Νέες ταινίες: Οι θερινές επανεκδόσεις ξεκινούν με την “Παγίδα του Νόμου”

Διαβάζεται σε 7'
Νέες ταινίες: Οι θερινές επανεκδόσεις ξεκινούν με την “Παγίδα του Νόμου”

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Σε χαμηλά επίπεδα παραμένουν οι εισπράξεις του 4ημέρου, με τον “Γκάρφιλντ” να παραμένει στην πρώτη θέση με σχεδόν 18.000 επιπλέον εισιτήρια και καλό κράτημα ενώ το νέο σίκουελ “Το Βασίλειο του Πλανήτη των Πιθήκων” παρά τις θετικές-προς-ΟΚ κριτικές δεν κέρδισε τους θεατές, παραμένοντας στα 10.000 εισιτήρια.

Αυτή κι η επόμενη εβδομάδα δεν δείχνουν σε γενικές γραμμές πως θα αλλάξει κάτι δραματικά στην καθοδική τάση εισιτηρίων, με πολλούς τίτλους χωρίς να ξεχωρίζει κάτι σπουδαίο ή ιδιαίτερα εμπορικό. Εν ολίγοις είμαστε σε στάση αναμονής μέχρι να φτάσει το τέλος του μήνα και τη διπλή κάθοδο Λάνθιμου και Τζορτζ Μίλερ στις αίθουσες.

Αλλά και τις θερινές επανεκδόσεις, που ξεκινούν σήμερα με το κλασικό φιλμ του Τζιμ Τζάρμους με τον Ρομπέρτο Μπενίνι στον πρώτο του διεθνή ρόλο.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Πολύδροσο

(Αλέξανδρος Βούλγαρης, 1ω24λ)

***

Το Πολύδροσο ακολουθεί την ιστορία μιας Σοφιάς και μιας άλλης Σοφίας. Μητέρα και κόρη. Η κόρη επιστρέφει στο Πολύδροσο για να φροντίσει την μητέρα της που είναι άρρωστη, αλλά στη γειτονιά εκείνη βρίσκει να την περιμένουν όσα κάποτε την έδιωξαν μακριά. Φαντάσματα του παρελθόντος τις στοιχειώνουν όμως η τρυφερότητα διαπερνά τον χρόνο.

Η Σοφία Κόκκαλη κι η Βίκυ Καγιά (πραγματικά εξαιρετική στο ρόλο) πρωταγωνιστούν στους δύο κεντρικούς ρόλους και μοιάζουν σα να έπαιζαν από πάντα η μία δίπλα στην άλλη. Στοιχείο απαραίτητο για ένα τέτοιας υφής φιλμικό εγχείρημα δίχως αυστηρή πλοκή και χαρακτήρες συμβατικής δραματουργίας. Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης (The Boy) δημιουργεί άλλο ένα αυτόνομο φιλμικό σύμπαν, από αυτά που χτίζει κάθε ταινία του – εκεί όπου ένα μέρος, μία τοποθεσία, μία συνθήκη, είναι ικανά να γεννήσουν έναν γαλαξία συναισθημάτων και αναμνήσεων.

Το Πολύδροσο είναι επομένως όχι τόσο μια συγκεκριμένη, κυριολεκτική περιοχή (αν και είναι φυσικά, και μια περιοχή την οποία μοιράζονται ο Βούλγαρης με τις δύο πρωταγωνίστριές του) όσο περισσότερο μια αίσθηση, μια συναισθηματική και νοσταλγική κατάσταση. Ένα άλμπουμ αναμνήσεων, περασμένο μέσα από ένα φίλτρο ζεστών φλου αποχρώσεων, και με στιγμές που διαχέονται μεταξύ τους ασχέτως του αν είναι παρόν ή παρελθόν, αν είναι αναμνήσεις ή φόβοι, αν είναι στιγμές ή όνειρα.

Οι πιο δυνατές στιγμές του φιλμ είναι εκείνες που, λειτουργώντας πάνω σε μια κατάσταση αοριστίας, θέτουν τις δύο ηρωίδες αντιμέτωπες με τις αναμνήσεις τους ή με το πέπλο της απώλειας, σα να μην υπάρχει τελικά διαφορά. Μια συζήτηση από καρδιάς, ένας μονόλογος από μια οντότητα από έξω, εκεί ψηλά – ο Βούλγαρης πάντοτε ήταν ένας απίστευτα συναισθηματικός κινηματογραφιστής, και στο Πολύδροσο συναντάμε μερικές από τις πιο έντονες μεμονωμένες στιγμές της φιλμογραφίας του. Οι οποίες δυστυχώς δεν εναλλάσσονται με ιδανική αίσθηση ροής, ενώ η κεντρική του προσέγγιση δεν προσφέρει αληθινό πλούτο ιδέων, με αποτέλεσμα μια επαναληψιμότητα, ένα κατα τόπους αδιέξοδο.

Είναι παρόλαυτά μια πανέμορφο, δοτική ταινία που δίχως να αποφεύγει τις κοιλιές, χαρακτηρίζεται τελικά από μια αφοπλιστική συναισθηματικότητα που απλώνεται στην οθόνη σαν χάδι και δίχως να λειτουργεί εκβιαστικά. Δύσκολη αυτή η ισορροπία.

Η Πόλη της Ασφάλτου

(“Asphalt City”, Ζαν-Στεφάν Σοβέρ, 2ω5λ)

Νεαρός νοσοκόμος περνά στη νυχτερινή βάρδια στο ίδιο ασθενοφόρο μαζί με έναν μπαρουτοκαπνισμένο βετεράνο, κι οι προσπάθειές τους θα αποκαλύψουν ένα αστικό τοπίο σε αποσύνθεση, με ιστορίες απόγνωσης και υπαρξιακού αδιεξόδου να διαδέχονται η μία την άλλη. Ο σκηνοθέτης του (επίσης μέτριου και μονομανούς) “Προσευχήσου Πριν Πεθάνεις” δοκιμάζει τις δυνάμεις του με ανθυπο-ΠολΣρεϊντερ-ικό αστικό δράμα όπου κάθε κλήση είναι κι ένας άλλος καημός, μια άλλη ηθική δοκιμασία.

Ο Σοβέρ δεν διαθέτει άλλη ταχύτητα, ούτε δείκτη έντασης στην επιθετικά μονότονη σκηνοθεσία του, την ώρα που το κεντρικό δίδυμο των Σον Πεν και Τάι Σέρινταν προσπαθούν ερμηνευτικά να δώσουν ενδιαφέρον και βαρύτητα. Σε ένα δράμα όπου η πλήρης απουσία πλαισίου (ή πτυχών) έχει ως αποτέλεσμα το κινηματογραφικό αντίστοιχο ενός επίμονου βόμβου, παρά ως μιας ταινίας που έχει κάτι ουσιώδες τελικά να πει. Συμμετοχή στο Διαγωνιστικό των περσινών Καννών, για κάποιο λόγο.

Βασιλιάδες του Κόσμου

(“Los Reyes del Mundo / Kings of the World”, Λάουρα Μόρα, 1ω43λ)

***

Ο Ρα, ένας έφηβος που ξέρει τους δρόμους του Μεντεγίν σαν την παλάμη του, αποκτά κατοχύρωση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στη γη των προγόνων του, την οποία στρατιωτικές ομάδες είχαν καταλάβει δεκαετίες νωρίτερα. Συγκεντρώνει λοιπόν την παρέα που σήμερα αναγνωρίζει ως οικογένεια, και μαζί, τα πέντε αγόρια που μαζεύουν παλιοσίδερα στους δρόμους της πόλης, αφήνουν πίσω την αστική ζούγκλα και ξεκινούν το ταξίδι προς ένα τοπίο διαφορετικού είδους βίας, κρυμμένης ανάμεσα στα πράσινα δάση.

Μια σύγχρονη Οδύσσεια, ένα ταξίδι προς ένα σπίτι που υπήρξε κάποτε μόνο ως υπόσχεση, και τώρα στέκεται ως ουτοπικό στόχος σε μια απέλπιδα διαδρομή ενός κόσμου βουτηγμένου στον παραλογισμό της βίας. Η Μόρα όμως έχει μια εντυπωσιακή αίσθηση χρωμάτων και αποχρώσεων, δίνοντας ζωή σε παλέτες που μοιάζουν σαν εικονογραφήσεις των πιο σκοτεινών παραμυθιών. Το φιλμ φλερτάρει με έναν σκοτεινό μαγικό ρεαλισμό χωρίς ποτέ να παραδίδεται όμως στη συχνή ευκολία των ταινιών αυτού του είδους, κρατώντας μια γερή ισορροπία. Γέρνει φυσικά προς τον καρτποσταλισμό, αλλά τουλάχιστον δεν προσποιείται πως αποτελεί κάτι το ρεαλιστικό.

Στην Παγίδα του Νόμου

(“Down By Law”, Τζιμ Τζάρμους, 1ω47λ)

***

Η αρχική εκείνη ασπρόμαυρη περίοδος του Τζάρμους είναι περίπου η επιτομή του κουλ, ακόμα κι αν η ζεν αποστασιοποίηση του φιλμ ίσως να ξενίζει κάποιους νεότερους θεατές. Σαν αρχή ανέκδοτου: ένας ραδιοφωνικός DJ, ένας μαστροπός κι ένας Ιταλός τουρίστας μπαίνουν σε ένα μπαρ… όπου μπαρ δηλαδή, βάλε φυλακή. Στο ίδιο κελί (της ζωής), τρεις απολαυστικές με τον τρόπο τους καρικατούρες του περιθωρίου, συναντιούνται, μοιράζονται στιγμές και κοσμοθεωρίες και βλέπουν τη ζωή τους να (μην) αλλάζει. Τομ Γουέιτς, Τζον Λιούρι και ένας Ρομπέρτο Μπενίνι να κάνει τα δικά του (περί ορέξεως…), με τον Τζιμ Τζάρμους να ζωγραφίζει στο ασπρόμαυρο όπως ελάχιστοι μπορούν, και με αρκετές ατάκες και επιμέρους επεισόδια να θεωρούνται μέχρι και σήμερα κλασικά – έστω κι αν εν τέλει το φιλμ σαν σύνολο δεν είναι κάτι τρομερά ουσιαστικό, ούτε κινείται με τον οποιονδήποτε τρόπο. Είναι ένα χαλαρωτικό άραγμα με 1-2 φίλους, ή έστω με έναν φίλο κι έναν περίεργο γνωστό του που κάπως κουβαλήθηκε στον καφέ, αλλά δεν πειράζει, δεν περνάτε κι άσχημα. Και ειδικά για θερινό; Ό,τι πρέπει.

Κυκλοφορούν ακόμη

Boy Kills World: Ένα κωφό αγόρι μεγαλώνει έχοντας στο μυαλό μόνο εκδίκηση από τη μητράρχισα μιας μετα-αποκαλυπτικής δυναστείας που δολοφόνησε τους γονείς του. Κατά την ετήσια σφαγή των αντιφρονούντων, το Αγόρι θα μετατραπεί σε φονική μηχανή και τίποτα δε θα αποτρέψει το χάος.

Λώξη: Μία νεαρή ηθοποιός με σύνδρομο Down αφήνει το σπίτι της για να ακολουθήσει το όνειρό της. Ντοκιμαντέρ που προβλήθηκε στο πρόσφατο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου και τιμήθηκε με το βραβείο Προσβασιμότητας.

Searching for Rodakis: Η 18χρονη Χρυσούλα Ροδάκη ενώνει δύο οικογένειες Ελλήνων και Τούρκων 135 χρόνια μετά τον θάνατό της. Ντοκιμαντέρ που ενώνει τους λαούς της Τουρκίας και της Ελλάδας μέσω ενός τάφου, εξετάζοντας νέες προσεγγίσεις ενώ διατηρεί την ιστορική συνέχεια.

Blessing in Disguise: Μια ταινία για τις υπαρξιακές αναζητήσεις, την εξερεύνηση του γυμνού σώματος που συνδυάζει στοιχεία της πραγματικότητας με το υπερβατικό και το ονειρικό.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα