Ναΐτες εναντίον Σαρακήκων iStock

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ “ΓΥΦΤΟΚΑΣΤΡΑ” ΗΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΧΑΪΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΑΪΤΕΣ ΙΠΠΟΤΕΣ

Οι Ναΐτες Ιππότες στη δυτική Πελοπόννησο. Αναζητώντας τη θρυλική Παλαιόπολη και το κάστρο Περιγάρδι ή Belvédère των Ναϊτών Ιπποτών.

Υπόμνημα: Το παρόν εκτενές άρθρο, δεν αποτελεί μέρος κάποιου παλαιότερου έργου του δημιουργού του, μολονότι καταπιάνεται με ζητήματα τα οποία πράγματι έχει ξανά ο ίδιος ο Μιλτιάδης Τσαπόγας θίξει σε βιβλία του κατά το παρελθόν. Κατά συνέπεια, τα όσα πρόκειται να διαβάσετε παρακάτω, αποτελούν κάτι νεότατο ερευνητικά και συγγραφικά, κάτι οπωσδήποτε πολύ πιο ενημερωμένο, σε σχέση με παλαιότερες προσεγγίσεις του συγγραφέως.

Σύμφωνα με την επικρατούσα θέση, εδώ και ουκ ολίγα έτη, στους κύκλους των ερευνητών της μεσαιωνικής Ελλάδος, ένα από τα φρούρια που κατείχαν οι Ναΐτες Ιππότες στα μέρη της Πελοποννήσου, κατά τα χρόνια που ακολούθησαν την Τέταρτη Σταυροφορία ήταν το λεγόμενο κάστρο Περιγάρδι της μεσαιωνικής Ήλιδος, το οποίο αλλιώς καλούταν και Belvédère ή Pulchrum. Περί της ακριβούς θέσεως του εν λόγω φρουρίου στα μέρη της Ηλείας, είχε ομιλήσει από τους πρώτους ο Γάλλος λόγιος J. A. Buchon, εις τα τέλη του πρώτου μισού του 19ου αιώνος, περιπλέκοντας – κατά την προσωπική μου εκτίμηση – σημαντικά το πρόβλημα της ταυτίσεως, το οποίο καλά κρατεί από αιώνες. Κατά τον ανωτέρω αρχαιοδίφη και περιηγητή, η λύση ήταν απλή: Το φέουδο Paliopolis, όπου και το κάστρο Περιγάρδι, Belvédère ή Pulchrum των Ιπποτών του Ναού, ταίριαζε απόλυτα να βρίσκεται κοντά στο χωριουδάκι Παλαιόπολη της Αρχαίας Ήλιδος. Άλλωστε, αυτή ήταν μια γνώμη, την οποία ήλθε κάπως να τη βοηθήσει να στερεωθεί, σχεδόν έναν αιώνα μετά και ο Γάλλος μεσαιωνολόγος Antoine Bon, όστις, στηριζόμενος και εκείνος στο τοπωνύμιο της Παλαιόπολης, υποστήριξε εις το έργον του La Morée franque πως οι Ναΐτες ενδεχομένως να είχαν εγκατασταθεί, μεταξύ άλλων σημείων, και στην αρχαία Ήλιδα.

Παρ’ όλα ταύτα, θα πρέπει να ειπώ ότι, η ανωτέρω θέση των δυο Γάλλων λογίων, δεν οριστικοποιεί σε καμιά των περιπτώσεων και τον τελειωμό των αποριών που έχουν προκύψει σχετικά με τη γεωγραφική θέση του τιμαρίου Paliopolis, το οποίο είχανε λάβει, κατά τον διαμοιρασμό του Μοριά, οι Ναΐτες Ιππότες από τον υψηλόβαθμο Βουργουνδό σταυροφόρο Ούγο ντε Μπεσανσόν. Για ποια Paliopolis της Ήλιδος, όμως, θα πρέπει να ομιλούμε; Τούτο είναι, αν θέλετε την προσωπική μου εκτίμηση, το πλέον μείζονος σημασίας ερώτημα διά την σχετική με την ιστορία των ιπποτικών ταγμάτων στο Μοριά έρευνά μας, καθώς, απ’ όσο είμαστε εις θέσιν να γνωρίζομε, η περιοχή της Ήλιδος κατά τα έτη της εγκαταστάσεως των Φράγκων στον Πελοπόννησο, δεν περιοριζόταν σε αυτό το μικρό κομμάτι γης που στη σημερινή εποχή καλούμε Αρχαία Ήλιδα, αλλά εκτεινόταν πολύ μακρύτερα προς πάσα κατεύθυνση – θα ημπορούσαμε να πούμε, κατά προσέγγιση (όσον αφορά τα νοτιοδυτικά τουλάχιστον), ως και τα όρια του σημερνού νομού της Ηλείας.

Ποιο το σύνολο των αιτιών, όμως, που οδηγήθηκαν οι δύο ανωτέρω Γάλλοι και διάφοροι ακόμα ερευνητές εις το συμπέρασμα πως το συγκεκριμένο φέουδο των Ναϊτών ευρισκόταν κάπου ανάμεσα στις αρχαιότητες της αρχαίας Ήλιδος; Όπως ανέφερα ανωτέρω, το πρώτο επιχείρημά τους έχει να κάμει με την ύπαρξη ενός πολύ κοντινού σε εκείνην οικισμό, που φέρει και σήμερα ακόμη το όνομα Παλαιόπολη και ο οποίος γειτνιάζει με τον αρχαιολογικό χώρο. Για να σώζεται τέτοιο τοπωνύμι, θα ήταν εύλογο να σχετίζεται η τοποθεσία του με κάποια παλαιάς εποχής πολιτεία. Εδώ, όμως, θα πρέπει να γίνει μια επισήμανση. Το ότι σχετίζεται το συγκεκριμένο τοπωνύμιο πιθανόν με κάποια πολύ παλαιά πόλη, δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι η πόλις αυτή ήτο και η Paliopolis του Ωρίμου Μεσαίωνος. Προσωπικά, εκτιμώ ότι είναι πιθανότερο να ονομάστηκε έτσι, άγνωστο ακριβώς το πότε, εξαιτίας της μεγάλης διαστάσεως της γειτονικής σε αυτήν, αρχαίας πολιτείας της Ήλιδος. Δεν είναι αυτή, όμως, η μεσαιωνική Paliopolis που ψάχνομε. Και τα αίτια που με κάνουν να το επισημαίνω αυτό, θα τα αναπτύξω λίγο-λίγο στις παρακάτω παραγράφους.

Το δεύτερο λοιπόν επιχείρημα των υποστηρικτών της ανωτέρω θεωρίας, μάς λέγει, ότι η Παλαιόπολη της Ήλιδος διέθετε κάποιο οχυρό κτίσμα, όχι όμως και κάστρο στην πραγματικότητα, παρά έναν πύργο κάπως απλά περιτοιχισμένο. Φωτογραφία μάλιστα του εν λόγω μνημείου, από το έτος 1920, μας έδωσε ο A. Bon, δυστυχώς όμως πλέον, εδώ και πολλές δεκαετίες, ό,τι υπήρχε σε εκείνη τη θέση, έχει χαθεί και μόνον κάποιοι λιθοσωροί με διάσπαρτα κεραμικά στην κορυφή της ακροπόλεως της αρχαίας Ήλιδος, θυμίζουν ότι άλλοτε εις την θέση εκείνη υπήρχε κάποιο μεσαιωνικό κτίσμα. Μολαταύτα, και το αυτό επιχείρημα νομίζω πως μειονεκτεί για τους εξής δυο λόγους: Ως γη των Ναϊτών Ιπποτών, η τοποθεσία της μεσαιωνικής Paliopolis θα έπρεπε κατά το μάλλον ή ήττον να διαθέτει ένα κάστρο, αφού η συζήτησή μας έχει να κάμει με το, ιεροπολεμικής ιδιότητος, τάγμα των Ιπποτών του Ναού, οι οποίοι, ως είναι γνωστό, κατά τις σταυροφορίες τοποθετούνταν πάντοτε σε σημεία-κλειδιά, εις τα οποία έχτιζαν οι ίδιοι ή τους παραχωρούνταν σημαντικά οχυρά κάστρα, ικανά να υπερασπιστούν τις κτήσεις των Φράγκων. Στην πραγματικότητα, όμως, η φωτογραφία του 1920 που έχομε από το έργο του A. Bon, δεν μας φανερώνει ένα κτίσμα κάποιας τέτοιας σπουδαίας χρησιμότητας, παρά –θα έλεγε κανείς που έχει μια επαρκή τριβή με τα μεσαιωνικά φρούρια– ένα απλό οχυρό φυλάκιο. Μάλιστα, και το τοπωνύμι «Παλαιόπυργος» που απαντάται εκεί ακριβώς, σε τούτο εκτιμώ ότι συνηγορεί. Και είναι αυτό, ένα σοβαρό στοιχείο που ενισχύει, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, το ότι το κάστρο Περιγάρδι, Belvédère ή Pulchrum και το όλο τιμάριο της Paliopolis, θα πρέπει να αναζητηθεί σε άλλο σημείο του χάρτη της Ηλείας και όχι στην αρχαία Ήλιδα, όχι κοντινά στον σημερινό οικισμό της Παλαιόπολης.

Το πού θα μπορούσε να βρίσκεται το φέουδο των Ναϊτών Ιπποτών «Paliopolis», είναι κάτι που με απασχόλησε για ουκ ολίγο χρονικό διάστημα προτού δαχτυλογραφήσω ετούτα που μοιράζομαι μαζί σας στο παρόν άρθρο, μελετώντας από πρωίας μέχρι εσπέρας λογιών-λογιών συγγράμματα και ερευνώντας επιτοπίως. Έτσι, αρχικώς, θα πρέπει να επισημάνω κάτι λίαν χρήσιμο για τα παρακάτω σημαντικά. Όπως γνωρίζομε, η Paliopolis του Μεσαίωνα, όπως και άλλα πιθανόν φέουδα που αναλογούσαν στους Ναΐτες στη γη της Πελοποννήσου, ήτο –αρχικώς τουλάχιστον– ένα χωριό (βλ. λεπτομέρειες εις το La Morée franque του Antoine Bon). Ως χωριό ή ως μικρά πολιτειούλα, η Paliopolis θα έπρεπε στα πρώτα χρόνια της Φραγκοκρατίας να διαθέτει, πέραν του απαραιτήτου οχυρού-κάστρου της, τουλάχιστον μια θρησκευτική εστία, τόσο για την άσκηση του πνεύματος των Ναϊτών ιπποτοκαλόγερων που όριζαν την περιοχή της, όσο και για εκείνη των εντοπίων κατοίκων, καθώς και (τουλάχιστον ένα) κοιμητήρι. Ο συνδυασμός των τριών αυτών στοιχείων για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο (επαναλαμβάνω πως ομιλούμε για τον πρώτο καιρό της κατάκτησης της Πελοποννήσου υπό των Φράγκων ιπποτών) δεν απαντάται –όπως πιστεύω– πουθενά αλλού εις το Μοριά, παρά μόνον σε μια τοποθεσία στα δυτικά της χερσονήσου.

Πού συναντάται, λοιπόν, τελικώς η μεσαιωνική Paliopolis των Ναϊτών Ιπποτών και ποια είναι τα έως σήμερα σωζόμενα μνημεία που τη θυμίζουν; Ας το ιδούμε.

Οχυρώσεις κατά την ανάβαση στο κάστρο της Καλίδονας ή Γκλάτσας
Οχυρώσεις κατά την ανάβαση στο κάστρο της Καλίδονας ή Γκλάτσας Μιλτιάδης Τσαπόγας

Έχοντας φτάσει κανείς εις την περιοχή της νοτιοδυτικής Ηλείας και στην πόλη της Ζαχάρως, θα πρέπει να ακολουθήσει τον δρόμο για το σχετικά κοντινό ημιορεινό χωριό της Καλίδονας, η οποία καλείται ακόμη και σήμερα με την ονομασία Παλιοχώρι. Στην πραγματικότητα, εκτός από το χωριό, Παλιοχώρι ονομάζεται –από πολύ παλαιότερα, φυσικά– και η κορυφή του καστρόλοφου της περιοχής. Καθώς σιμώνει ως εκεί κάποιος, θα πρέπει να ξεκινήσει έναν ποδαρόδρομο νοτίως του χωριού (περνώντας κοντά από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου), απάνω σε ένα μονοπάτι, μέσω του οποίου, ύστερα από κόπο μισής ώρας περίπου, θα φτάσει προ των ρημαδιών μιας μεσαιωνικής πολιτειούλας, η οποία «φρουρείται» ακόμη από ένα ταλαιπωρημένο από τους καιρούς κάστρο, του οποίου –όπως εκτιμώ προσωπικά– θα πρέπει να αναχθεί η ανέγερση στο α’ μισό του 13ου αιώνος, μα βαστάει θεμέλια και από τα ρημάδια ενός αρχαίου φρουρίου. Το εν λόγω μεσαιωνικό κάστρο φέρει σήμερα αρκετές ονομασίες: Κάστρο της Καλίδονας ή του Παλιοχωρίου, κάστρο της Γκλάτσας, Παλαιόκαστρο, καθώς και Γυφτόκαστρο. Ειδικά, η τελευταία αυτή αναφερθείσα ονομασία, θα πρέπει να τονίσω πως έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία σε σχέση με όλα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν προχωρώντας.

Οχυρώσεις κατά την ανάβαση στο κάστρο της Καλίδονας ή Γκλάτσας
Οχυρώσεις κατά την ανάβαση στο κάστρο της Καλίδονας ή Γκλάτσας Μιλτιάδης Τσαπόγας

Μολαταύτα, το μνημείο αυτό δεν αποτελεί «τη μοναδική ανάμνηση μιας άλλης εποχής» στον τόπο που εντοπίζεται, αλλά εντάσσεται σε μια περιοχή, η οποία αποπνέει άπλετο το άρωμα της Ιπποτοκρατίας στον Μοριά.

Ένα πολύ σημαντικό μνημείο του 13ου αιώνος βρίσκεται σε μικρή σχετικά απόσταση από το κάστρο, στη διαδρομή απάνω για το χωριό Γκλάτσα (ή Ανήλιο), και είναι ο φραγκοβυζαντινός ναός της Παναγιάς ή αλλιώς της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Η αρχιτεκτονική ώσμωση των στοιχείων γοτθικής και βυζαντινής τέχνης στον εν λόγω ναό αποδεικνύει, περίτρανα, ότι Φράγκοι και Έλληνες συνυπήρξαν στην περιοχή αυτή, η οποία έχει σημασία να επισημάνομε ότι στα χρόνια του Ωρίμου Μεσαίωνος ονομαζόταν Belvédère (και όχι μόνον), λέξη καθαρά φραγκική, η οποία θα ειπεί στα ελληνικά «πανοραμική άποψη/οπτική γωνία» (περί της αυτής ονομασίας, βλ. και Καλίδονα: Οδοιπορικό στον χώρο και στον χρόνο της Τριανταφυλλιάς Νιάρχου).

Η οχυρωμένη ακρόπολη του κάστρου της Γκλάτσας ή Καλίδονας
Η οχυρωμένη ακρόπολη του κάστρου της Γκλάτσας ή Καλίδονας Μιλτιάδης Τσαπόγας

Προτού ομιλήσομε, ωστόσο, περισσότερο για τον πολύ αποκαλυπτικό, για την έρευνά μας, ναό της Παναγιάς, καλό θα ήτο να ειπούμε πρώτα μερικά ακόμα ιστορικά σχετικά με το κάστρο. Όπως ανέφερα και ανωτέρω, η ονομασία Παλιοχώρι σχετίζεται άμεσα με το ίδιο το φρούριο και τον εντός κι εκτός των τειχών οικισμό του. Δίνω τώρα μερικά στοιχεία, τα οποία θα μας βοηθήσουν στο να ιδούμε καθαρότερα τα αίτια που επικράτησε η ονομασία Παλιοχώρι – πάντοτε σχετιζόμενη με την ονομασία Belvédère, καθώς και τις υπόλοιπες μεσαιωνικές αναμνήσεις της περιοχής, όπως είναι η Παναγιά του 13ου αιώνος, αλλά και το ιδίας, με εκείνην, εποχής κοντινό στο καστέλι κοιμητήρι των χρόνων της Φραγκοκρατίας με την ονομασία «Κιβούρια» (λέξη αρχαία ελληνική αλλά και λατινική, την οποία συναντούμε συχνά στις μεσαιωνικές σελίδες, όπως εκείνες του Χρονικού του Μορέως, και που θα ειπεί «τάφοι»), στη θέση του οποίου ακόμη και σήμερα δεν έχει γίνει, δυστυχώς, καμιά επίσημη ανασκαφή.

Αρχικώς, θα πρέπει να αναφέρω ότι μια πρώτη λέξη-κλειδί, όσον αφορά το σημείο που βρισκόμαστε, αντιστοιχεί στην ονομασία Pulchri, η οποία είναι γενική ενικού της λατινικής λέξεως pulchrum, που σημαίνει «ωραιότης». Όσον αφορά την περιοχή που μας απασχολεί, η λατινική λέξη pulchri δεν συναντάται πλέον σήμερα, σε αντίθεση με τη λέξη Belvédère, για τούτο και θα πρέπει να την αναζητήσομε με άλλον τρόπο, ανατρέχοντας στα ιστορικά μας βιβλία. Και είναι γεγονός ότι, ένα από τα βιβλία που μελετούμε, το «Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μοριά» του αειμνήστου καστρολόγου Ιωάννου Σφηκόπουλου, μας επικουρεί –εμμέσως και άνευ επιθυμίας του συγγραφέα– προς τη λύση του αινίγματος– ή τουλάχιστον σε ετούτο έχω προσωπικώς καταλήξει. Γιατί είναι τόσο σημαντική, λοιπόν, η έρευνα του Ι. Σφηκόπουλου; Αναζητώντας ο παλαιός αυτός καστρολόγος στοιχεία τα οποία θα τον οδηγούσαν να λύσει το αίνιγμα της τοποθεσίας της μεσαιωνικής Paliopolis, μολονότι η γνώμη του δεν απείχε καθόλου από τις, λανθασμένες κατ’ εμέ εκτιμήσεις των Buchon και Bon –οι οποίοι, ως είδαμε, την τοποθετούσαν στην αρχαία Ήλιδα–, μας δίνει το στοιχείο ότι η Paliopolis των Ναϊτών Ιπποτών, μεταξύ άλλων, είχε και τα ονόματα Belvédère και Pulchrum. Για την ονομασία Belvédère μιλήσαμε. Οι ονομασίες Pulchrum και Pulchri, εντούτοις, αποτελούν –ως θεωρώ– άλλο ένα από τα σημαντικά (όχι όμως και το σημαντικότερο) «κλειδιά του μυστηρίου» που εξιχνιάζομε, καθώς ο νους μου επιμένει να λέγει ότι από τις δυο αυτές λέξεις προέκυψε η εξελληνισμένη ονομασία της περιοχής του κάστρου και του οικισμού του, Παλιοχώρι. Και τούτο, είναι κάτι το οποίον δεν θα πρέπει να μας φαίνεται διόλου παράξενο, καθώς, όπως πολύ όμορφα είχε σημειώσει άλλοτε ο παλαιός, εμβληματικός καθηγητής Βυζαντινολογίας Αδαμάντιος Ι. Αδαμαντίου: Υπομιμνήσκω δε, ότι, όπως οι ημέτεροι εξελλήνιζον, ούτω και οι Φράγκοι εξεφράγκιζον διαστρέφοντες τας τοπωνυμίας.

Και αφού αναλύσαμε τα ανωτέρω, πάμε να ιδούμε τώρα από ακόμα κοντινότερα τα αίτια εκείνα, για τα οποία η μεσαιωνική Paliopolis δεν θα ημπορούσε όπως νομίζω να βρίσκεται αλλού πουθενά, παρά στην περιοχή εις την οποία αναφερόμαστε, μ’ όλο που ως τοπωνύμι δεν εκατόρθωσε ως τις ημέρες μας να διατηρηθεί στην τοποθεσία που άλλοτε αντιστοιχούσε.

Σύμφωνα λοιπόν με καταγραφές λογίων παλαιοτέρων εποχών που καταπιάστηκαν με το ζήτημα, όπως αυτή του γυμνασιάρχου Γεωργίου Παπανδρέου εις τα «Ηλειακά» του, αντιλαμβανόμαστε την τεραστία σημαντικότητα της περιοχής αυτής από τα αρχαία ήδη χρόνια, καθώς συνδέθηκε, από τον τελευταίο – όχι σωστά, αλλά δεν είναι κάτι τούτο που θα μας απασχολήσει εδώ– με την περίφημη τριφυλιακή Πύλο, στοιχείο, το οποίο δικαιώνει τα έως τώρα συμπεράσματά μας, τα οποία λέγουν ότι όλος ο εντός και ο πέριξ του κάστρου της Καλίδονας χώρος υπήρξε ακόμη και στην αρχαιότητα μια πραγματική πολιτεία, η οποία, σαν «έσβησε» με το πέρασμα των καιρών, μετονομάσθη κατά τον Μεσαίωνα σε Παλαιόπολη. (Προσωπικά θεωρώ ότι η αρχαία εκείνη πολιτεία ήταν η Αρήνη, μα ετούτο θα ημπορούσε να αποτελεί από μόνο του θέμα μιας ξεχωριστής εργασίας).

ο κάστρο της Καλίδονας ή Γκλάτσας από αέρος και η θέα προς τα δυτικά και βόρεια
ο κάστρο της Καλίδονας ή Γκλάτσας από αέρος και η θέα προς τα δυτικά και βόρεια Κωνσταντίνος Σταθακόπουλος

Έχοντας τώρα ανά χείρας το βιβλίο του Πολιτιστικού Συλλόγου Καλίδονας «Σάρενας», υπό τον τίτλο «Από τη Σάρενα στην Καλίδονα: Ένα θυμητάρι ζωής», θα σας μεταφέρω μερικά από τα λόγια του πραγματικά εξαιρετικού διά τις ιστορικές του γνώσεις και τη φιλόξενή του διάθεση Δημήτρη Γ. Μποφίλη. Τα παρακάτω λόγια λοιπόν του κ. Μποφίλη, μας φέρνουν σε μια πολύ κατατοπιστική γνωριμία με το κάστρο:

[…] Ο λόφος βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο, που εποπτεύει όλη τη γύρω περιοχή. Πάνω σε αυτόν και ιδιαίτερα στην κορυφή του υπάρχει εκτεταμένος ερειπιώνας με αρχαίες οχυρώσεις […] Το κάστρο αναφέρεται για πρώτη φορά στη νεότερη γραμματεία από τον Edward Dodwell, ο οποίος περιηγήθηκε στην Πελοπόννησο κατά τα έτη 1804-1806. Αναφέρει ότι νοτιοανατολικά από το Μπισχίνι υπάρχουν τα ερείπια μιας αρχαίας πόλης […] Ο Antoine Bon στο έργο του La Morée franque το 1969, αποδίδοντας στα υπάρχοντα ερείπια μεσαιωνικό χαρακτήρα, αναγνωρίζει ότι αυτός δημιουργήθηκε πάνω στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα προγενέστερου αρχαίου οικισμού. Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας η περιοχή ανήκε στο φέουδο La Glace, με φεουδάρχη τον Pierre Gros. Εύλογη είναι η ταύτιση του κάστρου με την έδρα του φεουδάρχη. Στην απογραφή του 1391 καταγράφονται 25 εστίες στο φέουδο, αλλά δεν προσδιορίζεται αν αυτές απογράφησαν στο κάστρο. […] Η κορυφή του λόφου του κάστρου αποτελείται από μία περιοχή που περικλείεται από δύο γραμμές οχύρωσης. Η περιοχή μεταξύ των δύο τειχών της οχύρωσης καλύπτει μία έκταση 70×70 μέτρων περίπου. […] Η διαρκής χρήση και κατοίκησή του, από τη Μεσοελλαδική εποχή έως τον Μεσαίωνα, καταδεικνύει τη σπουδαιότητά του[…].

Φωτογραφία από αέρος όπου φανερώνονται οι λιγοστές όρθιες οχυρώσεις της ακροπόλεως του κάστρου.
Φωτογραφία από αέρος όπου φανερώνονται οι λιγοστές όρθιες οχυρώσεις της ακροπόλεως του κάστρου. Δημήτρης Μποφίλης

Ας προχωρήσομε, όμως, παρακάτω με μίαν ακόμα σημαντική –σύμφωνα με την οπτική μου– ένδειξη προς υπεράσπιση της παρούσης θεωρίας. Μια ένδειξη περί της οποίας, όπως θα θυμάστε, έκαμα λόγο ελαχίστως ενωρίτερα εις το κείμενο. Πρόκειται για την αναφορά στην ύπαρξη του, από μικτό φραγκοβυζαντινό ύφος, καμωμένου ναού της Παναγιάς ή αλλιώς της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του 13ου αιώνος, που με δυσκολία ακόμη στέκει ένα μέρος του πλάι στον αγροτικό δρόμο που ενώνει το χωριό της Γκλάτσας (Ανηλίου) με τους πρόποδες του καστρόλοφου. Περί του ναού αυτού, μας λέγει σε μίαν εργασία του ο κ. Μποφίλης τα εξής:

Σε κοντινή απόσταση από το κάστρο βρίσκεται ο ερειπωμένος ναός της Παναγίας, ο οποίος κατασκευάστηκε τον 13ο αιώνα. Επτακόσια μέτρα προς τα δυτικά και εντός του χωριού Ανήλιο βρίσκεται άλλη μια βυζαντινή εκκλησία η του Σωτήρος επίσης του 13ου αιώνα, η οποία ανεσκάφη από τον Δ. Αθανασούλη το 1997 […] Οι δύο αυτές εκκλησίες μαζί με άλλες μικρότερες στη γύρω περιοχή δείχνουν έναν ακμάζοντα πληθυσμό γύρω από το κάστρο, το οποίο και θα χρησιμοποιούσαν σε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.

Επειδή φρονώ εντούτοις πως έχει πολύ μεγάλη βαρύτητα το ζήτημα της Παναγιάς για μίαν εργασία όπως η παρούσα, δέον είναι να καταθέσω επί λέξει μερικά πολύ χρήσιμα λόγια επιπλέον γι’ αυτήν, επιλεγμένα μέσα από τον πρώτο τόμο της διδακτορικής διατριβής του δρ. Βυζαντινής Αρχαιολογίας Δημητρίου Χ. Αθανασούλη, η οποία φέρει τον τίτλο «Η ναοδομία στην επισκοπή Ωλένης κατά τη μέση και την ύστερη βυζαντινή περίοδο»:

[…] Τα δυτικά στοιχεία, όπως τα θυρώματα, τα πλαίσια προσκυνηταριών, οι ομοιότητες με μνημεία της περιοχής που κτίστηκαν στη Φραγκοκρατία, η κυριαρχία του λαξευτού πωρόλιθου στον διάκοσμο, χρονολογούν με ασφάλεια τον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Γλάτσας στον 13ο αιώνα.

Η τυπολογική συγγένεια της Παναγίας με τη Βλαχέρνα της Γλαρέντζας και κυρίως οι μορφολογικές και κατασκευαστικές ομοιότητες με έμφαση στις κοινές δυτικές επιρροές, επιτρέπουν την απόδοσή τους σε ένα οικοδομικό συνεργείο, το ίδιο που έκτισε και τον Σωτήρα της Γλάτσας […] Η δράση του συνεργείου της Γλάτσας μπορεί να εντοπιστεί χρονικά στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα. Με βάση τα τυπολογικά, μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία, η Παναγία μπορεί να τοποθετηθεί μετά την ανοικοδόμηση της Βλαχέρνας και πριν τον Σωτήρα στη Γλάτσα. Η τοποθέτηση της Βλαχέρνας στα μέσα ή μετά τα μέσα του 13ου αιώνα και το terminus post quem για την ανέγερση της Παναγίας.

Όπως και για όλες τις σημαντικές εκκλησίες της Φραγκοκρατίας στην επισκοπή Ωλένης, και κυρίως για εκείνες που έχουν δυτικές επιδράσεις, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να ανήκαν στο λατινικό δόγμα. Άλλωστε, η La Glace ανήκε σε Φράγκους τουλάχιστον μέχρι το 1391 (Pierre Gros) και είναι λογικό να υποθέσουμε ότι θα μεριμνούσαν να ανεγείρουν έναν ναό του δόγματός τους στο φέουδο που κατείχαν.

Λεπτομέρειες από το φραγκοβυζαντινό ναό της Παναγίας στο Ανήλιο (Γκλάτσα).
Λεπτομέρειες από το φραγκοβυζαντινό ναό της Παναγίας στο Ανήλιο (Γκλάτσα). Μιλτιάδης Τσαπόγας

Σύμφωνα με την προσωπική μου οπτική, το φέουδο Paliopolis της Ήλιδος με το κάστρο Belvédère, (ονομασία η οποία συναντάται και στο Ποντικόκαστρο του Κατακόλου, μα που δεν θα πρέπει να συγχέεται καθόλου με εκείνο), ή αλλιώς Περιγάρδι, δεν θα μπορούσαν για καμίαν άλλη αιτία –και με γνώμονα εν μέρει όλους τους λόγους που προανέφερα ως τώρα, μα κυρίως με τα όσα θα ακολουθήσουν–, να βρίσκονται αλλού πουθενά πέραν από την περιοχή της νοτιοδυτικής Ηλείας, όπου δεσπόζει το κάστρο της Καλίδονας ή Γκλάτσας κι όπου φαντάζει ως αναφέραμε η της ιδίας εποχής και δυστυχώς πολύ κατεστραμμένη φραγκοβυζαντινή εκκλησιά της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή αλλιώς της Παναγιάς, καθώς και εκείνη του Σωτήρος. Στην εκκλησιά της Παναγιάς είναι προφανές ότι θα εκκλησιάζονταν από τους ιδικούς τους ιερείς και οι Ναΐτες Ιππότες και ιερείς, των οποίων η εκεί κύρια έδρα θα ήταν προφανέστατα το φρούριο (αλλά και στο φρούριο το ίδιο, πρέπει να πω ότι, σώζονται τα συντρίμμια μικράς εκκλησούλας τα οποία τα είδα, ιδίοις όμμασι, όταν το επισκέφθηκα το 2024 με τους Δημήτρη Μποφίλη και Κωνσταντίνο Σταθακόπουλο).

Λεπτομέρειες από το φραγκοβυζαντινό ναό της Παναγίας στο Ανήλιο (Γκλάτσα).
Λεπτομέρειες από το φραγκοβυζαντινό ναό της Παναγίας στο Ανήλιο (Γκλάτσα). Μιλτιάδης Τσαπόγας

Ενδιαφέρον, πάντως, έχει να αναφερθεί εδώ (και όσο οδεύομε πλέον στην ολοκλήρωση της αυτής παρουσίασης) και το γεγονός ότι στην Παναγιά, όπως μας λέγει ο αείμνηστος πανεπιστημιακός Χαράλαμπος Μπούρας (βλ. την εργασία του «Η φραγκοβυζαντινή εκκλησία της Θεοτόκου στο Ανήλιο τ. Γκλάτσα»), ο οποίος ασχολήθηκε και κείνος επισταμένως με τον εν λόγω ναό, είχε ανακαλυφθεί μαρμάρινη πλάξ (η οποία δυστυχώς δεν ξέρομε πού ευρίσκεται σήμερα) με ανάγλυφο λιονταετό (γρύπα).

Λεπτομέρειες από το φραγκοβυζαντινό ναό της Παναγίας στο Ανήλιο (Γκλάτσα).
Λεπτομέρειες από το φραγκοβυζαντινό ναό της Παναγίας στο Ανήλιο (Γκλάτσα). Μιλτιάδης Τσαπόγας

 

Ας κάνομε έναν συλλογισμό εδώ: Στα χρόνια του Μεσαίωνα, το μοτίβο του γρύπα συμβόλιζε δύο πράγματα: πρώτον τους τρομερούς φύλακες των νεκρών εν γένει και δεύτερον (συχνότερα) εκείνων των νεκρών οι οποίοι είχαν «ευγενή» καταγωγή. Πέραν αυτών των συμβολισμών, ωστόσο, πολύ σημαντικό είναι να τονισθεί εδώ ότι ο γρύπας, το μυθικό αυτό ον, υπήρξε αποδεδειγμένα σύμβολο και των Ναϊτών Ιπποτών, κάτι για το οποίο σιγουρευόμαστε, όταν εξετάζομε τη σφραγίδα του Ναΐτη ιεράρχη Hugues de Narzac, από το ναϊτικό διοικητήριον του οικισμού Epeaux, κοντινά στο Meursac της νοτιοδυτικής Γαλλίας. Και το ερώτημα το οποίον τίθεται εδώ λέγει σαφώς: Είναι πιθανό ο γρύπας της Παναγιάς της Γκλάτσας, να σχετίζεται με κάποιο κοιμητήρι μεσαιωνικό της ευρύτερης τοποθεσίας του αυτού μνημείου, το οποίον όμως είναι αόρατο πλέον λόγω του πέρατος των τόσων πολλών αιώνων; Και ακόμη, τα Κιβούρια, ήγουν οι κατά πάσα πιθανότητα φραγκικοί (ίσως και Ναϊτικοί) τάφοι της περιοχής, διαδραματίζουν σε όλο αυτό το αίνιγμα κάποιο ρόλο; Και, είναι πιθανό οι τάφοι αυτοί, να σχετίζονται ακόμη και με πρόσωπα της ιπποτοκρατίας στο Μοριά, που να ήσαν υψηλά ιστάμενα εις την ιεραρχία της;

Ο φραγκοβυζαντινός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Ανήλιο (εσωτερικό).
Ο φραγκοβυζαντινός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Ανήλιο (εσωτερικό). Μιλτιάδης Τσαπόγας

Τα τοπωνύμια «Περιγάρδι» και «Γυφτόκαστρο» λύνουν πιθανόν το πρόβλημα.

Στις πρώτες παραγράφους του παρόντος κειμένου, ανέφερα δύο επιπλέον ονομασίες του κάστρου για το οποίο κάνομε λόγο και αυτές δεν είναι άλλες από τις «Περιγάρδι» και «Γυφτόκαστρο». Δυστυχώς όμως, μιας και ο χώρος είναι περιορισμένος, δεν είναι δυνατό να ομιλήσω όσο διεξοδικά με καλεί η θέλησή μου για το γεγονός ότι, κατά την προσωπική μου εκτίμηση, οι δυο αυτές ονομασίες σχετίζονται άρρηκτα μεταξύ τους, μολονότι η πρώτη, έως και τη στιγμή ετούτη που δαχτυλογραφώ, παραμένει εν άλυτο μυστήριο για τις έρευνες κάθε μελετητή και περιηγητή που καταπιάστηκε με το ζήτημα. Ας ιδούμε λοιπόν με ποιον τρόπο συνδέονται μεταξύ τους, αλλά και γιατί είμαι πεπεισμένος ότι προσφέρουν το έσχατο «κλειδί» της λύσεως του αυτού μυστηρίου.

Σύμφωνα με τα λόγια του πολυμαθούς αειμνήστου Βρετανού ιστορικού Andrew Annandale Sinclair, μέσα από το έργο του «Rosslyn: The Story of Rosslyn Chapel and the True Story Behind the Da Vinci Code»:

Οι Ναΐτες ιππότες ήσαν γνωστοί σαν οι άνθρωποι του μυστριού και του ξίφους. Στην Παλαιστίνη ήσαν εξαρτημένοι απόλυτα για τα όπλα τους και το χτίσιμο των κάστρων τους από Σημίτες και Άραβες τεχνίτες. Οι «λαϊκοί» των στρατιωτικών ταγμάτων στρατολογούνταν από τους ντόπιους καταρτισμένους εργάτες. Εκείνη την εποχή, το ξίφος των Σαρακηνών ήταν ανώτερο από το φραγκικό μακρύ ξίφος. Ύστερα από το διωγμό τους από τους Αγίους Τόπους, οι Ναΐτες πήραν κοντά τους και τους οπλουργούς τους, όπως έκαμαν πολλούς αιώνες παλαιότερα και οι Ρωμαϊκές λεγεώνες. Αυτοί οι τεχνίτες θα γίνονταν γνωστοί ως Romanies ή Egyptians ή gypsies. Οι τελευταίοι ήσαν άνθρωποι συνηθισμένοι σε μια «αλλιώτικη» ζωή με ένα κάρο και ένα αμόνι, ακόλουθοι του στρατοπέδου στο πίσω μέρος του στρατού των Ναϊτών. Δίχως αυτούς, ο στρατός δε θα μπορούσε να συντηρήσει μίαν εκστρατεία.

Κρατώντας στη φαρέτρα μας τα ανωτέρω λόγια του A. A. Sinclair, είμαι της πεποιθήσεως ότι έχομε πλέον τη δυνατότητα να υποστηρίξομε πως η ονομασία «Γυφτόκαστρο», μόνον ασύνδετη δεν θα ημπορούσε να χαρακτηρισθεί με το τάγμα του Ναού, που είναι εύλογο το ότι οι, εξ ανατολών καταγόμενοι, οπλουργοί του Romanies ή Egyptians ή gypsies, θα το είχαν ακολουθήσει και κατά τον 12ο αλλά και κατά τον 13ο αιώνα, στις αρχές του οποίου έλαβε τα φέουδά του εις το δυτικό κομμάτι του Μοριά. Μάλιστα, ιδιαίτερα χρήσιμο θεωρώ πως είναι να αναφερθεί ότι, εις το Γυφτόκαστρο της μεσαιωνικής Ήλιδος το οποίο εξετάζομε, ευρέθη σε έρευνες τμήμα «χελώνας σιδήρου» απ’ όπου παράγεται ο χάλυβας, ήγουν, το ατσάλι (βλ. Κουρελής Κωστής: «Μεσαιωνικά κάστρα του Μορέα», από το συλλογικό έργο «Σπίτια του Μορέα. Παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου 1205-1955»), κάτι το οποίο ενισχύει σημαντικά τις πιθανότητες υπάρξεως στην τοποθεσία μεσαιωνικού εργαστηρίου προς κατασκευήν οπλισμού.

Να το τεκμηριώσομε όμως ακόμη καλύτερα, προτού ομιλήσομε για το επόμενο κάστρο μας. Σύμφωνα με τη Γαλλική εκδοχή του Χρονικού του Μορέως, η θέση του Ναϊτικού φρουρίου της Παλαιόπολης, είχε και μια επιπλέον ονομασία, η οποία ήταν «Biauregart», που θα την λέγαμε καλύτερα σήμερα Beauregard και η οποία σημαίνει και αυτή με τη σειρά της «όμορφη προοπτική». Από τη λέξη αυτή, είναι αρκετά πιθανό να προέρχεται και η ονομασία «Περιγάρδι», την οποία αναφέραμε πιο πάνω. Το συμπέρασμα τούτο προκύπτει μόνον εφόσον δεχτούμε ότι η Γαλλική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως είναι και η παλαιοτέρα των τεσσάρων που σώζονται (κάτι για το οποίο όμως δεν έχομε καμία βεβαιότητα). Εντούτοις, θα πρέπει επισημάνω ότι η λέξη Περιγάρδι –καθ’ όσον το τελικό της φωνήεν, προκαλεί τουλάχιστον σε εμένα προσωπικά μεγάλη απορία σε σχέση με την ετυμολογία της–, είναι πολύ πιθανό να μας παραπέμπει και κάπου αλλού. Μελετώντας το βιβλίο του Χρήστου Νάσιου «Οι Μυστικοί του Δυτικού Χριστιανισμού» (Δαιδάλεος, 2024), θα συναντήσομε τα εξής πολύ ενδιαφέροντα:

«Από τα τέλη του 12ου αι., έχουμε τις πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξη κάποιων ιδιότυπων θρησκευτικών κοινοτήτων, κυρίως γυναικών γνωστών με το όνομα Μπεγκίνες (Beguines, Beguinae) και αργότερα και ανδρών, Μπεγκάρντι (Beghardi). Οι μαρτυρίες πληθαίνουν κατά τον 13ο αι. και στις πηγές της εποχής το όνομα συναντάται με διάφορες μορφές, όπως beghardi, beguardi, beggardi για τους άνδρες και beguins, beguines, beguinages για τις γυναίκες […] Οι κοινότητες των Μπεγκίνες και Μπεγκάρντι εμφανίστηκαν αρχικά στις Κάτω Χώρες, στη βόρεια Γαλλία και στις παραρρήνιες γερμανικές περιοχές…»

Σημασία δε, νομίζω πως έχει, να γνωρίζομε ακόμα ότι, οι ανωτέρω αναφερθείσες ονομασίες προέρχονται σύμφωνα με μίαν από τις επικρατέστερες εκδοχές, από το μεσαιωνικό γερμανικό ρήμα «beggan», το οποίο σημαίνει «προσεύχομαι, επαιτώ». Οι άνθρωποι αυτοί λοιπόν, οι Μπεγκάρντι, ζούσαν κατά τον Ώριμο Μεσαίωνα οι περσότεροι μια ζωή έξω από τον έλεγχο της εκκλησίας, σε μια καθημερινότητα η οποία στηριζόταν στην περιπλάνηση, την προσευχή και την επαιτεία. Με τα χρόνια δε, χαρακτηρίστηκαν και «αιρετικοί» και κυνηγήθηκαν σφοδρώς από την Ιερά Εξέταση. Δεν έχω την πολυτέλεια χώρου εδώ να επεκταθώ ακόμη περσότερο στην άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία τους, γι’ αυτό και ολοκληρώνω την παρουσίαση ετούτη, στεκόμενος εις το ακόλουθο συμπέρασμά μου που λέγει ότι: Είναι διόλου απίθανο στα μάτια των Ναϊτών και των Φράγκων εν γένει, οι «gypsies» του κάστρου που εξετάσαμε, με το γνώριμο τρόπο ζωής τους (της περιπλάνησης, της επαιτείας και των παράξενων δεισιδαιμονιών μερίδας εξ αυτών), να ταυτίστηκαν κατά τον 13ο αιώνα ή και ενωρίτερα με τους beggardi της Γαλλίας και της Γερμανίας και με αυτό τον τρόπο να προέκυψε η ονομασία «Περιγάρδι» της ελληνικής εκδοχής του Χρονικού του Μορέως, η οποία, κατά πολλούς (όπως τους αειμνήστους σημαντικούς βυζαντινολόγους John Schmitt και Karl Krumbacher που καταπιάστηκαν έντονα με τα ζητήματα των παραλλαγών του Χρονικού του Μορέως), είναι και η παλαιοτέρα.

Αχαΐα: Το κάστρο Laffustan ή Αιγυπτόκαστρο των ιπποτών του Ναού

Ωστόσο, το κάστρο Περιγάρδι της Ηλείας, δεν αποτελεί κάποια μοναδική μεσαιωνική ανάμνηση στη δυτική Πελοπόννησο, η οποία να βρίσκεται σε σύνδεση με το τάγμα των ιπποτών του Ναού. Την προσπάθειά μας προς απόκτηση γνώσεων και εμπειριών σχετικά με τη δραστηριότητα των Ναϊτών στην προαναφερθείσα περιοχή του χάρτη, την επικουρεί πολύ σημαντικά και ένα ακόμη φρούριο, το οποίο μάλιστα, παρά το γεγονός ότι δεν έχει δεχθεί την παραμικρή φροντίδα από τους αρμόδιους φορείς, στέκεται (ως τα σήμερα τουλάχιστον) σε έναν ικανοποιητικό βαθμό όρθιο και επιπλέον, απαντάται σε μία θέση εις την οποία και ο απλός φιλίστωρ-περιηγητής ημπορεί να σιμώσει άνευ μηδαμινής δυσκολίας, αφού κάποιος επαρχιακός δρόμος περνά ακριβώς ξυστά του.

Το κάστρο του τάγματος των Ναϊτών Laffustan (ή Αιγυπτόκαστρο ή Γυφτόκαστρο) από τα νότια.
Το κάστρο του τάγματος των Ναϊτών Laffustan (ή Αιγυπτόκαστρο ή Γυφτόκαστρο) από τα νότια. Μιλτιάδης Τσαπόγας

Ο λόγος γίνεται, για το κάστρο της Άρλας, ήγουν το ιπποτικό «κεχριμπαρένιο» καστελάκι (όπως αρέσκομαι να το χαρακτηρίζω ένεκα της αποχρώσεως των υλικών κατασκευής του), το οποίο καλείται αλλιώτικα και Αιγυπτόκαστρο, καθώς και Γυφτόκαστρο, ενώ στην εποχή που ευημερούσε, εκαλείτο από το φραγκικό πληθυσμό «Laffustan», ένεκα της γειτνίασής του με τον, από Βυζαντίου, οικοδομημένο οικισμό της Φωσταίνης.

Κι ενώ η ιστορία της Φωσταίνης, ως χωριού, είναι μάλλον άγνωστο το πότε αρχινά, για την απαρχή της ναϊτικής ιστορίας στον τόπο αυτόν της Αχαΐας, μαθαίνομε ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες μέσα από την αλληλογραφία του πάπα Ιννοκέντιου Γ’.

Από το περιεχόμενο των επιστολών αυτών, μας φανερώνεται πως ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης, ο πρώτος Φράγκος ηγεμών του Μορέως, δώρισε στο τάγμα των Ναϊτών Ιπποτών κατά την περίοδο του μοιράσματος της χερσονήσου μεταξύ των σταυροφόρων, μαζί με άλλα κτήματα στην Αχαΐα, τον οικισμό της Φωσταίνης, τον οποίο οι Φράγκοι κατακτητές, παραφράζοντάς τον, ονόμασαν Laffustan.

Το κάστρο του τάγματος των Ναϊτών Laffustan (ή Αιγυπτόκαστρο ή Γυφτόκαστρο) από τα ανατολικά.
Το κάστρο του τάγματος των Ναϊτών Laffustan (ή Αιγυπτόκαστρο ή Γυφτόκαστρο) από τα ανατολικά. Μιλτιάδης Τσαπόγας

Οι σχέσεις του Σαμπλίτη και του ιεροϊπποτικού τάγματος των Ναϊτών φαίνεται πως ήσαν άριστες. Σε τούτο εικάζω πως είχε βοηθήσει και η παλαιά φιλία του παππού του, ηγεμόνα Ούγου Α’, κόμητα της Καμπανίας (1074-1126), με τον πρώτο Μέγα Μάγιστρο των Ναϊτών, Ούγο ντε Παγιέν. Οι δυο αυτοί άνδρες, πριν ακόμη να γενεί η σύσταση του τάγματος του Ναού, είχανε συνταξιδεύσει από τη Φραγκία ως την Ουτρεμέρ δυο φορές, στα 1104 και στα 1114. Επίσης, έναν χρόνο πριν από το πέρας του βίου του, ο παππούς του «Καμπανέση» Σαμπλίτη αξιώθηκε και ο ίδιος να καλογερέψει, φορώντας το σταυρό του τάγματος των Ναϊτών. Εντούτοις, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, η στενή συγγένεια του Γουλιέλμου Σαμπλίτη με τον Ούγο της Καμπανίας, είναι πιθανό και να μην διαδραμάτισε κανέναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στις καλές σχέσεις του πρώτου με τους Ναΐτες. Τούτο είναι κάτι που θα ημπορούσε να το ισχυριστεί κανείς, στηριζόμενος στο γεγονός ότι ο πατέρας του πρώτου πρίγκιπα του Μορέως, ο Eudes de Champlitte, είχε κυνηγηθεί τρομαχτικά από τον κόμητα της Καμπανίας Ούγο, καθόσον ο τελευταίος διαφωνούσε στο αν ήτανε πραγματικά παιδί δικό του.

Το κάστρο του τάγματος των Ναϊτών Laffustan (ή Αιγυπτόκαστρο ή Γυφτόκαστρο) από τα δυτικά.
Το κάστρο του τάγματος των Ναϊτών Laffustan (ή Αιγυπτόκαστρο ή Γυφτόκαστρο) από τα δυτικά. Μιλτιάδης Τσαπόγας

Όπως και να ’χει, πάντως, εκείνο που μας ενδιαφέρει πιο πολύ είναι πως οι Ναΐτες παρέλαβαν και με τη βούλα του –μετά τον «Καμπανέση»– πρώτου, εις την ιεραρχία του πριγκιπάτου, Γοδεφρείδου Α’ Βιλλεαρδουίνου, στα 1210 την περιοχή της Φωσταίνης, χτίζοντας, ως ήταν φυσικό, εκεί για τη διαμονή των και την προστασία της περιοχής ένα σημαντικό φρούριο. Έναν αιώνα ύστερα, με τη διάλυση του τάγματος των Ιπποτών του Ναού, το εν λόγω κάστρο, θα περιέλθει εις την κατοχή των Σπιταλιωτών Ιπποτών, οι οποίοι, όπως μαρτυρούν οι χωρογραφικοί πίνακες του Γερμανού ιστορικού Καρόλου Χοπφ, θα το κρατήσουν τουλάχιστον ως και τα 1364. Ύστερα από τους Σπιταλιώτες Ιππότες, το κάστρο φαίνεται πως περνά κάποια στιγμή (που μας είναι άγνωστη), στα χέρια του επιφανούς βενετσιάνικου οίκου των Γκύζι. Άγνωστο επίσης το πότε, κατόπιν, θα περάσει στην κατοχή του επιτρόπου του Πριγκιπάτου της Αχαΐας Πέτρου ντε Σαν Σουπεράν (του επονομαζόμενου «Μπορντώ»). Εκείνος, στα 1390, θα πουλήσει το κάστρο σ’ έναν βαθύπλουτο από τη Βενετιά ιατρό, κάτοικο των Πατρών, τον Aegidius de Leonessa.

Τα γεγονότα που συνδέονται εντός των αιώνων με το κάστρο της Φώσταινας, φαίνεται πως δεν άφησαν παρά ελάχιστα αχνάρια στις ιστορικές σελίδες. Για τούτο και δεν γνωρίζομε ποια ήταν η διαδοχή στην εξουσία του φρουρίου μέχρις ότου να περιέλθει στους Βυζαντινούς, κάτι το οποίο συνέβη κάπου γύρω στα 1430. Εντούτοις, έχομε γνώσιν του γεγονότος ότι στα 1463 επέρασε στα χέρια των Βενετσιάνων, ενώ ύστερα από πέντε χρόνια, το κατέλαβαν οι Οθωμανοί υπό τον Ζαγανό Πασά. Η στερνή αναφορά στο κάστρο γίνεται στα 1471, έτος που δείχνει πως βρίσκεται για μια ακόμα φορά στην κατοχή της θαλασσοκράτειρας Βενετιάς. Έκτοτε, οι ιστορικές σελίδες σιωπούν και για αυτό το μεσαιωνικό απομεινάδι της χώρας μας, το οποίο ονομάζεται μέχρι και σήμερα Αιγυπτόκαστρο, καθώς και Γυφτόκαστρο της Άρλας, μίας περιοχής η οποία απλώνεται κοντινά του και που και η ίδια διατηρεί την ιδική της πολύ ενδιαφέρουσα μεσαιωνική ιστορία.

Το κάστρο του τάγματος των Ναϊτών Laffustan (ή Αιγυπτόκαστρο ή Γυφτόκαστρο). Άποψη από το εσωτερικό.
Το κάστρο του τάγματος των Ναϊτών Laffustan (ή Αιγυπτόκαστρο ή Γυφτόκαστρο). Άποψη από το εσωτερικό. Μιλτιάδης Τσαπόγας

Ωστόσο, θα πρέπει να σημειώσω ότι υπάρχουν ορισμένες αμφιβολίες σχετικά με το πού ακριβώς εντοπίζεται το ναϊτικό κάστρο «Laffustan». Αμφιβολίες, που, δεν το κρύβω πως και εγώ άλλοτε τις διατηρούσα και οι οποίες προκύπτουν μέσα από την αναντίρρητα ενδιαφέρουσα διερεύνηση του ζητήματος από τον αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Β. Παπαγιαννόπουλο (ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ανατρέξει στο συλλογικό έργο «Δύμη: Φραγκοκρατία-Βενετοκρατία-Α’ Τουρκοκρατία. Πάτρα, 2012»). Σύμφωνα με τον κ. Παπαγιαννόπουλο, η τοποθεσία του φρουρίου που αναζητούμε, θα πρέπει να ταυτιστεί με τη θέση «ξεροπήγαδο» του σημερνού χωριού της Φωσταίνης. Εκεί, ευρέθησαν και φωτογραφήθηκαν τη δεκαετία του 1990 από τον ίδιο αρχαιολόγο, τα λιγοστά απομεινάδια ενός μεσαιωνικού τείχους, ενώ στον ίδιο χώρο πιθανόν υπήρχε και κάποια κινστέρνα. Μολαταύτα, θα πρέπει να καταθέσω ότι (τελικώς) διαφωνώ ριζικά με την ανωτέρω «επίλυση» του αινίγματος για δυο λόγους. Κατά πρώτον, διότι από την περιγραφή που μας δίνεται από την εν λόγω έρευνα, θαρρώ πως προκύπτει το συμπέρασμα ότι το πιθανότερο είναι, τα λιγοστά αυτά χαλάσματα να μαρτυρούν την ύπαρξη κάποιου απλού πυργοφυλακίου, παρά ενός ιδιαιτέρως σημαντικού ως προς τις διαστάσεις του και εν γένει τον τρόπο ανεγέρσεώς του κάστρου. Απόδειξη δε, της θέσεως μου αυτής είναι, ως θέλω να πιστεύω, η αναφορά του πάπα Ιννοκεντίου Γ’ μέσα από την επιστολογραφία του (για την οποία μιλήσαμε και πιο πάνω), η σχετική με το ναϊτικό «Castellum Laffustan», όπως κατονομάζει το κάστρο που μας απασχολεί. Και, κάστρο (Castellum) πλήρες ως προς τις διαστάσεις και τον τρόπο δόμησής του εν γένει, εις την ευρύτερη περιοχή της Φωσταίνης, καθώς και του οποίου η χρονολόγηση να συνάδει με την εποχή της Ιπποτοκρατίας στο Μοριά, είναι μόνον ένα και εκείνο, δεν είναι άλλο από το λεγόμενο Αιγυπτόκαστρο ή Γυφτόκαστρο. Κι επειδή οι τελευταίες δυο ετούτες ονομασίες του εν λόγω κάστρου, από καμία πιο κοντινή σε εμάς χρονολογικά – σε σύγκριση με τον Ώριμο Μεσαίωνα – παραμονή Αθιγγάνων σε εκείνο δεν φαίνεται από κάποιο στοιχείο να προέκυψαν (προσωπικά, θεωρώ τις δυο ονομασίες σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα που κατέθεσα, αμάχητο τεκμήριο της ταπεινής εκτίμησής μου για τα πρόσωπα που ευρίσκονται οπίσω από την ανέγερση του μεσαιωνικού αυτού φρουρίου και ομιλώ προφανέστατα για τους Ναΐτες ιπποτοκαλόγερους), ως κατακλείδα του παρόντος άρθρου, βρίσκω σκόπιμο να ανακαλέσομε εις τη μνήμη μας και πάλι τα λόγια του Andrew Annandale Sinclair, όστις μας ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«Αυτοί οι τεχνίτες θα γίνονταν γνωστοί ως Romanies ή Egyptians ή gypsies. Οι τελευταίοι ήσαν άνθρωποι συνηθισμένοι σε μίαν «αλλιώτικη» ζωή με ένα κάρο και ένα αμόνι, ακόλουθοι του στρατοπέδου στο πίσω μέρος του στρατού των Ναϊτών. Δίχως αυτούς, ο στρατός δε θα μπορούσε να συντηρήσει μίαν εκστρατεία».

Info:

Τα βιβλία του Μιλτιάδη Τσαπόγα κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Δαιδάλεος

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα