AP

ΦΕΡΝΕΙ Ο ΤΖΟ ΜΠΑΙΝΤΕΝ ΤΟΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ ΣΤΙΣ ΗΠΑ;

Μετά τις 100 πρώτες ημέρες της παρουσίας του Τζο Μπάιντεν στο Λευκό Οίκο ένα πράγμα έχει γίνει απολύτως ξεκάθαρο. Ο γέρο-Τζο ήρθε για να τα αλλάξει όλα...

Την Πέμπτη το βράδυ διαβάζαμε τα αμερικανικά sites, μπαίναμε στο twitter, σκρολάραμε σχόλια στο faceook και δεν πιστεύαμε στ’ αυτιά και στα μάτια μας. Ο Τζο Μπάιντεν, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, είχε δηλώσει με κάθε επισημότητα στο Κογκρέσο ότι “trickle-down economics has never worked”. Ο,τι, δηλαδή, η ιερά βίβλος του νεοφιλελευθερισμού (δώστε φοοροαπαλλαγές στο μεγάλο, κυρίως, κεφάλαιο για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και ευημερία) έλεγε ψέματα! Παγκόσμιο σοκ, αν μην τι άλλο!

Ενα 24ώρο πιο πριν είχαν μόλις διαρρεύσει σημαντικές πτυχές του σχεδίου Μπάιντεν για την ενίσχυση της αμερικανικής οικογένειας συνολικού ύψους 2 δις δολαρίων το οποίο ήρθε να προστεθεί στο πακέτο για την ανακούφιση από την πανδημία, συνολικού ύψους άλλων 2 δις δολαρίων. Που είσαι Κέυνς να μας δεις, που είσαι Ρούσβελτ να μας δεις.

Φαίνεται, είναι μάλλον ξεκάθαρο πια, ότι για να μπει στη νέα, μετά-covid εποχή, η αμερικανική οικονομία σταματά να υιοθετεί τις τακτικές της σχολής του Σικάγου και επιστρέφει στον ασφαλή και δοκιμασμένο ρόλο του new deal. Το κράτος παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάκαμψη γιατί σε οριακές καταστάσεις όπως αυτή που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ δεν υπάρχει άλλος δρόμος.

Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού Ωκεανού, η Ευρωπαϊκή Ένωση παρακολουθεί μάλλον αμήχανa. Εχει εξαγγείλει βέβαια το περιβόητο Ταμείο Ανάκαμψης αλλά τα κράτη-μέλη δεν έχουν δει ούτε μισό ευρώ στα δικά τους ταμεία από δαύτο. Τα πρώτα ποσά θα δοθούν προς το τέλος του καλοκαιριού και κάποια από αυτά θα αφορούν δάνεια. Τι ακριβώς συμβαίνει και η Ευρώπη παρουσιάζεται τόσο δύσκαμπτη και τόσο άτολμη ακόμα και τώρα;

Θέσαμε έξι απλές ερωτήσεις στον καθηγητή του Columbia University, Στάθη Γουργουρή ο οποίος ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ και πήραμε έξι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες απαντήσεις από τις οποίες το κεντρικό μήνυμα είναι το εξής: οι ΗΠΑ έχουν ήδη ξεκινήσει, η ΕΕ παραμένει ακόμη κολλημένη στο βατήρα…

Το πακέτο Μπάιντεν (ας το ονομάσουμε έτσι) φαίνεται ότι διαχέεται ήδη στην αμερικανική οικονομία ενώ το αντίστοιχο ευρωπαϊκό όχι ακόμα. Θα παίξει ρόλο στο ρυθμό ανάκαμψης των οικονομιών των δύο οντοτήτων (ΗΠΑ και ΕΕ);
Πρώτα από όλα, δεν υπάρχει ένα πακέτο Μπάιντεν, εκτός εάν θεωρήσουμε όλα τα οικονομικής φύσεως νομοσχέδια μέχρι στιγμής σαν κομμάτια ενός μεγάλου σχεδίου, το οποίο κάλλιστα μπορούμε να πούμε. Αλλά αξίζει να τα δούμε και ξεχωριστά, για τις λεπτομέρειες τους. Το 1ο είναι το πακέτο ενίσχυσης για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση (και οικονομικά) που έφερε η πανδημία, το 2ο αφορά συγκεκριμένη ενίσχυση υποδομών και το 3ο επιχειρεί μια τεράστια φορολογική μεταρρύθμιση.

Το 1ο έχει τεθεί ήδη σε εφαρμογή και τις άμεσες συνέπειες του τις βλέπουμε στην πρωτοφανή κινητοποίηση για την παραγωγή και διακίνηση των εμβολίων. Ήδη, σε αυτό και μόνο τον τομέα οι ΗΠΑ είναι μπροστά από την ΕΕ με ιλιγγιώδη διαφορά. Ως εκ τούτου, το άνοιγμα στην οικονομία – κυρίως, στην λεγόμενη οικονομία υπηρεσιών, που δεν γίνεται να καλυφτεί με τηλεργασία – έχει ήδη ξεκινήσει και το προβάδισμα που έχει η Αμερική σε σχέση με την ΕΕ είναι επίσης ιλιγγιώδες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα δημιουργηθεί μεγάλη οικονομική ανισότητα, αλλά το πιο σημαντικό είναι η αλλαγή προσέγγισης στην οικονομική πολιτική, που θέτει πλέον τις βάσεις για να ξεφύγουμε από τις αξίες του νεοφιλελευθερισμού. Δεν είμαι σίγουρος ότι η ΕΕ μπορεί να κάνει τόσο γρήγορα αυτή τη στροφή, ιδιαίτερα με το φόβο του πληθωρισμού που ακόμη κυριαρχεί στην Γερμανία και τους δορυφόρους της στην ΕΕ, αλλά θα είναι επίσης δύσκολο για την ΕΕ να συνεχίσει αυτή την σφιχτή οικονομική πολιτική γιατί δεν θα μπορέσει να ανταγωνιστεί την Αμερική.

Πολλά από τα χρήματα του ευρωπαϊκού ταμείου ανάκαμψης θα έρθουν με τη μορφή δανείων. Συμβαίνει το ίδιο και με το πακέτο Μπάιντεν;
Όχι βέβαια. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν δανείζει χρήμα στις πολιτείες. Το δίνει απλόχερα. Και βέβαια το τυπώνει ελεύθερα. Αυτή είναι και η ουσιώδης (και τεράστια) διαφορά.

Επιπλέον, η κυβέρνηση δίνει χρήμα απευθείας στους πολίτες, όχι μόνο άμεσα, αλλά με διάφορες αλλαγές στον φορολογικό κώδικα και παροχές σε πολλαπλές υπηρεσίες, κυρίως στους τομείς της υγείας και της παιδείας – π.χ. η πρωτοφανούς μεγέθους κρατική χρηματοδότηση των παιδικών σταθμών, ώστε οι πληγείσες οικονομικά οικογένειες να μην έχουν να αντιμετωπίσουν αυτά τα έξοδα ενώ οι γονείς προσπαθούν να ξαναβγούν στην αγορά εργασίας.

Ακόμα και η γενικότερη πολιτική δανεισμού φαίνεται να έχει αλλάξει, αφού η κυβέρνηση Μπάιντεν εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο να ακυρωθούν οι οφειλές σπουδαστικών δανείων, το μέγεθος των οποίων φτάνει κοντά στο ένα τέταρτο του αμερικανικού χρέους συνολικά.

Το ότι οι ΗΠΑ μοιάζουν αυτήν την ώρα να κινούνται πιο γρήγορα έχει να κάνει με τις γνωστές αγκυλώσεις που ταλαιπωρούν την ΕΕ ως οικοδόμημα ή οφείλεται και σε άλλους λόγους;
Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να συγκριθούν με την ΕΕ γιατί είναι τελείως διαφορετικές μορφές. Οι ΗΠΑ είναι ένα ομοσπονδιακό κράτος, ενώ η ΕΕ παραμένει ακόμα ένας οικονομικός συνεταιρισμός. Δεν έχει αναπτύξει πολιτικές δυνάμεις. Από την μια οι εθνικές κυβερνήσεις και από την άλλη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνεχίζουν να έχουν μεγαλύτερη ισχύ από την δήθεν κυβέρνηση των Βρυξελλών. Αυτή είναι η μεγάλη αδυναμία της ΕΕ, γιατί έτσι οι λαοί της Ευρώπης δεν μπορούν να θέσουν κοινωνικο-πολιτικά αιτήματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Έχουν παραπλανηθεί να τα ζητούν σε εθνικό επίπεδο.

Αλλά και σε καθαρά οικονομικά θέματα η ΕΕ δείχνει τεράστια δυσλειτουργία. Στην Αμερική, φερ’ ειπείν, δεν υπάρχει κανένας ενδοιασμός για το ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες που φτιάχνουν τα εμβόλια θα υπερασπιστούν το δικαίωμα τους στο κέρδος. Οπότε, η αμερικανική κυβέρνηση δεν καθυστερεί – επιτάσσει τις εταιρείες να αυξήσουν την παραγωγή και να συνεργαστούν, το οποίο είναι εναντίον της δήθεν «ελεύθερης» αγοράς που προασπίζεται τον ανταγωνισμό, αλλά δεν κάνει παζάρια στην τιμή. Τους διατάζει κα τους πληρώνει. Ενώ η ΕΕ καταναλώθηκε σε διαπραγματεύσεις γύρω από το κόστος, χάνοντας πολύτιμο χρόνο στους μαζικούς εμβολιασμούς.

Είναι αληθές αυτό που διαπιστώνουμε ότι ο Μπάιντεν κινείται σε πιο κεϋνσανικές λογικές στην οικονομία και στον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί να δώσει ώθηση στη χώρα του;
Απολύτως αληθές. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ρητά, πλέον, αναιρεί τις μέχρι πρόσφατα «ιερές» αρχές του νεοφιλελευθερισμού. Παρεμβαίνει στην οικονομία με ένα πρωτοφανές «έτσι θέλω», διαμηνύοντας παντού ότι η αγορά δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σε μαζικά κοινωνικά προβλήματα, όπως το υγειονομικό, αλλά ούτε και σε καθαρά οικονομικά προβλήματα, όπως η μαζική ανεργία.

Είναι ενδιαφέρον ότι σε αυτή την νέα νοοτροπία η κυβέρνηση Μπάιντεν βρίσκει στήριξη από την πλειονότητα των οικονομολόγων αλλά και του μεγάλου κεφαλαίου, που πλέον παραδέχονται ότι το κρατικό χρέος δεν έχει σημασία στην μεγάλη εικόνα, αλλά και το ότι η εισροή δημοσίου χρήματος στην αγορά δεν πρόκειται να δημιουργήσει πληθωρισμό, όταν τα βασικά επιτόκια είναι στο 0%. Η αγορά θέλει ρευστό και εκεί τελειώνει η ιστορία.

Όμως, δεν είναι μόνο η απλή τροφοδότηση ρευστού. Είναι το πως και που στοχεύει. Δηλαδή, το χρήμα δεν πάει στις τράπεζες, όπως έγινε το 2009 επί Ομπάμα. Πάει σε συγκεκριμένους τομείς και με βάση τις συγκεκριμένες ανάγκες της κοινωνίας, Γι’ αυτό και μετά το πρώτο πακέτο των σχεδόν 2 τρισεκατομμυρίων στήριξης σε άμεση σχέση με την πανδημία, έρχεται καπάκι και το 2ο, εξίσου μεγάλο, που αφορά την πλήρη αναδιάρθρωση των υποδομών και με βάση μια καθαρά πράσινη πολιτική όσον αφορά το περιβάλλον. Και επί πλέον, το 3ο νομοσχέδιο που τώρα ετοιμάζεται, το οποίο θα ανεβάζει τους φορολογικούς δείκτες σε όλο το μεγάλο κεφάλαιο – και συγκεκριμένα, στοχεύοντας στα καθαρά κέρδη (capital gains) και όχι μόνο στο εισόδημα των εταιρειών και των δισεκατομμυριούχων – ενώ ταυτόχρονα θα κατεβάσει τους φορολογικούς δείκτες των χαμηλοτέρων κοινωνικών στρωμάτων.

Έτσι, παρόλο που το κράτος μπορεί να τυπώνει χρήμα ελεύθερα, οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις σε υποδομές και κοινωνικές παροχές θα χρηματοδοτηθούν από την φορολόγηση των πλουσίων. Γι’ αυτό και έγραψα πριν από κάποιο διάστημα ότι η Αμερική διδάσκει «σοσιαλισμό».

Πόσο εύκολο ή δύσκολο θα είναι για τον Μπάιντεν να περάσει αυτά τα μέτρα από το Κογκρέσο και ποιος είναι ο βαθμός αποδοχής τους στην αμερικανική κοινωνία;
Σίγουρα, εφόσον η πλειοψηφία στην Γερουσία είναι οριακή, θα γίνει μεγάλη μάχη και θα υπάρξουν δυσκολίες. Όμως, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δείξει μια ευελιξία ταυτόχρονα με επιμονή και βρίσκει τρόπους να παρακάμψει τις αγκυλώσεις του κοινοβουλευτικού σώματος, όπως, π.χ. με την αύξηση του κατώτατου ωρομίσθιου στα $15, η οποία θα γίνει πλέον με προεδρικό διάταγμα και θα αφορά μόνο τους δημοσίους υπαλλήλους και λοιπούς άλλους συμβασιούχους που προσλαμβάνονται π.χ. για την ανακαίνιση κρατικών κτιρίων. Δυστυχώς, εφόσον δεν είναι κοινοβουλευτικός νόμος δεν θα αφορά τον καθαρά ιδιωτικό τομέα. Αλλά έτσι θα ασκήσει πίεση στον ιδιωτικό τομέα.

Στους κυβερνητικούς κύκλους, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται ένα μεγάλος μέρος νέων ανθρώπων που διακρίθηκαν μέσα από το «αριστερό» κίνημα Σάντερς, υπάρχει η πεποίθηση ότι ακόμη και αυτές οι μικρές νίκες/παρακάμψεις θα αποτελέσουν βάση για ολοκληρωτική υπερίσχυση μετά τις ενδιάμεσες βουλευτικές εκλογές του 2022, γιατί οι αποφάσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν μέχρι στιγμής δείχνουν μεγάλο βαθμό αποδοχής στην κοινωνία, ακόμη και στο περίπου 50% των Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων. Κι αυτό γιατί στοχεύουν στην καλυτέρευση των συνθηκών της καθημερινής ζωής των μέσων και φτωχών Αμερικανών. Εδώ οφείλουμε να πούμε ότι η επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης είναι άψογη.

Οι εκλογές του ’22 θα είναι καθοριστικές – όλοι το ξέρουν και ήδη προετοιμάζονται. Όμως, ο μηχανισμός που ακόμη ελέγχει ο Τραμπ έχει δημιουργήσει ρήγματα στην ελίτ των Ρεπουμπλικάνων και ενδέχεται να επαναληφθεί το σενάριο της πανωλεθρίας που υπέστησαν στην πολιτεία Τζώρτζια που τους κόστισε και την πλειοψηφία στην Γερουσία. Βέβαια, αν υπερισχύσουν οι Ρεπουμπλικάνοι και ξαναπάρουν στα χέρια τους την Βουλή, τότε ένα μεγάλο μέρος του σχεδίου Μπάιντεν δεν θα υλοποιηθεί. Αλλά και αυτό ακόμη να γίνει, θα πρόκειται απλά για καθυστέρηση, γιατί η πλειονότητα της κοινωνίας στην Αμερική στηρίζει αυτή την στροφή.

Και τέλος, γιατί σε τελική ανάλυση οι ΗΠΑ τολμούν και διαφοροποιούν το μοντέλο τους ενώ η ΕΕ παραμένει προσκολλημένη στο δικό της χωρίς να αλλάζει τον πυρήνα των πολιτικών της;
Ως κατ’ ουσίαν οικονομικός συνεταιρισμός, η ΕΕ λειτουργεί κάπως σαν διοίκηση επιχειρήσεων. Η λογική της είναι καθαρά διοικητική, όχι κοινοβουλευτική και ούτε καν νομοθετική με την αυστηρή έννοια που υπάρχει στη δημοκρατία. Πολιτική με σχήμα διοικητικό, επιτελικό όπως είναι τώρα της μόδας να λέγεται, δεν γίνεται να υπάρχει. Τουλάχιστον όχι πολιτική που να είναι δημοκρατική, δηλαδή, να βασίζεται στη δύναμη (κράτος) των πολιτών (δήμου). Η ΕΕ είναι πλέον μια τεράστια γραφειοκρατία, όπως είναι κάθε διοίκηση επιχειρήσεων, όπου όλοι υποτάσσονται σε κάποια ιεραρχία. Δυστυχώς, το ίδιο συμβαίνει και στα κράτη-μέλη της ΕΕ, αλλά αυτή είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία.

Οι ΗΠΑ, μπορεί μεν να είναι ακόμη οικονομικά και στρατιωτικά μια αυτοκρατορία, αλλά κοινωνικο-πολιτικά είναι μια περισσότερο ευέλικτη και απρόβλεπτη μορφή. Γι’ αυτό το λόγο έφτασε τόσο κοντά στην υλοποίηση του φασισμού – όχι απαραίτητα ιδεολογικά, αλλά πολιτικά. Ταυτόχρονα, όμως, είναι μια κοινωνία με μεγάλη ιστορία κινημάτων – μιλάω εδώ και 150 χρόνια τουλάχιστον – τα οποία μπορεί να βρίσκονται κατά καιρούς σε νάρκωση, αλλά πάντοτε σε κάποια φάση αναδύονται ξανά. Όσο και αν φαίνεται παράξενο, η εκλογή Μπάιντεν ήταν αποτέλεσμα ενός κινήματος αμφισβήτησης του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου, το οποίο είχε ξεκινήσει πολύ πριν εμφανιστεί ο Τραμπ – ο οποίος επωφελήθηκε, θα έλεγα, αυτής της αναμπουμπούλας – γιατί αυτό το κίνημα είχε και ακραίες εθνικιστικές τάσεις αλλά κυρίως ακραίες δημοκρατικές τάσεις, οι οποίες για πρώτη φορά εκφράστηκαν τόσο δυναμικά στις εκλογικές αναμετρήσεις. Αυτό, για την ώρα, αποκλείεται να αλλάξει.

Μια καθοριστική αιχμή υπήρξε η εξέγερση της πλειοψηφίας των Αμερικανών εναντίον του ρατσισμού, που οδήγησε στην πρωτοφανή αμφισβήτηση της αστυνομίας, στην απονομιμοποίηση της αστυνομικής βίας. Και το ίδιο εναντίον της πλουτοκρατίας, της οικονομίας πετρελαίου, της πολιτικής ελίτ ανεξαρτήτως κομμάτων, κλπ. Κάπως απρόβλεπτα, αλλά εντέλει παντελώς εξηγήσιμα, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν λειτουργεί ως πολιτική ελίτ, παρά το πολιτικό παρελθόν του Προέδρου, γιατί αφενός από κάτω της υπάρχει ένα διαρκές κοινωνικό κίνημα και αφετέρου ο συνδυασμός πανδημίας και ολέθριας Τραμπικής πολιτικής κατέδειξε το γεγονός ότι η Αμερική βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού ως ακυβέρνητη πολιτεία.

Η Αμερική βρίσκεται ξανά στα πρόθυρα μιας μεγάλης στροφής και, παρόλο που είναι ακόμα νωρίς για να είμαστε σίγουροι, η πιθανότητα να ακυρωθούν οι αξίες του νεοφιλελευθερισμού τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά είναι πλέον μεγάλες. Επειδή, σε αυτή την στροφή η πολιτική αντίληψη είναι πια οικολογική, δηλαδή, πλανητική, κάποια στιγμή και η ΕΕ θα αναγκαστεί να ακολουθήσει.

Ο Στάθης Γουργουρής είναι Καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας και Κοινωνικών Σπουδών στο Columbia University

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα