Η ΜΑΡΙΑ ΚΙΤΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΗΤΕΡΑ ΚΑΙ ΔΟΥΚΙΣΣΑ ΣΤΑ ΑΚΡΑ
Η Μαρία Κίτσου, σε έναν συγκλονιστικό μονόλογο που σκηνοθέτησε ο μάστορας του είδους, Γιώργος Νανούρης, μας διηγείται την ιστορία μιας δυναμικής γυναίκας, της Δούκισσας της Πλακεντίας, που ο θάνατος της κόρης της την έφθασε στα όρια της τρέλας.
Πόσο και πόσα δεν θα έχετε όλοι διαβάσει και ακούσει για τη Μαρία Κίτσου τα τελευταία χρόνια! Από τότε που αυτό το κορίτσι εκτοξεύθηκε στην κορυφή της δημοσιότητας, δεν κόπασε ποτέ το κουρνιαχτό των σχολίων. Ούτε ξέρω ακριβώς ούτε με ενδιαφέρει να ασχολούμαι με τέτοια, αλλά δεν γινόταν να μην μάθεις πως διάβηκε μια περίοδο πολύ δύσκολη ψυχολογικά που επηρέασε και την εμφάνισή της. Αμα είσαι ηθοποιός φαίνεται πως δεν έχεις δικαίωμα σε όσα ζει το 80% της χώρας και κρύβει κάτω από το χαλάκι.
Η διασημότητα δεν σε αφήνει να κρυφτείς και η αρένα είναι πάντα έτοιμη να σε φιλοξενήσει. Συζητήσαμε ασφαλώς για αυτά αλλά τα αφήνουμε στο πλάι. Γιατί αυτή η γυναίκα έχει τόσα άλλα άξια λόγου. Τόσα χαρίσματα που μας προσφέρει μέσα από τους ρόλους και τόση καλοσύνη.
Η Μαρία Κίτσου είναι ένας κρυστάλλινος άνθρωπος χωρίς κακίες και μικρότητες. Εχει δύναμη και τσαγανό. Εχει ευαισθησίες και αχίλλειους πτέρνες. Εχει μόρφωση και καλλιέργεια. Εχει χιούμορ και πλάκα (ετοιμαστείτε γιατί έρχεται σε κωμωδία!). Εχει ευγένεια και καπατσοσύνη. Επιμονή και κουράγιο. Και δούλεψε πολύ για να συμφιλιωθεί με τα πολύ σκοτεινά και δύσκολα της οικογένειάς της και κάθε μέρα παλεύει να κρατά ορθάνοιχτη τη φωτεινή της πλευρά. Και το πετυχαίνει.
«Δούλες» σε σκηνοθεσία Τομ Μάγιερς στο Εθνικό. Και γνωρίζω ένα κορίτσι φρέσκο, πανέμορφο, γλυκό, χαμογελαστό, που έμπαινε σε όλο αυτό με πάθος και έχοντας πραγματικό ταλέντο. Σε μια δύσκολη συνθήκη αφού ο σπουδαίος αυτός σκηνοθέτης είχε αρχές άνοιας και δυσκολεύτηκα και εγώ πολύ σε συνέντευξη που κάναμε.
Και εμείς, αλλά δεν πειράζει. Εγώ τότε δούλευα ήδη κάποια χρόνια αφού τελειώνοντας το Εθνικό εντάχθηκα στην ομάδα του Λιβαθινού. Και μετά δούλεψα με την Πατεράκη και ήρθε ο Καρυωτάκης και μετά το βραβείο Μελίνα Μερκούρη το ’12.
Προφανώς καταλαβαίνεις ότι είχες ένα σπουδαίο χάρισμα. Πότε όμως το αντιλαμβάνεσαι εσύ; Και γιατί εκεί; Αντίδραση ή καταφυγή από ένα δύσκολο σπίτι όπως έχεις πει και άλλοτε;
Κατ’ αρχάς, δεν ήταν αντίδραση. Δεν ήξερα καθόλου τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου παρά μόνο ότι θέλω να γίνω «Γιατρός χωρίς Σύνορα» αλλά δυστυχώς η κατάθλιψη δεν με βοήθησε να συνεχίσω στη B’ δέσμη που ήταν πολύ δύσκολη. Παρ’ όλα αυτά, προσπάθησα σκληρά και έδωσα, αλλά δεν τα κατάφερα και αφού πια είχα αποφοιτήσει από το σχολείο, γράφτηκα για να δώσω πανελλήνιες στην Γ’ δέσμη βάζοντας Αρχαιολογία, Φιλολογίες, Θεατρολογία.
Και τελικά πετυχαίνω Θεολογία, που την είχα βάλει στην τέταρτη κατάταξη. Εκεί, στη Θεολογία, ασχολήθηκα με την ομάδα του Πολιτιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου Αθηνών, που έχει θεατρικές ομάδες, ξένες γλώσσες, μουσικά και χορευτικά συγκροτήματα. Κι εγώ ακολούθησα τη θεατρική ομάδα, χωρίς όμως να ξέρω γιατί. Ήταν πολύ παράξενο αυτό που μου συνέβη. Ήταν σαν κάποιος να με έσπρωχνε και να μου έλεγε: «Τώρα πήγαινε προς τα εκεί· εκεί είναι αυτό που θέλεις να κάνεις».
Άρα δεν το είχες αρθρώσει.
Όχι. Είχα κάνει μία παράσταση στην Τρίτη Γυμνασίου, όπως όλα τα παιδάκια. Μετά το Πανεπιστήμιο πάντως ίδρυσα μια ομάδα με έναν συμμαθητή μου και ανεβάσαμε την Αντιγόνη του Ανούιγ, όπου σκηνοθετούσαμε και παίζαμε κιόλας. Ήταν ένα βιβλίο που λάτρευα. Εκεί κατάλαβα ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου. Στην παράσταση αυτή, δε, ένας συμμαθητής μου ξέχασε τα λόγια και στο τέλος ήρθε κοντά μου και μου είπε «Μαρία μου, κατέστρεψα την παράσταση».
Και του έκανα μια ζεστή αγκαλιά· και εκείνη τη στιγμή μου ήρθε η επιφοίτηση – εκείνη τη στιγμή ένιωσα βαθιά ότι αυτό θέλω να ζω στη ζωή μου: αυτή την οικογένεια, αυτή την αγάπη, αυτή τη συλλογικότητα. Μετά από αυτό έδωσα στο Εθνικό όπου πέρασα με τη δεύτερη φορά. Και αυτό ήταν από τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής μου.
Εκεί ποιος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που σε «τσάκωσε» στη Σχολή;
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος.
Τι ωραία. Με την έννοια ότι ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος είναι και ένας καλός, γλυκός, άνθρωπος.
Ναι, πράγματι. Και με βοήθησε πολύ και έπεσα με τα μούτρα. Πίστευα στον εαυτό μου και δούλευα ακάματα, ξέροντας πως θα προχωρήσω μακριά. Έπαιρνα μπράβο από συμμαθητές και από δασκάλους και όλο αυτό με έκανε να στοχεύω ψηλά, αλλά όχι με ωφελιμιστικό τρόπο, αλλά με ουσιαστική επιθυμία να εξελιχθώ.
Και οι «Μέλισσες» δεν άλλαξαν πολύ τη ζωή σου; Ολη αυτή η επιτυχία, η φήμη, η δόξα;
Όχι, δεν μπορώ να σου πω πως εγώ ένιωσα αλλιώς. Δούλευα τόσο πολύ γιατί είχα τεράστιο όγκο γυρισμάτων, σαν εργατική μέλισσα, που δεν προλάβαινα να πάρω ανάσα, όχι να είμαι έξω και να αντιλαμβάνομαι τι γίνεται. Καμιά φορά ίσως επειδή με αναγνώριζαν και με «φώναζαν Λενιώ» αλλά και αργότερα όταν ήμουν στο Μάκβεθ που έφευγα μια ώρα μετά από το θέατρο γιατί ήθελαν όλοι να βγάλουμε φωτογραφία. Αλλά πάντα είχα στον νου μου ότι σήμερα είσαι και αύριο δεν είσαι. Ηξερα πως μετά από κάποια χρόνια, εκείνοι που με αναγνώριζαν μπορεί να με έβλεπαν και να με ρωτούσαν αν είμαι ηθοποιός. Πάντως με τα παιδιά από τη σειρά συναντιόμαστε ακόμη και έχουμε ομάδα στο τηλέφωνο για να επικοινωνούμε!
Όμως η αλήθεια είναι πως οι «Αγριες Μέλισσες» κάπως σαν να ανέβασαν τις προσδοκίες στην ελληνική τηλεόραση. Αλλαξαν αρκετά οι παραγωγές στην Ελλάδα από τότε. Και επίσης, συνέδραμε στο κοινό του θεάτρου που αυξήθηκε.
Απλώς, δυστυχώς, προσπάθησαν να αναπαράγουν πάρα πολύ το ίδιο μοτίβο – τη δεκαετίες του 1950 και του 1960 και τις ιστορίες της εποχής εκείνης.
Συμφωνώ πάντως ότι όλο αυτό βοήθησε πολύ και το θέατρο. Και επίσης κάπως κόπασε ο διαχωρισμός του «ποιοτικού» ηθοποιού που παίζει μόνο στο θέατρο αφού πια πολλοί, κατά βάση, θεατρικοί ηθοποιοί παίζουν σε σειρές.
Κάποια στιγμή λοιπόν, Μαρία, ξεκινά για σένα μια δύσκολη περίοδος ψυχολογικά την οποία σιγά σιγά αντιμετώπισες και βγήκες πιο δυνατή από αυτήν. Πόσο επηρέασε τη δουλειά σου αυτό; Σε ρωτάω διότι, εμένα φερ’ ειπείν, στα πολύ δύσκολα, η δουλειά με βοηθάει πολύ και με κρατάει σε εγρήγορση.
Και εμένα! Ευτυχώς. Περιέργως, δεν επηρεάστηκε ποτέ η διάθεσή μου για δουλειά ούτε η απόδοση – ελπίζω. Ισως επειδή έχω και ΔΕΠΥ να παθαίνω αυτό ονομάζεται high functioning depression που σημαίνει ότι παρά τα συμπτώματα της κατάθλιψης, είσαι υπερλειτουργική..
Είχα αρκετά θέματα και ιατρικά εκτός από ψυχολογικά, όπως ινομυαλγία που είναι αρκετά σοβαρό, αλλά και άλλα ορμονικά. Όλα φυσικά «βγήκαν» όταν δεν δούλευα και πιστεύω ότι έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι Η Μάγισσα σταμάτησε πρόωρα – ουσιαστικά κόπηκαν τα μισά επεισόδια. Δεν πήγαινε καλά και μας έγινε και τρομερός πόλεμος στα διάφορα twitter, τύπου cancel. Τώρα μπορεί να τα λέμε γελώντας, αλλά τότε δεν ήταν αστείο. Παρ’ όλα αυτά, εγώ είμαι πολύ περήφανη για αυτή τη δουλειά και για τη Μελίνα (Τσαμπάνη) και τον Πέτρο (Καλκόβαλη) και για όλα τα παιδιά. Ασε που εμένα μου αρέσει κιόλας να ασχολούμαι με τα μεταφυσικά, τα υπερφυσικά και με όλα όσα δεν γνωρίζουμε και αναζητούμε.
Οπότε «παγώνει» η δουλειά και παλεύεις με τον οργανισμό σου ποικιλοτρόπως. Και κάπου εκεί εμφανίζεται ο Γιώργος Νανούρης…
Ναι, κάπως έτσι! Και ξέρεις δεν ήταν μόνο η υγεία αλλά και το οικονομικό άγχος που για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό. Τέλος πάντων… μέσω της παρέμβασης του Μάρκου Τάγαρη, που προστατεύει με την καρδιά του όλους τους ηθοποιούς, ήρθαμε σε επαφή με τον Γιώργο, γύρω στην άνοιξη, για να κάνουμε τη Δούκισσα. Αρχίσαμε να δουλεύουμε σχολαστικά από τον Αύγουστο.
Τελικά, την έχεις καταλάβει Μαρία αυτή τη γυναίκα;
Προσπάθησα πολύ αλλά μιλάμε για έναν πολύ ιδιόρρυθμο και παράξενο άνθρωπο. Ασφαλώς και «την έπαιρνε» να κάνει διάφορες ιδιορρυθμίες ως βαθύπλουτη που ήταν αλλά αυτό ούτως ή άλλως συμβαίνει όταν έχεις λύσει τα στοιχειώδη σου προβλήματα και δεν έχεις να ασχοληθείς με το τι θα φας…
Ναι, ακριβώς. Τι να κάνουμε όμως; Αυτό συμβαίνει. Οκ.
Πάντως ήταν μια πολύ μορφωμένη, ανεξάρτητη και απελευθερωμένη γυναίκα. Ήταν μια περσόνα που την εκτιμούσαν όλοι: από τον Ναπολέοντα και τους ευγενείς μέχρι τον Βίκτωρα Ουγκώ. Διοργάνωνε λογοτεχνικά σαλόνια και γενικώς είχε μεγάλη επιρροή στα πράγματα και είχε μπλεχτεί βαθιά στα πολιτικά πράγματα. Βοήθησε πολύ τον Καποδίστρια και μετά έγινε εχθρός του παίρνοντας το μέρος των Μαυρομιχαλαίων και την πλευρά της ιστορίας όσων ισχυρίζονται πως ο Καποδίστριας κυβέρνησε κάπως τυραννικά, ας πούμε απολυταρχικά με αποτέλεσμα να έχει εχθρούς. Εμείς, βεβαίως, δεν παίρνουμε θέση αλλά αναφέρουμε όλα τα γεγονότα όπως τα αναφέρουν τα βιβλία. Εκείνη λοιπόν ήταν παντού, ανακατευόταν σε όλα. Ήταν πανέξυπνη και καλλιεργημένη, μα και χειραφετημένη. Είχε μεγάλη ψυχική δύναμη και σθένος καθώς επίσης αρκετές ιδιοτροπίες που όμως δεν τις έκρυβε.
Τι ιδιοτροπίες; Τι τύπου;
Εφθασε μια φορά να ζητήσει στο πλήρωμα του πλοίου να τη δέσουν στο κατάρτι μέσα σε καταιγίδα για να νιώσει τη μανία της φύσης και τα κύματα πάνω της. Μιλάμε για τέτοιες ακρότητες. Το κυριότερο όμως είναι ότι αγαπούσε την κόρη της, σε βαθμό εμμονής.
Πριν φτάσουμε στην κόρη – τα αρνητικά της ποια είναι;
Τα ίδια!
Μάλιστα. Και ένας τόσο εγωκεντρικός άνθρωπος που ζει τα πάντα σε υπερθετικό βαθμό, αναρωτιέμαι αν πρέπει να κάνει παιδί και τι είδους γονιός γίνεται.
Γενικά, έχω σκεφτεί σχετικά με τη μητρότητα ώρες και ώρες. Η συγκεκριμένη πάντως ήταν πολύ αφοσιωμένη στο παιδί της. Τώρα, το πώς γίνεται να είναι όλα αυτά μαζί, η αλήθεια είναι ότι μου κάνει και εμένα τρομερή εντύπωση.
Προτεραιότητά της και πάνω απ’ όλα όσα σου έχω πει, ήταν το παιδί της.
Ήταν παιδί έρωτα;
Δεν νομίζω ότι ήταν ακριβώς έρωτας. Παντρεύτηκε τον άντρα της, ο οποίος ήταν Δούκας της Πλακεντίας και έτσι πήρε και τον τίτλο. Ο πατέρας της, βέβαια, ήταν Μαρκήσιος οπότε είχε τίτλους κι από τις δύο πλευρές, και από την οικογένειά της και από τα πεθερικά. Και τίτλοι και βαθύς πλούτος. Φαντάσου ότι έδωσε στον Καποδίστρια, μεταξύ άλλων, για να τον ενισχύσει και 44.000 φράγκα, που αντιστοιχούν σε σημερινά δέκα εκατομμύρια ευρώ! Ηταν και φιλάνθρωπη, έκανε πάρα πολλά έργα για την Ελλάδα, βοήθησε πολύ κόσμο που είχε ανάγκη.
Ας επανέλθουμε στο παιδί.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, λύνει τον γάμο της, χωρίς να πάρει διαζύγιο και ασχολείται πια μόνο με τη μικρή ∙ εκείνη ήταν ο σκοπός της ζωής της.
«Επιτέλους η ζωή μου απέκτησε νόημα», έλεγε. «Είσαι ο Θεός μου. Είσαι το είδωλό μου». Η κόρη της ήταν επίσης θαυμάσιο πλάσμα, πολύ καλόψυχη, ρομαντική, ευαίσθητη, μα και ασθενική. Της κάνει όλα τα χατίρια: μετακόμιζαν όπου ήθελε η μικρή, ζούσαν όπως και όπου ήθελαν. Ωσπου κάποια στιγμή βρίσκονται στη Βηρυτό (όπου λέγεται πως καταφεύγουν επειδή και οι δύο ερωτεύτηκαν τον υπασπιστή του βασιλιά Όθωνα, τον Ηλία Kατσάκο Μαυρομιχάλη) όπου η κόρη αρρωσταίνει βαριά. Η Σοφί την παίρνει μαζί της στην Ελλάδα και την ταριχεύει.
Μα είναι δυνατόν;
Ναι! Της μιλούσε κανονικά, έκαναν διάλογο, την άκουγε και της απαντούσε. «Όχι, κορίτσι μου, μην ανησυχείς. Θέλεις κάποιον ζωγράφο να έρθει; Όχι; Μα είναι καλός ζωγράφος, σου λέω». Όλα τούτα γίνονταν στον ναό του Αγίου Γεωργίου στην Πειραιώς – κοντά στον Κεραμεικό εκεί ήταν η προσωρινή τους κατοικία. Και τη μητέρας και του βαλσαμωμένου κοριτσιού.
Η ίδια είχε γίνει πολύ αυταρχική και ιδιότροπη ∙ ο κόσμος έλεγε ότι είχε χάσει το μυαλό της. Ο βασιλιάς Όθωνας και η Αμαλία την επισκέπτονταν συχνά γιατί είχαν πολύ στενές σχέσεις και εκείνοι, όπως και όλοι προσποιούνταν ότι η κόρη της ζούσε. Τη ρωτούσαν πώς ήταν και εκείνη απαντούσε: «Καλύτερα είναι και ξεκουράζεται στο δωμάτιό της». Μια μεγάλη πυρκαγιά όμως κατά την οποία κάηκε η σαρκοφάγος γιατί ήταν πολύ βαριά και οι υπηρέτες δεν μπόρεσαν να τη σηκώσουν, σήμανε για τη Δούκισσα το τέλος. Μάζεψε την τέφρα και από εκείνη τη στιγμή ντυνόταν στα άσπρα, άφησε τα μαλλιά της λευκά, φορούσε μακρύ πέπλο και ζούσε απομονωμένη.
Αναρωτιέμαι με μία τόσο συγκλονιστική ιστορία πώς καταφέρατε να αποφύγετε το μελό;
Ο Γιώργος, που έχει λιτό θεατρικό ύφος, κατάφερε να μεταφέρει όλη την ατμόσφαιρα και τη δραματικότητα χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς. Η παράσταση περιλαμβάνει στιγμές θρήνου και δραματικές κορυφώσεις, αλλά και χιούμορ – γιατί και η ίδια είχε πολύ χιούμορ. Οι «ανάσες» χιούμορ δείχνουν πώς φερόταν ψυχολογικά και πώς αντιμετώπιζε την τρέλα της. Στην απώλεια βέβαια, η δραματικότητα είναι έντονη. Το να ταριχεύσει κανείς το παιδί του μετά τον θάνατό του φαίνεται τρελό, αλλά, φαντάζομαι – χωρίς να έχω γίνει μητέρα – πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη απώλεια στη ζωή.
Πόσο χρόνο χρειάζεσαι καθημερινά για να γίνεις Σοφία και να βγεις απ’ τη Σοφία;
Δεν δυσκολεύομαι να «γίνω» γιατί η παράσταση είναι έτσι στημένη που ξεκινώ ως αφηγήτρια – είμαι δηλαδή η ηθοποιός Μαρία Κίτσου, που μπαίνω, χαιρετάω τον κόσμο και ξεκινάω να λέω μια ιστορία. Οπότε μπαινοβγαίνω στους ρόλους της αφηγήτριας, της της μητέρας, στο ρόλο της κόρης, στον ρόλο του εραστή και πάει λέγοντας. Και όταν η παράσταση πάει καλά, βγαίνω πολύ ικανοποιημένη· και ο ίδιος ο κόσμος είναι ικανοποιημένος.
Μετά όμως είμαι πολύ κουρασμένη. Νιώθω ότι κάνω έναν άθλο, γιατί απαιτείται μεγάλη σωματική και ψυχολογική ενέργεια. Εχω ξανακάνει μονόλογο για τη ζωή της Ελένης Παπαδάκη με τον Μάνο Καρατζογιάννη οπότε είχα εμπειρία από μονόλογο και δεν τον φοβήθηκα. Παρόλο που είναι πολύ απαιτητικό είδος – είσαι μόνος σου στη σκηνή και πρέπει να δείξεις την ιστορία να εκτυλίσσεται μέσα από εσένα σαν παραμύθι και σαν σινεμά, να διαχειρίζεσαι, δηλαδή, τον λόγο και να δημιουργείς εικόνες – το βρίσκω προκλητικό και ενδιαφέρον. Και πάντα μου αρέσει η πρόκληση στις δουλειές μου, να κάνω κάτι που δεν έχω ξανακάνει.
Να κλείσουμε με το ακανθώδες της υπόθεσης: εσύ Μαρία δεν έχεις παιδί. Αλήθεια πόσο σε απασχολεί, αλήθεια, η μητρότητα;
Κατ΄ αρχάς να πούμε πως τα τελευταία χρόνια όλοι οι ρόλοι μου έχουν σχέση με μητρότητα. Λες να θέλει κάτι να μου πει το σύμπαν; Σκέψου ότι έκανα τη τη Μήδεια που σκοτώνει τα παιδιά της, μετά τη Γέρμα που θέλει να κάνει παιδί και δεν μπορεί, μετά το “Να με λες μαμά”, τη Μάγισσα που δεν μπορούσε να κάνει παιδί και τώρα υποδύομαι τη Δούκισσα της Πλακεντίας που ταρίχευσε την κόρη της! Νομίζω ότι πολύ δύσκολα θα έκανα παιδί – ίσως μόνο αν έκανα μία εντυπωσιακά καλή σχέση με έναν υπέροχο σύντροφο που θα ήθελα.
Όμως είναι μάλλον αργά. Πάντα τη μεταβίβαση των τραυμάτων των γονιών μου και για αυτό δίσταζα. Επίσης από πολύ μικρό παιδί φοβόμουν ότι αν γίνω μητέρα θα έχανα το παιδί μου – άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Θεωρώ τη μητρότητα και την πατρότητα ιερή· θα ήθελα να έχω προσωπική επαφή με το παιδί μου και να το μεγαλώσω εγώ. Ακόμη και η δουλειά που κάνω είναι δύσκολη για να αναλάβεις ολοκληρωτικά τις ευθύνες σου. Η μητρότητα, πάντως, είναι για μένα τόσο ιερή, που με ξεπερνάει· έχει να κάνει πολύ με τις προσωπικές εμπειρίες και τις αξίες μου. Και τους φόβους μου.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας, Θέατρο Βεάκη, Στουρνάρη 32, τηλ. 210 522 3522
Κείμενο- Σκηνοθεσία-Φωτισμοί: Γιώργος Νανούρης
Ερμηνεία: Μαρία Κίτσου
Μουσική επιμέλεια: Γιώργος Νανούρης