ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΠΕΤΖΟΛΝΤ: Ο ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ ΣΤΟ NEWS 24/7

Με αφορμή τη νέα του ταινία, “Κόκκινος Ουρανός”, ο πολυβραβευμένος γερμανός σκηνοθέτης μιλάει στο NEWS 24/7 για το πώς το σινεμά σχετίζεται με τις πόλεις γύρω μας, και για το πώς η λογοτεχνία είναι σαν μουσική.

«Έχω αυτή την ιδέα», μας εξηγεί ο Κρίστιαν Πέτζολντ στην άλλη άκρη της zoom σύνδεσής μας. «Να δείξω κάποιους νέους ανθρώπους, γεννημένους χρόνια μετά από την πτώση του Τείχους. Αλλά βρίσκονται ακόμα στα σπίτια των γονιών τους, τα σπίτια που επιθυμούσαν οι γονείς τους. Ζουν εκεί τώρα και σκέφτονται, Ποιοι είμαστε εμείς τώρα; Τι μπορεί να είναι οι ζωές μας; Ποιες είναι οι επιθυμίες μας;».

Αυτές οι εκλεκτικές συγγένειες Ιστορίας, κληρονομιάς αλλά και αρχιτεκτονικής του χώρου, βρίσκονται πάντα στην καρδιά των ταινιών του Πέτζολντ. Ο οποίος άρχισε να σκηνοθετεί στα τέλη των ‘90s για την γερμανική τηλεόραση, όμως βρήκε διεθνή καταξίωση με τις ταινίες του στα τέλη των ‘00s και ειδικά στις αρχές των ‘10s. Οι συνεργασίες του με τη θρυλική ηθοποιό Νίνα Χος (την είδαμε πρόσφατα και στο Tar) έδωσαν φιλμ όπως το Barbara και το συγκλονιστικό Phoenix.

Στη συνέχεια ξεκίνησε η συνεργασία του με την υπέροχη νεότερη γερμανίδα ηθοποιό Πόλα Μπερ, με το Transit, τη Νύμφη του Νερού και τώρα, τον Κόκκινο Ουρανό. Ένα σύνολο ταινιών που πλέκουν περίτεχνα τον μύθο, το μελόδραμα, την Ιστορία, το συναίσθημα, την αρχιτεκτονική, τη λογοτεχνία, δίνοντας ένα αποτέλεσμα που συνδυάζει το παγωμένο με το φλογερό, καθώς πάθη, εποχές και τόποι γίνονται ένας κυκλώνας που –όπως κι η Ιστορία– παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του.

Στην καριέρα του έχει κερδίσει πολλά βραβεία– ένα από τα πρώτα μάλιστα ήταν στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, με το βραβείο σεναρίου για το κινηματογραφικό ντεμπούτο του, The State I Am In. Το πιο πρόσφατο ήταν η Αργυρή Άρκτος στο φεστιβάλ Βερολίνου για τον Κόκκινο Ουρανό, ένα φιλμ που ξεκινά ως μια ανάλαφρη παραλλαγή θερινών ρομάντζων σαν εκείνα του Ρομέρ, όμως σταδιακά αποκαλύπτει και μια χροιά από σινεμά τρόμου, αλλά και την παράδοση των έργων για κουρασμένους (και κουραστικούς) βασανισμένους καλλιτέχνες αντιμέτωπους με το κενό.

Έχουμε λοιπόν τους νέους ανθρώπους που παραθερίζουν σε μια απομονωμένη εξοχική κατοικία, έχουμε τη μυστηριώδη (ή ίσως όχι και τόσο) γυναίκα που κάνει τον έναν από αυτούς να χάσει το φως του, και έχουμε και μια απειλητική φωτιά που επίμονα βρίσκεται στα σύνορα του χώρου διακοπών. Τι σημαίνουν όλα αυτά και πώς συνδέονται;

Με αφορμή τον Κόκκινο Ουρανό, μιλήσαμε με τον Κρίστιαν Πέτζολντ μέσω zoom για το σινεμά και τις πόλεις, για τον Χίτσκοκ και τη Χάνα Άρεντ, για τη Βαλτική και τον Νοσφεράτου, για τη λογοτεχνία και τη μουσική, για την Ιστορία και για τις ιστορίες – και για τη γενιά που ζει πιστεύοντας πως δεν έχει μπροστά της πολλά καλοκαίρια ακόμα.

Οι αμέσως προηγούμενες ταινίες σου είχαν μεγάλη σχέση με το αστικό τοπίο με διαφορετικούς τρόπους. Εδώ τι σε οδήγησε σε αυτή τη μετατόπιση, τι ήταν σε αυτό το τοπίο εξοχής που ήθελες να εξερευνήσεις; Ήταν κάποιο είδος αντίδρασης στα προηγούμενα;
Το 1981 ήρθα στο Βερολίνο και το Βερολίνο ήταν νησί. Εκείνη την εποχή ήταν ακόμα περιτριγυρισμένο από το Τείχος. Περνάγαμε τέλεια εκεί επειδή οι γονείς δεν ήταν εκεί. Σε άλλες μεγάλες πόλεις του κόσμου, οι γονείς ήταν κοντά – μπορούσες να πας τα ΣΚ και να φέρεις τα ρούχα σου για πλύσιμο ας πούμε. Μιλάγατε πάντα στο τηλέφωνο. Στο Βερολίνο τότε ήταν σαν νησί. Ήταν λίγο και σαν μια φυλακή. Αλλά από την άλλη ήταν και φανταστικό, μπορούσες να λειτουργείς σα να ήσουν σε ένα εργαστήριο. Μπορούσες να ερευνήσεις νέες συμπεριφορές.

Η Βαλτική είναι η επόμενη ακτή από το Βερολίνο και, ξέρεις, η ακτή είναι πάντα ένα μέρος που οι άνθρωποι μπαίνουν σε μια συναισθηματική διάθεση. Σκέφτονται τα όνειρά τους και τις επιθυμίες τους. Η Βαλτική είναι ας πούμε το μέρος της επιθυμίας του Δυτικού Βερολίνου, κάπως έτσι. Οπότε έχω αυτή την ιδέα: Να δείξω κάποιους νέους ανθρώπους, γεννημένους χρόνια μετά από την πτώση του Τείχους. Αλλά βρίσκονται ακόμα στα σπίτια των γονιών τους, τα σπίτια που επιθυμούσαν οι γονείς τους. Ζουν εκεί τώρα και σκέφτονται, Ποιοι είμαστε εμείς τώρα; Τι μπορεί να είναι οι ζωές μας; Ποιες είναι οι επιθυμίες μας; Πρέπει να βρουν τους εαυτούς τους.

Για μένα είναι αυτό που λένε οι γάλλοι L’Éducation sentimentale, συναισθηματική εκπαίδευση, έμαθαν τα συναισθήματά τους. Έμαθαν την ταυτότητά τους. Σε ένα καλοκαίρι σε αυτά τα σπίτια κοντά στη Βαλτική Θάλασσα, στα σπίτια που είχαν αφήσει οι γονείς τους. Οπότε αυτή είναι η αρχιτεκτονική ιδέα πίσω από την ταινία.

Είναι πάντα πολύ σημαντικό για μένα να ξέρω πού συμβαίνει η ιστορία. Είναι σε μια μεγάλη πόλη; Στα προάστια; Στα απομεινάρια μιας πόλης ίσως; Πρέπει πάντα να σέβεσαι την περιοχή – κι αυτά τα μέρη της ταινίας είναι εκεί που γεννήθηκαν πολλά βιβλία. Είναι το μέρος της γερμανικής ρομαντικής παράδοσης. Ή ο Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ, ο σπουδαίος γερμανός ρομαντικός ζωγράφος, έκανε όλα τα έργα του στις ακτές της Βαλτικής.

«Οι ιστορίες που μπορείς να τις γυρίσεις παντού, δεν βρίσκονται πουθενά».

Ή και το Nosferatu του Μούρναου! Γυρίστηκε εκεί, στη Βαλτική. Και δεν είναι ακριβώς αληθινή θάλασσα η Βαλτική. Είναι μια θάλασσα που προσποιείται πως είναι θάλασσα, αλλά είναι περισσότερο λίμνη. Τα κύματά της είναι πολύ, πολύ βαρετά. Είναι περισσότερο ένα μέρος για όνειρα, ένα μέρος για επιθυμίες, ένα μέρος για να ακούς τον εαυτό σου να σκέφτεται. Οπότε γι’αυτό θέλαμε να γυρίσουμε την ταινία συγκεκριμένα σε αυτό το μέρος.

Περιγράφεις μια ιστορία ουσιαστικά σχεδιασμένη από το περιβάλλον. Οπότε με ενδιαφέρει να καταλάβω, είναι ο χώρος που έρχεται πρώτος ή η ιστορία; Ή αναπτύσσονται παράλληλα; Κι έχουμε και τη φωτιά εδώ που καίει κι είναι ένα στοιχείο που δε μπορείς να προσπεράσεις. Θες λοιπόν να τοποθετήσεις κάπου μια ιστορία και την αναπτύσσεις μετά, ή έχεις μια ιστορία που αναζητά μέρος, που λες α, πρέπει να μοιάζει έτσι κι έτσι.
Έχω δει, ξέρεις, είμαι χιτσκοκικός, έχω εκπαιδευτεί από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ όταν ήμουν 15, 16, 17 χρονών. Είχα διαβάσει το φανταστικό βιβλία με τον Τρυφώ και τον Χίτσκοκ. Και φυσικά έχω δει Τα Πουλιά. Το είδα ξανά πριν κανάν χρόνο, για 30ή φορά στη ζωή μου. Το έβαλε η τηλεόραση και λέω, α, Τα Πουλιά, φυσικά και θέλω να το δω ξανά.

Είναι λοιπόν μια ιστορία. Έχει πλοκή. Τοποθετείται στο Σαν Φρανσίσκο και σε αυτό τον κόλπο εκεί. Και ξέρεις, δε μπορείς να το γυρίσεις αυτό ας πούμε στην Αγγλία. Δε μπορείς να το γυρίσεις στη Γερμανία. Πρέπει να το γυρίσεις εκεί επειδή η ιστορία έχει κάτι να κάνει με την ιστορία του Σαν Φρανσίσκο και με την ίδια την περιοχή. Πρέπει να είναι μια ώρα έξω από το Σαν Φρανσίσκο, στα βόρεια, σε μια μικρή πόλη με ένα σχολείο, μια εκκλησία, ένα βενζινάδικο, ένα ρεστοράν… μια τυπική μικρή αμερικανική πόλη. Όπου πρέπει όλοι οι άνθρωποι να είναι «κανονικοί», να μην έχουν κάτι που παρεκκλίνει. Δεν υπάρχουν κομμουνιστές εκεί, δεν υπάρχουν γκέι.

«Η Βαλτική είναι μια θάλασσα που προσποιείται πως είναι θάλασσα, αλλά είναι περισσότερο λίμνη. Τα κύματά της είναι πολύ, πολύ βαρετά. Είναι περισσότερο ένα μέρος για όνειρα, ένα μέρος για επιθυμίες».

Και σε αυτή την πόλη, τα πουλιά πρέπει να έρθουν αρκετά κοντά σε μια μεγάλη πόλη σαν το Σαν Φρανσίσκο. Και μετά άλλων μεγάλων πόλεων των ΗΠΑ, έξω από το Λος Άντζελες, Σαν Φρανσίσκο, Νέα Υόρκη. Μετά ξεκινάει ο τρόμος. Που είναι εντελώς δεμένος με την χωροταξία. Με το περιβάλλον, με τις κοινωνικές δομές, την αρχιτεκτονική, την ιστορία αυτών των τόπων… Ξέρεις, η Ιστορία [history] κι η ιστορία [story] είναι η ίδια λέξη.

Οπότε θέλω να πω, δε μπορείς να πάρεις μια πλοκή από μια αμερικάνικη ταινία και να τη βάλεις σε μια γερμανική και να πεις ότι λειτουργεί. Όχι, δεν λειτουργεί αν δεν καθορίσεις το μέρος όπου κάνεις γύρισμα και το πώς είναι οι κοινωνικές δομές εκεί. Δε μπορείς να το κάνεις. Δεν μου αρέσουν αυτές οι ταινίες που θα μπορούσες να τις έχεις γυρίσει οπουδήποτε στον κόσμο. Οι ιστορίες που μπορείς να τις γυρίσεις παντού, δεν βρίσκονται πουθενά.

Transit

Σε ακούω και σκέφτομαι ξανά το Transit και εκείνη η ταινία βγάζει ακόμα περισσότερο νόημα. Έχοντας μια ιστορία να διαδραματίζεται σε εποχές διαφορετικές αλλά και ίδιες. Η τοποθεσία είναι αναγνωρίσιμη αλλά και όχι, καθορίζει κάπως την εποχή άρα και την ιστορία.
Ξέρεις, κατά τη διάρκεια της πρόβας, εδώ και 20 χρόνια, κάνω πάντα το εξής. Διαβάζουμε μία το σενάριο με τους ηθοποιούς και μετά είμαστε σαν σεμινάριο, μιλάμε για σινεμά και μουσική και για τις πόλεις. Ταξιδεύουμε σε όλες τις τοποθεσίες που θα κάνουμε γύρισμα. Έχουμε ένα πούλμαν, κι εγώ έχω το μικρόφωνο. Είμαι σαν ξεναγός. Και λέω, αυτό το μέρος είναι σημαντικό επειδή το και το. Λέω στους ηθοποιούς, το Nosferatu γυρίστηκε εδώ. Έχει μια σχέση με τη γερμανική ιστορία, κλπ.

Οι ηθοποιοί έχοντας το σενάριο στο κεφάλι τους και τα σεμινάριά μας επίσης, περπατούν σε αυτά τα περιβάλλοντα. Είναι σημαντικό που δεν είναι στούντιο, είναι πραγματικότητα. Κι η πραγματικότητα σημαίνει πως έχουν υπάρξει πάντα ιστορίες εκεί κατά τη μετατόπιση του χρόνου. Κι οι ηθοποιοί πάντα λένε πως το πιο σημαντικό πράγμα στην ετοιμασία δεν ήταν οι πρόβες ή να μάθουν τα λόγια του σεναρίου, αλλά η στιγμή που φτάνουμε σε ένα αληθινό μέρος που υπάρχει και αποκτούμε σεβασμό σε σχέση με αυτά τα μέρη.

Αργότερα στο μοντάζ όταν βλέπω ας πούμε την Πόλα Μπερ πάνω στο ποδήλατο, και κάνει στα αλήθεια ποδήλατο, σε ένα αληθινό περιβάλλον, με αληθινό αέρα, και φυσάει αληθινά πάνω στα ρούχα της… αυτό είναι κάτι που επιδιώκω, κι όχι να λέμε απλώς λέξεις μέσα σε ένα στούντιο ή ένα σκηνικό.

Κάτι που γίνεται πολύ σημαντικό στο φιλμ καθώς έχουμε έναν πρωταγωνιστή που απλώς κάθεται εκεί και δεν αφήνει τίποτα αληθινό να φτάσει κοντά του τελικά. Και διαρκώς την κοιτάζει, και τα πάντα πάνω της είναι πραγματικά, την βλέπουμε να κάνει καφέ, να κάνει ποδήλατο, να απλώνει ρούχα, να διαβάζει, να περπατάει… πάντα κάνει κάτι.

Ναι, πολύ σωστά. Κι ο τύπος που πάντα μιλάει για δουλειά είναι τελικά ο τεμπέλης σε όλη την ταινία. Η δουλειά του είναι να λέει πόση δουλειά έχει! Το ξέρω αυτό, γιατί πολλοί καλλιτέχνες νιώθουν ενοχές επειδή μπορούν να κοιμηθούν ως τις 11 το πρωί. Είναι λίγο… ξέρεις πώς όταν κανονίζεις να έρθει σπίτι σου κάποιος τεχνικός, ας πούμε ηλεκτρολόγος ή υδραυλικός και έρχονται ας πούμε πάντα στις 7 το πρωί. Και νιώθω ένοχα για αυτό, οπότε πάω για ύπνο από τις 10 το βράδυ για να ξυπνήσω κι εγώ στις 7 το πρωί που έρχονται για να προσποιηθώ ότι δουλεύω κι εγώ από τις 7 το πρωί. [γελάει] Είναι κάπως έτσι.

«Είναι πάντα το δεύτερο βιβλίο που θα κρίνει αν είσαι στα αλήθεια συγγραφέας».

Μιας που μιλάμε για αυτό τον χαρακτήρα και τις ενοχές του κι όσα προσποιείται, είναι σα να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του για κάποια πράγματα για τη ζωή και για αυτή τη δουλειά. Έχουμε τη μυθοπλασία του και έχουμε την πραγματικότητά του. Αυτό πώς προέκυψε, η ιστορία δηλαδή κι αυτή η δυναμική από πού προήλθαν;
Έχει να κάνει με την ίδια μου τη ζωή. Δεύτερο βιβλίο εκείνος, δεύτερη ταινία κάποτε εγώ. Γιατί ξέρεις, είναι πάντα το δεύτερο βιβλίο που θα κρίνει αν είσαι στα αλήθεια συγγραφέας.

Και στη μουσική. Το γνωστό Δύσκολο Δεύτερο Άλμπουμ που λέμε.
Ναι, για να φανεί αν είσαι one hit wonder. Ακριβώς.

Οπότε όλοι φοβούνται. Όταν γνωρίζεις πια τα πάντα για τη διαδικασία και κάνεις τη δεύτερη ταινία σου. Εγώ στη δεύτερη ταινία μου δεν σκηνοθετούσα. Προσποιούμουν πως ήμουν σκηνοθέτης. Σαν να παίζω ρόλο σε σκηνή. Οπότε η ταινία αυτή είναι γεμάτη με αναφορές σε ταινίες που μου αρέσουν, ήθελα να δείξω στον κόσμο πόσα πολλά ξέρω, κι ότι είμαι cinéaste, και τόσο έξυπνος, κλπ κλπ. Και τη νιώθω πολύ αυτή την προσποίηση όταν βλέπω την ταινία ξανά. Αλλά σε πολλούς αρέσει η ταινία! Μπορεί να είμαι καλός στο να προσποιούμαι. Αλλά το κοινό δε μπορεί να ξέρει την πραγματικότητα.

Οπότε έχουμε αυτό τον φοβισμένο συγγραφέα, ΟΚ; Που είναι τόσο προσποιητός. Στις πρόβες με ρώτησε η Πόλα Μπερ πώς μπορεί κανείς να ερωτευτεί έναν τέτοιο άνθρωπο. Είναι βαρετός. Δεν κάνει τίποτα. Είναι τεμπέλης. Και λέω ναι, αλλά επίσης είναι θλιμμένος. Μπορείς να το δεις. Κι όλοι οι ήρωες στην ιστορία του σινεμά είναι θλιμμένοι. Ποτέ δε σου αρέσουν αυτοί που είναι τυχεροί. Σε ιντριγκάρουν οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη να λειτουργήσουν με ένα συγκεκριμένο, ακριβή τρόπο.

Και της εξήγησα πως, δεν θέλει να κοιμηθεί με αυτόν στην πραγματικότητα. Θέλει να τον απελευθερώσει. Η ίδια και το κοινό, την ίδια στιγμή. Θέλουν να του φωνάξουν δυνατά, ΦΤΑΝΕΙ, παράτα αυτό το σκατά βιβλίο που γράφεις. Πέτα το στην άκρη. Κάνε κάτι! Γύρω του υπάρχουν φίλοι, υπάρχει ένα κορίτσι, υπάρχει σεξουαλικότητα, υπάρχει κάτι ζωντανό – το θέλει; Ναι, αλλά δε μπορεί. Κι αν κάποιος είναι θλιμμένος γιατί δε μπορεί να πετύχει κάτι, τότε είναι κινηματογραφικός ήρωας.

Phoenix

Σε έχω διαβάσει αρκετές φορές για το πώς μιλάς για τις ταινίες σου ως προς τη σχέση που έχουν με άλλες ταινίες. Όπως τώρα, για μια ταινία πάνω στη δεύτερη ταινία σου. Ή παλιότερα έλεγες πως θα κάνεις μια τετραλογία των Στοιχείων, νερό η Νύμφη του Νερού, φωτιά ο Κόκκινος Ουρανός. Τώρα διάβαζα κάπου ότι τελικά ο Κόκκινος Ουρανός θα είναι το ξεκίνημα μιας χαλαρής τριλογίας με θέμα γκρουπ ανθρώπων υπό πίεση. Μου φαίνεται πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό – έρχεται κάθε ταινία σου ως αντίδραση σε άλλες; Τις βλέπεις ως σύνολο; Ως κάτι το αλληλένδετο; Αφήνεις ποτέ πράγματα πίσω;
Όταν περπατάω σε μια πόλη… οποιαδήποτε, το Βερολίνο ή οποιαδήποτε πόλη, μου αρέσουν οι δρόμοι. Μου αρέσουν οι δρόμοι με πολλά σπίτια όπου οι άνθρωποι ζουν μαζί. Και δεν με ενδιαφέρουν τόσο πολύ τα μουσεία, δεν με ενδιαφέρει να δω το τάδε συγκεκριμένο διάσημο κτίριο. Με ενδιαφέρει περισσότερο ο πολιτισμός και οι δρόμοι. Και για μένα, οι ταινίες είναι το ίδιο πράγμα.

«Οι ταινίες δεν είναι η Μόνα Λίζα. Οι ταινίες είναι κομμάτι μιας κοινωνίας. Οι ταινίες είναι κοινωνία».

Οι ταινίες δεν είναι κειμήλια. Είναι κομμάτι ενός συνόλου. Αγαπώ ας πούμε τις ταινίες των ‘40s και των ‘50s και όλη αυτή την εποχή τόσο πολύ, και δεν είναι μόνο μία ταινία που είναι σημαντική, είναι δεκάδες, είναι σαν ένας δρόμος, σαν μια μικρή πόλη, σαν ένα χωριό. Οπότε όταν κάνω μια ταινία σκέφτομαι πάντα την επόμενη επειδή θέλω να είμαι κομμάτι μιας πόλης κι όχι ένας καλλιτέχνης σε ένα απομονωμένο μουσείο.

Γι’αυτό κι επίσης δεν μου αρέσουν οι σκηνοθέτες που λένε πως έχω αυτή την ταινία μες στο κεφάλι μου. Δεν μου αρέσει επειδή… όχι, δεν την έχεις. Ποτέ δεν έχεις μια ταινία μες στο κεφάλι σου. Έχεις κάποιες ιδέες, κάποιες εικόνες, κάποια μουσική, κάποια μυστικά. Αλλά αυτή η δουλειά είναι συλλογική. Συνομιλούμε με τους ηθοποιούς, με τους ανθρώπους, με το περιβάλλον. Οι ίδιες οι ταινίες λοιπόν πρέπει να είναι κομμάτι αυτής της επικοινωνίας.

Άρα όταν κάνω μια ταινία, βρίσκομαι σε επικοινωνία με άλλες ταινίες, όχι μόνο δικές μου. Όταν γυρίζω τον Κόκκινο Ουρανό σκέφτομαι μια καλοκαιρινή ταινία του Φρανσουά Τρυφώ. Σκέφτομαι τον Ζακ Ριβέτ, τον Ερίκ Ρομέρ, σκέφτομαι τις ταινίες τρόμου The Hills Have Eyes. Ανήκω σε έναν κόσμο και το θέλω αυτό. Οι ταινίες δεν είναι η Μόνα Λίζα, δεν είναι πίνακες σε ένα Λούβρο ή κάτι τέτοιο. Οι ταινίες είναι κομμάτι μιας κοινωνίας. Οι ταινίες είναι κοινωνία.

Η Νύμφη του Νερού

Ως άνθρωπος που λατρεύει το context, όλα αυτά που λες είναι πολύ κοντά στην καρδιά μου. Και σκέφτομαι από αυτά που ανέφερες τα παραδείγματα –κι από την αναφορά στο Nosferatu νωρίτερα– ότι έχεις εδώ μια ταινία εμφανώς επηρεασμένη από τα καλοκαιρινά φιλμ του Ρομέρ αλλά έρχεσαι σε αυτό το περιβάλλον από μια οπτική σχεδόν ταινίας τρόμου. The Hills Have Eyes, ή οι ταινίες με τις καλύβες στο δάσος. Τα έχεις όλα αυτά τα αντικρουόμενα στο μυαλό σου όταν αρχίζεις μια ταινία ή βρίσκεις στην πορεία να κυλά ή σκέψη σου σε τόσες διαφορετικές κατευθύνσεις;
Υπάρχει μια λέξη στα γερμανικά, το totenstille, που σημαίνει νεκρική σιγή. Προσπαθώ να εξηγήσω με λόγια τι σημαίνει και δε μπορώ. Είναι όταν κανείς δε μιλάει και απλώς υπάρχει ησυχία στο δωμάτιο; Όχι, αυτό είναι ησυχία. Αλλά νεκρική σιγή; Τίποτα. Δε μπορείς να ακούσεις τίποτα. Σε μια απλή σιωπή πάντα ακούς κάτι.

Είμαι λοιπόν πριν πέντε χρόνια διακοπές στην Τουρκία και εκεί υπήρχε μια μεγάλη δασική φωτιά ένα χρόνο πριν που κατέστρεψε μεγάλο κομμάτι της περιοχής. Πάμε σε αυτή την περιοχή και σταματήσαμε, βγήκαμε από το αυτοκίνητο και δεν υπήρχε πραγματικά τίποτα. Δεν άκουγες πουλιά, δεν άκουγες άνεμο, έντομα, τίποτα. Νεκρική. Σιγή.

«Στις παλιές ταινίες που βλέπουμε, οι ήρωες ξέρουν ότι υπάρχουν πολλά, πολλά ακόμα καλοκαίρια. Αλλά σήμερα οι νέοι άνθρωποι νιώθουν ότι μπορεί να μην υπάρχουν πολλά καλοκαίρια ακόμα».

Σκέφτομαι όλες τις ταινίες τρόμου που μου αρέσουν τόσο πολύ, ο τρόμος έρχεται από κάτι που μπορείς να καταλάβεις. Στο Halloween καταλαβαίνεις κάτι για την αμερικάνικη σεξουαλικότητα. Στο Hills Have Eyes μπορείς να καταλάβεις κάτι για τον πυρηνικό φόβο. Και για οικογένειες που είναι σαν φυλακή και καταστρέφουν επιθυμίες.

Εδώ έχουμε λοιπόν αυτές τις δασικές πυρκαγιές. Αυτός είναι ένας τρόμος που προέρχεται από την ίδια μας τη συμπεριφορά ως ανθρώπινα όντα. Γιατί η κλιματική καταστροφή δεν είναι κάτι σαν σεισμός, είναι κάτι που εμείς κάναμε. Κι αυτοί όλοι είναι νεαροί ήρωες που το μέλλον τους έχει καταστραφεί. Στις παλιές ταινίες που βλέπουμε, οι ήρωες ξέρουν ότι υπάρχουν πολλά, πολλά ακόμα καλοκαίρια. Αλλά σήμερα οι νέοι άνθρωποι νιώθουν ότι μπορεί να μην υπάρχουν πολλά καλοκαίρια ακόμα. Είδαμε αυτές τις εικόνες από την Ελλάδα το καλοκαίρι. Από την Πορτογαλία. Από την Καλιφόρνια. Είναι πολύ δύσκολο.

Κι αυτό έχει αλλάξει το πώς λες μια ιστορία νέων ανθρώπων σε διακοπές κοντά σε μια ακτή. Ναι, υπάρχει έρωτας, υπάρχει ένα κόκκινο φουστάνι, ένα όμορφο κορίτσι, σεξουαλικότητα στον αέρα, μουσική, κόκκινο κρασί. Μπορείς να βρεις τέτοιες ιστορίες από τα τελευταία 100 χρόνια. Αλλά η διαφορά είναι, αυτοί οι νέοι άνθρωποι, οι σημερινοί, δεν έχουν μέλλον. Όχι όπως ένιωθαν ότι είχαν οι άνθρωποι πριν 30 χρόνια. Αυτό αλλάζει τις σχέσεις, αλλάζει την αγάπη, αλλάζει τις ιστορίες.

Και μια τελευταία ερώτηση. Έχουμε μιλήσει πολύ για σινεμά, αλλά οι ταινίες σου είναι γεμάτες και με λογοτεχνικές αναφορές. Υπάρχει μια φανταστική σκηνή στον Κόκκινο Ουρανό που η Πόλα Μπερ λέει το ίδιο ποίημα δύο διαδοχικές φορές, ήταν μια πολύ ασυνήθιστη στιγμή, ένιωσα σα να είχα déja vu. Κι έπειτα, στο Transit η μυθοπλασία παίζει μεγάλο ρόλο με έναν άλλο τρόπο, ενώ παλιότερα έχεις γυρίσει ταινίες που αποτελούν επαναφηγήσεις άλλων ταινιών. Είναι πολύ ενδιαφέρον το πώς υπάρχουν πάντα αυτές οι μυθοπλασίες μες στις ταινίες σου, που πάντα έχουν τελικά να κάνουν με ιστορίες και μύθους και πώς καταλαβαίνουμε την ύπαρξή μας μέσα από αυτές.
Ξέρεις τι; Έχει κάτι να κάνει με μουσική όλο αυτό. Διάβαζα μια συνέντευξη της Χάνα Άρεντ, που έπρεπε να φύγει από τη Γερμανία επειδή ήταν Εβραία, και πήγε στις ΗΠΑ μέχρι τον θάνατό της. Την ρώτησαν σε τι γλώσσα ονειρεύεται. Στα αγγλικά ή στα γερμανικά; Και είπε, πάντα στα γερμανικά. Παρά το ότι ζούσε εκεί 40 χρόνια. Γιατί όταν ήμουν μικρή, λέει, διάβαζα τόσα πολλά γερμανικά ποιήματα. Και τα ποιήματα είναι σαν την μουσική, που είναι το βαθύτερο πράγμα.

Διάβαζα στην εφημερίδα χτες μια έρευνα για ανθρώπους με Αλτσχάιμερ, ότι η μουσική είναι το τελευταίο πράγμα που ξεχνάνε. Ξεχνάνε το όνομά τους, τα παιδιά τους, αλλά τη μουσική τη θυμούνται μέχρι τέλους. Για μένα, η λογοτεχνία είναι κάπως σαν τη μουσική. Κι όταν η Πόλα Μπερ λέει το ποίημα κι άλλοι της λένε, α ωραίο, μπορείς να το πεις ξανά; Είναι λίγο σαν κάποιος να λέει πως α, είναι ένα καινούριο τραγούδι των Smiths, μπορούμε να το ακούσουμε ξανά; Σε αυτή τη στιγμή, αυτό το γκρουπ νέων ανθρώπων φέρεται σα να ακούει μουσική.

Όταν ήμουν νέος, καθόμασταν με τους φίλους μου και ακούγαμε μουσική μαζί. Αυτές οι στιγμές είναι φανταστικές επειδή οι πάντες είναι μόνοι με τον εαυτό τους, αλλά ταυτόχρονα βρίσκονται και σε ένα γκρουπ. Την ίδια στιγμή. Είναι κάτι που συμβαίνει και με το σινεμά. Μέσα σε μια αίθουσα όταν βλέπεις ταινία είσαι μόνος με τον εαυτό σου, αλλά γύρω σου υπάρχουν άνθρωποι. Κι αυτή η σκηνή στον Κόκκινο Ουρανό μου αρέσει τόσο πολύ, όπως μου αρέσει όταν συμβαίνει και σε άλλες ταινίες: Όταν εμφανίζεται η λογοτεχνία μέσα στην ταινία, σα να ήταν μουσική.

Info:

Η ταινία Κόκκινος Ουρανός (Afire) κυκλοφορεί στις αίθουσες από την One from the Heart.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα