Νέες ταινίες: Ο Σωτήρης Γκορίτσας επιστρέφει και κοιτάζει με πίκρα “Εκεί Που Ζούμε”

Νέες ταινίες: Ο Σωτήρης Γκορίτσας επιστρέφει και κοιτάζει με πίκρα “Εκεί Που Ζούμε”

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Εκεί που Ζούμε

3/5

(Σωτήρης Γκορίτσας, 1ω30λ)

Μια μέρα στη ζωή ενός νεαρού δικηγόρου που ξεκινά με τον σπιτονοικοκύρη του να τον κυνηγά για τα χρωστούμενα, συνεχίζεται στην Ευελπίδων με την εκδίκαση μιας υπόθεσης δανείου και οικονομικής εξαπάτησης, και συνεχίζεται τελείως απρόβλεπτα κάπου ανάμεσα στο τραγικό και το φαρσικό, το κοινωνικό και το προσωπικό, μέσα από μια απροσδόκητη συνάντηση με τον πατέρα του– ο οποίος δεν του έχει πει καν χρόνια πολλά για τα γενέθλιά του.

Ο Γκορίτσας επιστρέφει με μια πικρή σάτιρα μιας κάποιας μετα-πασοκικής νεοελληνικής πραγματικότητας, με μια ταινία που χωρίς να αποφεύγει μπόλικες ευκολίες (σε επίπεδο χαρακτήρων αλλά και εσωτερικής λογικής αρκετών σκηνών) απλώνει την ιστορία της και την κοινωνική της ματιά μέσα από έναν αφηγηματικό σκελετό εντυπωσιακής δόμησης. Η μέρα του δικηγόρου (Προμηθέας Αλειφερόπουλος σε μια διαρκή κατάσταση θλίψης) αποτελείται από μικρά, σχεδόν θεατρικά επεισόδια και συναντήσεις με αξιομνημόνευτους χαρακτήρες από το παρελθόν του ή κάτι που θα μπορούσε να είναι και παράλληλες ζωές του.

Σα διαφορετικά φαντάσματα που είναι εκεί για τον καθοδηγήσουν στην ανάγνωση και αντιμετώπιση μιας αποπνικτικής προσωπικής κατάστασης, όλοι αυτοί οι περιφερειακοί παίχτες μοιάζουν με τον τρόπο τους να προσπαθούν να βρουν θέση μέσα στην προσωπική τραγωδία του ήρωα, ενός μοναχικού, υπερχρεωμένου, πηγμένου σε μια δουλειά χωρίς αντίκρυσμα νέου, ενός κοινωνικού ζόμπι σε μια κοινωνία ρεταλιασμένη. Συναντήσεις άλλοτε κωμικές, άλλοτε δραματικές, άλλοτε καρτουνίστικες, άλλοτε τραγικές (με ένα ensemble που περιλαμβάνει ονόματα όπως την Μαρία Καλλιμάνη, τον Αργύρη Μπακιρτζή, του Γιούλικα Σκαφιδά, τον Μάκη Παπαδημητρίου, την Λένα Παπαληγούρα) που τον φέρνουν αντιμέτωπο με το μεγαλύτερό του προσωπικό κενό: Την απόσταση από τον πατέρα του (Στέλιος Μάινας, στιβαρός, η ψυχή της ταινίας).

Η ταινία μετασχηματίζεται από ένα ημερήσιο σατιρικό στριπ σε μια τραγικωμική road movie για τον χαμένο δρόμο μιας ολόκληρης χώρας. Όταν ο Γκορίτσας ενώνει πολύ ουσιωδώς την ταινία με το προ 25ετίας “Βαλκανιζατέρ” του, δεν πρόκειται απλώς για ένα κλείσιμο του ματιού, αλλά για μια πικρή διαπίστωση του πώς η Ελλάδα της ανάλαφρης κομπίνας διακτινίζεται στο σήμερα– δίχως χρήματα (ακόμα), δίχως έλεγχο καμίας μοίρας, δίχως, δίχως, δίχως. Είναι πολύ σκληρό αυτό που λέει ο Γκορίτσας και χρήζει εξέτασης και κουβέντας– ταυτόχρονα, σε προσωπικό επίπεδο είναι ένα πολύ λειτουργικό δράμα το οποίο ελέγχει μέχρι τέλους.

Μέσα όμως στην πικρία και την αναγωγή τόσων προβλημάτων στο ατομικό (φλερτάροντας με τα όρια της προσωπικής επιλογής κιόλας), αυτό που απουσιάζει πλήρως είναι η ίδια η κοινωνία. Δεν υπάρχουν μηχανισμοί, πέρα από το να αποτελούν κάποιους εύκολους σατιρικούς στόχους, και δεν υπάρχει σύστημα, δεν υπάρχει Μηχανή. Υπάρχουν απλώς κάποιοι περίεργοι που απεργούν, χωρίς να δηλώνονται οι στόχοι ή έστω μια εμφάνιση εκείνου στο οποίο αντιτίθενται. Υπάρχουν απλώς οι αφελείς που την πατάνε, κι όχι ένας ολόκληρος μηχανισμός που αφαιμάζει και στοχοποιεί– το σκάνδαλο Πάτση κάνει έξαφνα την ταινία να μοιάζει ακόμα πιο καίρια, αλλά σε πολιτικό επίπεδο το φιλμ δεν ανταποκρίνεται.

Η φροντίδα σε επίπεδο κεντρικών χαρακτήρων και η βαθιά συναισθηματική φροντίδα, καθώς κι η πίκρα που περιβάλλει τα πάντα, δεν αφήνουν ποτέ την ταινία να φτάσει στην αντιδραστικότητα, ενώ σε επίπεδο αφηγηματικής φόρμας ο Γκορίτσας δοκιμάζει κάτι ενδιαφέρον το οποίο καταφέρνει να ελέγξει απόλυτα (σε μια τακτοποιημένη, ικανότατη διάρκεια 90 ακριβώς λεπτών), συγκινώντας. Ένα πιο μεστό κοινωνικό βλέμμα θα επέτρεπε στην ταινία να κάνει την υπέρβαση.

France

4 / 5

(Μπρούνο Ντιμόν, 2ω14λ)

Πασίγνωστη δημοσιογράφος τηλε-σταρ βυθίζεται σε υπαρξιακή κρίση όταν τραυματίζει έναν μοτοσικλετιστή. Η Φρανς της εκπληκτικής Λέα Σεϊντού παίζει ασταμάτητα με το φακό, υποσκάπτοντας κάθε πιθανή σοβαρή στιγμή και θυμίζοντας πως αυτό που παρακολουθούμε –κι αυτό που η ίδια αντιλαμβάνεται ως πραγματικότητα– είναι εικόνες, μέσα σε εικόνες, που κοιτάνε εικόνες. Η ταινία ξεκινά με μια συνέντευξη τύπου του Μακρόν και στην πορεία η δημοσιογράφος της Σεϊντού αναμεταδίδει μέχρι κι από μια εμπόλεμη ζώνη, αλλά σε απολύτως καμία από τις περιστάσεις δεν εκλαμβάνεις σοβαρότητα, ως θεατής. Τα πάντα είναι σόου, σάτιρα, εικόνα.

Υπό μία έννοια, ο φοβερός γάλλος δημιουργός Μπρούνο Ντιμόν σατιρίζει και την ίδια την ύπαρξη του φιλμ του– ως μέσο κι αυτό μετάδοσης εικόνων και άρα κατασκευασμένης πραγματικότητας. Η φιλμική κατασκευή και το ιδιόμορφο χιούμορ πάντα τον απασχολούσαν στο έργο του, κι εδώ πράγματι, δεν είναι ακριβώς θεατρικότητα αυτό που μεταδίδει, όσο μια αόριστη αίσθηση αποδόμησης. Τα σκηνικά είναι στοιχειώδη, οι κινηματογραφικοί του χώροι πολύ συχνά άδεια, η απόσταση θεατή-αντικειμένου πρακτικά μηδενική.

Το αποτέλεσμα, εκτός από μια πολύ ιδιαίτερου μεν, αλλά εξαιρετικού χιούμορ σάτιρα, δεν είναι αυτό που ως γενίκευση θα αποκαλούσαμε «σάτιρα του κόσμου των media ή της δημοσιογραφίας». Όσο ένας ευρύτερος στοχασμός πάνω στην δύναμη και το ρόλο των εικόνων σε μια λυσσαλέα νεοφιλελεύθερη εποχή όπου η μετάδοση μηνύματος, ελέγχου, διαφήμισης, πληροφορίας γίνεται πιο άμεσα και πανίσχυρα από ποτέ. Γι’αυτό κι ο Ντιμόν δεν αρνείται τον δικό του ρόλο (και της ταινίας του) μέσα σε αυτό κατασκεύασμα, θρυμματίζοντας την απόσταση με τον έξω-κινηματογραφικό κόσμο.

Η ηρωίδα του κοιτάζει διαρκώς τον εαυτό της μέσα σε οθόνες, η κάμερα της κάνει εμφατικά κοντινά που ξεπερνάνε το έντονο και μεταπηδούν στο πλαστό, εκείνη κλαίει, γελάει, ειρωνεύεται, ερμηνεύει μια ερμηνεία (είπαμε, είναι απίστευτη η Σεϊντού), χαρακτήρες διαλαλούν «I LOVE YOU, FRANCE!!» προς εκείνη ενώ ο πύργος του Άιφελ βρίσκεται στο φόντο, αληθινές διαφημίσεις γίνονται ψεύτικες διαφημίσεις που πλασάρονται ως αληθινές μες στο σύμπαν της ταινίας, ένας αληθινός Μακρόν γίνεται χαρακτήρας σε ένα μυθοπλαστικό σύμπαν, και το περφόρμανς αποκτά τόσα επίπεδα που η αλήθεια βρίσκεται τόσες οθόνες πίσω που δεν ξέρεις καν να την αναζητήσεις.

Σε αυτό το πλαίσιο, η υπαρξιακή κρίση της δημοσιογράφου-σταρ-ηθοποιού-Σεϊντού πλασάρεται όχι βέβαια με ρεαλιστικούς όρους, αλλά περισσότερο με τα χαρακτηριστικά ενός φιξιόν χαρακτήρα που αντιλαμβάνεται πως είναι αποκύημα κάποιας φαντασίας, πως είναι προϊόν κάποιας ερμηνείας. Ποιος ξέρει, ίσως αν ακινητοποιηθούν όλα, να μπορούμε να ανακαλύψουμε ποιος από τους αντικατοπτρισμούς είναι ο αληθινός. Το “France” πάντως είναι μια αισθητικά πολύ απαιτητική μεν, αλλά εξαιρετικά συντονισμένη με τον βόμβο του 21ου αιώνα, δε.

Μαζί προβάλλεται η μικρού μήκους ταινία επιστημονικής φαντασίας “Ι.Ω” του Αλέξη Αλεξίου.

Παγίδα

2.5 / 5

(“Huda’s Salon”, Χάνι Αμπού-Ασάντ, 1ω31λ)

Μια παλαιστίνια πηγαίνει σε σαλόν ομορφιάς κι όσο βρίσκεται εκεί πέφτει θύμα πλεκτάνης. Η ιδιοκτήτρια του σαλόν την ναρκώνει κι έπειται την εκβιάζει, προκειμένου να γίνει πληροφοριοδότης για τις δυνάμεις κατοχής της περιοχής. Από εκείνο το σημείο κι ύστερα η δράση διακλαδώνεται, ακολουθώντας παράλληλα και τις δύο γυναίκες. Η μία, προσπαθώντας να ισορροπήσει την απειλή κατά την αξιοπρέπειάς της με μια ασφυκτική και επιθετική οικογενειακή πραγματικότητα (που δεν της αφήνει περιθώρια ελιγμών) κι η άλλη, ως κρατούμενη των επαναστατικών δυνάμεων. Οι παραλληλισμοί δεν λειτουργούν πάντα (είναι κι οι δύο αιχμάλωτες, ναι, αλλά προς τι συμπέρασμα;) και συχνά η μία δράση φρενάρει το κρεσέντο της άλλης. Όμως είναι σε κάθε περίπτωση ένα δυνατό πολιτικοκοινωνικό θρίλερ, γυρισμένο με μια σαφέστατη –και πάντα καλοδεχούμενη– αίσθηση θυμού.

Ο Άγνωστος

3 / 5

(“The Stranger”, Τόμας Μ. Ράιτ, 1ω57λ)

Δύο άγνωστοι άντρες σε ένα μακρύ ταξίδι, αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη φιλία που όμως απειλείται όταν αποκαλύπτεται ο ρόλος του καθενός στο δράμα που παρακολουθούμε. Βασισμένο σε μια αληθινή εγκληματική υπόθεση που συγκλόνισε την Αυστραλία και ακολουθώντας τις έρευνες για την αναζήτηση ενός παιδιού που έχει απαχθεί, το φιλμ παίζει διαρκώς με την πληροφορία και την οπτική, με τα όσα γνωρίζουμε, τα όσα μαθαίνουμε, τα όσα απλώς αισθανόμαστε.

Διόλου τυχαία κι η ομοιότητα των Τζόελ Έτζερτον και Σον Χάρις στους δύο κεντρικούς ρόλους. Σε συνδυασμό με μια υποβλητική αισθητική κολασμένης καταβύθισης, η ταινία διαρκώς προκαλεί την οπτική και την αντίληψη. Ξεκινώντας από μια τυπική Αληθινή Ιστορία Εγκλήματος και ανάγοντάς την σε πρώτη ύλη υπαρξιακής εξερεύνησης. Όταν το φιλμ επιχειρεί να γείρει προς μια πιο ντε φάκτο ανάγνωση της υπόθεσης βγαίνει ίσως εκτός μοτίβου, όμως σε γενικές γραμμές πρόκειται για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσέγγιση πάνω σε κάτι που στα χαρτιά μοιάζει απολύτως χιλιοειδωμένο.

Κυκλοφορούν ακόμα

Το Φως του Διαβόλου: Υπάρχει, λέει, μια ραγδαία άνοδος σε δαιμονισμούς παγκοσμίως, οπότε η καθολική εκκλησία ανοίγει ξανά σχολές εξορκιστών για να καταπολεμήσει το κακό. Σε αυτή την αρένα, μια νέα ηρωίδα γεννιέται, μια ισχυρή εξορκίστρια μοναχή που θα τα βάλει με το κακό. Ας κάνουμε το σταυρό μας καλού-κακού.

Καρό Νίντζα: Επικίνδυνη Αποστολή: Ο Καρό Νίντζα επιστρέφει σε εξωτικό φόντο για να κυνηγήσει την εκδίκηση από τον αποφυλακισθέντα μεγάλο του αντίπαλο. Παιδικό φιλμ κινουμένων σχεδίων.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα