Η συντριβή του Ζάεφ δεν θα μας βγει σε καλό

Η συντριβή του Ζάεφ δεν θα μας βγει σε καλό
Ο τέως (πλεον) πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας Ζόραν Ζάεφ AP

Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα μετά την παραίτηση Ζάεφ στη Βόρεια Μακεδονία. Η Συμφωνία των Πρεσπών και ο κίνδυνος να μεγαλώσει το χάσμα μεταξύ των δύο λαών.

Μετά την σαρωτική ήττα που υπέστη το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα του Ζόραν  Ζάεφ στην Βόρεια Μακεδονία, ο μεν ίδιος επέλεξε να παραιτηθεί από το αξίωμα του Πρωθυπουργού, ενώ η κυβέρνηση που είχε σε συμμαχία με το αλβανόφωνο κόμμα κινδυνεύει να καταπέσει και η χώρα να οδηγηθεί πάλι σε εκλογές.

Για τις εξελίξεις στην γείτονα χώρα ασχολούνται αναλυτικά οι εφημερίδες και ο ηλεκτρονικός τύπος, σε βαθμό που παρέλκει κάθε περαιτέρω προσπάθεια. Αντίθετα, αυτό που έχει σημασία και δεν πολυεξετάζεται είναι οι επιπτώσεις που θα έχει στην ελληνική εξωτερική πολιτική είτε η απλή αντικατάσταση του Ζάεφ στο αξίωμα του Πρωθυπουργού είτε η πλήρης κατάρρευση του συνασπισμού που κυβερνούσε μέχρι τώρα. Στην δεύτερη περίπτωση, η προκήρυξη εκλογών θα είναι η πιο ρεαλιστική εξέλιξη και μια νέα ήττα των σοσιαλιστών  θα καταστεί αναπόφευκτη.

Ο πρόεδρος Βούτσιτς της Σερβίας απέδωσε την ήττα στην κωλυσιεργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δεχθεί την έναρξη ενταξιακών διαδικασιών με την Βόρεια Μακεδονία έτσι ώστε να κερδίσει κάτι και για την χώρα του σε περίπτωση που οι Βρυξέλλες ανταποκρινόταν  στην προειδοποίηση που τους έκανε. Όμως κανείς ιδιαίτερος ενθουσιασμός δεν καταγράφεται στο εσωτερικό του κράτους για την προσχώρηση στην ΕΕ, πράγμα που θα έκανε αληθοφανή την ερμηνεία του σέρβου προέδρου. Αντιθέτως μάλιστα, βλέποντας τις αντιθέσεις της ΕΕ με την Ουγγαρία και την Πολωνία οι κάτοικοι της Βόρειας Μακεδονίας μάλλον πιο σκεπτικοί και ανήσυχοι γίνονται για το ενδεχόμενο κάποτε να έχουν και αυτοί παρόμοια προβλήματα συνεννόησης και κυρώσεων, ασχέτως της πραγματικής φύσης των προβλημάτων που τα προκαλούν.

Όμως η πιο πιθανή αιτία της ήττας και όσων ακολουθήσουν δεν είναι η καθυστέρηση στις διαδικασίες ένταξης που έχουν αρχίσει να συζητούνται μαζί με τα άλλα Δυτικά Βαλκάνια. Όλη αυτή την πορεία ήττας και πιθανής νέας συντριβής των σοσιαλιστών, θα την συνοδεύει η ερμηνεία ότι οφείλεται στην Συμφωνία των Πρεσπών και τις παραχωρήσεις που θεωρείται ότι η κυβέρνηση του Ζάεφ έκανε προς την Ελλάδα. Και γενικότερα θεωρείται ότι ευνουχίζει τα εθνικιστικά οράματα που ξεπήδησαν μετά το 1990 στο γειτονικό κράτος όπως και σε όλα της Ανατολικής Ευρώπης.

Κατά συνέπεια το επόμενο διάστημα η Συμφωνία θα γίνει παρανάλωμα στα αντιπολιτευτικά πυρά και οι αναμετρήσεις των υποψηφίων θα κριθούν από τον βαθμό καταδίκης και απόρριψης που θα εκφράζουν προς αυτήν. Αν και είναι νωρίς να κάνει κανείς προβλέψεις, δεν θα αποτελέσει έκπληξη αν το καταχώνιασμα και η αναθεώρηση της Συμφωνίας γίνει το κύριο όπλο του δεξιού κόμματος VMRO του Χρίστιαν Μίτσκοσκι στις επερχόμενες εκλογές. Ακόμα και όσοι την υπερασπίστηκαν στο κόμμα του Ζάεφ θα κρύβονται και μάλλον θα καταποντιστούν εκλογικά.

Οι ομοιότητες με το προεκλογικό τοπίο της Ελλάδας το 2019 είναι πολλές, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα του σημερινού άρθρου. Το ερώτημα είναι τι ακριβώς πρέπει να κάνει τώρα η επίσημη ελληνική κυβέρνηση, η οποία – τουλάχιστον κατά ένα μέρος – είχε επενδύσει στην εκλογική της νίκη στην καταγγελία της Συμφωνίας με όρους και φρασεολογία ελάχιστα διαφορετική από την γλώσσα του VMRO, απλώς εκφρασμένη αντιδιαμετρικά. Τώρα που η Συμφωνία άρχισε να βάλλεται στο εσωτερικό  της Βόρειας Μακεδονίας, πολλοί ίσως θεωρούν ότι είναι ευκαιρία να της δώσουν άλλο ένα κτύπημα για να τελειώσουμε μία και καλή με αυτήν.

Στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετοί που θεωρούν ότι η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν ατελής στους προσδιορισμούς που απέρρεαν από το κρατικό όνομα (όπως π.χ. στην γλώσσα και την εθνότητα αφέθηκε το «μακεδονικός» αντί «βορειο-μακεδονικός» κ.α.) και βιαστική στις διαδικασίες χωρίς η Ελλάδα να έχει σαφή αρνησικυρία στις διάφορες φάσεις ένταξης στην ΕΕ. Ίσως έχουν δίκιο, ίσως όχι και τόσο, θα φανεί κάποτε από μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση στο μέλλον χωρίς την φόρτιση των γεγονότων. Δεν υπάρχει κανείς όμως που να μην βλέπει ότι τα ενδεχόμενα που τώρα πλέον υπάρχουν μπροστά μας θα είναι χειρότερα, όποια γνώμη και να έχουμε για την Συμφωνία.

Και δεν θα είναι απλώς χειρότερα επειδή η καταδίκη και ο διασυρμός της Συμφωνίας στην Βόρεια Μακεδονία αντανακλάται ως μία αποστροφή προς την Ελλάδα και τους Έλληνες και ενδέχεται να καλλιεργεί ένα βαθύτερο χάσμα μεταξύ των δύο λαών. Θα είναι χειρότερα επειδή για να αντισταθμίσει την διπλή πίεση που θα δέχεται από Ελλάδα και ΕΕ, το κόμμα του VMRO θα αναζητήσει αποκούμπι στο αντίπαλο δέος και των δύο, δηλαδή την Τουρκία του Ερντογάν. Μάλιστα σε μία τέτοια προσέγγιση, δεν θα αντιταχθεί σθεναρά ούτε το κόμμα του Ζάεφ, αφού και το ίδιο πρόσφατα δέχθηκε να υπογράψει το  πλαίσιο μιας ευρύτερης στρατιωτικο-πολιτικής συνεργασίας με την Τουρκία. Το πρόβλημα που θα έχει η Αθήνα θα είναι σημαντικό και το ερώτημα είναι τι άραγε θα μπορούσε να κάνει;

Κατά την άποψη μου, μία μόνο λύση υπάρχει. Βάζοντας τα όλα στην άκρη – δίκαια παράπονα, ασήμαντες μεμψιμοιρίες και ανεκπλήρωτες αιτιάσεις –  η Ελλάδα να πάρει πάνω της την ενταξιακή διαδικασία της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μην αφήνοντας καμμία αιχμή για την αποδοχή της Συμφωνίας, να προτρέξει στην παροχή κάθε είδους τεχνικής βοήθειας στο γειτονικό κράτος και άσκησης διπλωματίας στις Βρυξέλλες για την εισδοχή της. Μόνο αν διασφαλίσει μία πραγματική πρόοδο στην διαδικασία, η Βόρεια Μακεδονία μπορεί να απαγκιστρωθεί από την πίεση του του VMRO και να επιστρέψει ξανά στον ορίζοντα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Το ίδιο πρέπει να γίνει και για την είσοδο της στο ΝΑΤΟ, έτσι ώστε η χώρα μας να φανεί ότι είναι ο πραγματικός συμπαραστάτης της γειτονικής δημοκρατίας στους διεθνείς θεσμούς και μάλιστα ανεξάρτητα από την τροπή των στενών ελληνικών συμφερόντων στο εσωτερικό της.

Όταν οι στόχοι αυτοί πετύχουν, η Ελλάδα θα έχει όλο τον χρόνο στην διάθεση της για να ξαναδεί αν υπάρχει κάτι που την ενοχλεί στην Συμφωνία και ποιο είναι αυτό για να το διορθώσει. Με τον ήλιο βγαίνουν πιο εύκολα τα μάλλινα πανωφόρια, όπως θα έλεγε και ο Αίσωπος.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα