Νέες ταινίες: Το “Weapons” και το “Φέρ’την Πίσω” είναι οι δύο όψεις του σημερινού τρόμου
Διαβάζεται σε 19'
Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 21 Αυγούστου 2025 06:22
Εντυπωσιακά κινείται το “Ταιριάζουμε;” της Σελίν Σονγκ φτάνοντας τα 75.000 μετά από 10 μόλις μέρες προβολής και αποδεικνύοντας πως κάποιες φορές υπάρχει κάτι σημαντικότερο από απόλυτα θετικό word of mouth ή συλλογικά θετικές κριτικές: Η αίσθηση μιας ταινίας που αφού τη δεις, απλά έχεις όρεξη να την συζητάς ξανά και ξανά.
Βοηθάει και η γενικευμένη νέκρα των τελευταίων εβδομάδων, με κυκλοφορίες που δεν τραβάνε –σκεφτείτε πως το “F1” παραμένει, κοντά δυο μήνες μετά, ακόμα στην 3η θέση!– αλλά σίγουρα το αντισυμβατικό ρομάντζο της σκηνοθέτριας των “Περασμένων Ζωών” έχει κάνει το κοινό να ενδιαφερθεί.
Να δούμε πώς θα κινηθεί το box office με τον κατακλυσμό νέων κυκλοφοριών αυτής της εβδομάδας. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν φυσικά οι δύο πιο hyped ταινίες τρόμου του καλοκαιριού που κυκλοφορούν την ίδια εβδομάδα στα μέρη μας, αλλά σε εντελώς διαφορετικό τόνο από αυτό, δώστε λίγη προσοχή και στα “Χρώματα του Χρόνου”, μια ελαφρώς ακατηγοριοποίητη γαλλική κομεντί από τον Σεντρίκ Κλαπίς, που ξέρει πάντα πώς να διασκεδάζει το κοινό με εξαιρετικά φτιαγμένες mainstream δημιουργίες.
Οι νέες ταινίες της εβδομάδας
Weapons
(Ζακ Κρέγκερ, 2ω8λ)
★★★★
Ένα βράδυ, χωρίς κανέναν εμφανή λόγο, 17 παιδιά της ίδιας σχολικής τάξης ξύπνησαν μες στη νύχτα την ίδια ακριβώς ώρα, άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού τους, και χάθηκαν στο σκοτάδι. Και κανείς στην πόλη δεν ξέρει γιατί.
Σε 25 λέξεις: Ο δημιουργός του ευρηματικού “Barbarian” επιστρέφει με ένα ακόμα δομικά απολαυστικό θρίλερ που βουτά βαθιά στην καρδιά της συλλογικής θλίψης μιας κοινότητας σε σοκ, χωρίς ποτέ να ξεχνά πώς να μας τρομάζει (αλλά και να μας κάνει να γελάμε!).
Φέρ’την Πίσω
(“Bring Her Back”, Ντάνι και Μάικλ Φιλίππου, 1ω39λ)
★★½
Δύο ορφανά αδέλφια, μετά τον θάνατο του πατέρα τους, αποκτούν νέα ανάδοχη μητέρα η οποία αναλαμβάνει την κηδεμονία τους. Όμως στο απομονωμένο σπίτι της κρύβεται ένα φρικιαστικό μυστικό.
Σε 25 λέξεις: Μετά το δυνατό “Μίλα Μου”, τα αδέρφια Φιλίππου γέρνουν περισσότερο προς το elevated horror, με το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας να είναι εκτεταμένο set-up για μια αλληγορία περί τραύματος. Εξαιρετική Σάλι Χόκινς, μερικές αξέχαστες σκηνές.
Κριτική
Οι δύο πολυσυζητημένες στο εξωτερικό ταινίες τρόμου που κυριάρχησαν στις συζητήσεις το τελευταίο διάστημα, βγαίνουν στην Ελλάδα την ίδια ακριβώς εβδομάδα (για κάποιο λόγο που αδυνατούμε να κατανοήσουμε) αλλά πέρα από αυτή την συγκυρία έχουν και κάτι ακόμα να τις ενώνει: Αποτελούν το δεύτερο βήμα, σκηνοθετών που μας κέρδισαν με τις προηγούμενες δουλειές τους στο είδος του τρόμου. (Για τον Κρέγκερ του “Weapons” αυτή δεν είναι η δεύτερη ταινία του γενικώς, αλλά είναι το δεύτερο βήμα του στον τρόμο.)
Οι αδελφοί Ντάνι και Μάικλ Φιλίππου έχουν γράψει μίλια ως YouTubers πριν γυρίσουν το “Μίλα Μου”, μια δυνατή μεταφυσική ταινία τρόμου με πολλά highlights φρίκης και αγωνίας και έναν σχετικά πιο αδύναμο αφηγηματικό ιστό – συνεπές με την δημιουργική τους προέλευση, θα λέγαμε. Στο νέο τους φιλμ όμως, φαίνεται ξεκάθαρα πως θέλουν να πάνε τη δημιουργικότητά τους ένα βήμα παραπέρα.
Από το “Φέρ’την Πίσω” οπωσδήποτε δεν απουσιάζουν και πάλι οι μεμονωμένες εξάρσεις ωμότητας και σοκ (με αποκορύφωμα τη σκηνή με το μαχαίρι), αν και χάθηκαν κάποιες ευκαιρίες (όπως το να μπούμε περισσότερο στο βλέμμα της νεαρής ηρωίδας) όμως περισσότερο από οτιδήποτε είναι ένα παρατεταμένο set-up προς μια σχετικά ακινητοποιημένη αλληγορία. Η ιστορία δεν κινείται και η αφήγηση δεν διαθέτει διακυμάνσεις: Ξέρεις εξαρχής πως κάτι άρρωστο συμβαίνει σε αυτό το σπίτι, και χωρίς μεταπτώσεις αυτό γνωρίζεις και στο φινάλε, όλο κάτω από το μανδύα μιας μεγάλης, φωναχτής αλληγορίας.
Ναι, είναι μια ταινία για την απώλεια και για το πώς καταλήγεις να πνίγεσαι αν δεν καταφέρεις να ξεπεράσεις αυτό που σε κρατάει πίσω, στο σκοτάδι. Η Σάλι Χόκινς δίνει βαρύτητα και τραγικότητα σε ένα ρόλο που θα μπορούσε να λοξοκοιτάζει προς το over the top, όμως όπως και τα πάντα στην ταινία, είναι απολύτως προσγειωμένη. Οι Φιλίππου χειρίζονται εξαιρετικά τους χώρους και το σασπένς, με κάδρα που κάνουν χρήση σκηνικών, βάθους πεδίου και των ίδιων των χαρακτήρων, όμως αυτή η τελειοποίηση της τεχνικής τους άφησε ένα μεγάλο κομμάτι του αρχικού τους ενθουσιασμού πίσω.
Η ταινία δε σε αφήνει ποτέ να την αγνοήσεις, αλλά επιχειρεί να πει μια ιστορία με ένα βάθος που δε μπορεί να διαχειριστεί. Το τραύμα των νεαρών χαρακτήρων το κοιτάζει σα να ήταν σκορ (το οποίο θέλει συνεχώς να ανεβάσει) και ο κόσμος του φιλμ μοιάζει τελικά πολύ μικρός. Και με την καλή και με την κακή έννοια, είναι σα να είμαστε κι εμείς παγιδευμένοι σε αυτό το σπίτι.
Το “Weapons” του Ζακ Κρέγκερ πάει κόντρα σε αυτή την προσέγγιση. Όπως και το αμέσως προηγούμενο φιλμ του, το σπουδαίας φήμης αλλά ατυχώς ακυκλοφόρητο στην Ελλάδα “Barbarian”, έτσι και το “Weapons” είναι μια ταινία εξαιρετικά δομημένη, που δε σταματά διαρκώς να βρίσκει εφευρετικούς τρόπους να πει αυτή, την όποια ιστορία σου λέει. Μπλέκοντας σασπένς, χιούμορ (και οδύνη) με έναν ευρηματικό τρόπο, που βγάζει νόημα αν σκεφτείς ότι ο Κρέγκερ έχει προϋπηρεσία στην σκετς κωμωδία.
Το “Barbarian” είναι από μόνο του ένα masterclass στη συγγραφή των τριών πράξεων, αλλά το “Weapons” λοξοκοιτάζει προς άλλες επιρροές, δείχνοντας πως ο Κρέγκερ δεν ξέρει μόνο ένα κόλπο. Θυμίζει κάτι από το λεγόμενο hyperlink σινεμά, αυτό δηλαδή το είδος αφήγησης στο οποίο πρωτοστάτησε ο Ρόμπερτ Όλτμαν και μετέπειτα δημιουργοί σαν τον Πολ Τόμας Άντερσον, τον Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου και τον Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ. Κάτι πιο πολύπλοκο από σπονδυλωτό φιλμ, αυτό το σινεμά επιχειρεί να σχηματίσει κάτι ολοκληρωτικά συλλογικό μέσα από διάσπαρτα, ημιτελή προφίλ και αφηγήσεις – ένα σύνολο πολύ πιο πλούσιο από τα επιμέρους κομμάτια του.
Ο Κρέγκερ καταφέρνει και τα επιμέρους κομμάτια όμως να είναι συναρπαστικά, και το σύνολο μεστό με έναν τρόπο που βρήκα κάπως απρόσμενα αποτελεσματικό. Η ιστορία του ξεκινά με μια παιδική αφήγηση, σα να ήταν αστικός θρύλος που μεταδίδεται στόμα στόμα στα διαλείμματα του σχολείου, ή ίσως μια από αυτές τις τρομακτικές ιστορίες που γονείς λένε στα παιδιά για να καθίσουν ήρεμα να φάνε – σαν κάποιο χαμένο στο χρόνο παραμύθι για καταπιεσμένα παιδιά και κακές μάγισσες. Ή ίσως κάτι από όλα αυτά μαζί, και αρκετά μη εξαντλητικό στις λεπτομέρειές του ώστε να μπορείς να γεμίσεις τα κενά με τη δική σου προσέγγιση. Είναι μια ιστορία που παίζει με αρχέτυπα, κι όχι με lore.
Εξαρχής, αυτό που βλέπουμε είναι ανατριχιαστικό, για να μην πω άμεσα iconic: Παιδιά να ξεχύνονται στο σκοτάδι, με τα χέρια σαν φτερά αεροπλάνου, να πλέουν τρέχοντας μες στη νύχτα, φαινομενικά χωρίς σκοπό ή λογική. Κλείνω τα μάτια μου και το βλέπω μπροστά μου. Θα ήταν ονειρικό, αν δεν ήταν τόσο εφιαλτικό. Ή ίσως ισχύει το ανάποδο, δεν είμαι σίγουρος.
Για να μας εξηγήσει αυτό το μυστήριο, το φιλμ σπάει σε επιμέρους κομμάτια, το καθένα αφοσιωμένο σε έναν διαφορετικό τραγικό χαρακτήρα του ψηφιδωτού, μετακινούμενο ατάκτως στον χρόνο. Όχι για να μας μπερδέψει – μιας και εν τέλει δεν υπάρχει τίποτα το περίπλοκο σε αυτό που συμβαίνει – όσο για να εντείνει την αίσθηση πως κάθε ένας από αυτούς τους ανθρώπους είναι βαθιά ενταγμένος στις ζωές των άλλων, μέλη ενός κοινωνικού πλέγματος που τώρα έχει διατρηθεί βίαια.
Λειτουργεί φανταστικά και ως ρυθμός αφήγησης κιόλας, καθώς ποτέ δεν παραμένουμε σε ακινησία, ή σε ένα σημείο για περισσότερο από όσο χρειάζεται ή θα θέλαμε. Πάνω που ετοιμαζόμαστε να φτάσουμε σε ένα κρεσέντο, πέφτει μαύρο, ακολουθεί το όνομα ενός άλλου χαρακτήρα, και πάμε ξανά από (πριν) την αρχή. Είναι σαν ένα σπουδαίο ποπ τραγούδι που ξέρει πώς να σου teaseάρει ένα ρεφρέν λίγο-λίγο, πριν ξεσπάσει σε αυτό στο φινάλε.
Το εξαιρετικό καστ μοιράζεται αντίστοιχα και το βάρος. Η Τζούλια Γκάρνερ (“Ozark”) μας βάζει στην ιστορία ως δασκάλα της καταραμένης τάξης που αδυνατεί να επεξεργαστεί την ακατανόητη τραγωδία χωρίς να κυλήσει στα πιο βλαβερά ένστικτά της. Ο Τζος Μπρολίν είναι ένας από τους οργισμένους γονείς, που αναζητά αίτια και φταίχτη ακόμα κι εκεί που ίσως να μην υπάρχει. Ο Μπ. Ντ. Γουόνγκ (“Doctor Strange”) φέρνει ηρεμία και ταραχή στα άκρα, ως διευθυντής του σχολείου, ενώ ο Άλντεν Έρενραιχ (“Solo”, “Hail, Caesar!”) παραδίδει μια απολαυστική ερμηνεία κλιμακούμενης αποσύνθεσης και θυμού ως τοπικός αστυνομικός με έναν ιστό σχέσεων που διαλύονται.
Η προφανής όμως κεντρική φιγούρα είναι η Έιμι Μάντιγκαν (“Ο Ξυπόλητος Τζο” με τον Κέβιν Κόστνερ, κι επίσης –περήφανα– ένα από τα άτομα που αρνήθηκαν να χειροκροτήσουν τον Ελία Καζάν κατά την απονομή τιμητικού Όσκαρ) στο ρόλο της θείας Γκλάντις – μια φιγούρα αινιγματική, ανατριχιαστική, camp αλλά και τραγική την ίδια στιγμή. Η Μάντιγκαν με τη συνδρομή ενός ακριβέστατου μακιγιάζ και ενδυματολογικών επιλογών, συνθέτει μια αντι-ηρωίδα που θα στοιχειώνει για πολύ καιρό το σινεμά τρόμου, και ήδη έχει οσκαρικό buzz πίσω της.
Η Γκλάντις κυριαρχεί στο δεύτερο μισό της ταινίας, όμως ο Κρέγκερ πάντα καταφέρνει να εξηγήσει ό,τι χρειάζεται, χωρίς να υπερ-εξηγήσει τίποτα. Κάθε χαρακτήρας είναι πρωταγωνιστής στη δική του ιστορία, αλλά με το να χάνεται στην συνέχεια στο φόντο άλλων ιστοριών, η ταινία υπογραμμίζει την αίσθηση μιας συλλογικής φρίκης – εκεί όπου καμία επιμέρους νίκη ή οποιουδήποτε είδους κατάληξη, δεν επιλύει στην πραγματικότητα τίποτα: Ακόμα κι όταν το μυστήριο λύνεται, η κάθαρση απουσιάζει. Κι αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες κρυφές νίκες της ταινίας.
Το σασπένς έρχεται σε πολλές μορφές, αν και μια κάποια παραπάνω χρήση των ονείρων προσφέρει μια ευκολία για τινάγματα σε μια ιστορία που (ειδικά στο πρώτο μισό) δεν διαθέτει άπειρες αφορμές. Όμως μαζί έρχεται και αποσυμπίεση μέσω γέλιου, ακόμα και σε σκηνές που την ίδια στιγμή φρικάρεις: βλέπε σκηνή στο βενζινάδικο ή φυσικά την τελική σεκάνς του φιλμ.
Με τον τρόπο που αναπτύσσεται –αλλά και ολοκληρώνεται– το “Weapons” δημιουργεί μια μυστηριώδη και σίγουρα όχι μονότονη αλληγορία πάνω στην θλίψη και στους φθαρμένους δεσμούς που καλύπτει η καθημερινότητα κι η συνήθεια μέσα σε κλειστές κοινότητες.
Τις μέρες του στην κωμωδία, ο Κρέγκερ τις μοιραζόταν με τον κωμικό Τρέβορ Μουρ στην κομπανία The Whitest Kids U’ Know την οποία συνίδρυσαν. Ο Μουρ σκοτώθηκε έξαφνα σε ένα ατύχημα στο σπίτι του πριν 4 χρόνια, κι ο Κρέγκερ λέει πως αυτό το συμβάν βρίσκεται εν μέρει πίσω από το “Weapons”. Πράγματι, μπορείς να νιώσεις να διαπερνά το φιλμ κάτι το στοιχειωτικό, μια παραδοχή για το παράλογο και το ξαφνικό της κάθε απώλειας, και το πώς ανακαλεί κάτι το πρωτόγονο μέσα στον κάθε ήρωα αυτού του πλέγματος.
Ταυτόχρονα, είναι μια ταινία που δε σταματά να σε διασκεδάζει με την αφήγηση και την τονική της ισορροπία, και το απρόβλεπτο μπλέξιμο των χαρακτήρων της, χωρίς απαραίτητα να αποτελεί έναν δυσεπίλυτο γρίφο. Ο Κρέγκερ κατανοεί πως μια ταινία τρόμου μπορεί να κινείται απρόβλεπτα, μπορεί να έχει διακυμάνσεις, αφήνοντας τα μοτίβα να εμπλουτιστούν μέσα στις ραφές της ιστορίας και τις διασυνδέσεις των χαρακτήρων. Σε αντίθεση με την κυρίαρχη τάση στο σημερινό σινεμά τρόμου (κάτι που συμπεριλαμβάνει και το “Φέρ’την Πίσω”), είναι μια ταινία που πρωτίστως θέλει να μας αφηγηθεί μια συναρπαστική ιστορία, αντί να μας εξηγεί τι σημαίνει αυτή.
Τα Χρώματα του Χρόνου
(“La venue de l’avenir / Colours of Time”, Σεντρίκ Κλαπίς, 2ω4λ)
★★★½
Τέσσερις εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους, μακρινοί συγγενείς γνωρίζονται και έρχονται κοντά χάρη σε ένα ταξίδι στην αγροτική Νορμανδία, όπου ξεκλειδώνουν το σπίτι μιας προγόνου της – και μαζί, τα μυστικά μια πλούσιας και απρόσμενης οικογενειακής ιστορίας.
Σε 25 λέξεις: Δραματική κομεντί μπλεγμένη με ταινία εποχής, δια χειρός του σταθερού χεριού του Σεντρίκ Κλαπίς (“Μια Γαλλίδα στο Μανχάταν”, “Greek Salad”). Κινείται απολαυστικά στον χρόνο και διακατέχεται από τεράστια αγάπη για την τέχνη και την κληρονομιά.
Κριτική
Οι ταινίες του Σεντρίκ Κλαπίς πάντα καταφέρνουν να προσφέρουν λαϊκή διασκέδαση μέσα από mainstream ιστορίες και αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, αλλά πάντα με ένα φροντισμένο άγγιγμα, μια αναγνωρίσιμη μελαγχολία και ανθρωπιά που τις διαπερνά. Ποτέ δεν είναι ακριβώς αυτό που θα περίμενες ότι θα ήταν – όπως συμβαίνει στην εξαιρετική του τριλογία των “Spanish Apartment”, “Russian Dolls” και “Chinese Puzzle”, που οδήγησαν και στη γυρισμένη στην Ελλάδα σειρά “Greek Salad”.
Το νέο του φιλμ εξαρχής παίζει με δικούς του κανόνες μέσα στις συμβάσεις της μοντέρνας γαλλικής κομεντί. Ξεκινά από ένα τραβηγμένο premise, που θέλει τους δεκάδες απογόνους μιας αινιγματικής γυναίκας να συγκεντρώνονται για πρώτη φορά, επειδή η τοπική αυτοδιοίκηση θέλει τη συναίνεσή τους ώστε να γκρεμίσει το σπίτι της προγόνου της και να χτίσει στη θέση του ένα υπερσύγχρονο πάρκινγκ στο πλαίσιο της “αναβάθμισης” μιας περιοχής της αγροτικής Νορμανδίας. Επιλέγονται 4 από τους συγγενείς οι οποίοι θα ταξιδέψουν στο σπίτι, για να δώσουν την άδειά τους να αποσφραγιστεί, να το εξερευνήσουν, και στη συνέχεια να πάρουν την απόφαση για πώληση.
Οι 4, ανάμεσά τους ο σταθερός πρωταγωνιστής / alter ego του Ολιβιέ Ασαγιάς, Βενσάν Μακέν, είναι φυσικά εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες μεταξύ τους, αλλά μέσα από αυτή την απρόσμενη περιπέτεια θα αρχίσουν να ανακαλύπτουν πράγματα για τον εαυτό τους, και να αλλάζει λίγο ο τρόπος που βλεπουν τον κόσμο. Η πραγματικά σπιρτόζικη έμπνευση έρχεται στο πώς το παρόν αυτών των 4 χαρακτήρων μπλέκει με το παρελθόν. Η 4άδα αρχίζει να ψαχουλεύει το εγκαταλειμμένο σπίτι όπου μέσα από απτά απομεινάρια ενός ζησμένου παρελθόντος, αρχίζουν να συνθέτουν το παζλ της ζωής της άγνωστης στους ίδιους, προγόνου τους, Αντέλ.
Ο Κλαπίς μας μετακινεί διαρκώς ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν χωρίς εφετζίδικα τρικ, με μια κλιμακούμενη ένταση και αποκορύφωμα μια μουσειακή σκηνή όπου οι δύο χρόνοι συνυπάρχουν με τρόπο απογειωτικό, σχεδόν συγκινητικό, καθώς η ταινία ξεκλειδώνει μπροστά στα μάτια μας. Οι δύο παράλληλες αφηγήσεις μπλέκονται με έναν τρόπο που δίνει βάρος στη σχέση του παρόντος πάνω στο παρελθόν, στο πώς τα πάντα γύρω μας αποτελούν αντικείμενα Ιστορίας και κληρονομιάς, στην ζωτικότητα και τη διαχρονικότητα της τέχνης, στο πώς οι ζωές του τώρα μπορεί να αντηχούν στο αύριο – κρατώντας όμως και κάποια από τα μυστικά τους για πάντα κρυμμένα.
Φροντισμένο ως φόρμα, τεχνικά άρτιο, μελαγχολικό και ψυχωμένο, το φιλμ μπορεί σε σημεία να μην πείθει απόλυτα ως αναπαράσταση του παρελθόντος (μπορείς να το δεις ως ένα παρελθόν που ανασυστήνεται ως φαντασία του σήμερα), και δραματουργικά δεν ανακαλύπτει ακριβώς τον τροχό – όμως κάθε τι που κάνει, κάθε μικρή αλήθεια στην οποία καταλήγουν οι χαρακτήρες για τον εαυτό τους και για τον κόσμο, έρχεται ως αποτέλεσμα μιας όμορφης διαδικασίας ανακάλυψης. Όπου η τέχνη, ο χρόνος, κι η καθημερινότητα (παροδική και διαχρονική την ίδια στιγμή) συνυπάρχουν σε κάτι μεγαλύτερο από τα επιμέρους κομμάτια του.
Η Ετυμηγορία
(“The Verdict”, Σίντνεϊ Λουμέτ, 2ω9λ)
★★★★½
Ένας αλκοολικός, ξεπεσμένος δικηγόρος αναλαμβάνει μια φαινομενικά εύκολη υπόθεσης ιατρικής αμέλειας. Αντί όμως να δεχθεί τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, επιλέγει να πάει την υπόθεση στο δικαστήριο, εκεί που όμως όλο το σύστημα μοιάζει να συνωμοτεί εναντίον του – και εναντίον της αλήθειας.
Σε 25 λέξεις: Μια ύστερης περιόδου σπουδαία ερμηνεία από τον Πολ Νιούμαν σε δικαστικό δράμα αλλά και ηθική εξερεύνηση, που ακτινογραφεί συγκλονιστικά πώς το σύστημα καταπιέζει την αλήθεια. Σενάριο κέντημα από τον Ντέιβιντ Μάμετ.
Κριτική
Ο Ντέιβιντ Μάμετ γράφει υποδειγματικά ένα δικαστικό δράμα παίζοντας θεωρητικά μέσα στα όρια του είδους, αλλά σχεδιάζοντας κάτι το καθόλου συμβατικό μέσα σε αυτά. Σκιαγραφώντας το προφίλ ενός ξοφλημένου που βρίσκει ξανά νόημα και ύπαρξη μέσα από μια στοιχειώδη μοραλιστική σύγκρουση που τον φέρνει αντιμέτωπο με ένα αχόρταγο και θηριώδες σύστημα.
Ο Πολ Νιούμαν σηκώνει πάνω του ερμηνευτικά μια ταινία νηφάλια αλλά και σιωπηλά εξοργισμένη, που ο Λουμέτ σκηνοθετεί με έμπειρο χέρι και με σιγουριά: Τα κάδρα του περιλαμβάνουν μεγάλους χώρους και εμβλήματα της δικαιοσύνης και της κοινωνικότητας, του οποίους το μάτι απορροφά μέχρι που αντιστρέφονται και γίνονται απειλητικοί καθώς αντιλαμβανόμαστε πώς το σύστημα είναι αρματωμένο απέναντι στο άτομο. Ένα απότομο close-up εδώ κι εκεί μοιάζει σεισμικής σημασίας, και μια σκηνή προς το τέλος που η κάμερα βουτά προς το πρόσωπο του Νιούμαν μοιάζει σαν ο ίδιος ο Θεός να κατεβαίνει στο έδαφος.
Η ταινία ακολουθεί μεν τα αναγνωρίσιμα βήματα ενός φιλμ του είδους, αλλά δεν ενδιαφέρεται στην πραγματικότητα για συμβατικές ανατροπές και αποκαλύψεις (που έχουν την γοητεία τους φυσικά!). Κάθε επόμενο στάδιο είναι ένα μικρό βήμα προς το συστημικό αδιέξοδο, όσο την ίδια στιγμή κι ένα –αναγκαίο, μέσα στην απόγνωση– βήμα πίστης προς τον Άλλο Άνθρωπο. Και την βεβαιότητα πως η ηθική στάση δε μπορεί παρά να είναι η μόνη διέξοδος και προσωπική σωτηρία.
Χειμωνιάτικο Φως
(“Winter Light / Nattvardsgästerna”, Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, 1ω21λ)
★★★★
Ο ιερέας μιας μικρής πόλης δυσκολεύεται να συμβιβαστεί με την ίδια του την πίστη, ενώ έρχονται σε αυτόν για βοήθεια μια ερωτευμένη γυναίκα κι ένας καταθλιπτικός άντρας.
Σε 25 λέξεις: Από τις φορμαλιστικά πιο τολμηρές ταινίες του Μπέργκμαν, αναζητά και αναλύει την πίστη με τρόπο σοκαριστικά ευθύ.
Κριτική
Ένα από τα μεγάλα φιλμ πάνω στην πίστη και τον υπαρξισμό, με έναν ιερέα που αναζητά με σοκαριστική ευθύτητα κάτι το μεγαλύτερο, μια πίστη σε έναν θεό. Ο Μπέργκμαν σε μια περίοδο επίμονης ενασχόλησης με το θρησκευτικό μέσα από το σινεμά του, ανοίγει το φιλμ με ένα κήρυγμα που μοιάζει ξέπνοο, επιμένοντας στη διάρκεια του φιλμ σε μια αλληλουχία μεγάλων σεκάνς δίχως δράση, αφήνοντάς μας στο έλεος φωνών από ανθρώπους που πασχίζουν να ακούσουν τη φωνή του θεού.
Εξερευνά μέσα από αυτές τις διαπροσωπικές (και απογοητευτικές) σχέσεις την ιδέα όχι απλώς της πίστης και τη ηθικής, αλλά και του καθηλωτικού τρόμου που έρχεται μαζί με την υποψία πως ίσως έχεις αφιερώσει τα πάντα για κάποιον που δεν ακούει – ή που δεν είναι καν εκεί. Γιατί συνέβησαν τότε όλα; Με μια οπτική φόρμα που απαιτεί υπομονή αλλά προκαλεί δέος, ο Μπέργκμαν στοχάζεται και επηρεάζει ακόμα και σήμερα: Οι “Ακρότητες” του Πολ Σρέιντερ (#20 στη λίστα μας με τις κορυφαίες ταινίες του 21ου αιώνα) είναι μια ταινία-απόγονος αυτής (και ανώτερή της, ας μας επιτραπεί), παιγμένη σε περισσότερες διαστάσεις.
Το Νησί
(“Eden”, Ρον Χάουαρντ, 2ω10λ)
★★
Ένα γκρουπ Ευρωπαίων εγκαταλείπει τη σύγχρονη κοινωνία αναζητώντας μια νέα αρχή. Φτάνουν σε ένα απομακρυσμένο, ακατοίκητο νησί, όμως εκεί το ουτοπικό τους όνειρο γρήγορα αποδομείται καθώς ανακαλύπτουν πως ο εχθρός ήταν πάντοτε ο ένας για τον άλλον.
Σε 25 λέξεις: Θεματικά απλοϊκό και άνευρα σκηνοθετημένο κοινωνικό θρίλερ επιβίωσης από τον Ρον Χάουαρντ (“Hillbilly Elegy”) με all-star καστ Βανέσα Κέρμπι, Άνα ντε Άρμας, Σίντνεϊ Σουίνι, Τζουντ Λο και Ντάνιελ Μπρουλ.
Η Μεγάλη Μέρα
(“Day of the Fight”, Τζακ Χιούστον, 1ω48λ)
★★
Τη μέρα του πρώτου του αγώνα μετά το εξιτήριό του από τη φυλακή, ένας πάλαι ποτέ διάσημος μποξέρ ξεκινά ένα ταξίδι εξιλέωσης που πλέκει το παρελθόν με το παρόν του.
Σε 25 λέξεις: Αργόσυρτη σκιαγράφηση ενός χαρακτήρα σε αναζήτηση εξιλέωσης με εξαιρετικό καστ γεμάτο φάτσες (Ρον Πέρλμαν! Τζο Πέσι! Στιβ Μπουσέμι!) αλλά χωρίς κάποια ανανεωτική κινηματογραφική σπίθα.
Οι Καταραμένοι
(“The Damned / I Dannati”, Ρομπέρτο Μινερβίνι, 1ω28λ)
★★
Το χειμώνα του 1862, εν μέσω Εμφυλίου, ο αμερικάνικος στρατός στέλνει ένα γκρουπ εθελοντών στρατιωτών στις δυτικές περιοχές με σκοπό την περιπολία στις αχαρτογράφητες παραμεθόριες περιοχές. Καθώς ο σκοπός της αποστολής τους αλλάζει στην πορεία, το νόημα πίσω από την εμπλοκή τους αρχίζει να τους διαφεύγει.
Σε 25 λέξεις: Ο εξαιρετικός ντοκιμαντερίστας Ρομπέρτο Μινερβίνι σκηνοθετεί ένα αντιπολεμικό αντι-φιλμ, αφήνοντας σύγκρουση και εχθρούς εκτός οπτικού πεδίου, σε ένα αλληγορικό αφηγηματικό πείραμα που εξαντλείται και εξαντλεί.
Επιλεγμένες Προβολές
Η Τελευταία Παράσταση… Η εμβληματική ταινία ενηλικίωσης στο Τέξας των ‘50s σε μια παρακμάζουσα πόλη που αργοπεθαίνει. Το ασπρόμαυρο αριστούργημα του Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, τιμημένο με 2 Όσκαρ. (Ριβιέρα)
Οι 12 Ένορκοι… Το κλασικό δικαστικό δράμα του Σίντνεϊ Λουμέτ ξανά στη μεγάλη οθόνη – ιδανική ευκαιρία για double feature με την “Ετυμηγορία”. (Παναθήναια)
Οι Γέφυρες του Μάντισον… Το αισθηματικό αριστούργημα του Κλιντ Ίστγουντ με τον ίδιο και την Μέριλ Στριπ θα φέρει μια νύχτα γερού κλάματος. (Ριβιέρα, Παρασκευή 22/8)
Το Πάρτι… Η ξέφρενη κωμωδία του Μπλέικ Έντουαρντς με έναν Πίτερ Σέλερς-κωμικό οδοστρωτήρα. (Ελληνίς, Θησείο)
Η Νύχτα των Δολοφόνων… Παιχνίδια ισχύος και ελέγχου σε μια παράδοξη συνθήκη εγκλεισμού που ακροβατεί ανάμεσα στο απειλητικό και το κωμικό, δια χειρός Ρόμαν Πολάνσκι, με έναν φανταστικό Ντόναλντ Πλέζανς στον κεντρικό ρόλο. (Ατενέ)
Επίσης κυκλοφορούν
Το Παγώνι: Χρειάζεστε έναν «καλλιεργημένο φίλο» για να εντυπωσιάσετε τους φίλους σας; Έναν «τέλειο γιο» για να αλλάξετε τη γνώμη των συνεργατών σας για εσάς; Ή μήπως απλώς έναν παρτενέρ για να κάνετε πρόβα σε έναν καυγά ενόψει διαζυγίου; Ό,τι κι αν χρειάζεστε, απλώς νοικιάστε τον Ματίας! Η ζωή ως μυθοπλασία, ως φαντασίωση, ως κατασκεύασμα, σε μια σάτιρα με τον Άλμπρεχτ Σουκ (υποψήφιο για BAFTA, «Ουδέν Νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο»).
Στρουμφάκια: Η Ταινία: Όταν ο Μπαμπαστρούμφ απάγεται μυστηριωδώς από τους κακούς μάγους Δρακουμέλ και Φρικουμέλ, η Στρουμφίτα αναλαμβάνει να καθοδηγήσει τα Στρουμφάκια σε μια αποστολή στον πραγματικό κόσμο για να τον σώσουν. Με τη βοήθεια νέων φίλων, τα Στρουμφάκια πρέπει να ανακαλύψουν τι ορίζει το πεπρωμένο τους για να σώσουν το σύμπαν.