AP PHOTO

ΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Ο ρόλος που μπορεί να παίξει η Αριστερά τον 21ο αιώνα περιορίζεται μόνο στην περιφρούρηση των κοινωνικών δικαιωμάτων; Απαντούν ο Αιμίλιος Αυγουλέας και ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος.

Είναι ο κοινωνικός φιλελευθερισμός το τελευταίο αποκούμπι της Αριστεράς;

Εκ πρώτης όψεως, το ερώτημα φαντάζει προβοκατόρικο. Η Αριστερά, σε όλες τις εκφάνσεις της, δεν μπορεί να καταπιάνεται μόνο με την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων. Με μία όμως πιο προσεκτική ματιά, θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και μετά, η αριστερά σημείωσε υποχώρηση σε ζητήματα που αφορούν την οικονομική και βιώσιμη ανάπτυξη, την απασχόληση και τη διανομή του πλούτου, στοιχεία τα οποία όχι μόνο ήταν βασικά στην ατζέντα της επί δεκαετίες, αλλά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ακόμη και ως ταυτοτικά.

Η αλήθεια ότι στα πρώτα 10 χρόνια μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, ο καπιταλισμός, στη νεοφιλελευθέρη εκδοχή του μάλιστα, επικράτησε απόλυτα συμπαρασύροντας στο ορμητικό ρεύμα του ακόμα και κεντροαριστερές δυνάμεις. Ωστόσο, στη συνέχεια με την ανάπτυξη του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης και μετά λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης τα θέσφατα του νεοφιλελευθερισμού αμφισβητήθηκαν έντονα. Παράλληλα, η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, αλλά και των κοινωνικών δικτύων έδωσαν στη διάθεση των αμφισβητιών νέα εργαλεία, αλλά και νέα πεδία σκέψης.

Τελικά, εν έτει 2021 η Αριστερά έχει ως μόνο αποκούμπι της τον κοινωνικό φιλελευθερισμό ή μπορεί να μιλήσει με θάρρος, τόλμη και επιχειρήματα, για την οικονομία, τον ψηφιακό μετασχηματισμό του κράτους, την κλιματική αλλαγή και την 4η βιομηχανική επανάσταση;

Δύο αναγνωρισμένοι επιστήμονες ο Αιμίλιος Αυγουλέας, τακτικός Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, με έδρα Τραπεζικού Δικαίου και Χρηματοοικονομικών Αγορών, και ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου απαντούν στο όντως προβοκατόρικο αλλά και ενδιαφέρον ερώτημα και δίνουν τη δική τους διάσταση στη συλλογιστική για την Αριστερά του 21ου αιώνα.

Αιμίλιος Αυγουλέας: O μετασχηματισμός του φιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου ανάπτυξης και η Ευρωπαική Κεντρο-αριστερά

Η δημιουργία του διαδικτύου και εν συνεχεία η τεχνο-οικονομική επανάσταση που αποκαλούμε 4η βιομηχανική επανάσταση έχουν οδηγήσει στην παραγωγή ασύλληπτου ιδιωτικού πλούτου όχι στην βάση της εκμετάλλευσης της υπεραξίας των έτσι κι αλλιώς πολύ καλά αμειβόμενων εργαζομένων (με εξαίρεση τις εταιρείες λιανεμπορίου τύπου Amazon), – όπως ας πούμε συνέβη στο πρώτο στάδιο της παγκοσμιοποίησης, αλλά με βάση την συστηματική και πολλές φορές αναίσχυντη εκμετάλλευση των πληροφοριών που οι εταιρείες αυτές αποθησαυρίζουν από την χρήση των δικτύων τους από δισεκατομμύρια χρήστες σε όλον τον πλανήτη και σε κάποιο (πιο περιορισμένο βαθμό) από τα προσωπικά τους δεδομένα.

Με αυτόν τον τρόπο η οικονομία της πληροφορίας δημιούργησε παγκόσμια και όχι τοπικά ή περιφερειακά μονοπώλια, που υπήρξαν ο βασικός στόχος της αριστεράς για περίπου δύο αιώνες. Έπειτα, μέσω των κοινωνικών δικτύων, η οικονομία της πληροφορίας μετασχηματίζει και εν πολλοίς αποδομεί και τις ιεραρχικές οικονομικές σχέσεις, δημιουργώντας προκλήσεις για το αφήγημα της ευρωπαϊκής αριστεράς και στο πολιτικό και στο κοινωνικό πεδίο. Παραδείγματος χάριν το Facebook και το Instagram κοινωνικοποιούν τους νέους ως μονάδες και όχι ως ομάδες, όπως ας πούμε έκαναν παλιότερα τα Πανεπιστήμια, τα Συνδικάτα, ή ακόμη και οι «Πλατείες». ‘Ετσι, ενώ έχει γίνει πολύ πιο εύκολη η συγκέντρωση και ο συντονισμός του πλήθους για συμμετοχή σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, μόνον θέματα ύψιστης σημασίας, όπως ας πούμε η διατήρηση της αυτονομίας του Χονγκ Κόνγκ, ή οι αμερικανικές εκλογές μπορούν να δημιουργήσουν μαζικά πολιτικά κινήματα μέσω των κοινωνικών δικτύων.

Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια με αιτία την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και το οικονομικό και κοινωνικό σοκ της πανδημίας και με αφορμή την εφαρμογή αναγκαίων δράσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής έχει δημιουργηθεί μια νέα ιδεολογική σύνθεση κυρίως στο πεδίο της ιδιωτικής οικονομίας. Πρόκειται για το κίνημα του συμμετοχικού (stakeholder) – και όχι μετοχικού – καπιταλισμού που στοχεύει στην βιώσιμη οικονομική (sustainable) ανάπτυξη με την δημιουργία ενός μοντέλου οικονομίας που σέβεται και προστατεύει το φυσικό περιβάλλον, δίνει την ίδια έμφαση με την επίτευξη επιχειρηματικής κερδοφορίας στην ανάπτυξη των εργαζόμενων (το επονομαζόμενο ανθρώπινο κεφάλαιο) και την επίτευξη αειφορίας και μετρήσιμης κοινωνικής προόδου (π.χ. μείωση των μισθολογικών ανισοτήτων μεταξύ των ανδρών και γυναικών που εργάζονται στην ίδια επιχείρηση).

Επιδιώκει δηλαδή την επίτευξη μακροχρόνιας οικονομικής και κοινωνικής προόδου impact economy. Πρόκειται για σταδιακή μεν, επαναστατική δε, αναπροσαρμογή του μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης και του κυρίαρχου μοντέλου λειτουργίας της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, το οποίο έδινε απόλυτη προτεραιότητα στην επίτευξη βραχυπρόθεσμου οικονομικού κέρδους προς όφελος των ιδιοκτητών της επιχείρησης, δηλαδή των μετόχων με πλειοψηφική εταιρική συμμετοχή.

Το νέο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης έχει και πάλι ως βασικό του φορέα την ιδιωτική επιχείρηση, η οποία όμως θεωρείται σήμερα πως είναι μια συμμετοχική και συνεργατική οικονομική και κοινωνική μονάδα που λειτουργεί προς όφελος όχι μόνον των μετόχων της, αλλά και των προμηθευτών της, των εργαζομένων της, των πελατών της, του φυσικού περιβάλλοντος και των τοπικών κοινωνιών. Δηλαδή, πολύ μακριά από τη νεοφιλελεύθερη θεωρησή των μεγάλων εταιρειών, ως μια οικονομική μηχανή που επιχειρούν αποκλειστικά προς όφελος των μετόχων τους σε βάρος των άλλων οικονομικών και κοινωνικών ομάδων που συνδέονται με την επιχείρηση και τις δραστηριότητές της. Δηλαδή, το παλιό δόγμα του Friedman “the business of business είναι απλά νεκρό.

Το κλειδί στην επιτυχή εφαρμογή του νέου αυτού οικονομικού μοντέλου είναι καταρχάς η διαφάνεια μέσω της δημιουργίας δεικτών που μετρούν τον βαθμό λειτουργίας της ιδιωτικής επιχείρησης προς όφελος του περιβάλλοντος και της αειφορίας, της χρηστής εταιρικής διακυβέρνησης (π.χ., ίσος αριθμός ανδρών και γυναικών στο διοικητικό συμβούλιο μεγάλων εταιρειών), και της επίτευξης βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης μέσω των δραστηριοτήτων της εταιρείας (Environment, Sustainability, Governance ή για συντομία δείκτες ESG) και τη δημοσίευση των επιδόσεων των πιο μεγάλων κυρίως εταιρειών με βάση τους συγκεκριμένους δείκτες.

Ο δεύτερος τρόπος είναι η δημιουργία πειστικού καθεστώτος συμμόρφωσης με βάση τους ιδιωτικούς (και δημόσιους) ελεγκτικούς μηχανισμούς του τραπεζο-χρηματιστηριακού καπιταλισμού με άξονα μια αξιοπρόσεκτη συνεργασία του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Συχνά (αν και όχι πάντοτε) δημόσιος και ιδιωτικός τομέας παρέχουν από κοινού τους κανόνες, με βάση τους οποίους κρίνονται οι επιδόσεις των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων στους πιο πάνω τομείς. Εν συνεχεία, στους θεσμικούς επενδυτές ανατίθεται με κώδικες επενδυτικής συμπεριφοράς (stewardship codes) ο ρόλος του χρηστού (steward) θεματοφύλακα και ελεγκτή της επίδοσης της εταιρείας με βάση τους προαναφερόμενους δείκτες.

Αυτή η ριζική μετεξέλιξη του καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης θα οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε φθίνουσα πορεία τα κεντροδεξιά πολιτικά σχήματα που ασπάζονται τα θέσφατα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Βραχυπρόθεσμα όμως μαζί με την έκρηξη του εθνικισμού ως κυρίαρχου στοιχείου πολιτικής ταυτότητας των ψηφοφόρων (π.χ. Brexit) στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, η 4η βιομηχανική επανάσταση και το συμμετοχικό οικονομικό μοντέλο έχουν δημιουργήσει εμφανή αμηχανία στην ευρωπαϊκή αριστερά και κεντροαριστερά. Στην τελευταία περίπτωση, τα Ευρωπαικά κεντροαριστερά κόμματα έχοντας υιοθετήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό το νεοφιλελεύθερο αφήγημα μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1990, για να αποκτήσουν κυβερνησιμότητα, στο τέλος απλώς ξέμειναν από πειστικά πολιτικά επιχειρήματα. Έτσι, βρήκαν χώρο και γιγαντώθηκαν νέα κινήματα εκτός των εθνικο-λαϊκιστικών, όπως οι πράσινοι της Γερμανίας, διευρύνοντας σε μεγάλο βαθμό όχι μόνον τα εκλογικά τους ποσοστά, αλλά και την πολιτικής τους επιρροή.

Θα ήταν λοιπόν σήμερα στρατηγικό λάθος ο τυχόν περιορισμός της αριστεράς και της κεντροαριστεράς στην προώθηση των εύλογων δικαιωμάτων των μειονοτήτων αγνοώντας το νέο οικονομικό και πολιτικό consensus γύρω από το αίτημα της βιωσιμότητας. Έτσι κι αλλιώς, η πρωτοπορία των αριστερών κομμάτων στην προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων δεν είναι πια μονοπωλιακή. Αντιθέτως, η ατζέντα προώθησης των εύλογων και θεμιτών δικαιωμάτων των μειονοτήτων έχει τα τελευταία χρόνια υποταχθεί στην ατζέντα των λεγόμενων πολιτικών της ταυτότητας (identity politics) στα οποία έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και η δεξιά, είτε πρόκειται για πολιτικές προώθησης της εθνικής ταυτότητας (Brexit – ακροδεξιά), είτε των θρησκευτικών και σεξουαλικών προτιμήσεων, την εύλογη προστασία των οποίων προωθούν, επίσης, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις.

Εκείνο που χρειάζεται σήμερα ως συμβολή της Ευρωπαϊκής Αριστεράς σε μια νέα κεντροαριστερή σύνθεση – ακολουθώντας και το παράδειγμα του κόμματος των πρασίνων της Γερμανίας και της κυβέρνησης των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ – είναι η συστηματική προώθηση πολιτικών για το κλείσιμο της ψαλίδας της εισοδηματικής ανισότητας και της ανισότητας ευκαιριών. Παράδειγμα τέτοιων πολιτικών αποτελούν η θεσμοθέτηση της πληρωμής των εργαζομένων με βιώσιμο μισθό (living wage), ειδικά αυτών που απασχολούνται στους αναδυόμενους οικονομικούς κλάδους, όπως το περίφημο gig economy, την προστασία των εργαζομένων σε αυτούς τους τομείς με την παροχή της δυνατότητας να έχουν άδεια ασθένειας, ετήσια άδεια κ.λπ.

Για παράδειγμα η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά οφείλει να αγκαλιάσει το αίτημα για τη δίκαιη φορολόγηση των πολύ πλούσιων και την επιβολή ενός ενιαίου φόρου επί των διασυνοριακών συναλλαγών.

Επίσης, η προώθηση του αιτήματος δημιουργίας ισχυρών κοινωνικών υπηρεσιών στους τομείς της παιδείας και της υγείας για να εξασφαλισθεί το κοινωνικό δίκτυο προστασίας και η κοινωνική κινητικότητα. Ειδικά σε χώρες, όπως η Ελλάδα, οι οποίες λόγω οικογενειοκρατίας τείνουν προς ένα φεουδαρχικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα, το οποίο δολοφονεί τις δυναμικές και ρηξικέλευθες δυνάμεις του τόπου εξαναγκάζοντάς τες σε μετανάστευση, οι πολιτικές αυτές αποτελούν συνθήκη εθνικής επιβίωσης. Η χρηματοδότηση αυτή δεν χρειάζεται να είναι σε βάρος της δημόσιας ασφάλειας και εθνικής άμυνας.

Για παράδειγμα η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά οφείλει να αγκαλιάσει το αίτημα για τη δίκαιη φορολόγηση των πολύ πλούσιων και την επιβολή ενός ενιαίου φόρου επί των διασυνοριακών συναλλαγών (Internet tax), συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης της πρότασης Αυγουλέα (2021) για τη φορολόγηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο των υπερκερδών της πανδημίας, με σκοπό την ανακούφιση από τα χρέη τους των υπερχρεωμένων μικρών επιχειρήσεων. Μια άλλη πολύ σημαντική πολιτική πρωτοβουλία θα ήταν η προώθηση ενός πανευρωπαϊκού φόρου επί των επενδύσεων σε ρυπογόνους (brown investments) επιχειρηματικές δραστηριότητες (Avgouleas, 2021).

Τέλος, ένας τομέας στον οποίο οι δυνάμεις του αριστερού και κεντροαριστερού χώρου θα έπρεπε να είναι στην πρωτοπορία είναι αυτός της προσπάθειας κλεισίματος του χάσματος ψηφιακών δεξιοτήτων πάνω στο οποίο θα κινηθούν οι σχέσεις οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας στο εγγύς μέλλον. Καμιά δε από τις προαναφερόμενες πρωτοβουλίες για το ξανα-γέμισμα της κοινωνικοοικονομικής ατζέντας της κεντροαριστεράς δεν οδηγεί σε λαϊκίστικές χίμαιρες του τύπου «λεφτά υπάρχουν», ούτε στη δημιουργία του περίφημου “κράτους πατερoύλη” (“nanny state”).

Aντιθέτως, οδηγούν σε μια καινούργια συνεργατική σύνθεση των καλύτερων πλευρών του οικονομικού φιλελευθερισμού με τις κοινωνικές πολιτικές, εκείνες που εξασφαλίζουν όχι μόνον τις ατομικές και κοινωνικές ελευθερίες, αλλά και ένα αξιοπρεπές επίπεδο ζωής με μικρότερες ανισότητες, ακόμη και στα εισοδήματα των φύλων, και ένα βιώσιμο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης.

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Ο μέγας φόβος της παγκόσμιας Δεξιάς είναι ότι το 99% έχει καταλάβει ότι πρακτικά αυτή δουλεύει για το 1%

Είναι ο κοινωνικός φιλελευθερισμός το τελευταίο αποκούμπι της Αριστεράς; Το ερώτημα αυτό, μάλλον αδιανόητο για τον χώρο της Αριστεράς, ίσως να απασχολεί κάποιους/ες από άλλους πολιτικούς χώρους. Για τη Δεξιά, για παράδειγμα, θα ήταν μια καλή εξέλιξη, γιατί θα επιβεβαίωνε τις ανιστόρητες αποφάνσεις της περί του τέλους της ιστορίας και του περιορισμού της σε μικροδιευθετήσεις στο πλαίσιο ενός ανταγωνιστικού καπιταλισμού και μιας ελεγχόμενης δημοκρατίας, σε διαχείριση του υπάρχοντος δηλαδή. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι ταξικές ανισότητες και τα υλικά προβλήματα δεν θα τροφοδοτούσαν την πρώτη ύλη της πολιτικής. Ούτε τα όνειρα για εμβάθυνση της δημοκρατίας και ενίσχυση της συμμετοχής των πολλών στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων που τους επηρεάζουν.

Η πολιτική θα περιοριζόταν μόνο σε ζητήματα κοινωνικού και πολιτισμικού φιλελευθερισμού, στον πυρήνα του οποίου θα υπήρχε η πολιτική των ταυτοτήτων. Η Δεξιά θα κατοχύρωνε την εκπροσώπηση των «πληττόμενων» από την πολιτισμική ανασφάλεια (κυρίως εθνικών) πλειοψηφιών και στην Αριστερά θα απόμενε η εκπροσώπηση κάθε λογής μειοψηφιών και μειονοτήτων. Πρόκειται, δηλαδή, για μια φαντασίωση της Δεξιάς: λίγες αντιδράσεις σε θέματα που εύκολα μπορεί να χειριστεί.

Το ερώτημα αυτό, επίσης, μαρτυρά ότι η Δεξιά είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει τον χώρο του κοινωνικού φιλελευθερισμού στην Αριστερά, αναγνωρίζοντας ότι έχει προβάδισμα σε αυτόν τον τομέα. Και, επιπλέον, ότι δεν διατίθεται να παλέψει για να καλύψει το χαμένο έδαφος. Και, ακόμα χειρότερα, ότι μπροστά στην ανάγκη για διατήρηση και εμβάθυνση της νεοφιλελεύθερης κατάστασης πραγμάτων ο κοινωνικός φιλελευθερισμός μπορεί να θυσιαστεί προς όφελος του αυταρχισμού, μιας και μόνο ο τελευταίος εγγυάται την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού (γιατί η πειθώ έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της). Με λίγα λόγια, λοιπόν, η Δεξιά δεν νιώθει αμηχανία με την ομολογία του αξιακού της διαζυγίου με τον φιλελευθερισμό.

Οι εν λόγω επισημάνσεις, ωστόσο, δεν σημαίνουν ότι το αρχικό ερώτημα δεν πρέπει να απαντηθεί. Μόνο που η απάντηση είναι εύκολη: όχι, δεν μένει μόνο ο κοινωνικός φιλελευθερισμός για την Αριστερά. Ίσως, εξ αντανακλάσεως, να μένει μόνο ο πολιτικός και κοινωνικός αυταρχισμός για τη Δεξιά. Αλλά για όλα τα υπόλοιπα δεν εναπόκειται στη Δεξιά να αποφασίσει τι μένει και σε ποιον. Γιατί το κοινωνικό ζήτημα και η αποδημοκρατικοποίηση δεν μπορούν να παραμεριστούν με τους εξορκισμούς των συντηρητικών σκοταδιστών, αναδύονται και επιβάλλονται από τις ίδιες τις κοινωνίες.

Τη στιγμή που τα πολιτικά και κομματικά συστήματα ανά τον κόσμο αναδιατάσσονται στη βάση των διαιρετικών τομών που προέκυψαν με τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (χαμένοι και κερδισμένοι του νεοφιλελευθερισμού, χαμένοι και κερδισμένοι της παγκοσμιοποίησης), η Αριστερά στέκεται στο πλευρό των χαμένων του νεοφιλελευθερισμού, αρνούμενη να αφήσει τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης (όσους νιώθουν ανασφάλεια χωρίς την «προστασία» των εθνικών συνόρων) να στραφούν στον εθνικισμό. Το κοινωνικό ζήτημα επέστρεψε και ο μέγας φόβος της παγκόσμιας Δεξιάς είναι ότι το 99% έχει καταλάβει ότι πρακτικά αυτή δουλεύει για το 1%.

Πέρα, όμως, από την καταγωγική σχέση της Αριστεράς με το κοινωνικό ζήτημα, υπάρχει και η καταγωγική σχέση της με τη χειραφετησιακή διαδικασία της κοινωνίας. Εν προκειμένω, με τη μείωση των αντικοινωνικών ανισοτήτων (που πλέον είναι και αντιπαραγωγικές), την αλλαγή των σχέσεων εργασίας και των εργασιακών μοντέλων (που πλέον είναι επιθυμητές από την πλειοψηφία των προσοντούχων ανθρώπων που αρνούνται τις ανειδίκευτες και τις ιεραρχικές δουλειές), καθώς και με τη μείωση των εργάσιμων ωρών (που είναι εφικτή χάρη στην ψηφιακή και ρομποτική επανάσταση).

Ομοίως, η Αριστερά καλείται να πρωταγωνιστήσει στην υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας και στην εμβάθυνσή της. Η διαδικασία αποδημοκρατικοποίησης που είναι σε πλήρη εξέλιξη δεν περιορίζεται στα κοινωνικά δικαιώματα, ώστε να προσανατολίζει την Αριστερά μονοσήμαντα στην υπεράσπιση του κοινωνικού φιλελευθερισμού, αλλά επεκτείνεται και στα πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες που στηρίζουν τη λειτουργία της δημοκρατίας ως πολιτεύματος από και για το λαό. Η δημοκρατία είναι ένα διαρκές διακύβευμα και ποτέ μόνιμη κατάκτηση.

Όχι μόνο το πρόβλημα αυτό πρέπει να απασχολεί πρωταγωνιστικά την Αριστερά, αλλά είναι πλέον σαφές ότι η ίδια «ή θα είναι πράσινη ή δεν θα είναι Αριστερά».

Τις τελευταίες δεκαετίες έχει περιοριστεί η δυνατότητα παρέμβασης του λαού στα κέντρα λήψης των αποφάσεων, μέσω της υποχώρησης της δύναμης της Βουλής, της αύξησης της επικράτειας της εκτελεστικής εξουσίας, του περιορισμού της λογοδοσίας, της μεταφοράς της πολιτικής εξουσίας από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις σε διεθνείς οργανισμούς πέραν της δημοκρατικής λογοδοσίας, της αναβάθμισης της καταστολής των κινημάτων, του ασφυκτικού ελέγχου των ΜΜΕ από την ολιγαρχία του χρήματος. Η αστική δημοκρατία είναι πλέον ένα πεδίο μάχης, όπου αργά αλλά σταθερά αναδύεται μία ακόμα διαιρετική τομή: πολιτικός αυταρχισμός εναντίον δημοκρατίας. Εκτός, όμως, από την υπεράσπιση της δημοκρατίας, πεδίο δόξης λαμπρό για την Αριστερά είναι και η διαδικασία εμβάθυνσής της, χάρη και στις νέες δυνατότητες που μας προσφέρει το διαδίκτυο. Και σε αυτό τον τομέα δεν πρέπει να καθυστερήσουν άλλο οι τολμηρές πρωτοβουλίες. Διότι καμία δημοκρατική κατάκτηση δεν γενικεύθηκε, παρά ύστερα από δοκιμές και διαδοχικές διορθώσεις (trial and error).

Άφησα για το τέλος την πιο πρόσφατη διαχωριστική γραμμή, η οποία ωστόσο θα κρίνει το μέλλον ολόκληρου του κόσμου, και η οποία κάνει τις άλλες να ωχριούν μπροστά της σε σημασία. Πρόκειται για τη διαχωριστική γραμμή που θέτει το πολύ επείγον οικολογικό πρόβλημα. Όχι μόνο το πρόβλημα αυτό πρέπει να απασχολεί πρωταγωνιστικά την Αριστερά, αλλά είναι πλέον σαφές ότι η ίδια «ή θα είναι πράσινη ή δεν θα είναι Αριστερά».

Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι συγγραφέας του βιβλίου “Το 1821 ως Επανάσταση” που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το ΕΝΑ-Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα