Νέες ταινίες: Στη “Nouvelle Vague”, ένας αμερικάνος μάς ταξιδεύει στα γυρίσματα του “Με Κομμένη την Ανάσα”
Διαβάζεται σε 11'
Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 30 Οκτωβρίου 2025 06:27
Ζόρικα τα πράγματα στο box office με τις πρόσφατες κυκλοφορίες να μην συγκινούν ιδιαίτερα τους σινεφίλ, και τόσο Μπρους Σπρίνγκστιν όσο και Τζένιφερ Λόπεζ ντεμπουτάρισαν εκτός τοπ-10(!).
Στην κορυφή το “Νεκρό Τηλέφωνο 2” με 8.000 εισιτήρια, όμως το στόρι είναι στις ταινίες που συντηρούνται στα ψηλά. Η “Μια Μάχη Μετά την Άλλη” δεν χάνει φόρα, πλησιάζει τα 150.000 εισιτήρια κι έχει δρόμο ακόμα. Το “Ένα Απλό Ατύχημα” του Τζαφάρ Παναχί έχει ξεπεράσει τις 15.000 κρατώντας αρκετά καλά, οπότε έχει μέλλον.
Μεγαλύτερη έκπληξη; Ο “Δράκουλας” του Λικ Μπεσόν που έχει ξεπεράσει τις 45.000(!) εισιτήρια, εξαιρετική επίδοση για μια ταινία που δε μοιάζει να αφήνει το παραμικρό πολιτιστικό αποτύπωμα.
Με τη Γιορτή του Σινεμά σήμερα Πέμπτη 30 Οκτωβρίου, τα ταμεία θα ανακάμψουν φυσικά, αλλά θα έχει ενδιαφέρον να δούμε ποιες ταινίες θα απολαύσουν το μεγαλύτερο bump.
Οι νέες ταινίες της εβδομάδας
Nouvelle Vague
(Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, 1ω46λ)
★★★
Ο νεαρός Ζαν-Λικ Γκοντάρ αποφασίζει πως το να αρχίσει να κάνει ταινίες είναι η καλύτερη μορφή κριτικής. Βρίσκει χρηματοδότηση για ένα χαμηλού μπάτζετ φιλμ και μαζί με τον Φρανσουά Τρυφώ γράφουν την ιστορία ενός ζευγαριού παρανόμων. Το αποτέλεσμα είναι η ταινία που θα άλλαζε το σινεμά – κι αυτή είναι η ιστορία του πώς γυρίστηκε.
Σε 25 λέξεις: Ανάλαφρη κομεντί για τη δημιουργία του “Με Κομμένη την Ανάσα” του Γκοντάρ δια χειρός Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ. Πολύ καλογυρισμένο και καλοπαιγμένο, τρομερά διασκεδαστικά αν και όχι εξεχόντως διεισδυτικό.
Κριτική
Ένα από τα πιο παράξενα πρότζεκτ των τελευταίων ετών είναι το “Nouvelle Vague” του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ. Ο υπέροχος αμερικάνος σκηνοθέτης συνεχίζοντας τους πειραματισμούς του με αφηγηματικές τεχνικές και περιεχόμενο, πηγαίνει στη Γαλλία για να γυρίσει μια εντελώς γαλλική ταινία πάνω στη γέννηση της Νουβέλ Βαγκ και στα γυρίσματα του Με Κομμένη την Ανάσα του Γκοντάρ. Το καστ αποτελείται από γάλλους ηθοποιούς στους ρόλους εμβληματικών φιγούρων της περιόδου –τον Γκοντάρ παίζει ο Γκιγιόμ Μπαρμπέκ στο ερμηνευτικό ντεμπούτο(!) του– ενώ την Τζιν Σίμπεργκ παίζει απολαυστικά η Ζόι Ντόιτς.
Ποιος να το έλεγε ότι ο πάλαι ποτέ σκηνοθέτης ιστοριών πάνω στους αρχετυπικούς εφήβους σλάκερ θα ωρίμαζε σε σημείο που να σκηνοθετεί behind the scenes της Νουβέλ Βαγκ και θεατρικά chamber pieces πάνω στη ζωή και το έργο δημιουργών θεατρικών μιούζικαλ. (Το μαγευτικό “Blue Moon” του που είδαμε στο φεστιβάλ Βερολίνου πριν λίγους μήνες παραμένει μια από τις ωραιότερες ταινίες της χρονιάς.) Η ευαισθησία του όμως κι η περιέργεια ήταν πάντα εκεί, οπότε αυτή η εξέλιξη είναι ένα υπέροχο, αλλά όχι παράλογο, θαύμα.
Το “Nouvelle Vague” με έναν παράδοξο τρόπο κουβαλά τις ευαισθησίες και των δύο άκρων της λινκλεϊτερικής ούβρας – είναι ο κινηματογραφικός επαναστάτης Γκοντάρ σκηνοθετημένος ως ένας χαρακτήρας όχι ακριβώς σλάκερ, αλλά έχοντας κάποια χαρακτηριστικά της κουλ αποστασιοποίησης από το mainstream, που καταλήγει ως κάτι το ουσιαστικά αντισυμβατικό.
Ως κομμάτι ψυχαγωγίας, η ταινία πετυχαίνει διάνα. Είναι ανάλαφρη, γλυκιά, διασκεδαστική και αστεία, αποτυπώνοντας μια σειρά από φαν περιστατικά στο παρασκήνιο μιας εμβληματικής δημιουργίας του παγκόσμιου σινεμά. Όμως δεν υπάρχει στα αλήθεια κάτι από πίσω – εξάλλου το “Με Κομμένη την Ανάσα” είναι μια από εκείνες τις ταινίες που το φτιάξιμό της είναι άρρηκτα δεμένο με το αισθητικό της αποτύπωμα. Τι άλλο έχεις να πεις;
Ο Γκοντάρ ως χαρακτήρας μοιάζει με άνθρωπος-κινούμενο τσιτάτο, λες κι είναι κάποιος εναλλακτικός Deadpool. Το φιλμάρισμα είναι αναίμακτο κι όλα τα διλήμματα, οι δυσκολίες, οι εντάσεις, αντιμετωπίζονται με chill τρόπο από έναν «Γκοντάρ» που μοιάζει σα να γνωρίζει όλο το ρου της Ιστορίας. Κι είναι αυτή η αποστασιοποίηση που αναδεικνύει τη ριζοσπαστική του πεμπτουσία, σαν ένα «μια φορά τη γενιά» ταλέντο που αλλάζει τα δεδομένο απλώς αναπνέοντας.
Η ταινία του Λινκλέιτερ δεν στοχάζεται ιδιαίτερα πάνω σε όλα αυτά, είναι το παρελθόν πακεταρισμένο σαν γλυκό σνακ κυλικείου σε θερινό σινεμά. Μια επιφανειακή διασκέδαση που παρολαυτά όμως δείχνει (ή θυμίζει) πόσο καλά μπορεί να το κάνει και αυτό – ειδικά όταν ασχολείται με ένα θέμα που ο ίδιος φαίνεται να αγαπάει πολύ.
Σκοτώστε τον Τζόκεϊ
(“Kill the Jockey / El Jockey”, Λοουίς Ορτέγκα, 1ω36λ)
★★★
Ένας νεαρός αλλά ήδη θρυλικός τζόκεϊ έχει πάρει την κάτω βόλτα κι ενώ η σύντροφός του, επίσης διάσημη τζόκεϊ, περιμένει το πρώτο τους παιδί. Την μέρα της σημαντικότερης κούρσας της ζωής του, ένα σφοδρό ατύχημα θα τον ρίξει σε κώμα. Όταν ξυπνήσει τίποτα δεν θα είναι το ίδιο – και πρώτα απ’ όλα ο ίδιος…
Σε 25 λέξεις: Από τις πιο ιδιοσυγκρασιακές ταινίες των τελευταίων χρόνων(!), μια δραμεντί που συναρπάζει και κουράζει εναλλάξ (ενίοτε και ταυτόχρονα) καθώς διαπραγματεύεται ζητήματα ταυτότητας, αγάπης και αφοσίωσης με έναν εντελώς απρόσμενο τρόπο.
Κριτική
Κάποιες φορές μια ταινία μπορεί να διαπερνά το αυστηρό φράγμα στο δίπολο καλού/κακού και να προσφέρει απλώς το ‘μοναδικό’ ή ‘αξιομνημόνευτο’ με ένα τρόπο που του δίνει από μόνο του αξία. Παρουσιάζεται ως άκρως στιλιζαρισμένη εξερεύνηση μιας ρέουσας ταυτότητας, με τον κεντρικό ήρωα (στο ρόλο το Ναχουέλ Μπισκαριάτ του “120 Χτύποι το Λεπτό”) να αλλάζει σταδιακά προς κάτι που κι ο ίδιος δεν κατανοεί ακριβώς στη διάρκεια αυτής της οριακά σουρεαλιστικής περιπέτειάς του.
Ο Μπισκαριάτ, που έχει στο παρουσιαστικό του και στο vibe του κάτι από τη μελαγχολία του Μπάστερ Κίτον, κυριαρχεί στο κάδρο καθώς αποκτά διαφορετικές μορφές και καθώς η ενέργειά του αλλάζει σε σχέση με συντρόφους, συμμάχους, εχθρούς – σε αυτή την ομολογουμένως δύσκολο να περιγραφεί ταινία, οι πάντες είναι τα πάντα και τίποτα δεν είναι οριστικό.
Ο σκηνοθέτης Λούις Ορτέγκα πάει το παιχνίδι του στα άκρα, παραφουσκώνοντας τα πάντα στο κάδρο και στην αφήγηση με ένα μπαράζ από γκαγκς και οπτικές ιδέες που φλερτάρουν διαρκώς την χαριτωμενιά (αντί του να είναι απλώς χαριτωμένα) και με την εξυπνάδα (αντί να είναι έξυπνα), αλλά σε αυτό το άφοβο φιλμικό πείραμα αυτό μοιάζει να είναι μέρος της γοητείας. Το φιλμ μπορεί να κουράζει σε σημεία, την ίδια στιγμή που σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό, αλλά καταφέρνει να δημιουργεί μια απολύτως μοναδική ταυτότητα ακόμα κι αν μπορείς επιμέρους στοιχεία του να τα περιγράψεις με γνώριμες αναφορές – από τον Αλμοδόβαρ μέχρι την Γκλόρια Σουάνσον.
Όλα αυτά φοβάμαι πως δεν βγάζουν απόλυτο νόημα, όπως εξάλλου και η ίδια η ταινία. Είναι δύσκολο αντικείμενο, δυσπρόσιτο και όχι ιδιαίτερα επικοινωνήσιμο. Πιστέψτε με όμως όταν λέω πως, πάνω από ένα χρόνο αφότου την πρωτοείδα, θυμάμαι πολύ ξεκάθαρα την ταινία σα να την είδα πριν λίγες μέρες. Κι όσο κι δυσκολεύομαι ακόμα να αποκωδικοποιήσω τι ήταν αυτό που μου άρεσε και τι όχι, το βέβαιο είναι πως δεν νιώθω να έχω δει άλλες ταινίες σαν αυτή στο ενδιάμεσο διάστημα.
Εν τέλει αυτό μετράει και για ένα λόγο παραπάνω: Σε ένα φιλμ που έχει τόσο πολύ να κάνει την αλλαγή, με την ταυτότητα και με το (αδύνατο να προσδιοριστεί συμβατικά) συναίσθημα, βγάζει τελικά νόημα τα πάντα να μοιάζουν ελαφρώς απροσδιόριστα – σαν μονίμως έτοιμα να ξεγλιστρήσουν μέσα από τα χέρια σου.
Στο Νησί του Άμρουμ
(“Amrum”, Φατίχ Ακίν, 1ω33λ)
★★★
Νησί Άμρουμ, άνοιξη του 1945. Τις τελευταίες μέρες του πολέμου, ο 12χρονος Νανίνγκ τολμά να διασχίσει την επικίνδυνη θάλασσα, πηγαίνει για ψάρεμα τη νύχτα και εργάζεται στο κοντινό αγρόκτημα για να βοηθήσει τη μητέρα του να θρέψει την οικογένεια. Παρά τις δυσκολίες, η ζωή στο όμορφο, ανεμοδαρμένο νησί μοιάζει σχεδόν με παράδεισο. Αλλά όταν τελικά έρχεται η ειρήνη, αποκαλύπτεται μια βαθύτερη απειλή: ο εχθρός είναι πολύ πιο κοντά από ό,τι φανταζόταν.
Σε 25 λέξεις: Στιβαρό, ώριμο δράμα από τον Φατίχ Ακίν πάνω στο πως σε μια αθώα ηλικία, τα παιδιά απορροφούν –απλώς– στοιχεία του περιβάλλοντός τους, ανάμεσά τους τις χροιές ενός απόλυτου Κακού. Καλή χρήση του περιβάλλοντος χώρου.
Κριτική
Ο ηθοποιός και δημιουργός Χαρκ Μπομ, γνωστός για τις πολλές συνεργασίες του με τον Φασμπίντερ, στα 86 χρόνια του πια, γράφει ένα βιωματικό για τον ίδιο σενάριο – μεγάλωσε εξάλλου στο Άμρουμ, με πολλές από τις αναμνήσεις του να βρίσκουν το δρόμο τους μέσα σε αυτή την ιστορία μοραλισμού και ενηλικίωσης.
Τη σκηνοθεσία αναλαμβάνει ο Φατίχ Ακίν, με τον οποίο ο Μπομ έχει επίσης συχνά συνεργαστεί από διάφορα πόστα, με τον γνωστό, αγαπημένο (και) στην Ελλάδα σκηνοθέτη να παραδίδει μάλλον την πιο στιβαρή και ώριμη σκηνοθετική του στιγμή. Αντιπαραβάλλει το ανοιχτό τοπίο, καδραρισμένο με απαλές, ειρηνικές χρωματικές αποχρώσεις, με ένα υπόκωφο σκοτάδι, μιας χιτλερικής ιδεολογίας που έρπεται νεκροζώντανη κατά το τέλος του πολέμου.
Ο νεαρός πρωταγωνιστής ανήκει στη χιτλερική νεολαία, αλλά δεν κουβαλά τη φλόγα και το μίσος ανθρώπων από το περιβάλλον του, που μοιάζουν να τον έχουν ωθήσει εκεί – και που συνεχίζουν να απαιτούν να δίνει τον δέοντα σεβασμό στις διδαχές και της ρουτίνες της ιδεολογίας. Δεν υπάρχουν μεγάλα ευρήματα ιδιαίτερες μεταπτώσεις πλοκής και δραματουργίας στην πορεία όμως υπάρχει εσωτερική ένταση και η δέουσα προσοχή στην αποτύπωση αυτών των ιδεών.
Επιχείρηση Καμπούλ
(“13 Days, 13 Nights / 13 Jours, 13 Nuits”, Μαρτάν Μπουρμπουλόν, 1ω52λ)
★★
Καμπούλ, 15 Αυγούστου 2021. Αμερικανικά στρατεύματα ετοιμάζονται να αποσυρθούν από το Αφγανιστάν, ενώ οι Ταλιμπάν βαδίζουν προς την πρωτεύουσα για να καταλάβουν την εξουσία. Μέσα στο χάος, ο διοικητής Μοχάμεντ Μπίντα και οι άντρες του είναι υπεύθυνοι για την ασφάλεια στη γαλλική πρεσβεία, την τελευταία δυτική αποστολή που παραμένει ανοιχτή. Παγιδευμένη μαζί με 500 άτομα, αφημένη στην τύχη της, η ομάδα πρέπει να φτάσει στο αεροδρόμιο πάση θυσία.
Σε 25 λέξεις: Με μπόλικα κλισέ και εθνοπατριωτική συγκίνηση, το φιλμ του Μπουρμπουλόν είναι το είδος της α λα γαλλικά χολιγουντιανής συνταγής μιλιταριστικού δράματος, που ωστόσο διαθέτει μια αδιαμφισβήτητη βαρύτητα στο γύρισμά του και στο σύνολο των ερμηνειών του.
Κυκλοφορούν ακόμη
Η Επέτειος: Μια δεμένη οικογένεια βρίσκεται παγιδευμένη στην αναταραχή ενός αμφιλεγόμενου ανερχόμενου κινήματος γνωστού ως «Η Αλλαγή». Η Έλεν και ο Πολ (Νταϊάν Λέιν και Κάιλ Τσάντλερ) βλέπουν τις ζωές τους να καταρρέουν όταν η πρώην μαθήτρια της Έλεν, Λιζ (Φοίβη Ντάινβορ), επανεμφανίζεται και αρχίζει να βγαίνει με τον γιο τους (Ντίλαν Ο’Μπράιαν). Καθώς η Λιζ γίνεται μέλος της οικογένειας Τέιλορ, οι εντάσεις αυξάνονται και η αφοσίωση δοκιμάζεται. Ο ρόλος της Λιζ στην «Αλλαγή» φέρνει στην επιφάνεια υποβόσκουσες συγκρούσεις, ξετυλίγοντας τον ιστό της οικογένειας, ακριβώς τη στιγμή που το ίδιο το έθνος βρίσκεται σε μια περίοδο ανησυχητικής και δύσκολης αβεβαιότητας. Σκηνοθετεί ο πολωνός Γιαν Κομάσα του υποψήφιου για Όσκαρ “Corpus Christi”.
Μετανιώνοντας για Σένα: Βασισμένη στο ομώνυμο best-seller βιβλίο της Κολίν Χούβερ, η ταινί ακολουθεί τη Μόργκαν Γκραντ (Άλισον Γουίλιαμς) και την κόρη της Κλάρα (Μακένα Γκρέις), οι οποίες καλούνται να εξερευνήσουν ό,τι απέμεινε μετά από ένα καταστροφικό ατύχημα που αποκαλύπτει μια συγκλονιστική προδοσία και τις αναγκάζει να αντιμετωπίσουν βαθιά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά, να επαναπροσδιορίσουν την αγάπη και να ανακαλύψουν εκ νέου η μία την άλλη. Σκηνοθετεί ο Τζος Μπουν, της πολύ καλής διασκευής “Το Λάθος Αστέρι”.
Ο Φίλος Μου ο Ταφίτι: Παιδική περιπέτεια κινουμένων σχεδίων.
Επιλεγμένες προβολές
Γιορτή του Σινεμά… Για αυτή την Πέμπτη 30 Οκτωβρίου, όλες οι προβολές σε όλες τις αίθουσες κοστίζουν 2 ευρώ. Πλειάδα επιλογών για όλα τα γούστα, στα σινεμά της χώρας. (Πέμπτη 30/10)
Ψυχώ… Το HAU Movie Club κάνει ποδαρικό για τη σεζόν ανήμερα του Χάλογουιν με μια από τις πιο εμβληματικές ταινίες τρόμου όλων των εποχών. (Παρασκευή 31/10, 19.00, Θέατρο Ελληνοαμερικάνικης Ένωσης)
Μαραθώνιος Μάνος Χατζιδάκις… Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου συνθέτη, ένα ολοήμερος μαραθώνιος με ταινίες όπου πρωταγωνιστεί η μουσική του: “Ποτέ την Κυριακή”, “Topkapi”, “America America”, “Ο Μεγάλος Ερωτικός”. (Κυριακή 2/11, Μέγαρο Μουσικής – Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη, από τις 12.00 το πρωί)
66ο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης… Με την ελληνική πρεμιέρα του “Father Mother Sister Brother” του Τζιμ Τζάρμους ξεκινά το φετινό φεστιβάλ, στο οποίο μεταξύ άλλων θα απολαύσουμε ρετροσπεκτίβες στην Ιζαμπέλ Ιπέρ, τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο και το δίδυμο Κατέ-Φορζανί, αλλά και μερικές από τις πιο σημαντικές ταινίες της χρονιάς όπως το “Άμνετ”, την “Αρκουδότρυπα”, τον “Δράκουλα” του Ράντου Ζούντε και δεκάδες ακόμα. (30/10 ως 9/11)