ΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΟΙ 2.1: Ο ΠΑΥΛΟΣ ΜΑΣ ΕΛΕΓΕ “ΘΑ ΤΟ ΚΟΨΩ, ΜΑΓΚΕΣ” ΓΙΑΤΙ ΤΟΥ ΒΑΖΑΜΕ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΧΕΡΙ
33 χρόνια μετά τον θάνατο του Παύλου Σιδηρόπουλου, οι Απροσάρμοστοι βγάζουν το πρώτο τους τραγούδι χωρίς εκείνον. Και σκαλίζουν τις αναμνήσεις τους στο Magazine.
Η απορία μου ήταν γιατί τώρα και όχι τότε. Γιατί να βγάλουν το πρώτο δικό τους τραγούδι 33 χρόνια μετά τον θάνατο του Παύλου Σιδηρόπουλου και όχι τη δεκαετία του ‘90.
Ο Οδυσσέας Γαλανάκης και ο Αλέκος Αράπης, τα μόνα δύο μέλη των τότε και των τώρα Απροσάρμοστων, μου εξήγησαν τι τους είχε εμποδίσει να κάνουν μόνοι τους αυτό το παραπάνω βήμα -και τι τους ώθησε να το κάνουν σήμερα. Ένα βράδυ στο Ψυρρή, αυτά συζητήσαμε.
Προφανώς όμως, προ φα νέ στα τα, δεν μείναμε μόνο σε αυτά. Όταν έχεις την ευκαιρία να ακούσεις ιστορίες από πρώτο χέρι για τον Σιδηρόπουλο δεν την αφήνεις να περάσει έτσι.
Και ο Μπάμπης Χινκιάμης, ο νέος ερμηνευτής της μπάντας, παραχώρησε πολύ ευγενικά τον χώρο και τον χρόνο στη δεκαετία του ‘80, στις αναμνήσεις και στα λάιβ, στις προσωπικές στιγμές του Παύλου να μονοπωλήσουν για λίγο την κουβέντα. Παρόλα αυτά, τον πρώτο λόγο εξακολουθούσε να τον έχει το σήμερα.
Ποιοι είναι οι Απροσάρμοστοι σήμερα; Καταρχάς να πούμε ότι δεν είναι και ο Κυριάκος Δαρίβας στην μπάντα, ο ντράμερ.
Οδυσσέας Γαλανάκης: Επίσης το όνομα της μπάντας έχει τροποποιηθεί. Είναι “Απροσάρμοστοι 2.1”. Και είμαστε εγώ, ο Αλέκος Αράπης, ο Βασίλης Κασκαμπάς στα ντραμς και ο Μπάμπης Χινκιάμης στη φωνή.
Η νέα σύνθεση από πότε υπάρχει;
Ο.Γ: Από όταν σταματήσαμε να είμαστε με τον Κυριάκο. Εδώ και δύο χρόνια.
Εσείς εδώ και 30 χρόνια δεν ήσασταν κανονικό συγκρότημα, παίζατε μόνο στην επέτειο του θανάτου του Σιδηρόπουλου, έτσι; Δεν βρισκόσασταν δηλαδή κάθε βδομάδα να κάνετε πρόβες, να ετοιμάζετε υλικό κτλ…
Οδυσσέας Γαλανάκης: Εν δυνάμει όμως θα μπορούσαμε να είμαστε ένα παραγωγικό συγκρότημα και να μην είχαμε σταματήσει αυτήν την υποτιθέμενη πορεία που θα μπορούσαμε να είχαμε. Φυσικά για την απραξία μας δεν πέφτει το βάρος μόνο σε έναν, σε όλους μας πέφτει.
Αλλά τέλος πάντων, με τον αδερφό Αλέκο τα βρίσκουμε, δεν έχουμε σημαντικές διαφορές μουσικά, βρήκαμε και τα παιδιά από δω, τον Μπάμπη Χινκιάμη και τον Βασίλη Κασκαμπά, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί και προηγούμενες φορές, στην προσπάθεια μας να κάνουμε κάτι. Πότε ήταν, το ‘95;
Αλέκος Αράπης: Το ‘96.
Υπάρχουν αυτές οι ηχογραφήσεις; Ήταν και ο Πετρίδης και ο Γκέκας τότε στο σχήμα;
Ο.Γ: Ο Γκέκας δεν συμμετείχε και ο Πετρίδης ήταν και σε μια περίεργη κατάσταση, δεν μπορούσες να κάνεις συνεργασία.
Αυτό ήθελα να το ρωτήσω γιατί είδα σε κάποιες παλιότερες συνεντεύξεις σας που λέγατε ότι ο Βασίλης Πετρίδης το ‘90 δεν ήταν και πολύ καλά γενικά. Κατάλαβα ότι μάλλον είχε και αυτός παρόμοια θέματα με τον Σιδηρόπουλο.
Ο.Γ: Όχι, ακριβώς. Ο Βασίλης είχε σοβαρό πρόβλημα αλκοολισμού.
Α.Α: Όμως το πάλευε…
Ο.Γ: Ήταν ένας ιδιοφυής άνθρωπος και μουσικός που ήταν κι αυτός σε αυτήν τη ζώνη του “κίτρινου σούρουπου” που έλεγε και ο Παύλος. Άνηκε σε αυτά τα παιδιά τα λίγο χαμένα, με ιδιαίτερους προβληματισμούς, που ζουν μέσα σε ειδικές συναισθηματικές καταστάσεις.
Α.Α: Και είχε να κάνει και με τον θάνατο του Σιδηρόπουλου η κατάστασή του, όπως και εμείς επηρεαστήκαμε, αλλά εμείς το ξεπεράσαμε λιγάκι πιο γρήγορα ως πιο μικροί στην ηλικία.
Αυτό το σοκ του θανάτου δηλαδή;
Α.Α: Ναι. Ότι χάνεις αυτόν που δημιουργούσε τα πάντα. Γενικά, του στοίχισε πολύ αλλά είχε και τα δικά του προβλήματα.
Αυτά τα τραγούδια δηλαδή που κάνατε το ‘96 έμειναν εκεί ή τα ξαναπιάσατε τώρα;
Ο.Γ: Όχι, δεν πιάσαμε αυτά. Αυτά θέλουν επικαιροποίηση γιατί το ‘96 ήμασταν 35-36 χρονών. Τώρα είμαστε 60 (σ.σ. γελάει). Δεν μπορούμε να λέμε τα ίδια πράγματα.
Οπότε αυτά τα καινούργια που έχετε γράψει πόσα είναι;
Ο.Γ: Λοιπόν, εδώ έχουμε βάλει προς το παρόν πέντε κομμάτια του Βασίλη Πετρίδη, τα οποία τα ενορχηστρώσαμε και μπορεί να γίνουν και περισσότερα κάποια στιγμή γιατί μας έχει αφήσει ολοκληρωμένα τραγούδια με μουσική, με στίχους και μελωδίες, όχι μόνο δύο ακόρντα δηλαδή.
Και τα υπόλοιπα τραγούδια του νέου δίσκου;
Α.Α: Αυτά φιλοδοξούμε να τα καλύψουμε εμείς.
Μ.Χ: Το ένα κομμάτι, το “Τι περιμένεις” που κυκλοφόρησε τώρα είναι σε στίχους του Γιώργου Σκαρλάτου και μουσική δική μας.
Σκοπός μας είναι να ηχογραφηθούν και να βγαίνουν ένα ένα τα κομμάτια. Δεν θα βγει δηλαδή ένα άλμπουμ κατευθείαν, θα βγαίνει πρώτα ένα single και μετά ένα άλλο κλπ, κάτι που είναι και της μόδας τώρα. Είναι και πιο εύπεπτο.
Ο.Γ: Θα βγει και σε βινύλιο όταν θα έχουμε μαζέψει πια όλο το υλικό.
Οπότε, το ερώτημα είναι γιατί 30 χρόνια μετά;
Α.Α: Μια απάντηση είναι για να προλάβουμε τα 40 χρόνια (σ.σ. γελάνε).
Όταν τελείωσε με τον Σιδηρόπουλο, μετά για λίγο καιρό τραγουδιστής ήταν ο Πουλικάκος, και μετά ο Δημητριάδης, έτσι;
Ο.Γ: Όταν πέθανε ο Παύλος συσταθήκαμε ξανά με τον Γιώργο Δημητριάδη και τον Πουλικάκο -δύο τραγουδιστές- και βγήκαμε στο κουρμπέτι για αρκετό καιρό, 2-3 χρόνια. Ε, κάποια στιγμή “τελείωσε” αυτό.
Εγώ πήγα με τον Πιλάλα για αρκετά χρόνια.
Α.Α: Και εγώ με διάφορους… Με τον Πορτοκάλογλου, τον Τζιμάκο, πιο μετά με τον Πλιάτσικα. Επαγγελματίας μουσικός είμαι. Απ’ τη μουσική ζούσα πάντα.
Ο.Γ: Και εγώ έκανα σεσιονιλίκια από δω και από εκεί. Έπαιξα κι εγώ με τον Πορτοκάλογλου, με την Τσαλιγοπούλου αλλά αυτό που ευχαριστήθηκα πιο πολύ ήταν με τη Μαριώ. Πήρα το έναυσμα να κάτσω να ψάξω τα ρεμπέτικα.
Οπότε οι Απροσάρμοστοι γιατί σταμάτησαν; Δεν θέλατε να βγάλετε καινούργια τραγούδια; Γιατί έφυγε αυτή η κάψα;
Α.Α: Δεν είναι εύκολο να συμφωνούν όλοι ότι χρειάζεται μια άλλη πλεύση, πέραν από τα κομμάτια του Παύλου.
Είχαμε προσπαθήσει κι άλλες φορές να παίξουμε τα δικά μας, είχαμε ηχογραφήσει κιόλας αλλά δεν συνεχίστηκε αυτό.
Αν δεν το υποστηρίζεις και εσύ ο ίδιος αυτό που κάνεις, φθίνει σιγά σιγά. Πρέπει να είναι ενωμένο το όραμα. Δεν είναι τμηματικό, δεν το ονειρεύεται ένας και οι άλλοι απλά συμμετέχουν. Ονειρεύονται κι αυτοί.
Απλά καταλαβαίνετε ότι υπάρχει ένα “φάντασμα” πάνω από την μπάντα, ότι όλοι τώρα θα περιμένουν να ακούσουν κάτι που να μοιάζει με Σιδηρόπουλο. Θα καταφέρετε ποτέ να φύγει αυτό;
Ο.Γ: Τα κομμάτια του Πετρίδη είναι πιο κοντά στο ύφος του Παύλου γιατί είχε επηρεαστεί στη σύνθεση. Υπήρχε όμως και αλληλοεπηρεασμός.
Μα του ‘χε γράψει και ένα τραγούδι του Σιδηρόπουλου νομίζω.
Ο.Γ: Του ‘χε γράψει το “Χωρίς αιτία”.
Α.Α: Και άλλα δεν έχει κάνει;
Μ.Χ: Και το “ Άντε και καλή τύχη μάγκες”, δικό σου δεν είναι Αλέκο;
A.A: Ναι.
Aφού στα επετειακά, τραγουδούσες εσύ Αλέκο, γιατί βρήκατε νέο τραγουδιστή και δεν τα είπες εσύ;
Α.Α: Γιατί δεν μ’ αρέσει η φωνή μου.
Ο.Γ: Και απελευθερώνεσαι και στο παίξιμο όταν δεν τραγουδάς.
Α.Α: Ναι, το βασικότερο από όλα είναι αυτό.
Άλλα τραγούδια που έχετε γράψει στα άλμπουμ με τον Σιδηρόπουλο;
Α.Α: Το ινστρουμένταλ που είναι στο “Zorba The Freak”, το “Τake the money and run/ Τρεχάτε ποδαράκια μου/ Σκάσε και κολύμπα” -έχει πολλά ονόματα. Και το “I remember Otis”…
Ισχύει ότι από το “Zorba The Freak” και μετά ο Σιδηρόπουλος ήθελε να λέγεται το συγκρότημα σκέτο “Απροσάρμοστοι“, να μη ξεχωρίζει το όνομά του;
Ο.Γ: Ναι.
Α.Α: Στην αρχή ήταν και το όνομα της μπάντας “Zorba The Freak”.
Αλλάξατε όνομα τότε δηλαδή;
Ο.Γ: Δεν αλλάξαμε όνομα απλά επειδή παίξαμε στην Μπιενάλε της Βαρκελώνης το ‘86, θέλοντας να έχει ένα πιο αναγνωρίσιμο διεθνώς όνομα, ο Παύλος διάλεξε το “Zorba The Freak”.
Δώσαμε δυο πολύ καλές συναυλίες εκεί, είχε και πολλά Ελληνόπουλα στο κοινό -κάτι φοιτητές κλπ.
Όταν επιστρέψαμε λεγόμασταν ξανά “Απροσάρμοστοι”, απλά ο Παύλος τα τελευταία χρόνια έλεγε ότι η επόμενη δουλειά -που τελικά θα ήταν το “Άντε και καλή τύχη μάγκες” που βγήκε μετά τον θάνατό του- θα λεγόταν “Απροσάρμοστοι” σκέτο και θα αναφερόταν ο ίδιος απλά ως ο τραγουδιστής.
Α.Α: Νομίζω το είχε πει και ο ίδιος σε κάποια απ’ τις τελευταίες συνεντεύξεις του.
Είχατε παίξει και αλλού στο εξωτερικό;
Α.Α: Μόνο εκεί στη Βαρκελώνη.
Υπάρχει μια φωτογραφία του Σιδηρόπουλου που είναι με τον Παπάζογλου…
Ο.Γ: Από εκεί είναι. Απ’ το εστιατόριο του ξενοδοχείου που μέναμε.
Ο Παπάζογλου τι έκανε εκεί;
Ο.Γ: Πέρα από τους εικαστικούς που είχαν πάει, είχε γίνει και ένα μουσικό κάλεσμα για έναν λαϊκό και έναν ροκά από την Ελλάδα, κάπως έτσι έγινε η όλη ιστορία. Κι εκείνος είχε πάει με τη Λοξή Φάλαγγα. Μια βδομάδα περάσαμε εκεί.
Α.Α: Υπήρξαν και κάτι προτάσεις να παίξουμε και στο Μιλάνο και κάπου αλλού στο εξωτερικό αλλά υπήρχε ένα κόλλημα με τον Παύλο, δεν τα πολυγούσταρε αυτά.
Να βγαίνει έξω για να παίξει; Να πω τώρα εδώ κάτι λίγο περίεργο; Φαντάζομαι ότι ένας άνθρωπος ο οποίος είναι εθισμένος, όταν θα πρόκειται να πάει ένα ταξίδι στο εξωτερικό, ότι θα σκέφτεται ότι “πως θα βρω εγώ εκεί να γίνω”.
Ο.Γ: Μα τι λες τώρα (σ.σ. γελάνε)
Α.Α: Το ‘χε λυμένο πριν φτάσει.
Τώρα εσείς μπορεί να βαριέστε να μιλάτε συνέχεια για τον Σιδηρόπουλο, το καταλαβαίνω, αλλά έχω μερικές απορίες. Ο Σιδηρόπουλος δεν είχε μερικά χρόνια που να ήταν καθαρός τη δεκαετία του ‘80; Ήταν μονίμως σ’ αυτήν την κατάσταση;
Α.Α: Όχι, είχε. Απ’ το ‘87 και μετά ήταν καθαρός.
Δηλαδή όλο το προηγούμενο διάστημα, από το ‘80 που τον γνωρίσατε μέχρι το ‘87 έπαιρνε;
Α.Α: Ε, On/Off είναι αυτή η φάση. Δεν μπορείς να το κάνεις και συνέχεια γιατί θα πεθάνεις.
Ο.Γ: Ο Παύλος ουσιαστικά το ‘78-’79 ξεκίνησε.
Αλλά πώς κατάφερνε να είναι λειτουργικός ένας άνθρωπος που παίρνει τόσο καιρό ηρωίνη;
Ο.Γ: Κι όμως ήτανε παραγωγικός, έγραφε πάρα πολύ.
Και συγγνώμη αλλά το ‘87 πώς κατάφερε και το ‘κοψε;
Ο.Γ: Έφτασε στο μη περαιτέρω.
Α.Α: Φτάνεις και σωματικά στο αμήν.
Ο.Γ: Γενικά τον έπιαναν και κάτι κρίσεις του τύπου “θα το κόψω μάγκες” γιατί βάζαμε κι εμείς χέρι -μάς κρεμούσε, δεν ερχόταν σε συναυλίες. Μια φορά πήγαμε στην Αλεξανδρούπολη να παίξουμε και δεν είχε έρθει με το αεροπλάνο ούτε αυτός ούτε ο Πετρίδης, ξεχάστηκαν.
Και τότε είχαμε για ντράμερ τον Πάνο Τόλιο και τραγούδησε αυτός.
Νομίζω πάντως ότι κι άλλες φορές δεν εμφανιζόταν σε συναυλίες.
Ο.Γ: Στο Ροντέο για παράδειγμα το είχε κάνει δύο φορές.
Δεν είχε πάει καθόλου ή έλεγε δύο τρία τραγούδια, τα μασούσε και έφευγε;
Α.Α: Όχι, δεν είχε έρθει καθόλου.
Πάντως μιας και είπαμε για τον Τόλιο, έχω ακούσει μια ιστορία για τον Παύλο Παυλίδη ότι τον πρώτο δίσκο που ήταν να βγάλει με τα Ξύλινα Σπαθιά, τον είχε δώσει πρώτα σε εσάς για να τον παίξετε.
Ο.Γ: Ο Παυλίδης μόλις είχε γυρίσει απ’ το Παρίσι τότε και ήρθε και μας ζήτησε να παίξουμε τη δουλειά του. Μας άφησε και ένα ντέμο με αυτά τα κομμάτια του πρώτου δίσκου και μερικά απ’ τον δεύτερο. Συναντηθήκαμε για να αρχίσουμε να το κάνουμε αλλά εμείς ήμασταν τότε σε μια περίεργη κατάσταση. Μόλις είχε πεθάνει ο Παύλος, δεν μπορούσαμε να συνέλθουμε και ψάχναμε το τι θα κάνουμε.
Και όταν ακούσατε τα τραγούδια του είπατε δεν γίνεται να τα παίξουμε;
Ο.Γ: Ο ίδιος κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να γίνει γιατί δεν ήμασταν σε θέση ψυχολογικά να το κάνουμε.
Κάνατε πρόβες, παίξατε μαζί του;
Ο.Γ: Κάναμε, ναι.
Άρα είχατε καταλάβει ότι έχει κάτι τόσο καλό στα χέρια του. Ή δεν το είχατε πιάσει;
Ο.Γ: Εγώ τουλάχιστον όχι, δεν μπόρεσα να αναγνωρίσω ότι θα γινόταν αυτός ο χαμός γιατί μετά από τόσα χρόνια με τον Παύλο, δεν μπορούσα να καταλάβω τι δυναμική είχε αυτός ο στίχος του Παυλίδη κλπ. Είχαν διαφορετική προσέγγιση ως ποιητές. Ο Παυλίδης ήταν έτσι πιο περιγραφικός, είχε άλλη κατεύθυνση.
Σκέψου πως όταν τα Ξύλινα Σπαθιά έκαναν την πρώτη τους συναυλία στο “Αν”, πήγα να τους δω και είχε μέσα 100 άτομα. Και την επόμενη βδομάδα που ήταν η δεύτερη συναυλία τους δεν μπορούσες να μπεις.
Μ.Χ: Ήταν sold out. Είχα πάει εγώ.
Στον δίσκο που βγάλατε μετά τον θάνατό του, όπου τραγούδησαν ο Αγγελάκας, ο Κατσιμίχας και ο Γιοκαρίνης, με τι κριτήριο επιλέχθηκαν αυτοί οι τρεις;
Ο.Γ: Καταρχάς, υπήρχε ένας εκβιασμός από την εταιρεία η οποία είχε ήδη στα χέρια της το ντέμο με τα τραγούδια του Παύλου.
Τα οποία όμως της τα είχε δώσει ο ίδιος όμως.
Ο.Γ: Ναι, είχαμε γράψει με ένα τετρακάναλο του Αλέκου τις πρόβες. Αργότερα από εκεί πήραμε κάποιες φωνές του Παύλου και τις βάλαμε σε κάποια κομμάτια.
Και για να λυθεί η απορία κάποιων “γιατί δεν βάλανε όλα τα κομμάτια με τη φωνή του Παύλου;”, αυτό δεν γινόταν γιατί κάποια ήταν πολύ κακές ηχογραφήσεις.
Επιλέχθηκαν αυτά που μπορούσαν να μπουν, κατάλαβες; Θα ήταν ευτυχές να τα είχαμε όλα.
Και έγινε ένας εκβιασμός απ’ την εταιρεία, γιατί εμείς δεν θέλαμε να τον παίξουμε τον δίσκο, λέγαμε “πέθανε ο Παύλος, είμαστε και σε μια συναισθηματική φόρτιση, άρα όχι”.
Και λένε αυτοί “εντάξει, εμείς το ντέμο το έχουμε, θα βάλουμε να το παίξουν σέσιον μουσικοί και θα τραγουδήσουν και ο τάδε με τον τάδε” -να μην πούμε ονόματα. Και μας σηκώνεται η τρίχα και λέμε “ΟΚ, θα τον παίξουμε εμείς τον δίσκο αλλά θα διαλέξουμε εμείς αυτούς που θα τραγουδήσουν”.
Μας έδωσαν ένα συγκεκριμένο καστ και μέσα απ’ αυτό επιλέξαμε αυτούς τους τρεις τραγουδιστές, θεωρώντας τους ως τους πιο τίμια κοντά στον Παύλο.
Όχι τόσο πολύ μουσικά αλλά πιο πολύ ιδεολογικά;
Ο.Γ: Σαν προσωπικότητες εκείνη την εποχή.
Ο Γιοκαρίνης όμως ταίριαζε; Δεν ήταν πιο εμπορικός; Ή ο Κατσιμίχας;
Ο.Γ: Ναι, γιατί ο Γιοκαρίνης ήταν φίλος και ταίριαζε στα συγκεκριμένα τραγούδια.
Α.Α: Πρώτον, τότε έγινε εμπορικός, δεν ήταν πάντα. Και δεύτερον ο Παύλος με τον Κατσιμίχα συναντιόντουσαν κάθε Πέμπτη στις μπλουζ βραδιές στο Κύτταρο και έπαιζαν μαζί. Ο Κατσιμίχας έπαιζε πολύ καλή μπλουζ φυσαρμόνικα, ο Παύλος τραγουδούσε Stones, Muddy Waters και τέτοια, οπότε ήταν σε μια παρέα αυτής της έννοιας.
Και απ’ την άλλη ο Αγγελάκας ήταν η πρόταση η καινούργια για να φέρει κοντά και τις δύο γενιές. Υπήρχε μια ελαφριά γνωριμία, είχαμε παίξει και στο Πεδίον του Άρεως το ‘88, στο μακελειό που λέμε.
Λέμε για τον θάνατο του Σιδηρόπουλου αλλά φαντάζομαι ότι θα ήταν σοκ για σας και ο θάνατος του Πετρίδη.
Α.Α: Μεγάλο.
Πώς συνέβη;
Α.Α: Τροχαίο ήταν. Στη Συγγρού.
Με τι ασχολούταν τότε;
Ο.Γ: Ο Βασίλης μόνο έπαιζε. Είχε κάνει και μια μπάντα και έπαιζαν και δικά τους κομμάτια σε κλαμπάκια. Είχα πάει και τον είχα ακούσει.
Ήσασταν ακόμα δεμένοι;
Ο.Γ: Εννοείται. Καταρχάς όποτε γινόταν επετειακό λάιβ, με τον Βασίλη παίζαμε.
Δεν θέλω να σας ρωτήσω πως ξεκινήσατε ούτε πώς πήρατε το όνομά σας (σ.σ. Τους βάπτισε έτσι η μητέρα του Σιδηρόπουλου), τα έχετε πει εκατό φορές και καταλαβαίνω ότι βαριέστε. Αυτό όμως που θα ήθελα είναι κάποιες λεπτομέρειες για το χέρι του Σιδηρόπουλου που κάποια στιγμή παρέλυσε. Αυτό είχε να κάνει με τις ενέσεις;
Ο.Γ: Ναι.
Και δεν μπορούσε να το κουνήσει καθόλου; Ήταν σαν νεκρό;
Ο.Γ: Το αριστερό του χέρι ήταν. Από τον ώμο και κάτω δεν ένιωθε τίποτα.
Γι’ αυτό το είχε δεμένο σε κάποια λάιβ;
Ο.Γ: Ναι, αν το άφηνε θα έπεφτε κάτω. Δεν το ένιωθε. Μια μέρα μου είπε “να, πάρε μία καρφίτσα και τρύπα με εδώ”… Δεν κατάλαβε τίποτα.
Δεν μπορούσε να γράψει και μουσική πια;
Ο.Γ: Όχι, αυτό τον κατέβαλε άμεσα και ολοκληρωτικά.
Και δεν υπήρχε περίπτωση να γινει καλά;
Ο.Γ: Ε, μάλλον ήταν μη αναστρέψιμο.
Α.Α: Υπόψη, υπάρχει μια παρανόηση. Δεν έγινε από βάρεμα…
Ο.Γ: Από βάρεμα έγινε…
Α.Α: Όχι, απλά ήτανε κατεστραμμένες οι φλέβες του απ’ το βάρεμα κι αυτό που τράβηξε εκείνο το βράδυ που τον παρατήσανε στα σκαλιά του σπιτιού του και κοιμήθηκε πάνω στο χέρι του, αυτό του κατέστρεψε τους νευρώνες που ήταν ήδη σχεδόν κατεστραμμένοι.
Και εννοώ ότι προκλήθηκε απ’ την καταστροφή που έκανε στο χέρι του τόσα χρόνια. Ένας άνθρωπος φυσιολογικός θα ξυπνούσε απ’ το μούδιασμα. Ο Παύλος…
Ο.Γ: Ναι, δεν κυκλοφόρησε το “φάρμακο” και του έμεινε εδώ πέρα (σ.σ. μου δείχνει τον ώμο του). Συγκεντρωθηκε μάλλον εκεί και του έκαψε τους νευρώνες.
Α.Α: Το οποίο χέρι ήταν ήδη πολύ ταλαιπωρημένο.
Ο.Γ: Τον είχα πάρει μία φορά τηλέφωνο και προσπαθούσα κι εγώ να του κάνω τονωτικές ψυχολογικές ενέσεις και του ‘λεγα παραμύθια ότι έχω βρει έναν χειροπρακτικό στην Πεντέλη και ότι θα πάμε εκεί πέρα και θα γίνει καλά, ότι κάνει θαύματα αυτός ο τύπος και μου ‘λεγε “λες ρε; Άντε κανόνισέ το”.
Αυτό πότε συνέβη;
Ο.Γ: Λίγες μέρες πριν πεθάνει.
Α.Α: Κάπου στο τέλος του ‘89, χειμώνας ήταν όταν ξεκίνησε αυτό με το χέρι, το θυμάμαι γιατί παίξαμε και στο “ΑΝ” τότε.
Ο.Γ: Το χέρι καταστράφηκε κανά μήνα μετά τον θάνατο της μάνας του. Το χέρι ήταν όλη η ιστορία, γιατί αυτό τον έκοβε στα δύο ως άνθρωπο, πώς να σου πω. Ο Παύλος ήταν λιοντάρι στην ψυχή. Ήταν νάρκισσος με τη σωστή έννοια, νάρκισσος με αντικείμενο. Γιατί υπάρχουν και οι νάρκισσοι χωρίς αντικείμενο, οι οποίοι είναι ένα δράμα. Ενώ αυτός είχε αξία και τον θαύμαζαν.
Εσύ Αλέκο έχεις πει ότι πιστεύεις ότι αυτοκτόνησε. Και με τον Οδυσσέα διαφωνείτε σε αυτό.
Ο.Γ: Ναι, διαφωνώ με τη λέξη. Εγώ θα το πω αλλιώς. Ότι αφέθηκε τόσο πολύ που μπορείς να πεις ότι είχε αυτοκτονική κατάληξη. Ε, και αν αφήνεσαι στο δηλητήριο, θα πεθάνεις.
Αφού το έλεγε ότι “τώρα ό, τι και αν μου φέρετε θα το πιω”.
Εν τω μεταξύ, άσχετο αλλά η δική σας η γενιά πώς την είχε πατήσει έτσι με την ηρωίνη; Δηλαδή και σήμερα παίρνουν ναρκωτικά, άλλα όχι τέτοια.
Ο.Γ: Υπήρχε ένας μύθος τότε γύρω από την ηρωίνη και κάποια πρότυπα που την συνόδευαν. Πάντως ένας τύπος σαν τον Παύλο, σήμερα, αν έμπαινε στην ηρωίνη, θα ήταν μεγάλο κορόιδο και τον Παύλο δεν τον θεωρώ κορόιδο. Γιατί τώρα όλα για την ηρωίνη είναι σε όλους γνωστά, από το Α ως το Ω, δεν υπάρχει κάτι κρυφό ή που να υπονοείται ή που να μπορεί να μυθοποιηθεί, όπως εκείνη την εποχή.
Τη δεκαετία του ‘80 με τον Παύλο σχολιάζατε την επικαιρότητα;
Ο.Γ: Βέβαια, σαν πολιτικά όντα.
Πηγαίνατε να ψηφίσετε; Ή λέγατε “είμαστε αντιεξουσιαστές και δεν ψηφίζουμε”.
Α.Α: Και πηγαίναμε και δεν πηγαίναμε. Στην Ελλάδα αυτό που περιγράφει καλύτερα αυτούς που δεν ψηφίζουν είναι το τραγούδι του Αγγελάκα που λέει “παντού περισσεύεις και παντού ξεψυχάς”. Γιατί να πάω να ψηφίσω, να κάνω τα γούστα ενός τύπου, ο οποίος μετά θα βγει στη Βουλή και θα με χαντακώσει;
Μόνο για αυτούς τους 300 ισχύει η δημοκρατία, για τους υπόλοιπους, αυτούς που είναι από κάτω δεν ισχύει τίποτα, είναι μια δικτατορία των επωνύμων. Αν είσαι ανώνυμος δεν βρίσκεις δίκιο.
Ο.Γ: Μα δεν είναι δημοκρατία, εκλόγιμη μοναρχία είναι. Κάνεις την υποχρέωσή σου ως πολίτης και ψηφίζεις, και μετά σε γράφουν. Τις εντολές που έχουν ακολουθούν, γιατί κι αυτοί είναι υπάλληλοι ενός μεγαλύτερου συστήματος. Είναι εντεταλμένοι να υλοποιήσουν ένα πρόγραμμα που έρχεται απ’ έξω.
Μ.Χ: Υπάρχει δικτατορία την υπερπαραπληροφόρησης σήμερα. Σου λένε τι άσχημο θα σου κάνουν, δεν στο κρύβουν και το χάνεις μέσα στην πολλή πληροφορία.
Τα τραγούδια σας τα σημερινά έχουν κι αυτά κοινωνικοπολιτικό πρόσημο;
Α.Α: Μα δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Η κοροϊδία που εξελίσσεται μπροστά στα μούτρα σου είναι τρομακτική. Ξεκινάει από μία διαφήμιση, συνεχίζεται από μία είδηση στα κανάλια και γίνεται ορυμαγδός από πράγματα τα οποία είναι φάλτσα.
Ο.Γ: Το κακό είναι ότι σε αυτήν τη χώρα δεν τιμωρείται ποτέ κανείς. Είχαμε τα Τέμπη, τη Novartis. Πολιτικοί πιάνονται με τη γίδα στην πλάτη και δεν αποδεικνύεται ποτέ ότι φταίνε. Είναι δηλαδή σε αυτήν τη χώρα όλοι τόσο αθώες περιστερές;
Πέρα απ’ τον κοινωνικοπολιτικό στίχο, τα νέα τραγούδια σας τι ήχο έχουν; Πώς θα τον χαρακτηρίζατε; Τι θυμίζει;
Α.Α: Θυμίζει αυτά που έχουμε ακούσει σε όλη μας τη ζωή. Είναι το αυτονόητο, οποιοσδήποτε μουσικός πάνω στον πλανήτη επηρεάζεται απ’ αυτούς που ήταν πριν απ’ αυτόν. Και αυτό βγαίνει και όταν είσαι συνθέτης, δηλαδή οι καταβολές σου, τι έχεις ακούσει, τι σε συντάραξε…
Ο ήχος σας είναι του σήμερα;
Μ.Χ: Αυτό θέλουμε να πετύχουμε.
Ο.Γ: Αυτό μας λένε.
Εσείς από τι θα μείνετε ευχαριστημένοι όταν ακούσει κάποιος αυτό το νέο τραγούδι; Αν πει ότι “προχώρησαν τον ήχο τους”; Αν έχετε 30.000 views; Τι θα σας ικανοποιήσει γενικά;
Ο.Γ: Ό,τι ικανοποιεί κάποιον που βγάζει ένα κομμάτι και θέλει να το παρουσιάσει.
Μ.Χ: Αυτό που ρωτάω εγώ είναι: αξίζει να βγει αυτό; Έχει νόημα; Καλά κάναμε και γράψαμε το κομμάτι για να το ακούσεις;
Το σημαντικότερο είναι να φτάσει στα αυτιά αυτού που πρέπει.
Για παράδειγμα φτιάχνεις ένα κρασί -μπορεί να το κάνεις για χιλιάδες ανθρώπους, μπορεί και για χίλιους. Το θέμα είναι να φτάσει στους γευστικούς κάλυκες αυτών που θα το εκτιμήσουν.
Εσύ Μπάμπη με τι ασχολούσουν μέχρι σήμερα;
Μ.Χ: Εγώ ανήκω στις μπάντες που βγήκαν το ‘92-’93. Όταν πέθανε ο Παύλος ήμουν ακόμα στο σχολείο, είχαμε καταλήψεις.
Μετά ήμουν στους Homo Sapiens. Βγάλαμε έναν δίσκο και όταν πήγαμε να βγάλουμε τον δεύτερο, μας είπε ο παραγωγός να αλλάξουμε όνομα γιατί τότε ήταν της μόδας τα συγκροτήματα με ελληνικό όνομα. Έτσι γίναμε οι “Σταγόνες καπνού”. Είμαστε η μόνη μπάντα στον κόσμο που ενώ ήμασταν τα ίδια μέλη, αλλάξαμε όνομα. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να μην κάνουμε ποτέ καριέρα.
Ε, μετά διαλύσαμε και απ’ το 2002 δεν ασχολήθηκα ξανά με τις μπάντες, δεν έπαιξα πουθενά αλλού. Επέλεξα να επιβιώνω αλλιώς.
Και κάποια στιγμή μου ήρθε η πρόταση απ’ τον Οδυσσέα να μπω στους Απροσάρμοστους.
Τώρα ετοιμάζετε συναυλίες;
Ναι είμαστε ανοιχτοί σε αυτό αλλά πρώτα υπάρχει μια πορεία που πρέπει να γίνει. Πρέπει πρώτα να τρέξουν τα νέα κομμάτια, να σε μάθουν από την αρχή, γιατί εμείς δεν είμαστε μία μπάντα που θα παίξει μόνο Παύλο. Πάει να παίξει τα δικά της κομμάτια τώρα.
Μπάμπη, καταλαβαίνεις ότι στα λάιβ θα σε κοιτάνε λίγο παραπάνω και θα λένε “α, αυτός αντικαθιστά τον Σιδηρόπουλο”. Θα ψάχνουν τις ομοιότητες, τις διαφορές…
Μ.Χ: Το θέμα δεν είναι τι θα πουν οι άλλοι για σένα. Είμαστε ένας λαός που ο καθένας έχει μια γνώμη οπότε το πιο απλό πράγμα είναι ο καθένας να πει τη μαγκιά του. Το θέμα είναι εγώ κατά πόσο νιώθω καλά μέσα μου σ’ αυτό που κάνω. Κι εγώ δεν έχω πρόβλημα γιατί περνάω καλά.
Ξέρω πολύ καλά ότι το πρώτο πράγμα που θα κάνει ο καθένας είναι να κάτσει να πει “α, μοιάζει, δεν μοιάζει”. Σίγουρα δεν μοιάζω με τίποτα. Πιο πολύ μπορεί να μοιάζω με τον Πανούση παρά με τον Σιδηρόπουλο. (γελάει)
Α.Α: Αναμενόμενο και αναγκαστικό, δεν είμαστε και το πιο καλά εκπαιδευμένο κοινό σε τέτοιου είδους ζητήματα. Οπότε το περιμένεις και τη σύγκριση αλλά και την αρνητικότητα γιατί ο άλλος θα σου πει “τι; Απαρνιέσαι τον Σιδηρόπουλο”. Η απάντηση είναι δεν απαρνιόμαστε τον Σιδηρόπουλο, δείχνουμε τι μάθαμε απ’ τον Σιδηρόπουλο.