O Γιώργος Καρράς. ALEXANDROS AVRAMIDIS

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΡΑΣ: ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΤΡΥΠΕΣ, ΗΡΘΕ Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

Δεν μπορεί να καθορίζεται η δημιουργικότητα σου από τις προσδοκίες του κοινού, λέει στη μεγάλη του συνέντευξη στο Magazine. Αυτό ακριβώς κάνει με το πρώτο του σόλο άλμπουμ που κυκλοφορεί μετά από δεκαετίες δισκογραφικής σιωπής. Και με τις Τρύπες κάποτε αυτό ακριβώς έκαναν.

Όταν έχεις υπάρξει συνιδρυτής ενός από τα πιο σημαντικά και καλά ροκ συγκροτήματα μιας ολόκληρης χώρας, στο μυαλό όσων δεν σε γνωρίζουν προσωπικά, όσων δεν σε γνωρίζουν παρά μόνο ως συνιδρυτή αυτού του τόσο σημαντικού και καλού ροκ συγκροτήματος, η ζωή σου δεν μπορεί παρά μόνο να καθορίζεται από συγκεκριμένες κομβικής σημασίας, τόσο για σένα όσο και για εκείνους που έχουν αγαπήσει τη μουσική σου, ημερομηνίες.

Όπως ότι τώρα πια έχουν περάσει 37 χρόνια από τότε που με τις Τρύπες κυκλοφορήσατε τον πρώτο, ομώνυμό σας δίσκο. Τώρα πια έχουν περάσει 35 χρόνια από τότε που με τις Τρύπες κυκλοφορήσατε τον δεύτερό σας δίσκο, «Πάρτυ στον 13ο Όροφο». Τώρα πια έχουν περάσει 32 χρόνια από τότε που με τις Τρύπες κυκλοφορήσατε τον τρίτο σας δίσκο, «Τρύπες στον Παράδεισο». Τώρα πια έχουν περάσει 29 χρόνια από τότε που με τις Τρύπες κυκλοφορήσατε τον τέταρτό σας δίσκο, «Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια». Τώρα πια έχουν περάσει 26 χρόνια από τότε που με τις Τρύπες κυκλοφορήσατε τον πέμπτο σας δίσκο, «Κεφάλι Γεμάτο Χρυσάφι». Τώρα πια έχουν περάσει 23 χρόνια από τότε που με τις Τρύπες κυκλοφορήσατε τον έκτο και τελευταίο σας δίσκο, «Μέσα στη νύχτα των άλλων».

Και μετά είναι οι ημερομηνίες που έχουν σημασία βαρύνουσα, με πολύ συγκεκριμένο και εντελώς προσωπικό τρόπο, ίσως περισσότερο για εκείνους (το κοινό σου, κάποτε) παρά για σένα. Εσύ μπορεί απλώς να γυρίζεις στο σπίτι σου μετά τη δουλειά ή να κάνεις περίπατο στην παραλία της Θεσσαλονίκης νωρίς το πρωί ακούγοντας μουσική και κάποιος να σε σταματήσει για να σου πει ότι, ας έχουν πια περάσει τόσα χρόνια, ρε φίλε, ακόμη θυμάται εκείνη την κρυφή συναυλία που δώσατε με τις Τρύπες στον Μύλο την Πρωτοχρονιά του 1995, τότε που παίξατε χωρίς εισιτήριο και χωρίς να το έχετε διαφημίσει πουθενά, ξεκινώντας δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα και την αλλαγή του χρόνου.

Να σου πει ότι, ας έχουν πια περάσει τόσα χρόνια, ρε φίλε, έχει ακόμη κρατημένη -γιατί ήταν η πρώτη φορά που παρουσιάσατε ζωντανά κάποια από τα «Εννιά πληρωμένα τραγούδια» που θα κυκλοφορούσαν επίσημα λίγους μήνες αργότερα- την αφίσα από εκείνη τη «συναυλία κόντρα στα τσιράκια του Αγίου Βαλεντίνου» που δώσατε με τις Τρύπες στον Μύλο στις 14 Φεβρουαρίου 1993, ημέρα Κυριακή. Να σου πει ότι, ας έχουν πια περάσει τόσα χρόνια, ρε φίλε, κάθε φορά που βάζει στο πικάπ το «Κράτα το Σόου Μαϊμού» θυμάται με λεπτομέρειες το έλα να δεις που έγινε στην αρένα του Ρόδον ειδικά όταν με τις Τρύπες παίξατε live την «Ασφάλεια». Να σου πει ότι, ας έχουν πια περάσει τόσα χρόνια, ρε φίλε, από εκείνη την επεισοδιακή συναυλία που δώσατε με τις Τρύπες στον Λυκαβηττό και ακόμη περισσότερα από την προηγούμενη, τις έχει ακόμη στο μυαλό του σαν τις πιο πυρετώδεις που πρόλαβε να δει εκεί πάνω μέχρι να κλείσει οριστικά το θέατρο. Να σου πει ότι, ας έχουν πια περάσει τόσα χρόνια, ρε φίλε, ευτυχώς δεν έχει ξεχάσει τι σήμαινε για εκείνη/ο ο κάθε πηγαιμός σου με τις Τρύπες στην επαρχιακή πόλη που έτυχε να γεννηθεί και να μεγαλώσει.

«Με έχουν σταματήσει πολλές φορές και πιάνουμε κουβέντα. Αν η προσέγγιση από κάποιον άγνωστο γίνεται με ευγένεια δεν έχω πρόβλημα» λέει σήμερα ο Γιώργος Καρράς που κάποτε συνίδρυσε και έπαιζε μπάσο σε ένα τόσο σημαντικό και καλό ροκ συγκρότημα όσο οι Τρύπες.

Πάνω στην κουβέντα η πιο συχνή ερώτηση που του κάνουν, πότε με συστολή και πότε χύμα, είναι αυτή που φαντάζεστε και είναι ακριβώς αυτή που το Magazine, στη μεγάλη συνέντευξη που ακολουθεί, δεν του έκανε, γιατί ακόμη και αν δεν είχε πάψει προ πολλού να έχει νόημα, θα ήταν εντελώς κενή σήμερα που κυκλοφορούν από τη United We Fly οι «Ασκήσεις Απλότητας», ένα άλμπουμ ορχηστρικό, μίνιμαλ, ατμοσφαιρικό και μάλλον σκοτεινό (λογικό εφόσον, όπως λέει, ακούει πολύ Steve Reich και Arvo Pärt), ενδεχομένως και θεματικό, αν και ο δημιουργός του δεν το ορίζει ως τέτοιο, μιας και η μεγάλη του χάρη αποκαλύπτεται, σε πείσμα των καιρών, ακούγοντάς το από την αρχή ως το τέλος του, και με έναν υποβλητικό ήχο ταυτόχρονα αλλιώτικο από το σώμα της δουλειάς του που προηγήθηκε το πάλαι ποτέ και γνώριμο με όσα είχαν υπονοηθεί μέσω αυτού.

Είναι το πρώτο άλμπουμ που, μετά από δεκαετίες δισκογραφικής σιωπής, ο Καρράς έγραψε μόνος και ηχογράφησε μαζί με παλιούς και νέους συνεργάτες στο στούντιο-ορόσημο για τον ήχο της Θεσσαλονίκης, Royal Alzheimer Hall των Τίτου Καργιωτάκη και Χρήστου Χαρμπίλα.

Με αυτή την ευοίωνη αφορμή ξέρουμε όλοι, και ο ίδιος καλύτερα από τον καθένα, ότι θα του ζητηθεί σήμερα -με εύσχημο ή μη τρόπο- να μιλήσει και για το χθες. Θα το κάνει. Γιατί να μην το κάνει; Τώρα πια μπορεί. Τώρα πια θα κοιτάξει αμέσως μετά πάλι μπροστά του. Τώρα πια, ας τον έχει, όπως λέει, η ζωή διδάξει να μην κάνει σχέδια, έχει βρει τον τρόπο να επιστρέψει στο μέλλον του.

"Ο σημαντικότερος όμως αρωγός της προσπάθειάς μου αυτής ήταν ο Τίτος Καργιωτάκης, στον οποίο χρωστάω κατά ένα μεγάλο μέρος την επιστροφή μου." ALEXANDROS AVRAMIDIS


Γιώργο, καταρχάς πώς αισθάνεσαι τώρα που ο σόλο δίσκος σου έχει ολοκληρωθεί και κοντοζυγώνει η κυκλοφορία του;
Αισθάνομαι ωραία κι έχω μια γλυκιά αγωνία περιμένοντας την κυκλοφορία του. Έκλεισε ένας κύκλος με την ολοκλήρωση αυτού του δίσκου και ελπίζω και εύχομαι στο μέλλον να ανοίξουν κι άλλοι.

Υπήρξε κάποια πολύ συγκεκριμένη στιγμή που γεννήθηκε στο μυαλό σου η ιδέα του δίσκου; Ή συνέβη χωρίς να το καταλάβεις, που λέει ο λόγος, και απλά έγραφες, έγραφες, έγραφες, ώσπου συνειδητοποίησες ότι έχεις στα χέρια σου μια ικανή και αναγκαία ποσότητα μουσικής που θα μπορούσε να αποτελέσει μια ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά;
Έψαχνα να βρω μουσικούς για να δημιουργήσω ένα μουσικό σχήμα με σκοπό να δουλέψω μαζί τους κάποιες ιδέες μου. Τυχαία ένα βράδυ συνάντησα τον Μπάμπη Παπαδόπουλο και του είπα κουβεντιάζοντας τι σκεφτόμουν να κάνω και ότι έψαχνα μουσικούς αλλά κανείς δεν είχε τον χρόνο ή και την διάθεση ακόμη να μπει στην διαδικασία των προβών για την δημιουργία μουσικής. Τότε μου εξήγησε πως έχουν αλλάξει τα πράγματα σήμερα και ότι δεν γίνεται πλέον αυτό με τον τρόπο που ήξερα. Χαρακτηριστικά μου είπε: «Γιώργο, ό,τι κάνεις, θα το κάνεις μόνος σου και όταν το τελειώσεις θα βρεις μουσικούς να το παίξουν». Έτσι πήρα την απόφαση να δουλέψω μόνος μου και όταν μετά από αρκετό καιρό καταγραφής και δοκιμών είδα ότι υπήρχε αρκετό υλικό, τόσο που θα μπορούσε να γίνει ένα άλμπουμ, τότε γεννήθηκε η ιδέα του δίσκου και έτσι άρχισα να ψάχνω μουσικούς για να το ηχογραφήσω. Ξεκίνησα έχοντας από την αρχή δεδομένη την πρόθεση και την επιθυμία δύο παλιών μου φίλων και συνεργατών, του Μπάμπη Παπαδόπουλου και του Γιώργου Χριστιανάκη, να με βοηθήσουν για ό,τι θα χρειαζόταν να ηχογραφήσω από κιθάρες και πιάνα. Ο σημαντικότερος όμως αρωγός της προσπάθειάς μου αυτής ήταν ο Τίτος Καργιωτάκης, στον οποίο χρωστάω κατά ένα μεγάλο μέρος την επιστροφή μου.

Τα τελευταία 20 χρόνια υπήρξαν άλλες φορές που τα σχέδια για ένα άλμπουμ δεν ευοδώθηκαν;
Είχα επαφή με την μουσική και δημιουργικά ήμουν ενεργός αλλά δεν είχα στο μυαλό μου να κάνω κάποιο δίσκο γιατί θεωρούσα ότι αυτό μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μια μπάντα. Οι προσπάθειες που έκανα για να την δημιουργήσω δεν είχαν επιτυχία κι έτσι δεν υπήρξαν σχέδια που δεν ευοδώθηκαν.

Μπορείς να μου περιγράψεις πώς έγραψες τα κομμάτια αλλά και πώς κύλησαν οι ηχογραφήσεις;
Δούλευα μόνος στο σπίτι και όταν χρειαζόταν να ακούσω κάτι, άλλες φορές έστελνα στους μουσικούς με email αρχεία σε μορφή midi και μου τα έστελναν πίσω σε μορφή audio ή κάποιες άλλες φορές πριν την πανδημία έρχονταν στο σπίτι μου και δοκιμάζαμε ήχους και μελωδικές γραμμές. Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν τον Δεκέμβρη του 2019 και πριν προλάβουμε να κάνουμε πολλά πράγματα σταμάτησαν λόγω της πανδημίας. Συνεχίσαμε τις ηχογραφήσεις με μεγάλα διαλείμματα όταν αυτό ήταν εφικτό. Έτσι φτάσαμε στο 2022 που ολοκληρώθηκε ο δίσκος.

Υπήρξαν κάποια σημεία που να σας δυσκόλεψαν περισσότερο; Αλλά και κομμάτια που να οδηγήθηκαν, μέσα από τις ηχογραφήσεις και το χρόνο στο στούντιο, σε κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που είχες αρχικά στο μυαλό σου;
Οι δυσκολίες που είχα ήταν οι συνεχείς διακοπές και τα μεγάλα διαλείμματα λόγω της πανδημίας – αυτό σε αποσυντονίζει και χάνεις τον ειρμό. Όσον αφορά την μουσική δεν υπήρξε πρόβλημα κανένα γιατί οι μουσικοί που έπαιξαν είναι εξαιρετικοί και ο καθένας τους έδωσε ό,τι καλύτερο είχε. Οι ηχογραφήσεις όντως κρύβουν εκπλήξεις και χρειάζεται να κάνεις αλλαγές, γιατί μερικές φορές όταν ηχογραφήσεις κάτι, ακούγεται διαφορετικά από αυτό που είχες στο μυαλό σου. Ευτυχώς όμως δεν χρειάστηκε να κάνω αλλαγές σε κάποιο κομμάτι, όλα κύλησαν ομαλά. Σε αυτό βοήθησε ότι τα μεγάλα διαλείμματα μου έδωσαν την ευκαιρία να βλέπω και να ξαναβλέπω τα κομμάτια και να τα διορθώνω όπου χρειαζόταν.

Δεν μπορεί να καθορίζεται η δημιουργικότητα σου από τις προσδοκίες του κοινού. Δημιουργείς για να εκφράσεις τον εαυτό σου και αυτό που νιώθεις. Δεν δημιουργείς για να ικανοποιήσεις προσδοκίες άλλων. Όταν κάποιος λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο αυτοπεριορίζεται και εγώ θέλω να είμαι ελεύθερος.

Ενώ έγραφες το άλμπουμ είχες σε κάποιο βαθμό κατά νου τι θα μπορούσε να περιμένει από αυτό ένας δυνητικός ακροατής που θέλοντας και μη, εφόσον δηλαδή έχουν περάσει τόσα χρόνια από την προηγούμενη δισκογραφική σου παρουσία, έχει μια συγκεκριμένη ιδέα στο μυαλό του για σένα;
Αν καταλαβαίνω σωστά την ερώτηση εννοείς ότι κάποιοι που με γνωρίζουν περιμένουν να ακούσουν στον επερχόμενο δίσκο μου…Τρύπες. Δεν με ενδιαφέρει να επιβεβαιώσω την όποια ιδέα μπορεί να έχει κάποιος για μένα. Δεν μπορεί να καθορίζεται η δημιουργικότητα σου από τις προσδοκίες του κοινού. Δημιουργείς για να εκφράσεις τον εαυτό σου και αυτό που νιώθεις. Δεν δημιουργείς για να ικανοποιήσεις προσδοκίες άλλων. Όταν κάποιος λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο αυτοπεριορίζεται και εγώ θέλω να είμαι ελεύθερος. Με ενδιαφέρει να κάνω την μουσική που αρέσει σε μένα πρώτα και αν αυτή η μουσική έχει και την αποδοχή του κόσμου θα είναι το καλύτερο. Και με τις Τρύπες αυτό κάναμε.

Πρόσφατα έγραψες στο Facebook: «Στις ηχογραφήσεις των δέκα μουσικών κομματιών με τιμούν με την συμμετοχή τους οι μουσικοί Μπάμπης Παπαδόπουλος και Γιώργος Χριστιανάκης, παλιοί και αγαπημένοι φίλοι, καθώς και καινούριοι όπως ο Ηρακλής Ιωσηφίδης, ο Βασίλης Μπαχαρίδης, ο Θάνος Σιδέρης, η Λίλα Μανωλά και ο Βενιαμίν της παρέας Νίκος Χαρμπίλας». Αναρωτιέμαι λοιπόν, μιας και συνεργάστηκες με δύο (αν όχι περισσότερες) διαφορετικές γενιές μουσικών, αν σε απασχολεί το πώς θα προσελκύσεις στο δίσκο ένα κοινό πέρα από αυτό που σε γνωρίζει και σε αγαπάει για όσα έκανες με τις Τρύπες.
Δεν έχω άλλο τρόπο να προσελκύσω το κοινό παρά μόνο με την μουσική μου οπότε δεν με απασχολεί το πώς ακριβώς μπορεί να γίνει αυτό.

Έχεις όμως στο μυαλό σου έναν ιδεατό ακροατή στον οποίο θα ήθελες να απευθυνθούν οι «Ασκήσεις Απλότητας»; Και πέρα από αυτό, πώς φαντάζεσαι ότι θα επιδράσει, ή πώς θα ήθελες να επιδράσει, το άλμπουμ σε όποιον το ακούσει;
Οι καλλιτέχνες με τα έργα τους απευθύνονται, όπως κι εγώ, σε όλο τον κόσμο και δεν κατανοώ τον διαχωρισμό, να απευθύνεσαι δηλαδή σε κάποιους και σε κάποιους άλλους όχι. Για μένα δεν υπάρχει η έννοια του ιδεατού ακροατή. Η τέχνη δεν γίνεται για τους ειδήμονες. Αν η τέχνη δεν απευθυνόταν σε όλους τους ανθρώπους, αναρωτιέμαι θα είχε νόημα η ύπαρξή της. Αυτό που θα ευχόμουν να συμβεί σε όποιον ακούσει το άλμπουμ είναι να του αρέσει η μουσική μου και να περάσει καλά ακούγοντάς την, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τον κάθε ακροατή.

Πάντως όταν ρώτησαν πρόσφατα τον Brian Eno κάτι ανάλογο με αφορμή το νέο του άλμπουμ -ορχηστρικό όπως το δικό σου-, απάντησε ότι προσπαθεί να δημιουργήσει ένα χώρο μέσα στον οποίο οι άνθρωποι μπορούν να ξεκουράσουν την προσοχή τους σε ένα μέρος για λίγο γιατί κατά τη γνώμη του μία από τις επιδημίες της εποχής μας είναι η αδυναμία συγκέντρωσης. Και πρόσθεσε ότι γράφοντας τραγούδια με στίχους, υπονοείς εξ ορισμού ότι έχουν να κάνουν με κάτι συγκεκριμένο. Εσύ πώς το έχεις όλο αυτό στο μυαλό σου;
Αυτό που λέει ο Brian Eno νομίζω ότι ισχύει γενικά για την μουσική. Δηλαδή η μουσική μπορεί να σε βοηθήσει να συγκεντρωθείς. Στα τραγούδια είναι αλήθεια ότι ο λόγος σου δείχνει τον δρόμο που θα πάρεις ενώ στην ορχηστρική μουσική είσαι ελεύθερος να περιπλανηθείς σε όποιον δρόμο θέλεις. Αλλά ακόμη κι αυτό σε βοηθά να συγκεντρωθείς στο ταξίδι που κάνεις με την μουσική.

Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό σου να γράψεις τραγούδια με στίχους;
Ναι, κάποτε έκανα προσπάθειες να γράψω στίχους αλλά βλέποντας ότι δεν έκανα κατά την γνώμη μου κάτι αξιόλογο, σταμάτησα.

Είναι δύσκολο ή εύκολο άλμπουμ οι «Ασκήσεις Απλότητας»;
Εξαρτάται από τον κάθε ακροατή, από το πόσο ανοικτός και εξοικειωμένος είναι στο να μπαίνει σε άγνωστους δρόμους για να ανακαλύψει κάτι διαφορετικό ή κάτι καινούριο. Δεν υπάρχει εύκολη ή δύσκολη μουσική. Υπάρχει μουσική που μας αρέσει ή δεν μας αρέσει.

Εσύ τι μουσική -και συνήθως πώς- ακούς πια;
Μουσική ακούω αρκετά με ακουστικά κάνοντας περίπατο στην παραλία της Θεσσαλονίκης νωρίς το πρωί. Τελευταία ακούω Steve Reich, Simeon ten Holt και Arvo Pärt.

Ο φίλος σου ο Γιώργος Χριστιανάκης με αφορμή το «Μια εποχή στην κόλαση», τον εξαιρετικό δίσκο που κυκλοφόρησε προ ετών μελοποιώντας Ρεμπώ, μεταξύ πολλών άλλων μου είχε πει και κάτι που θεωρώ ότι ταιριάζει στην περίπτωση του δικού σου δίσκου: «Δεν θα τον βάλεις και θα πλένεις πιάτα ή θα τρως ή οτιδήποτε άλλο. Είναι ένας δίσκος που μάλλον θα πρέπει να τον ακούσεις όπως ακούγαμε τον παλιό καλό καιρό εμείς τους δίσκους». Είναι κάπως έτσι τα πράγματα για σένα και τις «Ασκήσεις Απλότητας»;
Η αλήθεια είναι ότι κάποτε βάζαμε να ακούσουμε έναν δίσκο και η διαδικασία της ακρόασης ήταν κάτι σαν μυσταγωγία. Τώρα αυτό δεν συμβαίνει. Νομίζω ότι για να ακούσεις πραγματικά μουσική πρέπει να απαλλάξεις το μυαλό σου από εξωτερικά ερεθίσματα, να απομονωθείς και να εστιάσεις σε αυτό που ακούς. Δεν πρόκειται όμως να υποδείξω πώς να ακούσει κάποιος την μουσική μου.

"Το πρώτο τραγούδι που προσπάθησα να παίξω ήταν το “Let it be” των Beatles. Θυμάμαι ότι κάποιος μου είχε δείξει τις συγχορδίες και εγώ προσπαθούσα να το παίξω χωρίς ακόμα να μπορώ καλά καλά να τοποθετήσω τα δάκτυλα μου στην κιθάρα." ALEXANDROS AVRAMIDIS


Μιας και πιάσαμε τον παλιό καιρό και τους δίσκους, ποιος είναι ο πρώτος που αγόρασες;
Ο πρώτος δίσκος που αγόρασα ήταν το Wish Υοu Were Here των Pink Floyd. Ήταν η εποχή που απέκτησα πικ απ και άρχισα γενικά να αγοράζω δίσκους.

Ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που έπαιξες ποτέ μόνος σου και ποιο με μπάντα;
Το πρώτο τραγούδι που προσπάθησα να παίξω ήταν το “Let it be” των Beatles. Θυμάμαι ότι κάποιος μου είχε δείξει τις συγχορδίες και εγώ προσπαθούσα να το παίξω χωρίς ακόμα να μπορώ καλά καλά να τοποθετήσω τα δάκτυλα μου στην κιθάρα. Το πρώτο κομμάτι που έπαιξα με μπάντα ήταν ένα τραγούδι δικό μας που είχαμε κάνει με εκείνη την μπάντα. Αργότερα θυμάμαι να παίζουμε με άλλη μπάντα ένα κομμάτι από τους Thin Lizzy, το “Don’t believe a word” – άρεσε στον κιθαρίστα που παίζαμε μαζί και το προσπαθήσαμε.

Ήθελες εξαρχής να παίζεις μπάσο ή κατέληξες σε αυτό συγκυριακά γιατί στα πρώτα τζαμαρίσματα είχε ήδη καπαρωθεί η θέση του κιθαρίστα;
Όταν γύρω στα 15 μου χρόνια μου ζήτησε ένας παλιός συμμαθητής από το Δημοτικό να παίξω σε μια μπάντα, δεν είχα παρά μόνο μια ακουστική κιθάρα. Οι άλλοι είχαν ηλεκτρικές κιθάρες οπότε αναγκαστικά εγώ, για να είμαι στη μπάντα, έπρεπε να παίξω μπάσο. Υπήρχε ένα μπάσο κάποιου γνωστού που δεν το ήθελε κι έτσι το δανείστηκα και άρχισα να παίζω με αυτό. Μετά, και να ήθελα να παίξω κάποιο άλλο όργανο, όλοι με θεωρούσαν μπασίστα. Έτσι μπήκε στην ζωή μου το μπάσο. Είναι αυτό που λένε «να μην σου βγει το όνομα».

Όταν αγοράζαμε έναν δίσκο εκείνη την εποχή τον «λιώναμε» πάνω στο πικάπ γιατί μέχρι να έχουμε χρήματα για να αγοράσουμε τον επόμενο περνούσε πολύς καιρός.

Στο σχολείο ήσουν καλός μαθητής;
Όχι, κάτω από το μέτριο.

Άκουγες μουσική με τις ώρες;
Άκουγα πολλή μουσική. Τότε δεν είχαμε την δυνατότητα να αγοράσουμε κάποια καλή συσκευή αναπαραγωγής, οι περισσότεροι είχαμε ραδιοκασετόφωνο. Ανταλλάζαμε κασέτες για να ακούσουμε μουσική και αν κάποιος γνωστός σου αγόραζε ένα δίσκο, μπορούσες να τον αντιγράψεις σε κασέτα και να τον ακούς κι εσύ. Όταν απέκτησα πικάπ, άρχισα να αγοράζω δίσκους αλλά και αυτό χρειαζόταν πάλι να έχεις χρήματα. Όταν αγοράζαμε έναν δίσκο εκείνη την εποχή τον «λιώναμε» πάνω στο πικάπ γιατί μέχρι να έχουμε χρήματα για να αγοράσουμε τον επόμενο περνούσε πολύς καιρός. Όσο για το ραδιόφωνο, εκτός από τον Γιάννη Πετρίδη δεν υπήρχε κάτι άλλο να ακούσεις για να ενημερωθείς.

Πότε έπαιξες πρώτη φορά ζωντανά μπροστά σε κοινό; Υπήρξε κάποια καθοριστική στιγμή που να συνειδητοποίησες ότι ο κόσμος να χαλάσει, εσύ θα ζήσεις -και δεν το εννοώ κατ’ ανάγκη σε επίπεδο βιοπορισμού- ως μουσικός;
Αν θυμάμαι καλά ήταν το ’76 ή ’77 σε ένα φεστιβάλ στο θέατρο Κατερίνα, εκεί που σήμερα βρίσκεται το Δημαρχείο της Θεσσαλονίκης. Νομίζω ότι από την πρώτη στιγμή που κατάφερα να παίξω κάτι στην κιθάρα μου, κατάλαβα ότι δεν θα αποχωριζόμουν τη μουσική ποτέ.


Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνησή σου από τις πρώτες σας πρόβες με τις Τρύπες;
Θυμάμαι πολλά γενικά και αόριστα χωρίς να έχω κάποια συγκεκριμένη έντονη ανάμνηση. Κάτι που θυμάμαι είναι ότι παίζαμε σε ενισχυτές που δεν ήταν για κιθάρα ή μπάσο, ήταν σαν αυτούς που είχαν στα σχολεία, που τους βάζαμε κάτι μεγάφωνα -και αυτά κατασκευές δικές μας- και πολλές φορές σε έναν ενισχυτή έπαιζαν δύο όργανα ταυτόχρονα. Τον πρώτο μας δίσκο τον γράψαμε με δανεικούς ενισχυτές από τους Blues Wire και με τύμπανα που μας έφεραν κάποιοι φίλοι και γνωστοί του Νίκου Παπάζογλου.

Μπορείς να αποτυπώσεις σε λέξεις το κοινό σας όραμα -αν υπήρχε δηλαδή κάτι τέτοιο- εκείνη την εποχή;
Εκείνη την εποχή χαιρόμασταν κάθε φορά που καταφέρναμε να κάνουμε ένα τραγούδι, δεν υπήρχε όραμα. Υπήρχε μόνο η χαρά του να κάνουμε τραγούδια και καμία σκέψη και οραματισμός για το μέλλον.

Σε ό,τι έχει να κάνει με τη μουσική που ακούγατε τότε, από τις πρώτες κασέτες που ανταλλάζατε μέχρι πιο μετά που παίζατε οι ίδιοι, παρακολουθούσατε ό,τι συνέβαινε έξω σε πραγματικό χρόνο; Υπήρχε κάποιο χαρακτηριστικό σημείο όπου τέμνονταν όλων σας οι επιρροές;
Σίγουρα μας ενδιέφερε να ακούσουμε και να ενημερωθούμε για τις μουσικές από τον έξω κόσμο. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν υπήρξε ποτέ τέτοιο σημείο σύγκλισης των επιρροών μας. Άκουγε ο καθένας αυτά που του άρεσαν και πολλές φορές συνέβαινε κάποια μουσική να αρέσει και σε κάποιον άλλο εκτός από τον εαυτό σου.

Αναπολείς την εποχή που ήταν πιο ευδιάκριτες οι αισθητικές περιχαρακώσεις; Τότε δηλαδή που δεν σε θεωρούσαν σνομπ, ψώνιο ή ελιτιστή αν έλεγες ότι δεν ακούς «τα πάντα», γιατί, όπως το έχει θέσει πολύ όμορφα ο φίλος σου ο Χριστιανάκης, «δε μπορείς να είσαι εδώ και ταυτόχρονα να είσαι και κάτι άλλο. Δε μπορείς να είσαι ολίγον τι έντεχνος, ολίγον τι λαϊκός και ολίγον τι rock nroll. Ούτε καν για χαβαλέ. Αυτός ο αχταρμάς είναι που σε κάνει να κάνεις βόλτες γύρω από τον εαυτό σου».
Δεν ξέρω αν αναπολώ γιατί τότε οι περιχαρακώσεις είχαν και ευτράπελα, πχ έπεφτε ξύλο μεταξύ ροκάδων και καρεκλάδων. Αλλά σίγουρα δεν μου αρέσει αυτό που συμβαίνει σήμερα, το να είσαι λίγο απ’ όλα. Η μουσική που ακούς σηματοδοτεί και την αισθητική σου που είναι μία και μοναδική. Δεν μπορείς να οικειοποιείσαι όλες τις αισθητικές.

Ναι, παίζαμε σχεδόν κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο τριήμερα ή διήμερα στο ΑΝ και όταν έγινε η πρόταση από τον Νίκο Λώρη της DiDi να κάνουμε συναυλία στον Λυκαβηττό ήταν κάτι σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

Με όσους συντοπίτες σου έχω κατά καιρούς μιλήσει, όλοι τους, από μουσικοί μέχρι ηχολήπτες και από παραγωγοί μέχρι DJs, συμφωνούν ότι στη δική σου γενιά υπήρχε ξεκάθαρη η επίγνωση ότι στη δεκαετία του ’80 ζούσατε και δημιουργούσατε σε μια Θεσσαλονίκη που κατά βάση ήταν βαθιά συντηρητική και ακριβώς γι’ αυτό υπήρχε από τα κάτω, που λένε, ως αντίδραση μια τόσο έντονη δημιουργική δραστηριότητα. Έτσι το αντιλαμβανόσουν κι εσύ;
Η εποχή εκείνη ήταν λίγα χρόνια μετά τη χούντα και χαρακτηριζόταν από την έντονη διάθεση του κόσμου μετά από χρόνια σιωπής και φόβου να εκφραστεί. Εμείς αισθανόμασταν ότι ασφυκτιούσαμε και η μουσική ήταν το μέσο για να εκφραστούμε. Δηλαδή για να εκφράσουμε την αντίθεσή μας στα κακώς κείμενα αλλά και την άρνησή μας να αποδεχτούμε τον κόσμο στον οποίο καλούμασταν να ζήσουμε. Η δυστυχία πάντα αποτελεί το έναυσμα για δημιουργία.

Ο Τίτος Καργιωτάκης, στυλοβάτης και στο νέο σου άλμπουμ, προ ετών μου είχε πει ότι την «αλλαγή πίστας» που κατά γενική ομολογία σηματοδότησαν -όχι μόνο για τη σκηνή της Θεσσαλονίκης αλλά για τη ροκ μουσική γενικά στην Ελλάδα- τα «Εννιά Πληρωμένα Τραγούδια», όσοι την έβλεπαν από μέσα -μουσικοί, παραγωγοί κλπ- την αντιλαμβάνονταν ως κάτι πολύ φυσιολογικό. Σχεδόν σαν να μην τρέχει τίποτα. Και μόνο όταν άρχισε να γεμίζει ο Λυκαβηττός, συνειδητοποιήσατε ότι κάτι συμβαίνει, γιατί μέχρι τότε τα live γίνονταν σε πανεπιστήμια, σε διάφορα μικρά μαγαζάκια κλπ. Έτσι θυμάσαι κι εσύ την όλη ιστορία;
Ναι, παίζαμε σχεδόν κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο τριήμερα ή διήμερα στο ΑΝ και όταν έγινε η πρόταση από τον Νίκο Λώρη της DiDi να κάνουμε συναυλία στον Λυκαβηττό ήταν κάτι σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Τότε κάποιοι φίλοι του προσπάθησαν να τον νουθετήσουν, λέγοντάς του να μην το κάνει. Κανείς μας δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι κάτι είχε αλλάξει. Αυτό το καταλάβαμε όταν παίξαμε στο θέατρο του Λυκαβηττού που ήταν κατάμεστο και γύρω στα βράχια, έξω από το θέατρο, κρέμονταν κι άλλος κόσμος.

Το 1998 σε συναυλία στο Βόλο με τις Τρύπες.


Πώς ήταν σε επίπεδο καθημερινότητας οι σχέσεις των συγκροτημάτων της δικής σας γενιάς στη Θεσσαλονίκη; Βγαίνατε, παίζατε, πίνατε, προβάρατε στα ίδια μέρη, ζούσατε δηλαδή μια κοινή, εν πολλοίς, ζωή; Η αίσθηση της σκηνής, θέλω να πω, όντως υπήρχε έντονα ή είναι κυρίως μια κατασκευή στο μυαλό όσων δεν ζούσαμε εκεί;
Ναι, υπήρχε η αίσθηση της σκηνής. Υπήρχαν σχέσεις μεταξύ των μουσικών και των συγκροτημάτων. Να σκεφτείς ότι οι περισσότερες μπάντες κάναμε πρόβα στην ίδια πολυκατοικία στα Λαδάδικα. Όταν σταματούσες να παίζεις, άκουγες τι έπαιζε η διπλανή μπάντα γιατί παίζαμε σε χώρους που ήταν φτιαγμένοι να γίνουν γραφεία και δεν υπήρχε μόνωση. Όταν ήθελες κάτι ή είχες κάποιο πρόβλημα πήγαινες στον γείτονα και το ζητούσες. Δανείζαμε και δανειζόμασταν ενισχυτές, όργανα και ό,τι άλλο είχε ο καθένας μας. Και τα βράδια συχνάζαμε συνήθως στα ίδια στέκια.

Έβραζε όντως o τόπος εκεί πέρα πριν από το «ξέσπασμα» των 90s; Δηλαδή όλα αυτά τα συγκροτήματα, από Γκούλαγκ μέχρι Τρύπες, πόσο κόσμο αφορούσαν στην πόλη;
Ναι, υπήρχε ένας αναβρασμός αλλά ο κόσμος που άκουγε αυτή την μουσική και αυτά τα συγκροτήματα και ερχόταν συνειδητά στις συναυλίες γνωρίζοντας τι πάει να ακούσει, ήταν πάντα λίγος. Ακόμα και όταν εμείς φτάσαμε να έχουμε πολύ κόσμο στις συναυλίες μας, μου δόθηκε πολλές φορές η εντύπωση ότι δεν παρευρίσκονταν εκεί όλοι για το ίδιο λόγο ή είχαν μπερδέψει κάποια πράγματα. Χαρακτηριστικά θυμάμαι κάποιον να φωνάζει στον Αγγελάκα: «Γιάννη, εσύ κι ο Νότης» – δηλώνοντας έτσι τις προτιμήσεις του. Τώρα τι σχέση είχε ο Γιάννης με τον Νότη είναι ένα ερώτημα που πρέπει να το θέσουμε στους επιστήμονες να μας το απαντήσουν.

Όλοι δουλεύαμε παράλληλα για να βιοποριστούμε – και ο Μπάμπης έπαιζε σε ταβέρνες και ο Γιάννης δούλευε σε μπαρ ακόμη και όταν η μπάντα άρχισε να γεμίζει Λυκαβηττούς.

Με την αλλαγή της δεκαετίας, από τα 80s στα 90s, με τον ερχομό της επιτυχίας, με τη σκηνή της Θεσσαλονίκης να είναι πια κοινό κτήμα όλης της χώρας, πόσο διαφορετικά ήταν για εσάς που είχατε ξεκινήσει από το μηδέν χωρίς να ξέρετε πού και πώς θα σας βγάλει;
Ήταν αναπάντεχο αυτό που μας συνέβαινε, ζούσαμε ένα όνειρο και το ζούσαμε ξύπνιοι. Παίζαμε την μουσική που μας άρεσε και είχε αποδοχή, περνούσαμε ωραία και βγάζαμε και κάποια λεφτά. Κανείς εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα μπορούσες να το καταφέρεις αυτό παίζοντας ροκ μουσική. Ο μόνος τρόπος για να κερδίσει ένας μουσικός λεφτά ήταν αν έπαιζε στα σκυλάδικα ή στις ταβέρνες.

«Αυτό που έγινε τελικά με τις Τρύπες, κανείς δεν το φανταζόταν ρε φίλε, ήταν σοκ για όλους» μου είπε κάποτε ο Ασκληπιός Ζαμπέτας. «Όταν πήγα στις Τρύπες είχαν ήδη βγάλει τρεις δίσκους, ήταν στη Virgin, αλλά κανείς δεν είχε στο μυαλό του αυτή την πιθανότητα. Κάναμε 15 συναυλίες το χρόνο, βγάζαμε ίσα ίσα τα έξοδα και τα λεφτά της ημέρας. Δεν μπορούσες να ζήσεις από αυτό. Απλά ήταν καλή φάση γιατί μπορούσες να ταξιδεύεις και να κάνεις συναυλίες. Ακόμη και όταν ήταν στα πολύ πάνω της η μπάντα, εγώ κι ο Καρράς που είχαμε οικογένειες, δεν αφήσαμε τις δουλειές μας». Μιλώντας για σένα, τι ήταν αυτό που σε προσγείωνε και δεν πήρες την απόφαση να αφοσιωθείς ολοκληρωτικά σε αυτή την υπόθεση;
Όλοι δουλεύαμε παράλληλα για να βιοποριστούμε – και ο Μπάμπης έπαιζε σε ταβέρνες και ο Γιάννης δούλευε σε μπαρ ακόμη και όταν η μπάντα άρχισε να γεμίζει Λυκαβηττούς. Πώς θα μπορούσα να βιοποριστώ αποκλειστικά από την μουσική αφού και στα καλύτερα της μπάντας αυτά που κέρδιζα από την μουσική δεν ήταν αρκετά για να ζήσω την οικογένεια μου; Για μένα δεν υπήρχε τρόπος να βιοποριστώ από την μουσική, έτσι αυτό που σε προσγειώνει τελικά είναι η πραγματικότητα εφόσον θέλεις να έχεις σχέσεις μαζί της.

"Επειδή η ζωή με έχει διδάξει να μην κάνω σχέδια για το μέλλον θα πω μόνο ότι θέλω να κάνω συναυλίες και να παρουσιάσω αυτό τον δίσκο." ALEXANDROS AVRAMIDIS


Ο αγαπημένος σου από τους δίσκους που βγάλατε με τις Τρύπες ποιος είναι; Και γιατί θεωρείς ότι είναι καλύτερος από τους υπόλοιπους;
Το ερώτημα αυτό είναι σαν να ζητάμε από μια μάνα να πει ποιο παιδί της αγαπάει περισσότερο. Αδυνατώ να απαντήσω.

Σχεδόν 25 χρόνια μετά την αυλαία της μπάντας, ο πρώτος σου σόλο δίσκος είναι γεγονός. Οι «Ασκήσεις Απλότητας» σηματοδοτούν την επιστροφή σου. Είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για τα επόμενα σου βήματα; Τόσο όσον αφορά πιθανές συναυλίες για αυτό τον δίσκο, όσο και για το γράψιμο ενός επόμενου.
Επειδή η ζωή με έχει διδάξει να μην κάνω σχέδια για το μέλλον θα πω μόνο ότι θέλω να κάνω συναυλίες και να παρουσιάσω αυτό τον δίσκο. Αυτό θα προσπαθήσω να κάνω. Όσο αυτό θα είναι εφικτό. Όσον αφορά έναν επόμενο δίσκο, θα ήθελα να καταφέρω να ηχογραφήσω κάποια τραγούδια που έχω φτιάξει μαζί με δύο μουσικούς, τον Ηρακλή Ιωσηφίδη και τον Άγγελο Μπουρνά που παίζουμε τον τελευταίο χρόνο μαζί.

Πόσες φορές έχεις ακούσει το άλμπουμ από τότε που το ολοκλήρωσες; Υπάρχει κάτι που έχεις μάθει για τον εαυτό σου ακούγοντάς το, κάτι που δεν ήξερες πριν το ξεκίνημα αυτής της ιστορίας;
Αφότου ολοκληρώθηκε δεν τον άκουσα πολλές φορές γιατί μέχρι να τελειώσει ένας δίσκος τον ακούς αναγκαστικά στην επεξεργασία του ήχου τόσο πολύ που έχεις κουραστεί. Θα τον ακούσω μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, όταν θα έχει κάτσει η σκόνη. Για τον εαυτό μου πάντως δεν έμαθα τίποτε περισσότερο από ό,τι ήδη ήξερα.

Με το χέρι στην καρδιά, τώρα που κυκλοφορούν οι «Ασκήσεις Απλότητας» και το όνομα σου θα ακουστεί ξανά πολύ, σκέφτεσαι ότι από εκεί που είχες την ησυχία σου στην πόλη σου, όλο και κάποιος άγνωστος σου μουσικόφιλος, νέος ή μεγάλος δεν έχει σημασία, θα σου πιάσει την κουβέντα στο δρόμο;
Αυτό συνέβαινε έτσι ή αλλιώς, με έχουν σταματήσει πολλές φορές και έχουμε πιάσει κουβέντα. Αν η προσέγγιση από κάποιον άγνωστο γίνεται με ευγένεια, δεν έχω πρόβλημα.

Συνήθως τι σου λένε; Τι σε ρωτάνε;
Συνήθως με ρωτάνε αν θα ξαναενωθούν οι Τρύπες για να κάνουν κάποιο live. Άλλοι πάλι μου λένε πόσο μας αγαπάνε και πόσο θα θέλανε να δουν ένα live γιατί όταν παίζαμε είτε ήταν ακόμη αγέννητοι ή ήταν πολύ μικροί για να έρθουν.

Και κάτι τελευταίο για κάτι παλιό. Τώρα που έχεις μεγαλώσει, νιώθεις κάποιου είδους συγκατάβαση απέναντι στο πώς ήσουν ως νέος; Ή υπερισχύει ο σεβασμός για την εντιμότητα που είχε η αναζήτησή σου;
Αυτό. Το υιοθετώ.

Ο πρώτος σόλο δίσκος του Γιώργου Καρρά με τίτλο “Ασκήσεις Απλότητας” θα κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο από τη United We Fly.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα