Όχι άλλα “ε, εντάξει” στην ερώτηση “πώς είσαι;”

Όχι άλλα “ε, εντάξει” στην ερώτηση “πώς είσαι;”
Ψυχική υγεία Getty Images/iStockphoto

Η χρονιά της απελευθέρωσης μετά τον εγκλεισμό της πανδημίας "έβγαλε" στην επιφάνεια όσα θα προτιμούσαμε να είναι για πάντα θαμμένα μέσα μας. Και οι θεραπευτές έγιναν ανάρπαστοι.

Για περισσότερες από δυο δεκαετίες της ζωής μου, έκανα αθλητικό ρεπορτάζ.

Μια από τις φράσεις που άκουγα και μου τίναζαν την πίεση από το 0 στο 100, σε μηδενικό χρόνο ήταν το “πάμε μπάλα μπάλα” εξόχως διάσημου προπονητή, όταν τους ζητούσα να μου αναλύσει το πλάνο του όποιου αγώνα.

Fast forward στο σήμερα, ζω “μπάλα, μπάλα”. Ή αν προτιμάς, μέρα με τη μέρα.

Είναι η μόνη επιλογή που έχω, όπως φροντίζω την καρδιά που αγαπώ περισσότερο από όλες στη ζωή μου, η οποία νοσεί.

Παίρνω κάθε “νίκη” που μπορεί να μου δώσει ένα 24ωρο: από το ότι συνεχίζουμε να ζούμε παρέα και ότι δεν ταλαιπωρείται έως πως μπορώ να είμαι συνεπής στις υποχρεώσεις μου – σε μια πραγματικότητα με πολλές εκπλήξεις.

Γενικά απέφευγα να κάνω πλάνα. Τώρα δεν τα σκέφτομαι καν. Ακόμα και όταν “κλείνω” ραντεβού για οτιδήποτε, πριν τερματίσω την τηλεφωνική κλήση λέω “αν όλα πάνε καλά, τα λέμε την τάδε του μήνα”.

Δεν κάνω δεσμεύσεις που δύσκολα θα τηρήσω.

Βλέπεις, τα τελευταία χρόνια η ζωή μου κοντράρει αυτή των ασκιτών.

Αν το διάλεξα; Περισσότερο αφέθηκα, γιατί βόλευε.

Όταν περνάς τα 30 και πλέον πρώτα χρόνια της ζωής σου, αναγκασμένη να διαχειρίζεσαι σοκ, απώλειες και πόνο, προφανώς και μαθαίνεις να εκτιμάς την ηρεμία -την ευθεία γραμμή που κάποτε μισούσα.

Φέτος ωστόσο, νιώθω πως πέρασα σε άλλο επίπεδο. Που πια δεν είμαι σίγουρη πως μου κάνει καλό.

Ο καθένας όπως τη βρίσκει -αρκεί να μην ενοχλεί άλλους

Yπάρχουν άνθρωποι, που ζουν ανάμεσα μας, οι οποίοι υποστηρίζουν πως η πανδημία δεν τους επηρέασε στο ελάχιστο. Δεν κρίνω. Αυτό που κάνω είναι να δίνω μάχη με τον εαυτό μου, ώστε να παραμένει συνεπής στο δόγμα “ο καθένας έχει δικαίωμα να πιστεύει και να κάνει ό,τι τον βοηθά να είναι ήρεμη η ψυχή του”.

Αρκεί φυσικά, να μην επηρεάζει άλλους το mentalité του. Ή καλύτερα, να μη προσπαθεί να “φορέσει” σε άλλους την επιλογή του. Η ειδησεογραφία μια φορά, αποκαλύπτει πως είναι πια είναι πολλοί αυτοί που απαιτούν να κάνεις ό,τι κι εκείνοι. Χωρίς να ενδιαφέρονται για το αν είναι κάτι που θες.

Θα σκάσω αν δεν πω ότι ακόμα και αν άλλαξε στο ελάχιστο η καθημερινότητα σου (για παράδειγμα, στα lockdown δούλευες από το σπίτι και όχι από το γραφείο), η πανδημία σε επηρέασε.

Κανείς δεν γλίτωσε. Όπως εν τω μεταξύ, διαβεβαιώνουν οι επιστήμονες, θα “πληρώνουμε” ψυχικά και σωματικά την πανδημία έως τον επόμενο αιώνα.

Αυτό που συνέβη το 2022 (τη χρονιά της πλήρους απελευθέρωσης από τον ζυγό του κορονοϊού) ήταν να βγουν στην επιφάνεια τα υπαρξιακά του καθενός: τα νέα παιδιά αγχώνονται για το μέλλον τους, οι μεγάλοι για το τι κάνουν με τη ζωή τους -και τελικά ποιο είναι το νόημα αυτής.

Όλοι έχουν βαρεθεί το γρήγορο, το πρόχειρο (της ιντερνετικής συναναστροφής που ήταν το “αποκούμπι” στην πανδημία), εν τούτοις οι νέοι δεν ξέρουν άλλον τρόπο κοινωνικοποίησης και επικοινωνίας και οι παλαιότεροι δεν έχουν διάθεση να “σπαταλούν” το χρόνο τους. Να βγουν, για να βγουν.

Όλοι θέλουμε κάτι πιο ουσιαστικό, αλλά δεν έχουμε καταλήξει σε τι είναι αυτό και άρα δεν γνωρίζουμε πώς να το διεκδικήσουμε.

Πιστοί στη φύση μας, βάλαμε σε πρώτο πλάνο τον εαυτό μας. Με καλό ή κακό τρόπο και με διάφορες διαβαθμίσεις, ανάλογα με την ηλικία και τις εμπειρίες μας.

Μετά τη διετή άμεση απειλή (που είναι ακόμα ανάμεσα μας – ασχέτως αν δεν της δίνουμε σημασία), αρχίσαμε να αξιολογούμε διαφορετικά τη ζωή. Συνειδητά ή όχι.

Τουλάχιστον, αυτό αποκαλύπτουν οι πράξεις μας.

Όσοι αντιστάθηκαν μετά την πανδημία πήγαν φέτος σε θεραπευτές

Τον τελευταίο χρόνο προσπάθησα 2-3 φορές να κλείσω ραντεβού στη ψυχολόγο μου για “ζυγοστάθμιση“: ως θεραπευμένη, κάνω συντήρηση, δηλαδή θεραπείες όποτε νιώσω πως τις χρειάζομαι. Συνήθως αυτό συμβαίνει όταν μαζεύονται πολλοί αυτοί που ενώ θα έπρεπε να κάνουν ψυχοθεραπεία, την αποφεύγουν και για να τους “αντέξω” πρέπει να κάνω εγώ μια συνεδρία.

Δυσκολευτήκαμε να βρούμε μια κοινή ώρα. Βλέπεις, ήταν πάρα πολλές οι νέες αφίξεις, οι άνθρωποι που ένιωσαν να πνίγονται φέτος που η ψυχολόγος μου δεν είχε πια “κενά”.

Συζητώντας με φίλους μου, διαπίστωσα πως επρόκειτο για μια γενική συνθήκη: οι ψυχολόγοι έχουν πολλές δουλειές.

Μετά διάβασα πως παγκοσμίως υπήρχε αύξηση σε ανθρώπους που ζήτησαν βοήθεια από θεραπευτές το 2022.

Στο επίκεντρο ήταν η πανδημία και η αδυναμία διαχείρισης της νέας πραγματικότητας, με εκατομμύρια ανθρώπους να αντιστέκονται αρχικά στην ιδέα ότι μπορεί και να χρειάζονται βοήθεια και να “παραδίδονται” φέτος. Προφανώς όχι “αναίμακτα”. Προηγήθηκαν οδυνηρές εμπειρίες που προσφέρει το άγχος, με τη λίστα να είναι μακροσκελής (προβλήματα υγείας – από αυτοάνοσα έως θέματα στο έντερο και το στομάχι -, κρίσεις πανικού, κρίσεις άγχους).

Δεν είναι πολύ ευχάριστο να διαπιστώνεις πως οι αποφάσεις που πήρες για να προστατέψεις τον εαυτό σου και να μπορείς να συνεχίσεις, είχαν “κενά”. Δεν ήταν απαραίτητα λάθος, αλλά ίσως να το τράβηξες λίγο παραπάνω.

Και τελικά να συνήθισες σε μια πραγματικότητα που δεν σε εκφράζει, δεν σε ευχαριστεί, αλλά και δεν σε ταράζει – γιατί αρκετές ταραχές πέρασες, δεν αντέχεις άλλες.

Κακός οδηγός η καταπίεση

Όταν είχε πεθάνει η μητέρα μου, έκανα τη φανταστική σκέψη πως αφού είχα στερηθεί ό,τι είναι σημαντικό σε αυτήν τη ζωή (την οικογένεια μου -καθώς είχαν “φύγει” πια όλα τα μέλη), δεν θα στερηθώ τα υλικά. Δυο χρόνια μετά, είχα “φάει” όσα χρήματα μου είχε αφήσει και είχα χρεωθεί 3.000.000 δραχμές. Αν ήμουν καλύτερα; Όχι. Τότε λοιπόν, άρχισα τη ψυχοθεραπεία – που ήταν πιο οικονομική και είδα και το “φως”.

Όπως με διαβεβαίωσε η θεραπεύτρια μου, το “δικαιούμαι να ζήσω τη ζωή μου μετά δυο χρόνια εγκλεισμού” εξελίχθηκε σε ένα ατελείωτο ξεσάλωμα το καλοκαίρι, με χρήματα που δεν είχαμε απαραίτητα. Ήμασταν όμως, καταπιεσμένοι και κάπου έπρεπε να ξεδώσουμε – σωστά;

Το Σεπτέμβριο λοιπόν, ήλθε η “βουτιά” που ήταν οικονομική (πληθωρισμός λέγεται) και ψυχολογική (το ξεσάλωμα δεν κάλυψε τα κενά μας) και έτσι προέκυψε η αύξηση σε επισκέψεις σε ψυχολόγους.

Δεν μπορώ να ακούω άλλα “ε, εντάξει” στην ερώτηση “πώς είσαι;”

Το δικό μου “ξέσπασμα” το 2022 εκδηλώθηκε ως “δεν θέλω πολλά πολλά με την ανθρωπότητα”.

Όταν τα “είπα” λίγο με τον εαυτό μου, κατέληξα στο ότι δεν μισώ το είδος μου (βοήθησε ότι έχω και μια δυσκολία στο να αποδεχθώ πως “πετάω” συναισθήματα και ενέργεια σε άτομα που δεν με ενδιαφέρουν – τελικά). Μακάρι να είναι όλοι καλά. Αρκεί να μη με ενοχλούν.

Ποιοι;

Όσοι εξακολουθούν να ζουν στην προ πανδημίας πραγματικότητα.

Δεν μπορώ να ακούω άλλα “ε, εντάξει” στην ερώτηση “πώς είσαι;”.

Έχεις υγεία; Είναι καλά όσοι αγαπάς; Είναι διασφαλισμένη η τροφή και η στέγαση σου;

Είσαι μια χαρά.

Στην ουσία, έχεις πράγματα που δεν διαθέτουν εκατομμύρια κατοίκους αυτού του πλανήτη. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΑ για εκατομμύρια κατοίκους της Γης.

Πρόσφατα άκουσα από έναν άνθρωπο -φίλο, φίλου που μόλις είχα γνωρίσει- ότι “αυτά είναι τα δεδομένα, υπό την έννοια ότι είναι ανυπερθέτως τα βασικά, για να είναι κάποιος καλά. Το θέμα είναι τι γίνεται από εκεί και πέρα”.

Όχι κολλητέ -που δεν σε ξέρω, αλλά δεν θέλω και να σε γνωρίσω περαιτέρω.

Αυτά είναι το άπαν.

Ό,τι άλλο ζούμε (γιατί το διεκδικούμε -δεν περιμένουμε να έλθει ουρανοκατέβατο) είναι bonus. Μην κοιτάς που ξεχνιόμαστε και επανερχόμαστε στις εργοστασιακές ρυθμίσεις, όταν συμβαίνει κάτι πολύ επώδυνο.

Καλώς ή κακώς, αυτή είναι η ζωή.

Προκαλώ τους ασκιτές

Ο εγκλεισμός μου “κάθισε” μια χαρά, αφού ούτως ή άλλως είχα βαρεθεί τις εξόδους και τα τελευταία χρόνια (πριν τον Covid) συνήθιζα να βγαίνω μόνο όταν ήθελα πραγματικά να δω κάποιους ανθρώπους.

Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, ενίοτε απέφευγα και τους πλέον αγαπημένους μου, γιατί ένιωθα να κουράζομαι αφάνταστα και μόνο που σκεφτόμουν πως έπρεπε να ετοιμαστώ, να οδηγήσω, να βρω να παρκάρω και να δω τα ίδια και τα ίδια.

(Μη μου πεις ότι έχει αλλάξει η διασκέδαση. Σε κάθε “πείραμα” που κάνω διαπιστώνω πως είναι ακριβώς η ίδια με τις εποχές που έβγαινα κάθε μέρα, μέχρι πρωίας -προ 20 χρόνων).

Εν πάση περιπτώσει, με τα lockdowns η κατάσταση μου έγινε πολύ χειρότερη: δεν “κουνάω” ούτε με ρυμουλκό.

Τώρα, αν με ρωτάς, σιχτιρίζω την ώρα και την στιγμή που είπα “όχι” σε ανθρώπους που από φίλοι έγιναν για εμένα οικογένεια, για να μη χάσω τη ρουτίνα μου (που στο μυαλό μου είχα ως βολή). Βλέπεις, “έχασα” έναν τέτοιο άνθρωπο. Από καρκίνο.

Σαν να μη μου έφτανε ο “μηχανισμός” επιβίωσης της πανδημίας, συνδυάστηκε με εκείνον που είχα από παιδί (το απόλυτο “κλείσιμο” στον εαυτό μου, όταν έρχομαι αντιμέτωπη με τον πόνο της απώλειας) και τα έκανα όλα σκατά.

Για τις ημέρες που ακολούθησαν, μου έκανα αυθυποβολή για να αλλάξω τακτική. Να ξαναβγώ στον κόσμο. Να κοινωνικοποιηθώ. Να αλλάξω παραστάσεις.

Μετά μια, δυο δοκιμές (όταν φαινόμενα απείλησαν τη ψυχική μου υγεία – την οποία προσπαθώ να διαφυλάξω με νύχια και με δόντια ως διαγνωσμένη καταθλιπτική), επέστρεψα στη θαλπωρή του σπιτιού μου.

Περνώ μια χαρά εκεί και το χρωστώ στους σκύλους μου – τους οποίους έχω επιλέξει για οικογένεια μου. Αν δεν τους είχα, δεν θα είχα λόγο να πηγαίνω σπίτι – όπως έκανα την πρώτη διετία μετά και τον τελευταίο θάνατο μέλους της άμεσης οικογένειας μου.

Γιατρέ μου, είμαι καλά;

Προβληματισμένη από την απομόνωση μου – και το πόσο έχει αρχίσει να μου αρέσει -, επικοινώνησα εκ νέου με τη θεραπεύτρια μου και αυτήν τη φορά καταφέραμε να βρούμε μια κοινή ώρα. Της είπα πως νιώθω ότι σιχάθηκα την ανθρωπότητα, με όσα βλέπω να γίνονται γύρω μου (ο καθένας κάνει ό,τι γουστάρει στους δρόμους – αλλά αν κάνουμε όλοι ό,τι γουστάρουμε, δεδομένα δεν θα μείνει κανείς όρθιος) και με όσα διαβάζω να συμβαίνουν καθημερινά (με περιστατικά βίας).

Όλα αυτά έχουν γίνει ο λόγος που ενώ λέω ότι θέλω να κάνω μια σχέση, δεν αναζητώ σύντροφο. Θέλω να κρατήσω τα ζωτικά μου όργανα, όπως και να διατηρήσω τη σωματική και τη ψυχική μου υγεία. Άρα μειώνω κατά πολύ τις πιθανότητες. Άρα, πιο καλή η μοναξιά.

“Βγάζει νόημα όλο αυτό;” ρώτησα τη ψυχολόγο μου;

Κατ’ αρχάς, μου εξήγησε πως δεν είμαι η μόνη που νιώθω κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ότι είμαστε πολλοί εκείνοι που αισθανθήκαμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε πια, εύκολα εκπτώσεις.

Αφότου βιώσαμε την ανελευθερία και την καταπίεση, δεν κάνουμε συμβιβασμούς στα κοινωνικά. Δηλαδή, δεν βγαίνουμε για να βγούμε, δεν συναναστρεφόμαστε αν δεν υπάρχει μια ουσιαστική βάση. Ακόμα βέβαια, είμαστε λίγο μακριά από αυτό.

Ο Covid δίχασε τον κόσμο (πχ εμβολιασμένοι vs αντιεμβολιαστών), με τρόπους που έγινε μια γρήγορη κατάταξη σε “έξυπνους” και “ηλίθιους” ανθρώπους.

Χαλάσαμε λεφτά, ξεδώσαμε και μετά δεν είχαμε ούτε ψυχική υγεία, αλλά ούτε και λεφτά, ώστε να κάνουμε και μια έξοδο, να δούμε κανέναν άνθρωπο.

Επίσης, η αρρωστοφοβία έφτασε στο πικ της και κάπως έτσι πολλοί οδηγηθήκαμε στο να μην έχουμε πολλές κοινωνικές συναναστροφές όπως παλιά, αλλά να μας υπερκαλύπτουν αυτές που πραγματικά θέλουμε.

Όταν δε, βλέπουμε σε τι κόσμο ζούμε (με τις ανθρωποκτονίες και όλα τα άλλα δεινά και τα σκάνδαλα), αντιλαμβανόμαστε πως το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο είναι τόσο χαώδες, που συνειδητά προσπαθούμε να εστιάσουμε στα πολύ δικά μας – αφού όλα τα άλλα μας προκαλούν φοβερό θυμό, απελπισία και άγχος.

Έχουμε πάψει να αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας ως μέρος ενός συστήματος και για αυτό ο καθένας κοιτά μόνο την πάρτη του, σε βαθμό που έχει καταντήσει επικίνδυνος.

Ποια είναι η σωτηρία;

Μπάλα, μπάλα.

Όχι γιατί δεν έχουμε στόχους ή φιλοδοξίες ή προσδοκίες (φευ), αλλά δεν έχει νόημα, γιατί πραγματικά δεν ξέρουμε τι ξημερώνει.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα
Exit mobile version