Όταν ξυπνάς και βλέπεις τη Σαχάρα χιονισμένη

Όταν ξυπνάς και βλέπεις τη Σαχάρα χιονισμένη

Το οξύμωρο μίας νύχτας και δύο ημερών σε ένα μέρος που θα έπρεπε να είναι ζεστό. Αλλά δεν ήταν

Το κοκαλάκι της μύτης ήταν ο τελικός προορισμός του παγωμένου αέρα. Μία ανάσα πριν το οξυγόνο διοχετευθεί σε πνεύμονες και καρδιά, σταματούσαν όλα. Οι μικρές τριχίτσες στα ρουθούνια έκαιγαν τόσο που ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο φαντασιωνόσουν ότι στο μικρόκοσμό τους, θα το έχει στρώσει για τα καλά. “ Το βράδυ εκεί, θα είναι σαν να είμαστε στη Σιβηρία” προειδοποίησε ο ξεναγός και υπεύθυνος για το ταξίδι μας, Μοχάμεντ, στο δρόμο για τις περίφημες σκηνές της ερήμου Μερτζούκα.

Το παλιό Land Cruiser με ένα μαυροκόκκινο κιλίμι, σαν άλλο σεμεδάκι της κάποτε παχουλής τηλεόρασης, να διακοσμεί το εσωτερικό παρμπρίζ του ανέβαινε και κατέβαινε τους αμμόλοφους με την ταχύτητα λουναπαρκίστικου τρένου. Όλοι οι ‘δρόμοι’ ήταν εξωπραγματικά ίδιοι. Λόφοι και άμμος. Άμμος και λόφοι. Άλλοι ψηλότεροι, άλλοι πιο απότομοι, άλλοι περισσότερο βατοί, άλλοι περισσότεροι φιλόξενοι για τεράστιες λαστιχένιες ρόδες. Ρώτησα τον οδηγό με το τυρμπάν που έκανε το κεφάλι του να δείχνει μεγαλόπρεπο, πώς στην ευχή γνωρίζει πού πηγαίνει. Γέλασε. “ Ακολουθείς τα σημάδια και βρίσκεις την όαση” είπε. Τότε ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι εδώ και περίπου είκοσι λεπτά τραμπαλιζόμαστε στο βορειοδυτικό κομμάτι της απέραντης ερήμου Σαχάρα.

Η όαση φάνηκε μπροστά μας έπειτα από μία απότομη ανηφόρα. Το ατέλειωτα χρυσό τοπίο άρχισε να πρασινίζει. Φοίνικες, θάμνοι με μερικές καμήλες να μασουλούν τις άκρες τους, χαλιά χαλασμένα από άμμο. Πριν από όλα όμως, το μάτι πέφτει πάνω στις σκηνές. Κυκλικά στοιβαγμένες η μία δίπλα στην άλλη, τετράγωνες με χαλιά πάνω τους να προσπαθούν να ρουφήξουν όση περισσότερη ζέστη από τον καυτό αφρικάνικο ήλιο για να αντέξουν το βράδυ την απουσία του. Πώς κάνουν τα μυρμήγκια στο καλοκαίρι για να βγάλουν το χειμώνα χορτάτα, αλλά με μία μεγαλύτερη πίεση χρόνου στις εναλλαγές.

Στο εσωτερικό της, η σκηνή μας είχε τέσσερα κρεβάτια αραδιασμένα με δύο κουβέρτες γεμάτες άμμο να ξαποσταίνουν πάνω τους. Κάτω τους, χαλιά που μάλλον κάποτε ήταν άσπρα με ροζ σχέδια. Το μπάνιο, ήταν σε μία άλλη σκηνή έξω από τον κύκλο των ‘δωματίων’. Κοιτούσε προς την ανατολή και είχε την ίδια σιδερένια κατασκευή με ένα ύφασμα για επένδυση που στην υφή του μοιάζει με τσόχα.

Η ώρα ήταν 17.00 και η ιδέα να δούμε την δύση των 17.35 πάνω σε μία καμήλα ήταν ένα ακόμα τικ στο πρόγραμμα που δεν είχαμε φτιάξει για εκείνο το ταξίδι. Ο Μοχάμεντ με συμβούλεψε να καθίσω όσο πιο πίσω στη σέλα (την εννοείται επενδεδυμένη με χαλί) μπορώ. Έπραξα το ακριβώς αντίθετο, με αποτέλεσμα σε όλη τη διαδρομή να πηγαινοέρχομαι γλιστρώντας από την μπροστινή στην πίσω πλευρά και τούμπαλιν. Προχωρούσαν αργά σαν διαφήμιση ουίσκι και κάθε λίγο αμαύρωναν στην κυριολεξία το ολόχρυσο τοπίο με μερικές μαύρες μπάλες αφόδευσης. Ο γητευτής τους ή μάλλον αυτός που κρατούσε υπομονετικά την προέκταση του σχοινιού που έδενε τη μία πίσω από την άλλη και τις καθοδηγούσε, ήταν ένα όμορφο παιδί με χαρακτηριστικά καλοσυνάτη φάτσα. Πάλευε κάτι λίγα αγγλικά και δεν ήξερε γρι γαλλικά, γεγονός πρωτοφανές για την ταμπέλα της γαλλικής αποικίας που φέρει η χώρα του.

Ο Αμίρ ήταν 21 ετών και δεν είχε φύγει ποτέ από εκείνο το σημείο της ερήμου. Τον ρώτησα πώς λένε τις καμήλες του. “ Δεν έχουν όνομα” μου απάντησε και χαμογέλασε ξεκούραστα που μπόρεσε να καταλάβει τι τον ρωτάω. Ένας άλλος γητευτής, που την επομένη ημέρα με πέτυχε να περπατώ στους αμμόλοφους και προσφέρθηκε να περπατήσει μαζί μου για να μη χαθώ, μου εξήγησε σε πολύ καλύτερα αγγλικά ότι είναι πολύ δύσκολο για εκείνους να πάνε ταξίδι στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή την Αμερική. “ Πρέπει να μας καλέσει κάποιος για να πάρουμε τη βίζα, ακόμα και αν αυτή είναι τουριστική”, μου εξήγησε. Προηγουμένως, μου είχε πει ότι έχει δει την Ελλάδα σε φωτογραφίες και του φαινόταν πολύ όμορφη και εξωτική.

Μέχρι το σούρουπο να πάρει τη θέση του στο ρεαλιστικά ψεύτικο σκηνικό που βρισκόμασταν, η θερμοκρασία ήταν γλυκιά, καθόλου επιθετική. Στις 20.00 το μοσχαράκι με τα διάφορα λαχανικά και τα μπαχάρια σε ένα σκεύος που μοιάζει με πήλινη καμπάνα, μας έσπασε τη μύτη. Από κάτω τους, έκρυβαν το κους κους μαγειρεμένο αλά μαροκιάν. Ο χώρος που κατέλαβαν στο στομάχι μας ήταν τόσος ώστε το ζεστό τσάι μέντας με τα (σίγουρα) τρία κουτάλια ζάχαρης που ήρθε αμέσως μετά να ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμασταν για να κλείσουμε μία βραδιά στην έρημο.

 

Δεν είμαι σίγουρη αν ήταν το ταμπούρλο του πρωινού γητευτή μας που φώναξε έξω από τις σκηνές ή η ανάγκη για τη ζεστασιά της φωτιάς που μόλις είχε ανάψει. Καθίσαμε κυκλικά με τους υπόλοιπους ‘ενοίκους’ και φτιάξαμε ένα ανέκδοτο. Ήμασταν δύο Ιταλοί, δύο Γερμανοί και δύο Έλληνες πλαισιωμένοι από τρεις Μαροκινούς με τζελάμπες (έτσι λέγεται η μακριά ενδυμασία με το σκουφί) που προσπαθούσαν να κάνουν το ρολόι να βιαστεί και να μας στείλει για ύπνο σαν καλός μπαμπάς.

Η υγρασία προσέθετε στους 2 βαθμούς Κελσίου του θερμομέτρου ένα ακόμα 2 και ένα πρόσημο του πλην. Εκείνο το βράδυ, το κρύο (έμοιασε να) ξεπέρασε τους μείον 22. Με τα σχεδόν όλα τα ρούχα που είχα στο σακ βουαγιάζ μου για εκείνο το roadtrip στην έρημο φορεμένα πάνω μου ένιωθα όπως ένας τεράστιος μπόγος απλύτων λίγο πριν μπει στο πλυντήριο. Και όμως, πάλι κρύωνα. Πολύ.

 

Εκεί γύρω στις 4 το πρωί σηκωθήκαμε για να ξεμουδιάσουμε από τις κουβέρτες και τα ρούχα που αν αναλογιστούμε το κρύο που ακόμη νιώθαμε μάλλον άχρηστα βρισκόντουσαν πάνω μας. Τα αστέρια ήταν έτοιμα να πέσουν στο κεφάλι μας όταν ακούσαμε το ροχαλητό του Μοχάμεντ να σπάει την απόλυτη ησυχία.

Στις 6 το πρωί συνειδητοποίησα ότι τελικά, το βασικό μου πρόβλημα ήταν στην εισπνοή. Όλα τα άλλα, παλευόντουσαν. Το κάψιμο στα ρουθούνια κάθε φορά που έπρεπε ο παλιός αέρας να δώσει τη θέση του στον καινούριο ήταν το απάλευτο. Έκλεινα τα μάτια και προσπαθούσα να σκεφτώ έναν κόσμο δίχως αναγκαία την αναπνοή. Όταν τα ξανάνοιξα ήταν 6.45. Φωνές και γέλια τουριστών από άλλες οάσεις ερχόντουσαν απέξω. Περπατώντας προς τον αμμόλοφο που ήταν μαζεμένοι για να δουν την ανατολή ακούγαμε κόκκους άμμου να σπάνε και να θρυμματίζονται. Στον ορίζοντα που τεντωνόταν έτοιμος να σηκωθεί από το κρεβάτι του, το χθεσινό χρυσό είχε και άσπρο. Το άσπρο του πάγου. Οι Gopro, οι φωτογραφικές, τα κινητά, τα μάτια μας απαθανάτιζαν κάτι το σπάνιο και πραγματικά όμορφο. Οι καμπούρες της ερήμου ήταν καλυμμένες από χιόνι μόλις η πρώτη αχτίδα του ήλιου μας χαιρέτησε σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.

Ήταν 7.16 το πρωί. Ο μεγαλόσωμος Βάρβαρος που φρόντιζε την κουζίνα και το στομάχι μας είχε έτοιμο το πρωινό. Μαρμελάδα, βραστά αυγά, ψωμί από αραβική πίτα, τσάι με μέντα και ζάχαρη. Λίγες ώρες αργότερα, καθώς αφήναμε πίσω μας την έρημο να παγώνει οξύμωρα τους κόκκους της, ο Μοχάμεντ άναψε τη θέρμανση στο τζιπ της επιστροφής. Αντέξαμε μόλις ένα τέταρτο με αυτήν. Ο ήλιος ήταν τόσο καυτός που δεν χρειαζόταν τη βοήθεια των μηχανών για να μας ζεστάνει. 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα