ΟΔΔΗΧ: Κέρδη επί τρία από την συμφωνία του Λουξεμβούργου

ΟΔΔΗΧ: Κέρδη επί τρία από την συμφωνία του Λουξεμβούργου
Ευρωπαϊκή σημαία στην Ακρόπολη AP Photo/Yorgos Karahalis

Μείον 55% του ΑΕΠ στο χρέος, μείον 30 δισ. στους τόκους και ικανό μαξιλάρι ασφαλείας βλέπουν στην συμφωνία του Λουξεμβούργου αυτοί που διαχειρίζονται το χρέος.

Αξιωματούχοι του ΟΔΔΗΧ τονίζουν, μιλώντας στο News 24/7, ότι στο σύνολο τους οι αποφάσεις του τελευταίου Eurogroup ήταν οι καλύτερες που θα έπρεπε να περιμένει η Ελλάδα, παρά την κριτική που ασκείται σε επιμέρους σημεία της.

Σε ό,τι αφορά την συνολική εικόνα του χρέους μετά την συμφωνία μόνο με τις τελευταίες αποφάσεις (περίοδος χάρητος 10 χρόνια και επιμήκυνση ωριμάνσεων κατά 10 χρόνια) ρυθμίζεται ευνοϊκά περίπου το 1/3 του συνολικού χρέους της χώρας, δηλαδή περίπου 110 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 96,6 δισ. είναι τα δάνεια για το τρέχον χρέος και 12-13 δισ. για την επαναγορά χρέους που έγινε το 2012.

Με την συνολική επέκταση του χρόνου αποπληρωμής κατά 20 χρόνια προκύπτει μια μείωση του χρέους ως προς ΑΕΠ χρέους κατά 30% του ΑΕΠ ως το 2060. Μαζί με τη μείωση κατά 25% με την εφαρμογή από το 2017 των βραχυπρόθεσμων μέτρων του ESM, η μείωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ μέχρι την λήξη του φτάνει συνολικά το 55% του ΑΕΠ.

Το δεύτερο κέρδος είναι επιτοκιακό. Με βάση την έκθεση βιωσιμότητας της ΕΕ που δόθηκε στην δημοσιότητα την Δευτέρα, το μέσο επιτόκιο αναχρηματοδότησης που μπορεί να πετύχει η Ελλάδα με απευθείας δανεισμό από τις αγορές είναι 5-5,1%. Σε ένα χρέος 110 δισ. χωρίς την επιμήκυνση της περιόδου χάρητος που έληγε το 2022 ως το 2032 και την επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής κατά 10 χρόνια, η Ελλάδα θα αποπλήρωνε το χρέος με το μέσο επιτόκιο 5 %.

Με τη λύση που δόθηκε, η Ελλάδα για το διάστημα των 20 χρόνων, είτε δεν θα πληρώνει καθόλου τόκους (τα πρώτα 10 χρόνια), είτε θα πληρώνει τόκους ευρωπαϊκών δανείων που σε όρους σταθερού επιτοκίου θα είναι έως 3%.

Από τη μείωση αυτή του μέσου επιτοκίου αναχρηματοδότησης του χρέους, το όφελος σε τόκους για 20 χρόνια υπολογίζεται κοντά στα 30 δισ. ευρώ.

Το μεγαλύτερο μαξιλάρι ρευστότητας (cash buffer) το οποίο μαζί με τα διαθέσιμα του ελληνικού δημοσίου θα φτάσει τα 24,1 δισ. ευρώ, είναι μια ικανή εγγύηση για τις αγορές ότι η Ελλάδα δεν υπάρχει περίπτωση να μην καλύπτει τις ανάγκες χρηματοδότησης του χρέους της τουλάχιστον μέχρι και το τέλος του 2022. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα ” τρώμε από τα έτοιμα” αλλά όσοι θα μας δανείζουν θα ξέρουν ότι αν αποφασίσουν να επιτεθούν στα ελληνικά ομόλογα- ειδικά στην αρχή- η Ελλάδα θα έχει το περιθώριο να τους γυρίσει την πλάτη.

Σε ό,τι αφορά την χρήση του “γαλλικού κλειδιού” οι ίδιες πηγές θεωρούν ότι προς το παρόν το μέτρο δεν χρειάζεται αφού η αναβολή πληρωμών εξασφαλίζεται με τα μέτρα για το χρέος.

Στοίχημα η ανάπτυξη

Οι θεσμικοί επενδυτές θεωρούν την λύση επίσης αρκετά ικανοποιητική. Στην ερώτηση γιατί δεν έχουμε δει ακόμη τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων να υποχωρούν στα επίπεδα των αρχών του χρόνου ή ακόμη χαμηλότερα, η απάντηση είναι η ανάπτυξη.

Στις επαφές που έχει ο ΟΔΔΗΧ με τους θεσμικούς επενδυτές ο μόνος ενδοιασμός είναι ότι περιμένουν για την ελληνική οικονομία την εφαρμογή της θεωρίας του “συσπειρωμένου ελατηρίου που εκτινάσσεται”. Περιμένουν δηλαδή μεγάλες κινήσεις στον τομέα των επενδύσεων εντός και εκτός Ελλάδας ώστε να πειστούν ότι η ανάκαμψη της Ελλάδας είναι διατηρήσιμη. Με άλλα λόγια το προφίλ του χρέους έχει βελτιωθεί αλλά θα πρέπει να επιστρέψει και η ανάπτυξη με ρυθμούς υψηλότερους από τους σημερινούς.

Μέχρι λοιπόν να υπάρξουν τα στοιχεία που θα δείξουν ότι η ανάπτυξη του πρώτου τριμήνου (2,3% του ΑΕΠ) θα έχει συνέχεια, ο ΟΔΔΗΧ θα συνεχίζει τις επαφές εκτός Ελλάδας για να οργανώσει τις μελλοντικές εκδόσεις που θα πρέπει να αναμένονται μετά το πρόγραμμα με την βοήθεια και των αναβαθμίσεων που αναμένονται από Moody’s και Fitch.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα