Τράπεζες: Στερεύουν σταδιακά και οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης

Διαβάζεται σε 5'
Τράπεζες: Στερεύουν σταδιακά και οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης
iStock

Τα μεγάλα ενεργειακά έργα που χρηματοδοτεί το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς η χώρα διαθέτει μεγάλους ομίλους, έσπευσαν και απορρόφησαν εύκολα τα διαθέσιμα κεφάλαια. Υπάρχουν ακόμη πόροι για digital και Τουρισμό.

Μηδενική πιστωτική επέκταση δείχνουν τα στοιχεία των συστιμικών τραπεζών με την ολοκλήρωση και του εννεαμήνου της τρέχουσας χρήσης, επιβεβαιώνοντας την «βουτιά» που παρατηρήθηκε στη ζήτηση για νέα δάνεια, ιδιαίτερα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

Αυτό όμως που ανησυχεί κυρίως τις διοικήσεις των τραπεζών είναι ότι σταδιακά ολοκληρώνονται και τα διαθέσιμα «πυρομαχικά» που είχαν στην διάθεσή τους και αφορούσαν στα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης τα οποία και συντηρούσαν ένα ικανοποιητικό βαθμό εκταμιεύσεων και αντιστάθμιζαν τις αυξημένες αποπληρωμές.

Όπως εξηγεί υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή «ατμομηχανή» της ασθμαίνουσας πιστωτικής επέκτασης τους τελευταίους μήνες αποτέλεσαν, ως γνωστόν, τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και κάποια μεγάλα κοινοπρακτικά δάνεια κυρίως σε αγορές του εξωτερικού. Ωστόσο την μερίδα του λέοντος διεκδίκησαν και δικαίως κέρδισαν, τα μεγάλα ενεργειακά έργα που χρηματοδοτεί το Ταμείο Ανάκαμψης, καθώς η χώρα διαθέτει μεγάλους ομίλους, που έσπευσαν και απορρόφησαν εύκολα τα διαθέσιμα κεφάλαια. Αποτέλεσμα είναι, συμπληρώνει η πηγή μας, σταδιακά τα συγκεκριμένα δάνεια να ολοκληρώνονται και να αρχίσουν να στερούν από τις τράπεζες μια πηγή δανείων που κράτησε την αγορά ζωντανή».

Επόμενος κλάδος που δείχνει να έχει ενδιαφέρον για το εγχώριο πιστωτικό σύστημα είναι οι ψηφιακές τεχνολογίες και ο Τουρισμός. Υπάρχουν πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης για τις συγκεκριμένες εταιρείες των δύο κλάδων, ωστόσο όπως διευκρινίζουν από την πλευρά των τραπεζών, τα επιχειρηματικά σχήματα που δραστηριοποιούνται στη χώρα είναι σαφώς λιγότερα από τα ενεργειακά και μικρότερου βεληνεκούς, με αποτέλεσμα να συρρικνώνεται αρκετά και η δανειακή «δύναμη πυρός».

Βέβαια εξακολουθούν να υπάρχουν αρκετές ακόμη επιχειρήσεις, που αναζητούν εναγωνίως ρευστότητα μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης ωστόσο για μια σειρά από διάφορους λόγους, μέγεθος, επιχειρηματικό project, προϋποθέσεις ένταξης κτλ, δεν φαίνεται μέχρι στιγμής να τα καταφέρουν.

Με το σταγονόμετρο και πανάκριβη η ρευστότητα

Την ίδια στιγμή τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν σταθερά αρνητικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης για τις επιχειρήσεις, καθώς οι αποπληρωμές δανείων είναι σταθερά περισσότερες από τις νέες εκταμιεύσεις, την ίδια στιγμή που τα ελληνικά επιτόκια επιχειρηματικών χορηγήσεων είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.

Άπαντες οι θεσμικοί φορείς του εγχώριου επιχειρείν, κάνουν λόγο για βρόγχο που απειλεί να πνίξει όσες επιχειρήσεις, κυρίως μεσαίες και μικρότερες, άντεξαν την υπερδεκαετή οικονομική κρίση.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ESRB), στο οποίο προεδρεύει η Κριστίν Λαγκάρντ, οι τράπεζες ως αποτέλεσμα των επιδράσεων από την αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων, έχουν περιορίσει τη στήριξη που παρείχαν στην οικονομική δραστηριότητας.

Τα δεύτερα ακριβότερα επιτόκια στην ΕΕ

Όπως φαίνεται στην έκθεση “ESRB risk dashboard”, μέσα σε ένα χρόνο τα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων στην Ελλάδα έχουν υπερδιπλασιασθεί και η χώρα μας κατατάσσεται στη δεύτερη θέση στην ευρωζώνη με κριτήριο το ύψος των επιτοκίων σε αυτή την ιδιαίτερα σημαντική κατηγορία δανείων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο σε τέσσερις χώρες της ευρωζώνης το επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων ξεπερνά το 6%, ενώ στην Ελλάδα η αύξηση των επιτοκίων από τον Ιούλιο του 2022 ήταν από τις πιο επιθετικές στην ευρωζώνη.

Την ίδια στιγμή όπως άλλωστε έχει αναδείξει και τα στοιχεία της ΤτΕ, οι ελληνικές τράπεζες έχουν, μετά τις κυπριακές, το δεύτερο μεγαλύτερο περιθώριο επιτοκίου στα επιχειρηματικά δάνεια στην ευρωζώνη γεγονός που οφείλεται στην διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα και της αύξησης των επιτοκίων στα επιχειρηματικά δάνεια. Αυτό δεν ίσχυε τον Ιούλιο του 2022, πριν αρχίσει τις αυξήσεις επιτοκίων η ΕΚΤ, όταν υπήρχαν αρκετά εθνικά τραπεζικά συστήματα στην ευρωζώνη με μεγαλύτερα περιθώρια επιτοκίου από το ελληνικό.

Οι συνθήκες ρευστότητας καταγράφουν ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση από το γεγονός ότι οι στόχοι που έθεσαν οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζών για τις νέες χορηγήσεις του 2023 είναι πλέον ανέφικτοι με τα επίσημα στοιχεία να δείχνουν ότι ο ρυθμός αύξησης των νέων επιχειρηματικών δανείων είναι από τις χειρότερες επιδόσεις στην ευρωζώνη.

Όπως εξηγούν με κάθε ευκαιρία έμπειρα τραπεζικά στελέχη, ο περιορισμός της τραπεζικής ρευστότητας προς την πραγματική οικονομία είναι αποτέλεσμα τόσο της αύξησης των επιτοκίων, που προφανώς μειώνει τη ζήτηση για δάνεια όσο και της διάθεσης των τραπεζικών διοικήσεων να αποφύγουν τα ανοίγματα υπό τον φόβο ενός νέου κύματος κόκκινων δανείων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Ιούλιο 2023, ο ρυθμός αύξησης των επιχειρηματικών δανείων έπεσε στο μηδέν, ενώ τον Ιούλιο 2022 ξεπερνούσε το 10%.

Μηδενικό ενδιαφέρον από τις ΜμΕ για χρηματοδοτήσεις

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι φυσικό η πρόσβαση των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην τραπεζική ρευστότητα λόγο του υψηλότερου κόστους που φέρνουν οι απανωτές αυξήσεις επιτοκίων, να κρίνεται απαγορευτική.

Σύμφωνα άλλωστε με πρόσφατη έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε επιχειρήσεις-μέλη του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης μόλις 1 στις 4 (24%) από αυτές πραγματοποίησε κάποια επένδυση το πρώτο εξάμηνο του έτους. Το 61,5% των επενδύσεων αφορούσε την βελτίωση του τεχνολογικού εξοπλισμού και τις ψηφιακές τεχνολογίες, το 17,5% τις κτιριακές εγκαταστάσεις, το 14% την εκπαίδευση του προσωπικού και το 7% εργασίες για ενεργειακή αναβάθμιση.

Αυτό όμως που είχε μεγαλύτερη σημασία είναι η πλειοψηφία των επενδύσεων και συγκεκριμένα το 67,5% χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από ίδια κεφάλαια, το 27,5% χρηματοδοτήθηκε από κάποιο πρόγραμμα και μόλις το 5% χρηματοδοτήθηκε από κάποια τράπεζα.

Την ίδια στιγμή ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει το γεγονός ότι οι επενδύσεις που υλοποιήθηκαν το προηγούμενο διάστημα ήταν σχετικά χαμηλού προϋπολογισμού. Ειδικότερα το 50% των επενδύσεων ήταν ύψους έως 5.000 ευρώ το 20% έως 10.000 ευρώ και πάνω από 10.000 ευρώ ήταν το υπόλοιπο 30% των επενδύσεων.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα