Πώς να αντιμετωπίσουμε τον πληθωρισμό

Πώς να αντιμετωπίσουμε τον πληθωρισμό
Ο Γιάνης Βαρουφάκης Eurokinissi

Ο γραμματέας του Μέρα25 προτείνει μια εναλλακτική πολιτική, χωρίς ταξικό πόλεμο κατά των μισθών.

Ο πληθωρισμός είναι μια «ασθένεια» που πλήττει δυσανάλογα τους φτωχούς. Ακόμη και προτού ο Πούτιν εξαπολύσει τον βάναυσο πόλεμό του, απότοκος του οποίου είναι η άνοδος των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, ο πληθωρισμός ήταν ήδη πάνω από 7,5% στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και πάνω από 5% στην Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Επομένως, οι εκκλήσεις για έλεγχό του είναι απολύτως δικαιολογημένες. Τούτου λεχθέντος, η ιστορία έχει αποδείξει ότι η «θεραπεία» για τον πληθωρισμό τείνει να καταστρέψει τους φτωχούς ακόμη περισσότερο.

Αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι ότι οι προτεινόμενες αποπληθωριστικές πολιτικές απειλούν όχι μόνο να επιφέρουν ένα ακόμη σκληρό πλήγμα στους μη έχοντες, αλλά και να καταπνίξουν την απελπιστικά αναγκαία πράσινη μετάβαση.

Δύο σφαίρες επιρροής κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο για τον πληθωρισμό και το τι πρέπει να γίνει. Η μία απαιτεί να καταπνιγούν άμεσα οι πληθωριστικές «φλόγες» από την νομισματική πολιτική του δόγματος σοκ και δέους: να αυξηθούν απότομα τα επιτόκια για να καταπνίξουν τις δαπάνες.

Προειδοποιούν ότι η καθυστέρηση μιας μικρής νομισματικής βίας τώρα, θα καταστήσει απαραίτητα αργότερα επίπεδα βαρβαρότητας τύπου «σοκτουΒόλκερ» – μια αναφορά στον Πολ Βόλκερ, Πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, ο οποίος ανέκοψε τον υπερπληθωρισμό της δεκαετίας του 1970 με δυσθεώρητα επιτόκια που η πληγή που άνοιξαν στην αμερικανική εργατική τάξη είναι ανοιχτή μέχρι και σήμερα.

Η δεύτερη σφαίρα επιρροής επιμένει ότι αυτό δεν είναι απαραίτητο, αντιπροτείνοντας μια σταθερή στάση για όσο διάστημα ο πληθωρισμός των μισθών διατηρείται υπό έλεγχο.

Οι δύο σφαίρες, επομένως, συμφωνούν ότι η αύξηση των μισθών είναι η πραγματική απειλή, ενώ η διαφωνία τους επικεντρώνεται μόνο στο αν είναι συνετό να ενεργήσουν πριν ή αφού αυτοί αρχίσουν να αυξάνονται.

Συμφωνούν επίσης ότι, για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, η προσφορά χρήματος και πίστωσης πρέπει να είναι μια ακολουθία δύο βημάτων: οι κεντρικές τράπεζες πρέπει πρώτα να σταματήσουν να δημιουργούν νέο χρήμα και μόνο αφού αυτό συμβεί να αυξήσουν τα επιτόκια. Αμφότεροι κάνουν επικίνδυνα λάθος και στους υπολογισμούς τους.

  • Πρώτον, ο πληθωρισμός των μισθών θα έπρεπε να είναι ευπρόσδεκτος, όχι να αντιμετωπίζεται ως ο νούμερο 1 Δημόσιος Κίνδυνος.
  • Δεύτερον, ακριβώς όταν τα επιτόκια αυξάνονται, θα πρέπει οι κεντρικές τράπεζες να συνεχίσουν να παράγουν χρήμα.

Αλλά αυτή τη φορά, θα πρέπει να το κατευθύνουν προς τις πράσινες επενδύσεις και την κοινωνική ευημερία – και την ίδια στιγμή να το αρνούνται σε εκείνους, των οποίων η συμπεριφορά τροφοδοτεί τις υποκείμενες αιτίες του πληθωρισμού.

Από το 2008, η ανισότητα έχει επιτραπεί να αυξηθεί πέρα από το όριο. Δώδεκα χρόνια στήριξης των πλουσίων από την κεντρική τράπεζα, σε συνδυασμό με τιμωρητική λιτότητα για τους πολλούς, οδήγησαν σε χρόνιες υπο-επενδύσεις και χαμηλούς μισθούς.

Οι κεντρικές τράπεζες «μάδησαν» άγρια το δέντρο του χρήματος για να αυξήσουν τις τιμές των μετοχών και των ακινήτων ενώ οι μισθοί κατακρημνίζονταν. Ο πληθωρισμός των τιμών των περιουσιακών στοιχείων και η εξωφρενική ανισότητα έγιναν έτσι καθεστώς.

Σχεδόν όλοι συμφώνησαν, συμπεριλαμβανομένων και πολλών βαθύπλουτων, ότι οι μισθοί έπρεπε να αυξηθούν όχι μόνο προς το συμφέρον των εργαζομένων αλλά και επειδή οι χαμηλοί μισθοί συντηρούσαν την υποεπένδυση και δημιουργούσαν κοινωνίες με χαμηλή παραγωγικότητα, χαμηλές δεξιότητες, χαμηλές προοπτικές και δηλητηριώδεις πολιτικές.

Είναι αξιοσημείωτο ότι το μόνο που χρειάστηκε για να εξαφανιστεί αυτή η συναίνεση ήταν ένας μέτριος, για τα ιστορικά δεδομένα, πληθωρισμός των μισθών που προκλήθηκε από ένα έλλειμμα εργατών μετά το lockdown.

Μετά από μια δεκαετία που κάναμε τα στραβά μάτια στον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό των τιμών των περιουσιακών στοιχείων (ακόμα και πανηγυρίζοντάς γι’ αυτόν, όπως στην περίπτωση των τρελών τιμών των κατοικιών και των ξέφρενων χρηματιστηρίων), ένας ανεπαίσθητος πληθωρισμός των μισθών πανικόβαλε τις κυβερνήσεις.

Ξαφνικά, η προοπτική αύξησης των μισθών μετατράπηκε από στόχος σε απειλή – ωθώντας τον Άντριου Μπέιλι, τον Διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας, να ζητήσει από τους εργαζόμενους να θέσουν τις μισθολογικές τους απαιτήσεις υπό «αρκετά σαφή περιορισμό».

Αλλά δεν πρόκειται για επανάληψη της δεκαετίας του 1970, όταν η εργατική τάξη ήταν το μόνο θύμα που υπέστη το βάρος του αποπληθωρισμού στους μισθούς και στα οφέλη των φτωχών. Αυτό που είναι πολύ διαφορετικό είναι ότι, σήμερα, ένα «σοκ του Βόλκερ» μπορεί κάλλιστα να καταπνίξει την πράσινη μετάβαση μαζί με ένα μεγάλο μέρος του μεριδίου των εργατών στο εθνικό εισόδημα.

Το αντεπιχείρημα είναι, φυσικά, ότι ούτε οι εργαζόμενοι ούτε η ικανότητα της κοινωνίας να επενδύσει στην πράσινη μετάβαση θα επωφεληθούν από τις αυξήσεις των μισθών που δεν επαρκούν για τις ολοένα αυξανόμενες τιμές. Αληθές.

Αυτό που ισχύει, ωστόσο, είναι επίσης ότι μια νομισματική πολιτική που δίνει προτεραιότητα στην αποτροπή του μισθολογικού πληθωρισμού, ακόμη και αν επιτύχει στην εξάλειψη του πληθωρισμού στην αρχή, θα οδηγήσει μόνο σε μια άλλη χαμένη δεκαετία με ανεπαρκείς επενδύσεις στους ανθρώπους και τη φύση.

Ενώ οι εργατικές τάξεις μπορεί να ξεσηκωθούν σε δέκα χρόνια από τώρα για να διεκδικήσουν το μερίδιο του συνολικού εισοδήματος που δικαιούνται, είναι ευνόητο ότι άλλα δέκα χρόνια ανεπαρκούς επένδυσης στην πράσινη μετάβαση θα μας ωθήσει όλους στο χείλος της, αν όχι εξαφάνισης, ανεπανόρθωτης ζημιάς για τις προοπτικές της ανθρωπότητας.

Λοιπόν, πώς αντιμετωπίζουμε τον πληθωρισμό χωρίς να θέσουμε σε κίνδυνο τις επενδύσεις στην πράσινη μετάβαση; Ποια είναι η εναλλακτική σε έναν ταξικό πόλεμο κατά των μισθών με τη μορφή μιας αμβλείας νομισματικής πολιτικής που συμπιέζει την προσφορά χρήματος σε όλα τα επίπεδα είτε βίαια (όπως προτείνουν οι υποστηρικτές του δόγματος του σοκ και δέους) είτε πιο ήπια (η πρόταση σταθερότητας);

Μια αξιοπρεπής εναλλακτική πολιτική πρέπει να έχει τρεις στόχους:

  • Πρώτον, να συμπιέσει τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων (π.χ. τιμές ακινήτων και μετοχών) ώστε να αποφευχθεί η σπατάλη των ελάχιστων οικονομικών πόρων για την αύξηση των ονομαστικών αξιών.
  • Δεύτερον, να πιέσει προς τα κάτω τις τιμές των βασικών αγαθών, επιτρέποντας παράλληλα υψηλότερες αποδόσεις στις επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια και τις μεταφορές.
  • Τρίτον, να πραγματοποιηθούν τεράστιες επενδύσεις στους τομείς εξοικονόμησης ενέργειας και της πράσινης ενέργειας, στις μεταφορές, στη γεωργία – καθώς και στην κοινωνική στέγη και πρόνοια.

Η ακόλουθη τριπλή ατζέντα πολιτικής μπορεί να επιτύχει αυτούς τους τρεις στόχους.

  • Πρώτον, να αυξήσει σημαντικά τα επιτόκια. Τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια απέτυχαν να τονώσουν τις επενδύσεις και, σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν ποτέ διαθέσιμα σε όσους είτε χρειάζονταν να δανειστούν χρήματα είτε ήθελαν να δανειστούν για να κάνουν πράγματα που χρειαζόταν η κοινωνία. Το μόνο που έκαναν τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια ήταν να ενισχύσουν τις τιμές των ακινήτων, τις τιμές των μετοχών, την ανισότητα και όλα εκείνα που διχάζουν την κοινωνία.
  • Δεύτερον, να αναληφθεί μια τεράστια πρωτοβουλία πράσινων δημόσιων επενδύσεων που να υποστηρίζεται από την κεντρική τράπεζα. Φυσικά, η αύξηση των επιτοκίων δεν θα τονώσει τις επενδύσεις, ακόμα κι αν ισχύει ότι τα σχεδόν μηδενικά επιτόκια συνέβαλαν έστω και ελάχιστα στις επενδύσεις. Για να σταματήσουν οι χαμηλές επενδύσεις, η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να ανακοινώσει ένα νέο είδος «ποσοτικής χαλάρωσης»: Να σταματήσει να χρηματοδοτεί τους χρηματοδότες και, αντ’ αυτού, να δεσμευθεί να στηρίξει (αγοράζοντας, εάν χρειαστεί) δημόσια πράσινα ομόλογα που αυξάνουν τα κεφάλαια κατά 5% του εθνικού εισοδήματος ετησίως – ένα ποσό που θα επενδυθεί απευθείας στην πράσινη μετάβαση, δίνοντας στην κοινωνία μια ευκαιρία να κάνει ό,τι χρειάζεται για να σταθεροποιήσει το κλίμα.
  • Τρίτον, να επεκταθεί το ίδιο μοντέλο δημόσιας οικονομίας (για παράδειγμα, να ζητηθεί από την κεντρική τράπεζα να στηρίξει τα δημόσια ομόλογα) ώστε να γίνουν επενδύσεις σε πολιτικές κοινωνικής στέγης και περίθαλψης.

Εν ολίγοις, αυτό που προτείνω είναι η αντιστροφή των τοξικών πολιτικών που εφαρμόζονται από το 2008. Αντί οι κεντρικές τράπεζες να παρέχουν δωρεάν χρήματα και χαμηλά επιτόκια στους πλούσιους, ενώ οι υπόλοιποι μαραζώνουν σε μια αυστηρότατη φυλακή λιτότητας, η κεντρική τράπεζα θα έπρεπε να κάνει το χρήμα πιο ακριβό για τους πλούσιους (μέσω των σημαντικών αυξήσεων των επιτοκίων), παρέχοντας παράλληλα φθηνό χρήμα για επενδύσεις σε πράγματα που χρειάζονται και δικαιούνται η πλειοψηφία και το περιβάλλον.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα