Παπαδημούλης: Οι εξελίξεις για το μέλλον του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου

Παπαδημούλης: Οι εξελίξεις για το μέλλον του ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου
Ο Δημήτρης Παπαδημούλης © European Union 2017 - Source : EP

Η πρόταση της Κομισιόν αποτελεί ένα θετικό, αν και ανεπαρκές και καθυστερημένο, βήμα. Τα "θολά" ή αδύναμα σημεία.

Η διαμόρφωση ενός νέου ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου είναι υψίστης σημασίας για την Ευρώπη, ιδιαίτερα εν μέσω μιας συνεχιζόμενης αλληλουχίας κρίσεων, οι οποίες αναδεικνύουν διαρκώς τις αδυναμίες των ισχύοντων δημοσιονομικών κανόνων.

Η πρόταση που δημοσιοποίησε η Κομισιόν την 9 Νοεμβρίου υπό τον τίτλο «Δημιουργία ενός πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης κατάλληλου για τις μελλοντικές προκλήσεις» φιλοδοξεί να αποτελέσει τη βάση διαπραγμάτευσης μεταξύ της Κομισιόν και των κρατών – μελών για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο.

Τι αλλάζει και τι μένει ίδιο;

Οι σημερινοί κανόνες που επιβάλλουν το έλλειμμα να μην υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος να μην υπερβαίνει το 60% του ονομαστικού ΑΕΠ διατηρούνται.

Καταργείται, ωστόσο, η υποχρέωση των χωρών που υπερβαίνουν την τιμή αναφοράς του 60% να μειώνουν το υπερβάλλον χρέος τους κατά 1/20 ετησίως. Στη θέση αυτής της υποχρέωσης καθιερώνεται μια διαδικασία διαπραγμάτευσης μεταξύ κρατών – μελών και Κομισιόν, από την οποία θα προκύπτει το δημοσιονομικό μονοπάτι που θα ακολουθήσει η εκάστοτε χώρα. Συγκεκριμένα:

α. Η Κομισιόν προτείνει για κάθε χώρα έναν «φιλόδοξο» στόχο για το δημόσιο χρέος που πρέπει να επιτευχθεί σε βάθος τετραετίας.

β. Η κάθε χώρα θα μπορεί να αντιπροτείνει ένα εναλλακτικό σχέδιο, το οποίο θα προβλέπει είτε διαφορετικό στόχο για το χρέος, είτε επέκταση του χρόνου επίτευξης του στόχου έως 3 έτη, είτε συνδυασμό των παραπάνω. Θα μπορεί, δηλαδή, να αντιπροτείνει μια πιο σταδιακή και «χαλαρή» δημοσιονομική προσαρμογή, με τον όρο ότι ο δημιουργούμενος πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος θα χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση μεταρρυθμίσεων ή δημόσιων επενδύσεων που συμβαδίζουν με τους στρατηγικούς στόχους της Ένωσης.

γ. Ακολουθεί διαβούλευση του κράτους – μέλους με την Κομισιόν, προκειμένου να καταλήξουν σε ένα κοινής αποδοχής μεσοπρόθεσμο πλάνο προσαρμογής.

δ. Η συμφωνηθείσα πρόταση υποβάλλεται στο Συμβούλιο για έγκριση. Το Συμβούλιο είτε την υιοθετεί, είτε ζητά από το κράτος – μέλος να υποβάλει νέο πλάνο.

Μια πρώτη αξιολόγηση της πρότασης

Η πρόταση της Κομισιόν αποτελεί ένα θετικό, αν και ανεπαρκές και καθυστερημένο, βήμα τουλάχιστον για όσους υποστηρίζουν την ανάγκη χαλάρωσης των αυστηρών περιορισμών του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Στα θετικά της πρότασης:

α. Προβλέπει ρητά ότι πέρα από τον στόχο της βιωσιμότητας του χρέους, οι νέοι κανόνες πρέπει να υπηρετούν και τους στόχους της βιώσιμης και συμπεριληπτικής ανάπτυξης.

β. Η κοινή για όλους υποχρέωση μείωσης του υπερβάλλοντος χρέους κατά 1/20 ετησίως αντικαθίσταται από μια πιο σταδιακή δημοσιονομική προσαρμογή, που θα λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες των κρατών – μελών. Αυτή η πρόταση είναι ιδιαίτερα σημαντική για την Ελλάδα που έχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ.

γ. Το σύστημα παρακολούθησης απλοποιείται σημαντικά και δεν στηρίζεται πλέον σε μη παρατηρήσιμα μεγέθη (όπως το δυνητικό ΑΕΠ, το παραγωγικό κενό και το διαρθρωτικό αποτέλεσμα), αλλά αποκλειστικά στις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες.

Η πρόταση ωστόσο περιλαμβάνει και σημεία που μπορούν να χαρακτηριστούν «θολά» ή αδύναμα:

Καταρχάς, ερώτημα αποτελεί το κατά πόσο η αναφορά σε θέση του δημόσιου χρέους σε «ευλογοφανή πτωτική πορεία» θα παραμείνει γενική ή θα αποκτήσει συγκεκριμένο αριθμητικό περιεχόμενο. Ο τρόπος με τον οποίο θα εννοιολογηθεί η φράση θα καθορίσει και το πόσο απαιτητική θα είναι η αρχική πρόταση της Κομισιόν, δηλαδή θα ορίσει το ένα άκρο της διαπραγμάτευσης.

Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με το περιεχόμενο που θα λάβει ο δείκτης «εθνικά χρηματοδοτούμενες καθαρές πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες», βάσει του οποίου θα γίνεται η αξιολόγηση της συμμόρφωσης της χώρας με τους νέους κανόνες. Ο καθορισμός του τι περιλαμβάνουν και τι όχι οι εν λόγω δαπάνες αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική, οικονομικά και πολιτικά, παράμετρο που μπορεί να μεταβάλλει σημαντικά τα όρια του δημοσιονομικού χώρου.

Ένα άλλο ζήτημα που σίγουρα προκαλεί αντιπαραθέσεις είναι η αναθεώρηση του μεσοπρόθεσμου πλάνου, η οποία είναι επιτρεπτή μόνο αν συντρέχουν «αντικειμενικοί λόγοι που καθιστούν ανέφικτη την επίτευξη του». Η αναφορά αυτή είναι πολύ γενική και θα πρέπει να εξειδικευτεί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, εγείρει και ζητήματα δημοκρατικής νομιμοποίησης. Και τούτο, διότι σε περίπτωση εναλλαγής κυβερνήσεων, η νέα κυβέρνηση θα μπορεί να ασκήσει τις πολιτικές της μόνο αν η Επιτροπή και το Συμβούλιο συμφωνήσουν τόσο στην αναθεώρηση των ποσοτικών στόχων, όσο και στην εναλλακτική μεθοδολογία επίτευξης.

Άλλο θεμελιώδες πρόβλημα συνιστά το γεγονός ότι η πρόταση της Κομισιόν δεν συνοδεύεται από την αναγκαία δημιουργία μιας ισχυρής κεντρικής δημοσιονομικής ικανότητας στην Ευρωζώνη. Ένας ισχυρότερος ευρωπαϊκός προϋπολογισμός, με αυξημένους ίδιους πόρους, μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση του ρόλου του ευρώ στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος, στην κάλυψη του κενού ζήτησης που δημιουργούν οι υπερβολικά συσταλτικές πολιτικές και τα υπερβολικά πλεονάσματα μεγάλων χωρών, όπως η Γερμανία, και στην ενίσχυση των πολιτικών συνοχής με τη δημιουργία ενός ισχυρού κοινωνικού πυλώνα.

Τέλος, στα αρνητικά της πρότασης σημειώνεται η απουσία ενός «χρυσού κανόνα» που θα εξαιρεί από τους κανόνες ορισμένες δημόσιες επενδύσεις, π.χ. για την κλιματική κρίση, την υγεία, την παιδεία, καθώς και η απουσία αυτόματων δημοσιονομικών σταθεροποιητών που θα ενεργοποιούνται σε καιρούς κρίσεων.

Οι πολιτικές διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν το προσεχές διάστημα, προκειμένου να συγκεκριμενοποιηθούν οι προτάσεις της Κομισιόν, είναι καίριας σημασίας για το μέλλον των δημόσιων οικονομικών της ΕΕ και ιδίως της χώρας μας, η οποία, παρά την σημαντική ρύθμιση του δημόσιου χρέους που πέτυχε η κυβέρνηση Τσίπρα το 2018, παραμένει η πιο υποχρεωμένη χώρα της ΕΕ. Και ενώ “τρέχουν” τόσο σημαντικές διεργασίες για το δημοσιονομικό μέλλον της χώρας, η κυβέρνηση της ΝΔ όχι μόνο δεν έχει ανοίξει έναν κύκλο ενημέρωσης και συζητήσεων για το θέμα, αλλά έχει παραλείψει να διαβουλευτεί με όλους τους εμπλεκόμενους κοινωνικούς και οικονομικούς φορείς, ακολουθώντας την ίδια αρνητική πρακτική που ακολούθησε και για την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης.

* Ο Δημήτρης Παπαδημούλης είναι Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Επικεφαλής της Ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, συντονιστής της Ευρωομάδας της Αριστεράς στην Επιτροπή Προϋπολογισμών και μέλος της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα