Νέες ταινίες: Η τολμηρή “Φόνισσα” και η rom-com επιστροφή του Άκι Καουρισμάκι

Διαβάζεται σε 10'
Νέες ταινίες: Η τολμηρή “Φόνισσα” και η rom-com επιστροφή του Άκι Καουρισμάκι
Malla_Hukkanen_c_Sputnik

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Μετά την επιτυχία των “Δολοφόνων του Ανθισμένου Φεγγαριού” (που συνεχίζουν στο τοπ-10 και έχουν ξεπεράσει πια τα 115.000 εισιτήρια) το μεγάλο άνοιγμα του “Ναπολέοντα” επιβεβαιώνει την όρεξη ενός σημαντικού μέρους του κοινού για μεγάλες, ενήλικες, ποιοτικές κινηματογραφικές παραγωγές – οριακά αρχίζουμε να πιστεύουμε πως η μεγάλη διάρκεια ταινιών σαν αυτών λειτουργεί με έναν παράξενο τρόπο κι ως πόλος έλξης.

Ο “Ναπολέοντας” του Ρίντλεϊ Σκοτ άνοιξε λοιπόν το πρώτο 4ήμερο με 43.000 σε 150 αίθουσες πανελλαδικά, ένα σύνολο που φανερώνει ανταπόκριση τόσο από το κοινό του multiplex (ελέω θεάματος και Χοακίν Φοίνιξ) όσο και το πιο επιλεκτικό και σινεφίλ κοινό, που παρά τις διχαστικές ως χλιαρές κριτικές, επέλεξε να αναζητήσει το φιλμ. Η ταινία γενικότερα έχει κινηθεί εξαιρετικά παγκοσμίως, ένα καλό και δίκαιο ριμπάουντ για τον σκηνοθέτη, του οποίου το προηγούμενο ιστορικό έπος (το εξαιρετικό “Τελευταία Μονομαχία”) είχε αδίκως πάει άκλαφτο.

Στα 18.000 η “Ευχή” άνοιξε άσχημα εδώ όπως και διεθνώς εξάλλου, σε μια ακόμα αποτυχημένη φετινή κυκλοφορία της Disney (αρχίζουν και μαζεύονται) κι ενώ το θεωρητικά μπλοκμπάστερ “The Marvels” έχει μαζέψει ως τώρα συνολικά λιγότερα εισιτήρια από ό,τι (για παράδειγμα) οι “Περασμένες Ζωές” (στις 35.000), η ανεξάρτητη ταινία τρόμου “Μίλα Μου” (αισίως στις 40.000) και ο “Ναπολέοντας” (σε ένα μόνο 4ήμερο).

Θα δούμε πώς θα πάει η ταινία τη δεύτερη εβδομάδα της ωστόσο, όπου θα έχει πλέον για ανταγωνισμό την πολυαναμενόμενη “Φόνισσα”, ένα ελληνικό μπλοκμπάστερ που θα έχει υπέρ του και την καθολική υποστήριξη της κριτικής.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Φόνισσα

(Εύα Νάθενα, 1ω37λ)

***½

Διασκευή του εμβληματικού έργου του Παπαδιαμάντη που ακολουθεί τη Φραγκογιαννού, μια ηλικιωμένη χήρα περιτριγυρισμένη από τις κόρες της και περιζήτητη από όλο το χωριό: είναι εκείνη που ξέρει πώς να φροντίζει τις γυναίκες που έχουν υποστεί βία από τους άντρες τους, κι είναι εκείνη που ύστερα από ένα βλέμμα, μια σιωπηλή οδηγία του άντρα της οικογένειας, θανατώνει τα νεογέννητα αν έχουν την ατυχία να γεννηθούν κορίτσια. Ώστε να μην δεσμευτούν οι φτωχές οικογένειες στη μελλοντική υποχρέωση της προίκας.

Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη είναι εξαιρετική στο ρόλο μιας γυναίκας κατεστραμμένης, που έχει αναλάβει θέλοντας και μη να λειτουργεί ως αγωγός όλου του κοινωνικού πόνου και της βουβής οργής. Η Καραμπέτη διαθέτει ένα ταιριαστό στόμφο αλλά και τραγικότητα και μια τεταμένη αίσθηση οργής που νιώθεις πως ανά πάσα στιγμή θα εκραγεί. Η Χαδούλα, έχοντας περάσει κι η ίδια τα πάνδεινα στη ζωή της, έχοντας υποστεί βία ψυχολογική και σωματική, έχοντας καταπιεστεί ως κόρη, έχοντας υποφέρει ως μάνα – τώρα ξεσπάει ως κάτι ευρύτερο, κάτι που ξεπερνά το ρόλο της ως μια γυναίκα μέσα σε μια οικογένεια. Ξεσπά ως συλλογική ενοχή, ως μια βία που διαπερνά τις γενιές και κληροδοτείται από τη μία στην άλλη.

Γυρισμένο ως κινηματογραφικό ντεμπούτο από την γνωστή θεατρική σκηνογράφο και ενδυματολόγο Εύα Νάθενα και γραμμένο από την Κατερίνα Μπέη (Ευτυχία) πάνω σε μια σεναριακή σύλληψη της ίδιας της Νάθενα, αυτό το φιλμ ξέρει από την πρώτη στιγμή πώς να δημιουργήσει έναν απόλυτα δικό του, δυστοπικό κόσμο. Είναι αισθητικά αραιό, χτισμένο με απόλυτη σιγουριά. Μια κοινότητα αγκυροβολημένη πάνω σε άγριες πλαγιές και μέσα σε λιτά πέτρινα κτίσματα γεμάτα αιχμές και ρωγμές. Μοιάζει με μια επίγεια κόλαση από την οποία δεν υπάρχει ελευθερία, όπως δεν υπάρχει κανένα αισθητικό σημείο απόδρασης για το μάτι. Αυτός είναι ο κόσμος: Το γκρι της πέτρας, το σκληρό της επιφάνειας, η έρημος του άδειου.

Καταφέρνοντας τελικά να αφήσει κάτι στοιχειωτικό πίσω της. Τη Χαδούλα ακολουθεί διαρκώς στη ζωή της, όλο και πιο έντονα καθώς αρχίζει να χάνει τον έλεγχο (ή να τον κερδίζει, υπό μια άλλη πιο σκληρή ανάγνωση), η φιγούρα της μητέρας της. Πάντα απειλητική, ακίνητη, βλοσυρή, μια διαρκής υπενθύμιση ενός τραύματος, βίας, οργής και αίματος που διαπερνά της γενιές – επίμονα εκεί, σε κάθε στιγμή, μέχρι τέλους. Τη Δελχαρώ παίζει η Μαρία Πρωτόπαπα κι αποτελεί μια ανατριχιαστική φιγούρα-κλειδί για την αισθητική και αφηγηματική αποστολή της ταινίας. Είναι ένα φάντασμα που παραμένει, ακόμα, ζωντανό.

Διαβάστε την αναλυτική κριτική μας από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης:

Πεσμένα Φύλλα

(“Fallen Leaves / Kuolleet lehdet”, Άκι Καουρισμάκι, 1ω21λ)

***½

Δυο μοναχικοί άνθρωποι συναντιούνται τυχαία μια νύχτα στο Ελσίνκι, στη διάρκεια ενός κατεστραμμένου καραόκε. Η Άνσα δουλεύει κακοπληρωμένη σε ένα σούπερ-μάρκετ (μέχρι να χάσει τη δουλειά) κι ο Χολάπα είναι ένας αλκοολικός εργάτης (μέχρι να πάψει να είναι αλκοολικός). Οι δρόμοι τους θα χωριστούν όσο τυχαία διασταυρώθηκαν. Εκείνος θα χάσει τον αριθμό της. Τα πάντα μοιάζουν εναντίον τους. Κάθε ανοιχτό ραδιόφωνο μεταδίδει εξελίξεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Και το κράτος αλληλεγγύης δε μοιάζει καθόλου αλληλέγγυο. Όλα πάνε στραβά – αλλά μήπως παρά όλες τις ενδείξεις και τα σημάδια του καιρού και της μοίρας, οι δυο τους θα καταφέρουν να είναι τελικά μαζί;

Μια ταινία τόσο αφοπλιστικά ταπεινή (και υπόγεια, απλούστατα πολιτική και ανθρωποκεντρική) που δε μπορεί παρά να θες να βρίσκεται κοντά σου. Έτσι ένιωσαν προφανώς και τα μέλη της επιτροπής στις Κάννες, δίνοντας στο φιλμ το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής. Χωρίς να φέρνει κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί, είτε στο αισθητικό σύμπαν και στον αφηγηματικό ρυθμό του σινεμά του Άκι Καουρισμάκι, είτε γενικότερα στο είδος των ρομαντικών κομεντί που περήφανα εκπροσωπεί, έχει παρολαυτά φτιαχτεί με τόση ζεστασιά και με τόσο μεστό τρόπο που σου ρίχνει τις άμυνες.

Τα πάντα είναι γνώριμα, κι αυτό συμπεριλαμβάνει και τις διαρκείς αναφορές του Καουρισμάκι στο σινεμά που αγαπάει (η πιο αστεία σκηνή της ταινίας είναι ένας διάλογο έξω από ένα σινεμά που έπαιζε το “Οι Νεκροί Δεν Πεθαίνουν” του Τζιμ Τζάρμους), αλλά εν τέλει αυτή η οικειότητα καταλήγει σε κάτι το αληθινά αναγκαίο μες στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αφήγησης.

Διότι και εδώ, όπως σε κάθε rom com που σέβεται τον εαυτό της, το σύμπαν θέλει να κρατήσει το ζευγάρι χώρια. Αλλά αντί για εκβιαστικά ρομαντικά διλήμματα από το παρελθόν ή άλλους μηχανισμούς πλοκής, αυτό που περικυκλώνει το κεντρικό ζευγάρι είναι ο ίδιος ο απειλητικός κόσμος που όλοι μας νιώθουμε να μας καταπνίγει. Πόλεμος, φτώχια, γενικευμένη ατυχία – ζούμε στην κατάρα του μικρομεσαίου, του εργαζόμενου. Εδώ λοιπόν μπαίνει η οικειότητα για την οποία μιλούσαμε παραπάνω: Ερχόμαστε ακόμα πιο κοντά στον ήρωα και την ηρωίδα, ταυτιζόμαστε, ακολουθούμε τις διαδρομές τους, νιώθουμε την ζεστασιά και την ασφάλεια μιας διαδρομής αγάπης μέσα σε ένα κόσμο σκληρό με τόσους διαφορετικούς τρόπους. Η απλότητα του φιλμ είναι και η κινητήριός του δύναμη.

Σιωπηλή Οργή

(“Silent Night”, Τζον Γου, 1ω44λ)

***

Η μεγάλη επιστροφή του θρύλου Τζον Γου (“The Killer”, “Hard Boiled”) στο αμερικάνικο σινεμά (“Face/Off”) είναι ένα κατά βάση βουβό θρίλερ εκδίκησης που –απουσία ουσιαστικού διαλόγου– τιμά υπό μία έννοια και την παγκοσμιότητα του σινεμά του σκηνοθέτη. Ο οποίος είτε γύριζε ταινίες στα κινέζικα, είτε στα αγγλικά, έστηνε πάντα μπαλέτα δράσης στον κινηματογραφικό καμβά, με τρόπο αληθινά παγκόσμιο. Το σινεμά του, δεν είχε ποτέ ανάγκη τη γλώσσα.

Η νέα του ταινία δεν χρειάζεται πολλές εξηγήσεις: Όταν ο μικρός γιος του πέφτει νεκρός από εξοστρακισμό σφαίρας σε συμμοριτοπόλεμο, ένας άντρας ορκίζεται να ξεκληρίσει την συμμορία που είναι υπεύθυνη. Δεν έχει πια τη φωνή του (την έχασε ύστερα από πυροβολισμό εκείνη την ίδια μέρα), και δεν έχει πια την οικογένειά του, οπότε το μόνο που του μένει είναι η οργή. Τα έχουμε ξαναδεί όλα αυτά, κάπου ανάμεσα στο “John Wick”, το “Death Wish” και το “Taken”; Προφανώς. Όμως σε τέτοια στάνταρ μοτίβα που ανακυκλώνονται για δεκαετίες, σημασία έχει το στυλ, κι ο τρόπος που διατυπώνονται κάθε φορά.

Ο Τζον Γου κατέχει τέτοιο φορμαλιστικό και αφηγηματικό έλεγχο που ουσιαστικά η ταινία είναι σα να έβαλε στον εαυτό του ένα στοίχημα: Μπορείς να πεις μια καθαρή, τραγική ιστορία χωρίς διάλογο; Και το υπηρετεί σε απόλυτο βαθμό, δίνοντάς μας στην πορεία μερικές καθαρόαιμες action εικόνες μεγάλης ομορφιάς και ευρηματικότητας.

Το στυλ του είναι τελείως παροξυσμικό, με διαρκή κρεσέντα: Η πρώτη πράξη του φιλμ, αφιερωμένη στο ξεδίπλωμα της ιστορίας και των κινήτρων του ήρωα, μετακινείται με φανταστική ευχέρεια στο χρόνο καθώς ο Γου καταφέρνει να διατηρεί τον ρυθμό αφήγησης και δράσης αμετάβλητο μέσα από τις χρονικές μετακινήσεις. Ένα ολότελα αβίαστο exposition, δίχως καν να έχει στη διάθεσή του την εύκολη λύση της λεκτικής επεξήγησης. Ίσως γι’αυτό, τα πάντα γίνονται εικόνα.

Η δεύτερη πράξη είναι η προετοιμασία του ήρωα και η τρίτη πράξη είναι το ξεκαθάρισμα, σαφή, διακριτά κεφάλαια που έχουν και μέσα τους την ίδια κρυστάλλινη καθαρότητα στην αφήγηση, και τη χρήση του χώρου, της κίνησης και φυσικά του ήχου – τον οποίο ο Γου (σε επίπεδο έντασης και μιξάζ) χρησιμοποιεί επίσης σαν αφηγηματικό εργαλείο, δίνοντας διαρκώς την επιθυμητή του απόσταση ή βαρύτητα στα πράγματα. Και που του επιτρέπει να εστιάσει στο πώς να πει την ιστορία του μέσα από χορογραφίες δράσης, κίνηση, βλέμματα και σιωπές. (Με έναν παράδοξο τρόπο, τόσο η “Σιωπηλή Οργή” όσο και τα “Πεσμένα Φύλλα” έχουν τους ίδιους ακριβώς κινηματογραφικούς προγόνους, αν και η ταινία του Καουρισμάκι είναι λίγο περισσότερο Τσάρλι Τσάπλιν, ενώ του Τζον Γου λίγο περισσότερο Μπάστερ Κίτον.)

Υπάρχουν πολλά παρωχημένα στοιχεία εδώ, δίχως αμφιβολία – η απεικόνιση των μαφιόζων είναι πλήρως στερεοτυπική, οι σκηνές «ευτυχίας» μοιάζουν βγαλμένες από ‘90s διαφήμιση και σε αντίθεση με το “John Wick” η ταινία δεν κάνει καμία προσπάθεια να αποσυνδέσει την οργή του ήρωά της από μια γενικευμένα αντιδραστική οπτική του κόσμου. Δεν είναι μηδαμινές ενστάσεις αυτές. Όμως είναι κάπως συμπτωματικές κιόλας, μιας και τελικά το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη βρίσκεται αλλού.

Και, καθώς ο Τζον Γου αφηγείται μια ξέφρενη περιπέτεια δράσης με απόλυτα αγνούς φορμαλιστικούς όρους, εκμεταλλευόμενος τον χώρο και το χρόνο, στήνοντας αφήγηση μέσα από αναμνήσεις, είδωλα και αντικατοπτρισμούς, το ξεδίπλωμα της δράσης γίνεται με τρόπο που σπανίζει στο σημερινό σινεμά. Ναι, είναι πρωτίστως μια άσκηση ύφους, αλλά πρώτον αυτό δεν της αφαιρεί την όποια βαρύτητα (μια τραγική διάσταση που κορυφώνεται στο δυνατό φινάλε) και δεύτερον, είναι μια περιπέτεια ξεκάθαρη και διασκεδαστική, που έχει γυριστεί με τους όρους του σκηνοθέτη της – ο οποίος τυγχάνει από τους κορυφαίους αφηγητές δράσης του παγκόσμιου σινεμά.

Κυκλοφορεί ακόμη

Παιχνίδια Θανάτου: Ένα φαινομενικά αθώο και χαλαρό παιχνίδι μεταξύ εφήβων έχει ως αποτέλεσμα τον δαιμονισμό ενός εξ’ αυτών. Για να τον σώσουν, τα αδέρφια και οι φίλοι του καλούνται να συμμετέχουν σε μια σειρά δαιμονικών παιχνιδιών όπου η ήττα συνεπάγεται τον θάνατο. Με Άσα Μπάτερφιλντ (“Sex Education”) και Ναταλία Ντάιερ (“Stranger Things”).

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα