Νίκος Παπάζογλου: Δυο ιστορίες κι ένα κόκκινο μαντήλι

Νίκος Παπάζογλου: Δυο ιστορίες κι ένα κόκκινο μαντήλι
Ο Νίκος Παπάζογλου επί σκηνής Eurokinissi

Δέκα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τον θάνατο του σπουδαίου Έλληνα τραγουδοποιού, Νίκου Παπάζογλου. Οι ιστορίες πίσω από τον "Αύγουστο" και το "Φύσηξε ο Βαρδάρης". Πώς και γιατί φορούσε κόκκινο μαντήλι στο λαιμό.

Σαν σήμερα, πριν από 10 χρόνια, έφυγε από τη ζωή ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες τραγουδοποιούς, ο Νίκος Παπάζογλου. Ο “Push Pull” ή “Κεραμιδόγατος”, όπως ήταν τα παρατσούκλια του, πέθανε από καρκίνο στις 17 Απριλίου του 2011, μερικές μέρες μετά τον θάνατο του αγαπημένου φίλου και συνεργάτη του Μανώλη Ρασούλη. Μάλιστα, ένα χρόνο αργότερα, την ίδια μέρα, “έσβησε” άλλο ένα μεγάλο κεφάλαιο του ελληνικού τραγουδιού, ο Δημήτρης Μητροπάνος.

Ο Νίκος Παπάζογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, είχε καταγωγή από την Κορμίστα Σερρών και ξεκίνησε την καριέρα του τη δεκαετία του 1960, περνώντας από τους Olympians και τους Zealot. Υπήρξε εμβληματική μορφή της συμπρωτεύουσας, αλλά και δημιουργός της λεγόμενης “Σχολή της Θεσσαλονίκης”, η οποία έφερε τα δικά της χαρακτηριστικά και “γέννησε” πολλούς καλλιτέχνες. Έγινε ευρέως γνωστός με το δίσκο του Μανώλη Ρασούλη, “Η εκδίκηση της γυφτιάς”.

Πέρα από δημιουργός και ερμηνευτής, ο Νίκος Παπάζογλου υπήρξε παραγωγός, ηχολήπτης, ενορχηστρωτής και μουσικός, ενώ είχε βάλει το “χέρι” τους σε πολλές σπουδαίες δουλειές καλλιτεχνών, που κατάφεραν μετέπειτα να κάνουν σημαντική καριέρα. Στη μακρά του πορεία συνεργάστηκε με τις διαφορετικές ιδιότητές του με μεγάλα ονόματα της ελληνικής μουσικής, όπως με τους Διονύση Σαββόπουλο, Μανώλη Ρασούλη, Νίκο Ξυδάκη, Σωκράτη Μάλαμα.

Η ευαισθησία, η απλότητα και ο λυρισμός του, κύρια στοιχεία των τραγουδιών του και της χαρακτηριστικής ερμηνείας του, ξεχωρίζουν. Ο ίδιος επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την ελληνική μουσική, ενώ στήριξε και βοήθησε αρκετούς καλλιτέχνες και συγκροτήματα στα πρώτα τους βήματα, μέσα από το στούντιό του, το Αγροτικόν, στη Θεσσαλονίκη. Σημείο κατατεθέν του, αναφορικά με την εμφάνισή του, ήταν το κόκκινο μαντήλι που είχε πάντοτε δεμένο στον λαιμό του και που μέχρι σήμερα συνοδεύει σαν εικόνα το όνομά του.

Ο Νίκος Παπάζογλου επί σκηνής Eurokinissi

Ο ποιητής με το κόκκινο μαντήλι

Ο ίδιος σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στην εκπομπή της ΝΕΤ, “Έχει γούστο”, με τη Μπίλιω Τσουκαλά στις 5/12/2008, ρωτήθηκε για το περιβόητο μαντήλι και αποφάσισε να πει την ιστορία του, ενώ ανέφερε πως δεν έχει μόνο ένα τέτοιο κόκκινο μαντήλι, αλλά πολλά ίδια, τα οποία αλλάζει κάθε φορά.

Όπως ανέφερε: «Άρχισα να το φορώ για τη μοτοσικλέτα, γιατί, ξέρεις, καρφώνονται μέλισσες στον λαιμό σου, ό,τι θέλεις. Και έμεινε. Άρχισε να με βοηθάει μετά στο τραγούδισμα πολύ, γιατί κρατάει τη θερμοκρασία του λαιμού σταθερή και είναι και ένα καταπληκτικό air – condition. Να σου πω πώς δουλεύει: Όταν κάνει πολλή ζέστη, γυρνάς τον κόμπο μπροστά, φεύγει η ζέστη και ανακουφίζεσαι. Όταν κρυώνεις, το γυρνάς πάλι και κλείνει. Και μετά αν κάνει πάρα πολλή ζέστη, το λύνεις και το αφήνεις έτσι και το έχεις έτοιμο για να σκουπιστείς, όποτε χρειάζεται.»

Βέβαια, σύμφωνα με τον ίδιο, έχει χρησιμεύσει και για να σκουπίσει τα δάκρυά του από λύπη ή έρωτα. Όπως θυμάται λίγο μετά, το κόκκινο μαντίλι το υιοθέτησε αποκλειστικά μετά από μία συναυλία στα Γιάννενα: «Αυτό έγινε από μια συναυλία στα Γιάννενα, νομίζω ήταν το 82, όπου κράτησε μία ολόκληρη ώρα και ο κόσμος είχε να λέει ότι είδε μια ολόκληρη συναυλία με κάποιον που φορούσε μαντήλι. Ε από ‘κει και πέρα έμεινε. Μια περίοδο δεν ήθελα να είναι τόσο χαρακτηριστικό πράγμα για μένα και ήθελα να το εγκαταλείψω, αλλά τελικά είπα όχι, δεν θα τους κάνω τη χάρη.»

Τέλος, στην ίδια συνέντευξη, ο Νίκος Παπάζογλου είπε ότι ευτυχώς που δεν το εγκατέλειψε, γιατί του βγήκε και ένα “ινδιάνικο” όνομα με αυτό το κόκκινο μαντίλι και είπε την παρακάτω ιστορία: «Στη Νίσυρο, όταν έκανα μια συναυλία στο ηφαίστειο, μια γριούλα είδε όλον αυτόν τον κόσμο να ανεβαίνει στο ηφαίστειο νυχτιάτικα και λέει “πού πάνε όλοι αυτοί; Της λένε ότι υπάρχει συναυλία επάνω και ότι τραγουδάει ο Νίκος Παπάζογλου. “Νίκος Παπάζογλου, ποιος είναι αυτός;” λέει. Και μετά από λίγο λέει μόνη της: “Α, ο που φορεί μαντήλι!”».

Οι ιστορίες των τραγουδιών του

Ο Νίκος Παπάζογλου επί σκηνής Eurokinissi

“Αύγουστος”: Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας

(Χαράτσι, 1984)

Ο “Αύγουστος” γράφτηκε για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα του Νίκου Παπάζογλου, αλλά και για την κόρη του, με τον ίδιο να διηγείται συχνά την ιστορία πίσω από το διάσημο τραγούδι του. Όπως είχε περιγράψει, όλα ξεκίνησαν όταν το σπίτι του στη Θεσσαλονίκη καταστράφηκε από τον μεγάλο σεισμό του 1978. Τότε, η σύζυγός του και η νεογέννητη κόρη του πήγαν στην Αμερική, ενώ ο ίδιος πήγε στο Πήλιο, στο σπίτι του Διονύση Σαββόπουλου, μέχρι να φτιαχτεί το δικό τους σπίτι. Εκεί, γνώρισε μια πολύ εντυπωσιακή γυναίκα και φοβήθηκε τόσο πολύ τον εαυτό του, ότι θα την ερωτευόταν, που έφυγε γρήγορα για τη Θεσσαλονίκη προκειμένου να μη χαλάσει τον γάμο του και έγραψε το τραγούδι.

Συγκεκριμένα, ο Νίκος Παπάζογλου ανέφερε χαρακτηριστικά:

“Το σπίτι μου ήταν κατεστραμμένο από τον σεισμό του 1978, είχε κοπεί σαν πράσο γύρω γύρω. Η Βαρβάρα με τη νεογέννητη μικρή μας πήγε στην Αμερική και με φώναξε ο Σαββόπουλος στο Πήλιο, για να μην κάθομαι μονάχος μου. Εκεί, έπεσε μπροστά σε μία φοβερή καλλονή. Φοβήθηκα τόσο πολύ, μην ερωτευτώ. Επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη, κλείστηκα στο σπίτι και έγραψα τον “Αύγουστο”. Ποτέ δεν τον είχα γράψει στο χαρτί, τον είχα στο μυαλό μου. Η γυναίκα αυτή τα ξέρει όλα, ξέρει ότι γράφτηκε για αυτήν το τραγούδι. Και η Βαρβάρα τα ξέρει. Το τραγούδι αυτό ήταν στην πραγματικότητα κάτι ανάμεσα σε αυτή την κοπέλα και στην κόρη μου, που μόλις είχε γεννηθεί. Το μισό είναι για την κόρη μου και το μισό για αυτή την κοπέλα. Πάντως, εγώ πανικοβλήθηκα, πήγα κλείστηκα σπίτι και χωρίς να το γράψω στο χαρτί, το τραγούδησα. Μέσα σε 20 λεπτά”.

Στίχοι:

Μα γιατί το τραγούδι να ‘ναι λυπητερό

με μιας θαρρείς κι απ’ την καρδιά μου ξέκοψε

κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά

ανέβηκε ως τα χείλη μου και με ‘πνιξε

φυλάξου για το τέλος θα μου πεις


Σ’ αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω

κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος

λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ

ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος

κουράγιο θα περάσει θα μου πεις


Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά

την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε

καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά

διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε

θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό


Σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό μαγικό

μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε

από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως

που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε

κι εγώ ο τυχερός που το ‘χει δει


Μες το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός

αστράφτει συννεφιάζει αναδιπλώνεται

μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως

φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται

και φέγγει από μέσα η φυλακή


Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά

την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε

καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά

διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε

θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό

Ο Νίκος Παπάζογλου επί σκηνής Eurokinissi


“Φύσηξε ο Βαρδάρης”: Τραγωδία ή μύθος;

(Μέσω Νεφών, 1986)

Το “Φύσηξε ο Βαρδάρης” συνοδεύεται από μια τραγική ιστορία, που θέλει το τραγούδι να είναι αφιερωμένο στην αδικοχαμένη αδερφή του Νίκου Παπάζογλου, η οποία σκοτώθηκε όταν ο ίδιος ήταν παιδί. Συγκεκριμένα, η ιστορία λέει πως όταν ο Νίκος Παπάζογλου ήταν μικρός, τον πήγαινε στο σχολείο η αδερφή του. Ένα πρωινό στη στάση του λεωφορείου, κάτω από καταρρακτώδη βροχή, ο οδηγός έχασε τον έλεγχο και σκότωσε την αδελφή του μπροστά στα μάτια του.

Ωστόσο, φαίνεται πως πρόκειται για μύθο και όχι για πραγματική ιστορία, αφού οι πληροφορίες για αυτή την ιστορία είναι ελάχιστες, ενώ ο ίδιος φέρεται να μην ξεκαθάρισε ποτέ αν ισχύει. Έτσι, ίσως να πρόκειται για παρανόηση των στίχων: Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου / σε άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο, κι έμεινα να κοιτώ καθώς χανόσουνα / κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο”.

Στίχοι:

Φύσηξε ο Βαρδάρης και καθάρισε

Ήλιος λες και τελείωσε ο χειμώνας

Βγήκα μια βόλτα και μπροστά της βρέθηκα

Στάθηκα κι απόμεινα κοιτώντας


Φλόγες ζωηρές που τρεμοπαίζουνε

τα ρούχα, τα μαλλιά της στον αέρα

Στη στάση πέρα δώθε σπινθηρίζουνε

τα δυο της μάτια, κάρβουνα αναμμένα


Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου

σε άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο

κι έμεινα να κοιτώ καθώς χανόσουνα

κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα