Ώρα του πρωθυπουργού: Η ιστορική πρώτη για τις αποζημιώσεις, ο τυπικός Σημίτης και ο εξαφανισμένος Σαμαράς

Ώρα του πρωθυπουργού: Η ιστορική πρώτη για τις αποζημιώσεις, ο τυπικός Σημίτης και ο εξαφανισμένος Σαμαράς
eurokinissi

Σαν σήμερα είχαμε την πρώτη "ώρα του πρωθυπουργού" στην οποία δεν πρόλαβε να εμφανιστεί ο Ανδρέας Παπανδρέου. Όλες οι φορές που απάντησαν σε προγραμματισμένες ερωτήσεις οι πρωθυπουργοί των προηγούμενων ετών.

Ήταν 11 Δεκεμβρίου του 1990 όταν έγινε η πρώτη συνεδρίαση της “ώρας του πρωθυπουργού” στη Βουλή. Στην ιστορική πρώτη συνεδρίαση, ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, είχε απαντήσει στον Χαρίλαο Φλωράκη για τις γερμανικές αποζημιώσεις.

Κατά το άρθρο 128Α του Κανονισμού “Ερωτήσεις στον Πρωθυπουργό”, η υποχρέωσή του ήταν να απαντά στη Βουλή, κάθε 15 ημέρες, σε δύο τουλάχιστον επίκαιρες ερωτήσεις, που απευθύνονται στον ίδιο. Στη συζήτηση, που διεξάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, λαμβάνουν τον λόγο ο Πρωθυπουργός και ο βουλευτής που έχει υποβάλει την επίκαιρη ερώτηση, ο οποίος την αναπτύσσει προφορικά, μέσα σε 2 λεπτά. Η διαδικασία ευνοεί τον Πρωθυπουργό, αφού έχει τον τελευταίο λόγο. Τις ερωτήσεις μπορούν φυσικά να τις υποβάλλουν και οι πρόεδροι των κοινοβουλευτικών ομάδων. Εάν το θέμα της επίκαιρης ερώτησης είναι της αποκλειστικής αρμοδιότητας υπουργού, τότε μπορεί να απαντήσει ο αρμόδιος υπουργός.

Ο 128Α καταργήθηκε τον Νοέμβριο του 1993, αμέσως μετά από τις εκλογές που ανέδειξαν το ΠΑΣΟΚ ως πρώτο κόμμα και ανέλαβε την εξουσία. Ο Ανδρέας Παπανδρέου στην ουσία δεν μπόρεσε να μιλήσει στην “ώρα του πρωθυπουργού” καθώς η υγεία του είχε επιδεινωθεί. Έτσι, ο θεσμός “πάγωσε” για να τον επαναφέρει ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος απαντούσε κάθε Τετάρτη.

Συνολικά, ο Κώστας Σημίτης ήταν ο πιο τυπικός, καθώς απάντησε στις περισσότερες ερωτήσεις τα επόμενα χρόνια, 71 για την ακρίβεια.

Την περίοδο 1996 – 2000 απάντησε σε 49 ερωτήσεις, και την περίοδο 2000 με 2004, σε 22 ερωτήσεις αντιστοίχως.

Εν συνεχεία, ο Κ. Καραμανλής, απέφυγε την “ώρα του πρωθυπουργού” στην πρώτη θητεία του αλλά στη δεύτερη απάντησε σε 19 ερωτήσεις. Αναλυτικότερα, την περίοδο 2004-2007 απάντησε σε μόλις 2 ερωτήσεις, ενώ την περίοδο 2007-2009 απάντησε σε 19.

Ακολούθως ο Γ. Παπανδρέου απάντησε σε 17 ερωτήσεις την περίοδο 2009 – 2011.

Ο πρωθυπουργός των επτά μηνών, Λουκάς Παπαδήμος απάντησε σε 3 ερωτήσεις την περίοδο 2011 με 2012.

Από την άλλη, ο Αντώνης Σαμαράς είναι ο μοναδικός πρωθυπουργός της χώρας που δεν παρέστη ούτε μία φορά στην “ώρα του πρωθυπουργού”.

Τέλος, ο Αλέξης Τσίπρας απάντησε σε 11 ερωτήσεις στα 4,5 χρόνια που κυβέρνησε ως πρωθυπουργός.

Η κόντρα Μητσοτάκη και Τσίπρα για το πόσες ερωτήσεις έχει απαντήσει ο καθένας:

Όπως αναφέραμε, η πρώτη ερώτηση (12/12/90) είχε τεθεί από τον τότε πρόεδρο του Συνασπισμού κ. Χαρίλαου Φλωράκη με θέμα τις ελληνικές απαιτήσεις-επανορθώσεις, μετά την ενοποίηση της Γερμανίας. Το θέμα των αποζημιώσεων είχε θέσει ο Ανδρέας Παπανδρέου στις 27 Νοεμβρίου 1990 σε συζήτηση προ ημερησίας διατάξεως, με θέμα την εξωτερική και εσωτερική κατάσταση της χώρας.

Είναι χαρακτηριστικό πως το ’90, στην πρώτη συζήτηση για τις αποζημιώσεις, ήρθε ένα χρόνο μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε αναλάβει την εξουσία στις 11 Απριλίου 1990, από την Οικουμενική κυβέρνηση Ξενοφώντα Ζολώτα. Στη θέση του υπουργού Εξωτερικών ήταν ο Αντώνης Σαμαράς ο οποίος παραιτήθηκε δύο χρόνια μετά, τον Απρίλη του 1992.

Ο κ. Φλωράκης έλεγε πως έθετε την ερώτηση αυτή “γιατί η υπόθεση αυτή των πολεμικών επανορθώσεων παραμένει ερμητικά κλειστή εδώ και 40 χρόνια με διάφορες δικαιολογίες” (πρακτικά Βουλής).

Από τη δική του μεριά, ο κ. Μητσοτάκης απαντούσε:

“Από πλευράς νομικής, δηλώνω κατηγορηματικά ότι οι απαιτήσεις που δημιουργήθηκαν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο εξακολουθούν να υπάρχουν σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον για όλες τις άλλες χώρες και για την Ελλάδα, η οποία δεν υπέγραψε τη συνθήκη “2+4”. Νομικά εξακολουθούμε να έχουμε το δικαίωμα αυτό.

Πολιτικά, τι συμβαίνει με τις γερμανικές επανορθώσεις: Ζήτησε, όπως ήταν φυσικό, η κυβέρνησή μας να ενημερωθεί τι γίνεται με τα υπόλοιπα κράτη. Και πρέπει να σας πω, ότι η κατάσταση είναι τελείως ασαφής ακόμα. Δεν θα αναφερθώ επωνύμως σε χώρες, γιατί οι πληροφορίες που πήραμε είναι εμπιστευτικές. Τις ζητήσαμε όχι για να τις δώσουμε στη δημοσιότητα.

Η εντύπωση που έχω εγώ είναι, ότι υπάρχουν χώρες οι οποίες δε θα διεκδικήσουν αποζημιώσεις. Πιθανότατα στις χώρες αυτές τελικά να συμπεριληφθεί και η Σοβιετική Ένωση, η οποία έχει άλλου είδους συνεννοήσεις και συναλλαγές αυτήν την ώρα με την ενωμένη Γερμανία. Υπάρχουν χώρες οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, δε θα ανακινήσουν το θέμα τώρα. Και υπάρχουν και χώρες οι οποίες ενδεχομένως θα ανακινήσουν το θέμα τώρα.

Αυτό που θέλω να πληροφορήσω τη Βουλή, είναι ότι, μέσα σ’ αυτό το νομικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε από την εξέλιξη, που κατέληξε στη γνωστή συμφωνία “2+4” και στην υπογραφή της Χάρτας των Παρισίων πρόσφατα, δεν υπάρχει περιθώριο πολυμερούς αντιμετωπίσεως του προβλήματος.

Επειδή, όμως εδήλωσα ότι νομικώς το δικαίωμα παραμένει, χωρίς καμία αμφιβολία, δεν αποκλείεται η ανακίνηση διμερώς του θέματος από χώρα η οποία είναι ενδιαφερόμενη.

Και στο σημείο αυτό θέλω να κάνω τις εξής προσθήκες: Πρώτον, οι απαιτήσεις αποζημιώσεων από τη Γερμανία δεν είναι όλες όμοιες και για όλες τις χώρες δεν ισχύουν τα ίδια πράγματα. Υπάρχουν απαιτήσεις για αποζημίωση των θυμάτων των Ναζί. Αυτές οι απαιτήσεις ικανοποιήθηκαν από την Ομοσπονδιακή Γερμανία το 1961, η οποία έδωσε το συμφωνημένο ποσό τότε. Δεν ικανοποιήθηκαν από την πλευρά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Ανατολικής Γερμανίας. Κατά συνέπεια, η ενωμένη Γερμανία σήμερα έχει υποχρέωση να καλύψει και την υποχρέωση την οποία δεν εκάλυψε η Ανατολική Γερμανία.

Όπως επίσης, αδιαμφισβητήτως το δάνειο το οποίο πλήρωσε η Ελλάς τότε αναγκαστικά σε χαρτονόμισμα, για να συντηρήσει τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής, έχει μια ειδική μορφή, που δεν ξέρω αν υπάρχουν και ανάλογες περιπτώσεις άλλων κρατών”.

Επιπρόσθετα ο τότε πρωθυπουργός έλεγε: “Ακόμα, θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι από Γερμανικής πλευράς δεν γνωρίζω να υπάρχει μία οριστικά ξεκαθαρισμένη θέση. Βέβαια, ανεπίσημα ή ημιεπίσημα, αν θέλετε, από υπηρεσιακούς παράγοντες λέγεται ότι μετά πάροδο μισού περίπου αιώνα από μερικούς θεωρείται το θέμα παρωχημένο. Το θέμα μπορεί να είναι παρωχημένο, νομικά όμως είναι υπαρκτό”. Πράγματα που ελαχίστως έχουν αλλάξει ως σήμερα δηλαδή.

Τον Απρίλιο του 1995 ο Νομάρχης Βοιωτίας Γ. Σταμούλης ενημέρωσε τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου για την πρόθεσή του να υποβάλλει αγωγή αποζημίωσης για τα θύματα του Διστόμου. Ο Α. Παπανδρέου άναψε το “πράσινο φως”. Ακολούθησε η εισαγωγή του προέδρου του ΠΑΣΟΚ στο Ωνάσειο.

Στις 27 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, ο Σταμούλης κατέθεσε την αγωγή αποζημίωσης ως εκπρόσωπος 258 Διστομιτών – συγγενών θυμάτων και επιζησάντων.

Θυμίζουμε πως το τελευταίο γερμανικό “όχι” σχετικά με την καταβολή από την Γερμανία των πολεμικών επανορθώσεων και αποζημιώσεων ακούστηκε μόλις το 2019 μετά τη ρηματική διακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης στις 4 Ιουνίου 2019, με την οποία η ελληνική κυβέρνηση καλούσε τη γερμανική σε διαπραγματεύσεις, για την έμπρακτη ικανοποίηση των συγκεκριμένων αξιώσεων.

Σύμφωνα δε με το πόρισμα της έκθεσης της διακομματικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διεκδίκηση των Γερμανικών Οφειλών προς τη χώρα μας, η Ελλάδα αξιώνει πάνω από 300 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό αφορά το κατοχικό δάνειο, οικονομικές αποζημιώσεις ιδιωτών, την εβραϊκή κοινότητα, τις πολιτιστικές καταστροφές και μια σειρά άλλων θεμάτων.

Η Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή “Για τη διεκδίκηση των Γερμανικών οφειλών” συνεστήθη με ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, που ελήφθη κατά τη συνεδρίαση της 18ης Νοεμβρίου 2015, μετά την, από 17 Νοεμβρίου 2015, πρόταση του Προέδρου της Βουλής, κ. Νικολάου Βούτση, για την επανασύσταση της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεκδίκηση των Γερμανικών οφειλών.

Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα