Γιατί η ΕΕ δεν προχωρά σε Πράσινο Επενδυτικό Πρόγραμμα αντίστοιχο των ΗΠΑ;

Γιατί η ΕΕ δεν προχωρά σε Πράσινο Επενδυτικό Πρόγραμμα αντίστοιχο των ΗΠΑ;
Γιάνης Βαρουφάκης eurokinissi

Η επανάληψη μιας αυτοτραυματικής πράξης από την ΕΕ και το πιθανό ενδεχόμενο καταδίκης τουλάχιστον μίας γενιάς Ευρωπαίων σε επίμονη υπανάπτυξη.

Η αβάσταχτη αναβλητικότητα είναι μία από τις συνήθεις αντιδράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε μεγάλες κρίσεις. Αυτό δεν οφείλεται απλώς στη δυσκολία να συμφωνήσουν είκοσι επτά πρωθυπουργοί και πρόεδροι. Οφείλεται επίσης στην υποκινούμενη τάση τους να θέτουν στον εαυτό τους τα λάθος ερωτήματα, οδηγώντας έτσι αργά αλλά αναπόφευκτα σε αυτοκαταστροφικές πολιτικές λύσεις. 

Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Οκτώβριο του 2008, μια ομάδα ισχυρών ανδρών (ναι, μόνο ανδρών) μαζεύτηκαν στην Ουάσινγκτον θέτοντας στον εαυτό τους το μείζον ερώτημα: “Πώς θα διασώσουμε τους τραπεζίτες ώστε να επιβιώσουμε εμείς και το σύστημά μας ;“. Στο μεταξύ, στις Βρυξέλλες μια πολύ μεγαλύτερη ομάδα ισχυρών προβληματιζόταν επί χρόνια για μια τοξική εκδοχή του ίδιου ερωτήματος: “Δεδομένου ότι οι κανόνες της ΕΕ απαγορεύουν τις διασώσεις των τραπεζιτών, πώς θα διατηρήσουμε την προσποίηση ότι τους τηρούμε, την ώρα που διασώζουμε τους τραπεζίτες ούτως ή άλλως;”). Το αποτέλεσμα ήταν μια καθυστέρηση με τεράστιο κοινωνικό κόστος και πολιτικές επιλογές που εξασφάλισαν ότι, ενώ το 2008 τα συνολικά ευρωπαϊκά εισοδήματα (το ΑΕΠ της ΕΕ) ήταν 10% υψηλότερα από τα αμερικανικά, το 2022 τα αμερικανικά εισοδήματα ήταν 26% υψηλότερα από τα ευρωπαϊκά.

Σήμερα, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι έτοιμη να επαναλάβει αυτή την αυτοτραυματική πράξη ως απάντηση σε ένα άλλο απρόβλεπτο πλήγμα που έπληξε τις Βρυξέλλες πριν από ένα χρόνο. Στις 16 Αυγούστου 2022 ο Πρόεδρος Μπάιντεν υπέγραψε σε νόμο τον παραπλανητικά ονομαζόμενο νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού που απελευθέρωσε 783 δισεκατομμύρια δολάρια επιδοτήσεων, σε βάθος δεκαετίας, για τη στήριξη της μετάβασης της αμερικανικής βιομηχανίας στην πράσινη ενέργεια. Με μια κίνηση η Ουάσινγκτον διέλυσε τη λεγόμενη “Συναίνεση της Ουάσινγκτον” (Washington Consensus) – τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που οι ΗΠΑ και η ΕΕ είχαν επιβάλει στον Παγκόσμιο Νότο εδώ και τριάντα χρόνια. Ξαφνικά, θεσπίστηκαν τεράστιες μονομερείς επιδοτήσεις από μια αμερικανική κυβέρνηση που δεν αισθανόταν την υποχρέωση να ενημερώνει τον υπόλοιπο κόσμο, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕ.

Οι γραφειοκράτες και οι πολιτικοί της ΕΕ εξοργίστηκαν. Μέσα σε μια νύχτα, ολόκληρη η πανίσχυρη μεταποιητική βιομηχανία της Ευρώπης βρέθηκε αντιμέτωπη με ψηλούς φράχτες που εμπόδιζαν την πρόσβαση στην τεράστια αμερικανική αγορά. Το πρόβλημα ξεπερνούσε κατά πολύ τους Γερμανούς κατασκευαστές αυτοκινήτων, των οποίων τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα δεν ήταν πλέον επιλέξιμα για την επιδότηση έως και 7500 δολαρίων που λαμβάνουν τα αυτοκίνητα που συναρμολογούνται στην εγχώρια αμερικανική αγορά. Επιδοτώντας ολόκληρη την εγχώρια παραγωγή μπαταριών, η Ουάσινγκτον εξασφάλισε ότι κάθε παραγωγός σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιμετωπίζει χαμηλότερο ενεργειακό κόστος από τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές τους.

Δεν άργησε η ανατριχίλα να διαπεράσει τους ιθύνοντες της ΕΕ και να ηλεκτριστεί ακόμη περισσότερο από την είδηση ότι, μετά την έναρξη ισχύος του προαναφερθέντος νόμου του Προέδρου Μπάιντεν, ο μεγαλύτερος παραγωγός χημικών στον κόσμο, η BASF, αποφάσισε να περιορίσει τις δραστηριότητές της στην ΕΕ, ενώ η Tesla ανέστειλε την ολοκλήρωση ενός μεγάλου εργοστασίου κατασκευής μπαταριών στη Γερμανία. Η ραγδαία αποβιομηχάνιση της Ευρώπης εμφανίστηκε ξαφνικά σε έναν ζοφερό και δυσοίωνο ορίζοντα.

Τα κορυφαία στελέχη της ΕΕ έπεσαν σε κάτι μεταξύ κατάθλιψης και πανικού. Πίστευαν ότι, μετά την αποχώρηση του Ντόναλντ Τραμπ από τον Λευκό Οίκο, η Ουάσινγκτον θα τους αντιμετώπιζε ως εταίρους. Περίμεναν ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα ενέκρινε την προτίμηση των Βρυξελλών για τους φόρους άνθρακα και τα συστήματα τιμολόγησης ρύπων, τα οποία, σε αντίθεση με τις επιδοτήσεις, ενθαρρύνουν όχι μόνο περισσότερη καθαρή ενέργεια αλλά και συνολική εξοικονόμηση ενέργειας. Πίστευαν ότι ο κύκλος του Μπάιντεν θα εκτιμούσε την ετοιμότητα με την οποία, μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, η Ευρώπη απέκοψε τον εαυτό της από το  φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο και, αντ’ αυτού, δαπανά δισεκατομμύρια περισσότερα για το ακριβό πετρέλαιο  και το υγροποιημένο φυσικό αέριο που εισάγει τώρα η Ευρώπη από το Τέξας και το Νέο Μεξικό.

Ως απόρροια, όπως και το 2008, οι ιθύνοντες της ΕΕ επιδίδονται στην τάση τους για αβάστακτη αναβλητικότητα, προκαλώντας έτσι περαιτέρω ζημιά στις ήδη μειωμένες προοπτικές της Ευρώπης. Ένα ολόκληρο χρόνο μετά την ενεργοποίηση του νόμου Μπάιντεν, η απάντηση της ΕΕ παραμένει σε… εκκρεμότητα. Τα παπαγαλάκια των Βρυξελλών μου λένε ότι υπερβάλω, δεδομένου ότι η ΕΕ, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, είχε ήδη εφαρμόσει μια Πράσινη Συμφωνία που περιλάμβανε δεσμεύσεις χρηματοδότησης όχι πολύ διαφορετικές από εκείνες του κ. Μπάιντεν. Δυστυχώς, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες: Η Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ προσφέρει έως και 1 τρισεκατομμύριο ευρώ σε υποσχέσεις, οι οποίες, σε αντίθεση με το ζεστό χρήμα του νόμου Μπάιντεν, δεν είναι πραγματικά χρήματα, αλλά μάλλον φανταστικά νούμερα, παρόμοια με το διαβόητο σχέδιο Γιούνκερ, του οποίου τα υποσχεθέντα 300 δισεκατομμύρια ευρώ νέων επενδυτικών κεφαλαίων δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.

Ομοίως με το επιχείρημα ότι η Ευρώπη προσφέρει ισοδύναμες επιδοτήσεις σε κάθε ηλεκτρικό αυτοκίνητο που πωλείται στην ΕΕ. Μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει δύο βασικές διαφορές: Πρώτον, στις ΗΠΑ οι επιδοτήσεις προέρχονται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, πράγμα που σημαίνει ότι οι εγχώριοι παραγωγοί δεν αντιμετωπίζουν διακρίσεις ανάλογα με την τοποθεσία τους- σε αντίθεση με την ΕΕ όπου οι επιδοτήσεις είναι εξαιρετικά άνισες και εξαρτώνται από τη δημοσιονομική ευρωστία κάθε κράτους-μέλους. Δεύτερον, στην ΕΕ όλα τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα λαμβάνουν την επιδότηση, συμπεριλαμβανομένων των αμερικανικών TESLA. Αντίθετα, στις ΗΠΑ κανένα όχημα μηδενικών εκπομπών που παράγεται στην ΕΕ δεν δικαιούται την επιδότηση.

Γιατί η ΕΕ δεν ακολουθεί τη ρήση “αν δεν μπορείς να τους νικήσεις, αντίγραψέ τους”; Γιατί να μην προσφέρει τις ίδιες επιδοτήσεις που ο Μπάιντεν διέθεσε στους κατασκευαστές με έδρα τις ΗΠΑ στις εταιρείες που κατασκευάζουν στην ΕΕ; Ο λόγος είναι ότι, σε αντίθεση με τα συστήματα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που αποπληρώνονται μόνα τους, οι επιδοτήσεις απαιτούν κοινό προϋπολογισμό, ώστε οι πορτογαλικοί ή σλοβενικοί κατασκευαστές να μην λαμβάνουν πολύ χαμηλότερες επιδοτήσεις λόγω της σχετικής αφραγκίας των κυβερνήσεών τους. Χωρίς ένα κοινό χρηματικό ταμείο για τις επιδοτήσεις μεταποίησης σε ολόκληρη την ΕΕ, η επιλογή της Ουάσινγκτον να κάνει διακρίσεις εις βάρος των κατασκευαστών της ΕΕ θα οδηγήσει τις πλουσιότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να κάνουν μαζικές διακρίσεις εις βάρος των κατασκευαστών των φτωχότερων κρατών-μελών. Και χωρίς κοινό ταμείο είναι αδύνατο να αναπαραχθεί στην ΕΕ αυτό που επιτυγχάνει ο νόμος Μπάιντεν στις ΗΠΑ με την ενεργό συμμετοχή του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ.

Καθώς γράφω αυτές τις γραμμές, τρία νομοθετήματα βρίσκονται στα σκαριά και υπόσχονται μια αξιοπρεπή απάντηση της ΕΕ στον νόμο Μπάιντεν: ο νόμος Net Zero Industry Act (ο οποίος υπόσχεται να μειώσει τη γραφειοκρατία και να καταργήσει τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων), ο νόμος Critical Raw Materials Act (ο οποίος επικεντρώνεται στις σπάνιες γαίες και άλλα υλικά ζωτικής σημασίας για την πράσινη τεχνολογία) και οι μεταρρυθμίσεις του ευρωπαϊκού μοντέλου τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας (το οποίο έχει δώσει μεγάλη ώθηση στις μονοπωλιακές προσόδους των ιδιωτικών ολιγοπωλίων ηλεκτρικής ενέργειας εις βάρος τόσο της βιομηχανίας όσο και των λαϊκών τάξεων). Αν και είναι νωρίς να κριθούν αυτά τα νομοθετήματα, δύο πράγματα είναι ήδη ξεκάθαρα: Πρώτον, η ΕΕ δεν μπορεί να αντέξει τα δισεκατομμύρια που θα χρειαζόταν για να αποζημιώσει τη βιομηχανία για την αβάστακτα καθυστερημένη αντίδρασή της. Δεύτερον, οι ηγέτες της ΕΕ δεν θα δημιουργήσουν ποτέ το κοινό υπουργείο Οικονομικών που χρειάζεται η ΕΕ, ακόμη και αν η εναλλακτική κατάληξη είναι ολέθρια (δηλαδή, όπως ακριβώς και στην κρίση του ευρώ).

Στο μεταξύ, η Γερμανία, ενεργεί σχεδόν μόνη της για να ανακόψει τη μαζική μετανάστευση της βιομηχανίας προς τις ΗΠΑ. Κάποτε, ίσως να τα κατάφερνε χρηματοδοτώντας τις απαραίτητες επιδοτήσεις από τα πλεονάσματα που δημιουργούσε το πολυπόθητο επιχειρηματικό της μοντέλο που βασιζόταν στη φθηνή ρωσική ενέργεια, στην κινεζική ζήτηση για τα εκλεπτυσμένα μηχανολογικά προϊόντα της, τα χημικά της εργοστάσια, την πανίσχυρη αυτοκινητοβιομηχανία της. Δυστυχώς, αυτό το επιχειρηματικό μοντέλο βρίσκεται τώρα σε τελική αποσύνθεση: η συμφωνία της για το φυσικό αέριο με τη Μόσχα έχει εκλείψει, οι κινεζικές αγορές της κινδυνεύουν από τις κυρώσεις της Ουάσινγκτον, το πλεονέκτημά της στην κατασκευή εκλεκτών μηχανών εσωτερικής καύσης, συστημάτων μετάδοσης κίνησης, θερμαντήρων πετρελαίου κ.λπ. υπονομεύεται από μια διαδικασία εξηλεκτρισμού που μετατόπισε τα περισσότερα κέρδη από τους κατασκευαστές πραγμάτων και τους ιδιοκτήτες του επίγειου κεφαλαίου στους κυρίαρχους της πράσινης τεχνολογίας και του cloud capital (νεφοκεφάλαιου) στο οποίο η Γερμανία δεν επένδυσε ποτέ σοβαρά.

Δυστυχώς, το πολιτικό προσωπικό της Γερμανίας θέτει, και πάλι, ακριβώς το λάθος ερώτημα. Αντί να αναρωτιούνται “Πώς θα αντικαταστήσουμε το σπασμένο μερκαντιλιστικό μας μοντέλο (των παραδοσιακών καθαρών εξαγωγών και της καταστολής των μισθών) με ένα μοντέλο προσαρμοσμένο στην εποχή των τεχνολογιών που βασίζονται στο υπολογιστικό νέφος (cloud);”, παγιδεύονται εσκεμμένα στο λάθος ερώτημα “Πώς θα μειώσουμε το ενεργειακό κόστος των κατασκευαστών μας για να διατηρήσουμε τον μη λειτουργικό μας μερκαντιλισμό;”. Απρόθυμοι να κατανοήσουν ότι η προστιθέμενη αξία από τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και τα δίκτυα πράσινης ενέργειας θα πάει στους κατασκευαστές του είδους του κεφαλαίου που βασίζεται στο νέφος και στο οποίο η Γερμανία, και η ΕΕ γενικότερα, απέτυχαν να επενδύσουν, επιμένουν να υπονομεύουν τόσο τους λαούς της Γερμανίας όσο και της υπόλοιπης ΕΕ μέσω ενός ακόμη ξεσπάσματος πανευρωπαϊκής λιτότητας που καταστρέφει τις επενδύσεις.

Εφόσον η κλιματική καταστροφή δεν οδηγήσει στην εξαφάνιση του είδους μας, η Ευρώπη και η Γερμανία, δεν έχω καμία αμφιβολία, θα ανακάμψουν. Δεν ξέρω πώς ή πότε. Αυτό που ξέρω είναι ότι είμαστε πολύ κοντά στο να καταδικάσουμε μία ή περισσότερες γενιές Ευρωπαίων σε επίμονη υπανάπτυξη.

*Αποτελεί απόδοση άρθρου του Γιάνη Βαρουφάκη στην The Guardian.

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα