Περί έντιμης πατριδογνωσίας…

Διαβάζεται σε 7'
Καταστροφή στη Γάζα
Καταστροφή στη Γάζα AP Photo Jehad Alshrafi

Δύο βιβλία-παράδειγμα διανοητικής εντιμότητας που κυκλοφόρησαν πρόσφατα έχουν πολλά περισσότερα κοινά από όσα κανείς μπορεί να φανταστεί αν και η θεματολογία τους είναι διαφορετική.

Σε μια ευσύνοπτη μικρού σχήματος – 120 μόλις σελίδων -, καλαίσθητη έκδοση του οίκου Knopf, υπό τον τίτλο Being Jewish after the destruction of Gaza: a reckoning, ο Peter Beinart καθηγητής δημοσιογραφίας και πολιτικής επιστήμης στο City University of New York και τακτικός αρθρογράφος στους New York Times, εισφέρει ένα χρήσιμο τεκμήριο πολιτικού ορθολογισμού και συνειδησιακής εντιμότητας, όχι χωρίς προσωπικό κόστος. Έχει σημασία να επισημανθεί ότι το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2025, όταν την υπόθεση της γενοκτονίας στη Γάζα συσκότιζε ακόμα η αποσπασματική ενημέρωση, η παρασιώπηση της λιμοκτόνου πρόθεσης σε βάρος του πληθυσμού και της ακραίας υγειονομικής διακινδύνευσής του, καθώς και η συλλήβδην υποβάθμιση της συστηματικής παραβίασης της διεθνούς νομιμότητας.

Ο P. Beinart, ορθόδοξος εβραίος ο ίδιος, ενεργό μέλος της θρησκευτικής εβραϊκής κοινότητας – η φοίτηση των παιδιών του σε écoles juives επιβεβαιώνει τις ενδιάθετες επιλογές του -, διατυπώνει από νωρίς κριτικό λόγο σε σχέση με την ακραία πολεμική του Ισραήλ έναντι των Παλαιστινίων. Χωρίς δογματισμούς και ανέξοδες συναισθηματικές οξύνσεις, ο Beinart εισφέρει επιχειρήματα έναντι των οποίων δεν χωρά έντιμος αντίλογος.

Κι ας μην σπεύσει κανείς να τον ταξινομήσει απαξιωτικά μεταξύ των αφελών θεωρητικών που απλώς ανακυκλώνουν ηθικολογικές ουτοπίες επενδύοντας στην ευφημιστική ρητορική του πολιτικώς μη εφικτού. Και τούτο, διότι είναι γεγονός ότι δεν υφίσταται καμία λύση της οποίας η ευδοκίμηση δεν προϋποθέτει οριστική ρήξη με αφορισμούς ένθεν και ένθεν. Αντιστρόφως, η αφήγηση που επιμένει στη διαχρονική θυματοποίηση της μίας πλευράς, με επιχειρήματα που υπηρετούν την ψυχολογική ανάγκη αυτοδικαίωσης, εγγυάται με βεβαιότητα τη διαιώνιση του οδυνηρού αδιεξόδου.

Ο Beinart επιμένει στη θεώρηση της ιστορίας και πριν την 7η Οκτωβρίου 2023. Επιμένει κυρίως στην ανάγκη μιας αναγωγικής υποκατάστασης: ζητά από κάθε Εβραίο να προβάλει τη ζωή του, όπως αυτή θα διαμορφώνονταν στα επιμέρους της καθημερινότητάς του, αν είχε γεννηθεί ως Παλαιστίνιος. Η προτεινόμενη προσομοίωση δεν έχει μόνο θεωρητική αξία, ούτε επαναφέρει απλώς τον χρυσό κανόνα της κατά Ματθαίον διδαχής, η οποία υπερβαίνει τη χριστιανική δεοντολογία: «Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιῆτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται».

Ο στόχος του Beinart είναι να θυμίσει ότι η κανονικοποίηση της βιοτικής συνθήκης των Παλαιστινίων επί της διακεκαυμένης ζώνης ως πολιτών ελάσσονος κατηγορίας, υπό την ανοχή του δυτικού κόσμου, δεν μπορεί να αποσιωπάται, όσο επιχειρείται η κατανόηση της αδυσώπητης σύρραξης. Πρωτίστως δε, το ανυπέρβλητο τραύμα του ολοκαυτώματος δεν μπορεί κατά καμία έννοια να νοηθεί ως νομιμοποίηση της γενοκτόνου πρόθεσης και αποδεκτός συμψηφιστικός μηχανισμός επιβολής εξουσίας.

Ο συγγραφέας δεν οχυρώνεται πίσω από τις αποχρώσεις των λέξεων, ούτε επιδιώκει την άμβλυνση των εννοιών. Ομολογεί ότι δυσκολεύεται να βρει επίκαιρες αναλογίες προς όσα εκτυλίσσονται στη Γάζα, καθόσον τα τεκταινόμενα εκεί παραπέμπουν στη σκοτεινή συνθήκη της αποικιοκρατικής ασυμμετρίας. Αποκηρύσσοντας τον θρησκευτικό φανατισμό και τις ανερμάτιστες ευσεβιστικές αναφορές – δογματικά αθεολόγητες, στην πράξη -, ο Beinart προτάσσει ωμά τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς της κοσμικής ισχύος.

Ο λόγος αυτός, όταν εκφέρεται από κάποιον που δεν είναι άθεος, απολίτικος ή ιδεολογικά συγγενής προς τις αρχές της πολιτικής ανυπακοής, της αναρχίας ή της κατάργησης των εθνικών συνόρων, εμπεριέχει προσωπική οδύνη. Κυρίως, επειδή δεν είναι λόγος ανέξοδος, ενώ μοιάζει απίθανο να διασωθεί από την εσκεμμένη παρερμηνεία. Τα εξ οικείων βέλη προκαλούν δυσθυμία, πρωτίστως επειδή υποβάλλουν την ανάγκη αυτοκριτικής. Ο πυροβολισμός – ιδανικά η εξόντωση – του αγγελιαφόρου άλλωστε, λειτουργούσε ανέκαθεν εκτονωτικά.

Σε διαφορετικό πλαίσιο, αλλά με ανάλογη διανοητική εντιμότητα, ο Δημήτρης Χριστόπουλος, καθηγητής πολιτειολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και δημόσιος διανοούμενος – παραγωγικός όσο λίγοι -, συγκεφαλαιώνει στα Χρόνια Δοκιμασίας, το τελευταίο βιβλίο του, τις επί της αρχής θέσεις του για τα σημαντικότερα πολιτικά και κοινωνικά επίδικα της τελευταίας δεκαετίας. Στον κομψό τόμο – που μεταξύ πολλών άλλων οφείλουμε στις εκδόσεις Πόλις και στην πείσμονα αφοσίωση του Ν. Γκιώνη στην αισθητική και στη δικαιοσύνη ως ζητούμενα του κόσμου που μοιραζόμαστε -, περιλαμβάνονται δημοσιευμένα ήδη κείμενα – παρεμβάσεις του συγγραφέα, στη διάρκεια της προαναφερόμενης περιόδου: ιθαγένεια για τα παιδιά των μεταναστών, ακροδεξιά, ρατσισμός, συμφωνία των Πρεσπών και Βόρεια Μακεδονία, διολίσθηση των θεσμών, αποδυνάμωση των δημοκρατικών αντιβάρων, αριστερή αμηχανία και αναποτελεσματικότητα κοκ. Η εισαγωγή του Στρατή Μπουρνάζου δεν κατατοπίζει απλώς ως προς το πλαίσιο· κομίζει μαρτυρία ως προς το καθήκον των δημόσιων διανοούμενων στους σκοτεινούς καιρούς, κατά τη μπρεχτική ιδιόλεκτο.

Ο χειμαρρώδης, πλην ακριβής λόγος του Χριστόπουλου δεν αρθρώνεται εκ του ασφαλούς. Ιστορικά, η αρχική δημόσια καταγραφή των θέσεών του λάμβανε κάθε φορά χώρα, ενόσω η ρευστότητα των εξελίξεων δεν προδίκαζε με βεβαιότητα την έκβαση των εριζόμενων προς ορισμένη κατεύθυνση. Το συγκρουσιακό πλαίσιο της εποχής ουδέποτε εμπόδισε ωστόσο, την κυριολεξία και την ακρίβεια στις διατυπώσεις του, ούτε η ορμή της πηγαίας έκφρασής του υπονόμευσε την ευκρίνεια της οπτικής του. Η συζήτηση για τη res publica εν γένει και ειδικότερα, για τις πιο ευαίσθητες συνιστώσες της, όπου απαιτούνται οριακές σταθμίσεις ή επαναπροσδιορισμός εμπεδωμένων αντιλήψεων, αφορά τον συγγραφέα τόσο ως φιλέρευνο επιστήμονα, όσο και ως ακάματο, ενεργό πολίτη.

Η πιο ενδιαφέρουσα συνεισφορά των θέσεων του Χριστόπουλου συνίσταται στο γεγονός ότι δεν αρκείται στην κριτική αποτύπωση του επίδικου. Επιμένει στον προγραμματικό λόγο, στη θετική αντιπρόταση και εμφανίζεται αδιαπραγμάτευτος ως προς την υποχρέωσή μας να διαμορφώνουμε κατ’ εξακολούθηση, συνθήκες επαληθευσιμότητας της ποιητικής βεβαιότητας: “there is a crack in everything – that’s how the light gets in”. Στην αλληλουχία αυτή στηρίζεται κατά βάση, ο πρακτικός απόηχος της επίμονης φωνής του συγγραφέα. Γι’ αυτό, θα ήταν σφάλμα οι εκατόν δώδεκα επιφυλλίδες που συγκροτούν το περιεχόμενο των Χρόνων Δοκιμασίας, να αναγνωσθούν απλώς ως καλοπροαίρετη βολονταριστική παρότρυνση προκειμένου να αφυπνιστεί η λανθάνουσα συνείδηση ή να παρωθηθούν τα αδρανοποιημένα αντανακλαστικά της παραιτημένης κοινωνίας των πολιτών.

Η παράλληλη ανάγνωση του δοκιμίου για τη Γάζα και της αντιπροσωπευτικής ανάδειξης των κρίσιμων ζητημάτων που απασχόλησαν τον εγχώριο δημόσιο λόγο, δεν είναι συμπτωματική. Εκκινεί από το κοινό αξιακό corpus που διαμορφώνει την οπτική των Beinart και Χριστόπουλου, αντίστοιχα. Και οι δύο επιχειρούν να κατανοήσουν τη ζόρικη επικαιρότητα συνειδητά χειραφετημένοι από τη δημοφιλέστερη ερμηνευτική εκδοχή ή αρνούμενοι να προσχωρήσουν στη βολική προς τους κρατούντες ανάγνωση των δεδομένων.

Η συνειδητοποίηση και αποδοχή της πραγματολογικής πολυπλοκότητας εκ μέρους τους οδηγεί στην ανάπτυξη επιχειρημάτων με σεβασμό στα facta και κριτήριο τη χρησιμότητα των εισφερόμενων προτάσεων για την επίτευξη ρεαλιστικών, ισόρροπων λύσεων. Εστιάζοντας στην προαγωγή πραγματιστικών ερμηνειών τής κατά κανόνα δύστροπης και πολυπαραγοντικής επικαιρότητας, χωρίς ηττοπάθεια και ανώφελο, παραμορφωτικό συναισθηματισμό, οι προτάσεις των συγγραφέων συμβάλλουν στην παιδαγώγηση επαρκών πολιτών.

Ανεξάρτητα από τον μακρύ ιστορικό χρόνο, στη διάρκεια του οποίου πιθανότατα θα επιβεβαιωθεί η ευθυκρισία αμφότερων, ο εγκρατής λόγος τους είναι πολύτιμος για τη συμβιωτική συνθήκη, πρωτίστως ενόσω οι εμπαθείς φωνές επιμένουν να θολώνουν το τοπίο. Κυρίως, επειδή θυμίζουν ότι η έντιμη πατριδογνωσία δεν ισοδυναμεί με μεροληπτική πρόταξη της ίδιας αλήθειας που αποκλείει τον άλλο ως ισότιμο μέρος της κυοφορούμενης λύσης.

Κι ακόμα περισσότερο, επειδή το τίμημα μιας τέτοιας επιλογής δεν είναι ποτέ αμελητέο. Τόσο που ο Beinart διερωτάται – όχι χωρίς πικρία – αν την επόμενη φορά που θα βρεθεί σε συναγωγή, θα είναι περισσότεροι εκείνοι που θα του σφίξουν επιδοκιμαστικά το χέρι ή θα αποστρέψουν απαξιωτικά το βλέμμα τους από τη θέα του.

Η Κατερίνα Παπανικολάου είναι Δικηγόρος, τ. Μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα