρόνια μετά, θυμάμαι ότι ο Καρούζος είχε γράψει τον πρόλογο για μια έκθεση ζωγραφικής του τότε συντρόφου μου, ο οποίος μου χάρισε τα «Πενθήματα» και επειδή μου άρεσε πολύ, πήρα και το «Λευκοπλάστης για μικρές και μεγάλες αντινομίες». Πρέπει να ήμουν γύρω στα 25. Ο Καρούζος ήταν τότε παντρεμένος κι εγώ, όπως είπα, σε σχέση.

Ώσπου αρκετά χρόνια μετά, και συγκεκριμένα στις 27 Σεπτεμβρίου 1981, ήρθε στο εργαστήριό σας, μια περίσταση που περιγράφετε γλαφυρά στο βιβλίο.
Υπήρξαν κατά την ετοιμασία του βιβλίου κάποιες στιγμές, όπως αυτή που αναφέρετε, που φοβήθηκα την αίσθηση της κλειδαρότρυπας. Επειδή όμως συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του ’80, το βλέπω πια από πολύ μεγάλη απόσταση. Τι να κάνω; Να φοβηθώ τον πουριτανισμό της σημερινής εποχής; Άλλωστε νομίζω ότι έχει πιο μεγάλη σημασία το πώς από το τι. Στη συγκεκριμένη αποστροφή νομίζω ότι αποκτά κανείς μια αρκετά καλή εικόνα του πώς ήταν ο Καρούζος. Δηλαδή μερικές φορές ήταν αμήχανος. Επίσης ήταν μεγαλωμένος με πολύ αυστηρή οικογενειακή αγωγή. Αυτό έβγαινε ακόμη και στις έκρυθμες στιγμές. Αν δεν έχανε τον έλεγχο -τον οποίο δυστυχώς πολλές φορές έχανε- είχε πάντα την αγωνία να φαίνεται σωστός. Περιγράφω για παράδειγμα μία συγκεκριμένη έξοδό μας σε μπαρ με τους νεαρούς ποιητές που τον περιτριγύριζαν. Εκεί μέσα γινόταν το σώσε, κι αυτός γύριζε κάθε τόσο και με ρωτούσε: «Φαίνομαι συνετός;»

"Ο Νίκος Καρούζος ήταν μεγαλωμένος με πολύ αυστηρή οικογενειακή αγωγή. Αυτό έβγαινε ακόμη και στις έκρυθμες στιγμές. Αν δεν έχανε τον έλεγχο -τον οποίο δυστυχώς πολλές φορές έχανε- είχε πάντα την αγωνία να φαίνεται σωστός." FRANCESCA GIAITZOGLOU - WATKINSON


Στο βιβλίο περιγράφετε συχνά τον κύκλο των νεαρών ποιητών σαν αυτό που λέμε κακές παρέες.
Παρότι στη ζωή μου μέχρι τότε είχα κάνει περισσότερα από αυτούς τους πιτσιρικάδες, τους φαινόμουν πολύ αυστηρή και συντηρητική. Αυτοί τότε φορούσαν αμπέχονα κλπ. Ο Καρούζος φορούσε τα προπέρσινα ρούχα του αδερφού του που ήταν τραπεζικός υπάλληλος κι εγώ τα προπέρσινα της γραμματέως αδερφής μου. Βλέποντας μας έτσι όλοι αυτοί οι έξαλλοι και μοντέρνοι, τους φαινόμασταν σαν παππούδες. Όχι ότι δεν είχα κι εγώ αυστηρή οικογενειακή αγωγή, όπως ο Καρούζος. Επί τούτου δεν έβαλα τα ονόματα όλων αυτών στο βιβλίο. Με ενδιέφερε όμως εκτός από την προσωπική μου ιστορία να δώσω και μια εικόνα της εποχής αλλά και τι είναι μερικές φορές όλοι αυτοί οι άνθρωποι που πλησιάζουν έναν καλλιτέχνη.

Γράφετε ότι οι συγκεκριμένοι δεν άφηναν τον Καρούζο να αγιάσει ακόμη κι όταν είχε πια αρρωστήσει.
Μαθαίνω ότι τώρα είναι φουρκισμένοι με μένα όλοι αυτοί. Όμως υπάρχει καμία γυναίκα που να της αρέσει να έρχεται ο σύντροφός της στις 4 το πρωί μεθυσμένος να χτυπάει τα κουδούνια φωνάζοντας; Δεν συνέβαινε σπάνια. Συνέβαινε ακόμη κι όταν ο Καρούζος έκανε μια προσπάθεια με τους Ανώνυμους Αλκοολικούς -κάτι που ορισμένοι βέβαια δεν ήξεραν, γιατί ο Καρούζος δεν το διαφήμιζε, καλά καλά ούτε σε μένα δεν έλεγε τι συνέβαινε εκεί. Πώς τον ρίχνεις λοιπόν εσύ στα μπαρ και τα ξενύχτια; Ορισμένοι αναγνώρισαν τους εαυτούς τους στο βιβλίο. Κάποιος μάλιστα λέει δεξιά κι αριστερά: «Ποια είναι αυτή η ξεμωραμένη, που ήταν γριά και στα νιάτα της, που θα μας μιλήσει σήμερα για τον Καρούζο». Ας τους πει λοιπόν κάποιος ότι εγώ το ’64, ζητώντας από τη διαφημιστική που δούλευα στην Αθήνα να με πληρώσουν όχι με χρήματα αλλά με ένα ακτοπλοϊκό εισιτήριο, πήγα στις ΗΠΑ σε μια εποχή που συνέβαιναν όλα: hippies, beatniks, Βιετνάμ. Ενώ αυτοί δήλωναν beatniks και καταστασιακοί επειδή έτυχε να ακούσουν κάτι από τον Λεωνίδα Χρηστάκη. Δηλαδή το να έχεις μια αγωγή και το να θες να ορίσεις κάπως τον εαυτό σου, γιατί φαίνεται συντηρητικό σε όλους αυτούς;

Στο ατελιέ της Εύας Μπέη. FRANCESCA GIAITZOGLOU - WATKINSON


Κατά τη διάρκεια της σχέσης σας με τον Καρούζο ήρθατε συχνά αντιμέτωπη με απαξιωτικά σχόλια για το πρόσωπό σας;
Βέβαια, συνέβαινε αυτό. Εγώ όμως δεν ήθελα να αλλάξω τον Καρούζο. Θα ήμουν αστεία αν πίστευα ότι ένας άνθρωπος με την προσωπικότητά του θα άλλαζε. Ήθελα κάπως να μετριάσω την αυτοκαταστροφή του διότι ένιωθα ότι είχε πολλά πράγματα να κάνει ακόμη και αυτό με συγκινούσε. Το έβρισκα φοβερό ένας καλλιτέχνης σαν τον Καρούζο να μην ξεδιπλώσει όλο το φάσμα των ικανοτήτων του.

Πιστεύετε ότι θα μεγαλουργούσε ακόμη περισσότερο αν δεν βάδιζε σε αυτοκαταστροφικές, όπως λέτε, ατραπούς;
Δεν μπορώ παρά να κάνω υποθέσεις. Πιστεύω ότι ένας ποιητής συνήθως έχει μια πρόωρη λάμψη όταν είναι πολύ νέος. Αν όμως είναι άνθρωπος υψηλής παιδείας και με πολύ ανοιχτά μάτια, μπορεί να έχει και μια πολύ καλή περίοδο ωριμότητας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο Καβάφης και ο Πάουντ.

Ο δικός σας κύκλος ενέκρινε τη σχέση;
Καθόλου. Δεν είχα όμως πολύ στενή σχέση με τους γονείς μου. Δηλαδή με το που έβγαλα τα πρώτα δικά μου χρήματα, γύρω στα 26, αυτό που έκανα ήταν να νοικιάσω ένα εργαστήρι και να φύγω από την οικογενειακή εστία.

Ο Καρούζος όμως δεν έπινε για να διασκεδάσει. Πιστεύω ότι έπινε από απελπισία.

Σας ενοχλούσε που οι οικείοι σας ήταν τόσο επικριτικοί για τον Καρούζο;
Πολύ. Το ότι έπρεπε να απολογούμαι συνέχεια, με στενοχωρούσε.

Έχετε σκεφτεί ότι ειδικά με τα σημερινά δεδομένα η συμπεριφορά του εκλιπόντα κάποιες φορές θα μπορούσε να θεωρηθεί έως και κακοποιητική ψυχολογικά;
Το καταλαβαίνω αυτό που λέτε. Ο έρωτας όμως έχει πολλά πρόσωπα. Ίσως η αιτία να ήταν η μεγάλη του ανασφάλεια. «Μαζί συνεννοούμαστε και συνομιλούμε ωραία, είναι κρίμα να το χάσουμε» μου έλεγε κάθε φορά που ήταν να χωρίσουμε. Κι όμως κάποιοι νεαροί απορούσαν που ο Καρούζος ήταν κολλημένος με ένα τόσο συμβατικό άτομο, όπως με χαρακτήριζαν. Διότι ήξεραν μόνο τον άνθρωπο που είναι στο μπαρ και κάποια στιγμή είναι χάλια και απελπισμένος. Ο Καρούζος όμως δεν έπινε για να διασκεδάσει. Πιστεύω ότι έπινε από απελπισία.

Απελπισία απέναντι σε τι;
Στη ζωή και στο θάνατο. Επίσης από ένα σημείο και πέρα λαχταρούσε την καθιέρωση. Όταν τον γνώρισα, τον πλήγωνε ο αποκλεισμός που είχε από όλες τις μεριές.


Ήταν όντως τόσο δύσκολα τα πράγματα τότε για έναν τόσο σπουδαίο ποιητή;
Όχι δύσκολα, άθλια ήταν. Το ’80, το ’85, το ’90, ο Καρούζος δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Είχε πέντε ανθρώπους που τον εκτιμούσαν πολύ, είχε τη φιλία του Σαχτούρη και από εκεί και πέρα τίποτα. Δεν είναι φοβερό αυτό; Κάποια στιγμή μάλιστα μου είπε ανοιχτά ότι αφού δεν μπορούσε να καθιερωθεί από μεγάλους εκδότες και ομάδες, θα προσπαθούσε να καθιερωθεί από κάτω, από τους πολύ αδύνατους. Αυτός ήταν ο λόγος που χάριζε συνέχεια χειρόγραφα. Μπορεί να καθόταν σε ένα μπαρ και να έγραφε, να του έλεγε κάποιος «γράψε μου και μένα κάτι» και να του έγραφε. Έτσι βρέθηκε κόσμος και κοσμάκης με άπειρα χειρόγραφά του. Όταν τον γνώρισα ήταν φοβισμένος, απελπισμένος. «Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα» έλεγε, «δεν μπορώ να δουλέψω». Όσες φορές προσπάθησε να κάνει μια δουλειά με ωράριο, του ήταν αδύνατο. Όχι από τεμπελιά αλλά υπαρξιακά. Επιπλέον αν σκεφτούμε ότι μέχρι τα 30 του είχε περάσει εξορία στην Ικαρία και τη Μακρόνησο, από την οποία μάλιστα πήρε και χαρτί ψυχικά διαταραγμένου, πόσες πόρτες θα μπορούσαν να του ανοίξουν; Φαίνονται όλα αυτά στο βιβλίο μου;

Κατά τη γνώμη μου πολύ καθαρά.
Εν τω μεταξύ συνδεόμασταν ήδη τρία-τέσσερα χρόνια και για όλα αυτά δεν μου είχε πει τίποτα. Δηλαδή δεν ήταν ποιητής της ήττας. Ήταν πολύ ιδιαίτερη προσωπικότητα.

Τον ταλάνιζαν όμως οι φοβίες του;
Ήταν έντρομος. Δεν φαντάζεστε τι έβλεπα στο περίφημο υπόγειο που έμενε και το οποίο είχε γίνει καλτ κατά κάποιο τρόπο. Στους νεαρούς ποιητές άρεσε να τον βρίσκουν εκεί στην κατάσταση που τον έβρισκαν. Δεν τους άρεσε ο Καρούζος μετά τα μπαρ να γυρίζει και να κοιμάται σε ένα κανονικό σπίτι όπως ήταν το δικό μου τότε, με μία συμβατική σύντροφο, η οποία άλλοτε ακολουθούσε και άλλοτε όχι. Τότε μου άρεσε λίγο το αλκοόλ, δηλαδή να πάω σε ένα μπαρ και να πιω ένα-δύο ουίσκι, άντε τρία, ποτέ παραπάνω. Έτσι είχα μάθει από τους γονείς μου που άνοιγαν ένα μπουκάλι κρασί σε γιορτές και ειδικές περιστάσεις.

Ήταν κουραστικά τα διαρκή νυχτοπερπατήματα με τον Καρούζο;
Για μένα ήταν εφιάλτης. Μετά το μπαρ τον έπιανε κάτι σαν δύσπνοια. Αυτό συμβαίνει όταν έχεις καπνίσει τόσα τσιγάρα. Ο Νίκος είχε φτάσει στα πέντε πακέτα και όταν αρρώστησε καμάρωνε ότι το έκοψε στα δυόμιση. Μετά από τόσο αλκοόλ και τσιγάρο ήταν χάλια και η επόμενη κίνηση του ήταν να πάμε στην Ομόνοια, όπου υπήρχε ένα διανυκτερεύον γαλατάδικο στη γωνία της Αθηνάς. Του άρεσε μετά από την κραιπάλη να τρώει κάτι υγιεινό: βούτυρο με μέλι, ανθόγαλα σε μεγάλο φλιτζάνι ή κρέμα. Παίρναμε την πρωινή εφημερίδα, καθόμασταν μέχρι να ξημερώσει και μετά πηγαίναμε σπίτι. Είχε την αίσθηση ότι αν έπεφτε για ύπνο στις 2, δεν θα ξυπνούσε το πρωί από τη δύσπνοια. Τέτοια θανατοφοβία είχε. Πώς μπορούσα να μην είμαι έκρυθμη εφόσον αν όχι κάθε μέρα, τότε τέσσερις-πέντε φορές την εβδομάδα γυρνούσαμε ξημερώματα στο σπίτι; Μου προσάπτουν όμως διάφοροι ότι εγώ ήθελα να βάλω στον ίσιο δρόμο τον Καρούζο.

Ο οποίος είναι εξ ορισμού κακός;
Ναι, γιατί είναι «συμβατικός».

Είναι προτιμότερο δηλαδή ένας καλλιτέχνης να παραμένει δέσμιος των παθών του και ας ατονεί η δημιουργικότητά του;
Τι να σας πω; Το αυτονόητο; Όμως δεν θέλω να έρθω σε αντιπαράθεση με κανέναν. Ο λόγος που καθυστέρησα να βγάλω αυτό το βιβλίο είναι γιατί τώρα πια δεν θα μπορεί να μου προσάψει κανείς τίποτα. Κατά τη διάρκεια της σχέσης μου με τον Καρούζο άκουσα πολλές φορές να λένε: για να τη δούμε αυτή πώς θα το εξαργυρώσει. Δεν ήθελα όμως να εξαργυρώσω τίποτα. Γι’ αυτό και πολλά χρόνια δεν εξέθετα ούτε καν τη ζωγραφική μου. Φαίνεται όμως ότι υπήρξα σκληρό καρύδι, δεν ασχολιόμουν με όλα αυτά. Είχαμε κιόλας να ασχοληθούμε με πολύ σημαντικότερα πράγματα. Όπως την αρρώστια του, και μάλιστα μη δουλεύοντας, εφόσον είχαμε τη νοοτροπία να είμαστε πάντα διαθέσιμοι. Θυμάμαι να τυχαίνει κανένα μάθημα και να λέει ο Καρούζος: «Δηλαδή να πουλήσουμε τις γνώσεις μας; Όποιος θέλει ας έρθει μόνος του να μας ρωτήσει».

"Δεν ήθελα ποτέ, ας πούμε, να κάνω οικογένεια και παιδιά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αγαπούσα τα παιδιά. Το ίδιο και ο Καρούζος." FRANCESCA GIAITZOGLOU - WATKINSON


Για τον πρώτο καιρό της αρρώστιας του γράφετε ότι όσο κι αν τον θαυμάζατε και πονούσατε γι’ αυτόν, δεν μπορούσατε καθημερινά να ζείτε με τη συνεχή διερώτηση για το επερχόμενο τέλος: «Ένιωθα νέα ακόμη, γερή, αγαπούσα τη ζωή και την τέχνη. Με δυο λόγια, ήθελα να ζήσω. Ο Νίκος είχε αυτοπαγιδευτεί σε μια δίνη, ανάμεσα στις ιδέες και στην εικόνα του…»
Κι όλα αυτά ενώ είχα επιφορτιστεί με την ευθύνη των πρακτικών ζητημάτων. Ποιος άλλος θα το έκανε; Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν δεν ήμουν εκεί. Χωρίσαμε Οκτώβριο και ο Νίκος αρρώστησε Φλεβάρη. Τον είχε πιάσει πανικός. Έμενε πια μόνιμα στο σπίτι της Δημητρίου Σούτσου, το περίφημο υπόγειο που σε όλους άρεσε. Όταν πήγα -γιατί κάτι έπρεπε να γίνει, σκεφτόμουν ότι δεν επιτρέπεται ο Καρούζος να πεθάνει σαν ζητιάνος- ο Νίκος έλεγε: «Το ξέρω ότι εγώ θα πεθάνω σε ένα χαντάκι κάποια νύχτα». Κι εγώ του έλεγα όχι, αποκλείεται. Λίγο νωρίτερα και μέσα σε διάστημα 20 ημερών είχαν πεθάνει και οι δύο γονείς μου. Ήμουν δηλαδή αλλόφρων και βρέθηκα να διαχειρίζομαι την αρρώστια του Νίκου.

Ήταν συχνές οι στιγμές απελπισίας;
Είπα πολλές φορές ότι δεν αντέχω άλλο. Άλλα πάντα εκεί ήμουν. Όπως γράφω στο βιβλίο, κάποια στιγμή, ξέροντας τον ψυχισμό μου είπα ότι αν επέστρεφα θα έχανα δυο-τρία χρόνια από τη ζωή μου. Αλλά αν δεν επέστρεφα, θα έχανα όλη μου τη ζωή από την ενοχή.

Έχετε σκεφτεί πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή σας αν δεν είχατε συνυπάρξει με τον Καρούζο;
Αν έμενα στην Αμερική, όπου σπούδασα Καλές Τέχνες για τρία χρόνια στο Μίσιγκαν και ηλιθιωδώς γύρισα εξαιτίας των γονιών μου, δεν αποκλείεται να πήγαινα σε ένα κοινόβιο με hippies. Και πάλι δεν θα έκανα συμβατική ζωή. Δεν ήθελα ποτέ, ας πούμε, να κάνω οικογένεια και παιδιά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αγαπούσα τα παιδιά. Το ίδιο και ο Καρούζος.

Συζητήσατε ποτέ το ενδεχόμενο να περάσει η σχέση σας στο επόμενο στάδιο;
Μου είχε προτείνει να παντρευτούμε τρεις φορές. Πιστεύω ότι το έλεγε πιο πολύ από ανασφάλεια. Δεν ξέρω πώς αλλά του δημιουργούσα ένα αίσθημα ασφάλειας. Εγώ που ήμουν εντελώς ξεκρέμαστη ως καλλιτέχνης με καμία οικονομική βεβαιότητα. Τι σιγουριά να εμπνεύσω; Όμως του την ενέπνεα τελικά. Την είχε μεγάλη ανάγκη ο Καρούζος. Είχε όμως και μια πολύ μεγάλη εντιμότητα. Όταν κατά τη διάρκεια της αρρώστιας του επέστρεψα οριστικά και δεν μου πέρασε ξανά από το μυαλό να φύγω -πώς να φύγω από έναν άνθρωπο σε αυτή την κατάσταση;- από τα πρώτα πράγματα που μου είπε ήταν ότι το διάστημα που είχαμε χωρίσει, είχε κάνει διαθήκη μέσω της οποίας άφηνε τα δικαιώματα του έργου του και το σπίτι του Ναυπλίου στην πρώην γυναίκα του για να τον αφήσει να μένει στο άθλιο υπόγειο. Τόσο έντρομος ήταν που θεωρούσε μεγάλη υπόθεση να μένει σε ένα λαγούμι που είχε μια κουζίνα, ένα μπάνιο, ένα χωλ και ένα μικρό υπνοδωμάτιο με δύο μεταλλικά ντιβάνια, από αυτά που διπλώνουν. Στο ένα κοιμόταν και στο άλλο είχε πεταμένα όλα του τα ρούχα. Φριχτό και στενάχωρο μέρος. Με έζωναν οι ενοχές μερικές φορές που του έλεγα να πάει εκεί γιατί δεν άντεχα να έρθει στο σπίτι μου το πρωί, ήθελα επιτέλους να κοιμηθώ. Όχι ότι το τηρούσα πάντα. Θυμάμαι μια φορά που για να με εξευμενίσει ήρθε ξημερώματα με δυο σαφρίδια τυλιγμένα στην εφημερίδα, γιατί είχε θυμηθεί ότι μου άρεσαν τα ψάρια και μετά το μπαρ πήγε στην ψαραγορά. Πώς να τον διώξω;

Έργο της Εύας Μπέη FRANCESCA GIAITZOGLOU - WATKINSON


Με τη στερνή σας γνώση θα το ξανακάνατε όλο αυτό;

Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Με τον Καρούζο είχαμε πολλές ομοιότητες, όχι ως προς το ταλέντο, δεν κάνω τέτοιο υπαινιγμό, αλλά ψυχικές. Είχαμε και οι δύο την αίσθηση ότι έχει σημασία η κάθε στιγμή που φέρνει την άλλη. Απλώς ο Καρούζος μου μορφοποίησε αυτή την αίσθηση για το απόλυτο παρόν, ώστε να πάρεις όσα περισσότερα μπορείς από αυτό. Γιατί αυτό προσπαθούσε ουσιαστικά να κάνει. Πολλές από τις παραστάσεις που δημιουργούσε πήγαζαν από την αγωνία του μην τυχόν το παρόν δεν έχει εκδηλωθεί σε όλη του την ένταση. Είναι αυτό που έλεγε ο Τ.Σ. Έλιοτ: «Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος / είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μέλλοντα χρόνο / και ο μέλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο». Ο Καρούζος είχε πολύ έντονη την αίσθηση της σημασίας του τώρα.

Αυτό είναι που έχει μείνει μέσα σας ως η πιο δυνατή ανάμνηση;
Ίσως. Είναι και κάτι άλλο. Δεν ξέρω όμως αν είναι από τον Καρούζο ή κάτι που ανακάλυψα μόνη μου στο πέρασμα των χρόνων: να συνεχίζεις αυτό που αγαπάς με νύχια και με δόντια. Αυτό προσπάθησα να κάνω σε όλη μου τη ζωή. Ο Νίκος μου έλεγε συνέχεια: «Δεν με νοιάζει ναν -έβαζε και αυτό το ν- να τη γλιτώσω». Εγώ είπα στον εαυτό μου ότι με νοιάζει να τη γλιτώσω. Μου έλεγε όμως και κάτι άλλο: «Δεν κάνεις για ποιητής γιατί δεν έχεις μυθική αίσθηση ζωής. Έχεις ιστορική». Μάλλον είχε δίκιο.

@ 2020 Anthony Boyd Graphics

Το βιβλίο «Με τον Νίκο Καρούζο – Ημερολόγιο» της Εύας Μπέη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Loggia.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα