ΜΠΟΡΟΥΝ ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΝΑ ΣΩΣΟΥΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ;

Το έντονο δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα θα παραμείνει ως έχει- στην καλύτερη των περιπτώσεων- τουλάχιστον για 20 χρόνια ακόμη. Τα μοντέλα των ειδικών και οι μη επαρκείς απαντήσεις του κράτους.

Όταν η χώρα περάσει-οριστικά και αμετάκλητα-τη στενωπό της πανδημίας θα βρεθεί αντιμέτωπη με έναν σωρό από πολύ μεγάλα προβλήματα, τα οποία θα συνιστούν πραγματική πρόκληση για την ελληνική κοινωνία, αλλά και το πολιτικό προσωπικό το οποίο θα κληθεί να τα επιλύσει.

Αν και οι περισσότεροι εκτιμούν ότι το κυριότερο εξ αυτών είναι το οικονομικό πρόβλημα, η πραγματικότητα, όπως οι ίδιοι οι αριθμοί καταδεικνύουν, είναι τελείως διαφορερική. Το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα τα πολλά τελευταία χρόνια έγινε σαφώς πιο επιτακτικό κατά τη μνημονιακή περίοδο (όταν οι θάνατοι έγιναν περισσότεροι από τις γεννήσεις), ενώ με την πανδημία θα μπορούσε να πει κανείς ότι δόθηκε η χαριστική βολή. Ο πληθυσμός της χώρας, διαρκώς συρρικνούμενος λόγω των μειωμένων γεννήσεων, δέχεται ένα ακόμη σημαντικό πλήγμα το οποίο σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσε να προβλεφθεί.

Το δραματικό 2019

Οριστικά στοιχεία η ΕΛΣΤΑΤ έχει δώσει στη δημοσιότητα για το 2019, το πρώτο, μετά τα μνημόνιο, ολοκληρωμένο ημερολογιακά έτος, αλλά και το τελευταίο πριν την έλευση του εφιάλτη του κορονοϊού. Οι επιδόσεις ήταν τραγικές.

Κατά το 2019 καταγράφηκαν λοιπόν 83.763 γεννήσεις (αρνητικό ρεκόρ από το 1932 και μετά) ενώ πέθαναν 124.965 άνθρωποι. Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 41.202 άτομα, καθώς τόση είναι η (θλιβερή) απόκλιση μεταξύ των γεννήσεων και των θανάτων.

Έτσι, παρά το γεγονός ότι η χώρα είχε αποχαιρετήσει, στο τυπικό σκέλος τουλάχιστον, την εποχή των μνημονίων, διατηρούσε αναλλοίωτη την τάση της μείωσης του πληθυσμού της που σταθερά καταγράφεται από το 2011 και μετά. Η μείωση που καταγράφηκε στις γεννήσεις ήταν της τάξης του 3,1%, όχι ιδιαίτερα μεγάλη αν απομονώσει κανείς τον αριθμό, αλλά σίγουρα…τεράστια αν σκεφθεί ότι το 2018 είχε καταγραφεί το προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ γεννήσεων.

Στο παρακάτω γράφημα της ΕΛΣΤΑΤ μπορείτε να διαπιστώσετε τη σχέση γεννήσεων-θανάτων στη χώρα για ένα χρονικό διάστημα που καλύπτει σχεδόν τα τελευταία 100 χρόνια. Βλέπετε ότι στα μέσα του προηγούμενου αιώνα η Ελλάδα βρισκόταν σε φάση διαρκούς αύξησης του πληθυσμού της, φάση όμως η οποία ανακόπηκε προς το τέλος του 20ου αιώνα. Από το 2011 και μετά στη σχετική αναλογία πήραν την πρωτοκαθεδρία οι θάνατοι, απόρροια της σοβαρής οικονομικής κρίσης που χτύπησε τα περισσότερα τμήματα του πληθυσμού.

Το ακόμη πιο τραγικό 2020

Για το έτος-σταθμός του 2020, τη χρονιά δηλαδή που το σύνολο του πλανήτη ήρθε αντιμέτωπο με την πρώτη παγκόσμια πανδημία δεν υπάρχουν ακόμη οριστικά στοιχεία, στοιχεία δηλαδή που να έχουν επιβεβαιωθεί και ανακοινωθεί επίσημα. Υπάρχουν όμως ισχυρές ενδείξεις ότι η τάση συρρίκνωσης του πληθυσμού όχι απλώς δεν μειώθηκε, αλλά αμβλύνθηκε περαιτέρω και λόγω του κορονοϊού.

Η ΕΛΣΤΑΤ υπολογίζει τους συνολικούς θανάτους για το 2020 κοντά στις 132.000, νούμερο, που αν επιβεβαιωθεί, θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του 2019 (124.965 θάνατοι). Προς το παρόν παρατηρείται μία απόκλιση μεταξύ των στοιχείων που προκύπτουν από τα ληξιαρχεία (131.839) με αυτά που έχει στα χέρια της η ΕΛΣΤΑΤ (130.288), όπως και να έχει πάντως η σαφέστατη αύξηση σε σχέση με το 2019 θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

Από την άλλη πλευρά οι γεννήσεις πολύ δύσκολα θα είναι περισσότερες από 85.000. Ίσως δηλαδή καταγραφεί μία μικρή αύξηση σε σχέση με το 2019, αλλά το σημαντικό είναι ότι η απόκλιση μεταξύ των γεννήσεων και των θανάτων θα είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του 2019. Και αυτό συνιστά τεράστιο πρόβλημα το οποίο δεν αποκλείεται να επιδεινωθεί το 2021.

Τέλος, κατά τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο ΟΗΕ, ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε μέσα στο 2020 κατά 50.401 άτομα, ενώ ο μέσος όρος ηλικίας των πολιτών ανέβηκε στα 45,6 έτη από 43,8 το 2019.

Το μέλλον του δημογραφικού έχει πολλή ξηρασία

Στο κρίσιμο ερώτημα, αν η παραπάνω καταγεγραμμένη τάση μπορεί να αντιστραφεί στο άμεσο μέλλον, δυστυχώς η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Συζητήσαμε με τον Βύρωνα Κοτζαμάνη, δημογράφο και καθηγητή δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας, ο οποίος μας έδωσε μία πλήρη εικόνα της κατάστασης, όπως έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια.

Σύμφωνα με την οπτική (αλλά και τις σχετικές αναλύσεις του Έλληνα καθηγητή) η χώρα έχει να παλέψει αφενός με το γεγονός ότι το ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων θα παραμείνει αρνητικό και τα επόμενα χρόνια, αλλά και με το ότι το μεταναστευτικό ισοζύγιο στα χρόνια της κρίσης ήταν (και εξακολουθεί να είναι) σαφώς αρνητικό κατά 230.000 ανθρώπους.

, , , 24 2021 ( / EUROKINISSI) Eurokinissi

Τι σημαίνει μεταναστευτικό ισοζύγιο: Υπολογίζονται οι άνθρωποι που εισήλθαν στη χώρα και οι άνθρωποι που αποχώρησαν από αυτή. Κατά τη μνημονιακή περίοδο νέοι των παραγωγικών ηλικιών από 25 έως 45 ετών επέλεξαν ή αναγκάστηκαν από την οικονομική δυσπραγία να εγκαταλείψουν τη χώρα και να εγκατασταθούν στο εξωτερικό. Εδώ χρειάζεται και μία διευκρίνιση. Δεν πρόκειται μόνο για ανθρώπους πτυχιούχους, υψηλής ειδίκευσης αλλά και άτομα χωρίς πανεπιστημιακό πτυχίο, χαμηλής ειδίκευσης, οι οποίοι είχαν μείνει άνεργοι και δεν έβλεπαν μέλλον επί ελληνικού εδάφους. Εκτός δηλαδή από την αιμορραγία του brain drain που έτσι και αλλιώς έχει καταγραφεί και σχολιαστεί ποικιλοτρόπως σημειώθηκε φυγή εργατικού δυναμικού που και αυτή θα πρέπει να προβληματίσει.

Επίσης, η βαθιά οικονομική κρίση κατά τη μνημονιακή περίοδο απλώς επιδείνωσε την τάση που είχε ήδη αρχίσει να παρατηρείται και πριν από το 2010. Ηταν μία τάση την οποία χαρακτήριζε η αβεβαιότητα για το οικονομικό μέλλον, η πρόθεση των ζευγαριών να αποκτούν παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία (από τα 30 και πάνω) και να κάνουν όχι παραπάνω από δύο παιδιά στις περισσότερες των περιπτώσεων. Με άλλα λόγια η κρίση δεν γέννησε το φαινόμενο απλά ενίσχυσε την ήδη αρνητική τάση, με συνέπεια να δημιουργηθεί η εξαιρετικά ανησυχητική εικόνα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα.

Γιατί χαρακτηρίζεται ως άκρως ανησυχητική η εικόνα; Αφενός διότι, όπως παρατηρεί ο καθηγητής Κοτζαμάνης, τα άτομα που θα φτάνουν σε ηλικία υψηλής θνησιμότητας θα αυξάνονται ολοένα και περισσότερο τα επόμενα χρόνια (μιλάμε για ανθρώπους από 65 ετών και πάνω) και αφετέρου διότι οι γυναίκες που θα μπορούν να κάνουν παιδιά (γυναίκες, δηλαδή από 20 έως 45 ετών) θα είναι σαφώς λιγότερες, τουλάχιστον τις επόμενες δύο δεκαετίες.

Για να υπάρξει, δηλαδή, μία αντιστροφή της αρνητικής τάσης, οι γυναίκες θα πρέπει να ανεβάσουν θεαματικά τον αριθμό των παιδιών που φέρνουν στον κόσμο τα επόμενα χρόνια, κάτι που όμως πολύ δύσκολα μπορεί να γίνει σε ένα περιβάλλον οικονομικής ανασφάλειας, το οποίο επιτείνει σαφώς η αβεβαιότητα και η νέα οικονομική κρίση που “γέννησε” η πανδημία. Κοντολογίς, τα επόμενα χρόνια ούτε αύξηση των γεννήσεων αναμένεται ούτε μείωση του ρυθμού των θανάτων. Το σχετικό ισοζύγιο θα εξακολουθήσει να είναι αρνητικό με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον της χώρας, την οικονομία της και την παραγωγικότητά της.

Οι τάσεις για την Ευρώπη στον αστικό πληθυσμό

Επιστροφή στην κοινωνική πολιτική

Όπως αποδείχθηκε και από τα παραπάνω, η Ελλάδα αυτό που μπορεί να επιδιώξει για την επόμενη περίοδο σε ό,τι αφορά το δημογραφικό πρόβλημα είναι αυτό που περιγράφει η φράση “το μη χείρον, βέλτιστον”. Να μην παρατηρηθεί, δηλαδή, περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης, σαν και αυτήν που παρατηρήθηκε τη δεκαετία 2010-2019.

Για να συμβεί αυτό όμως χρειάζονται γενναία μέτρα στήριξης της οικογένειας, ένα ολιστικό πρόγραμμα κοινωνικής πολιτικής και όχι αποσπασματικές παρεμβάσεις, όπως το μέτρο των 2000 ευρώ για κάθε γέννηση που έβαλε σε εφαρμογή η κυβέρνηση από το 2020 και μετά.

Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βύρωνας Κοτζαμάνης τα μέτρα της Πολιτείας για την αντιμετώπιση του προβλήματος θα πρέπει να στοχεύουν “α) στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή, β) στην άρση των έμφυλων διακρίσεων, γ) στην αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων, δ) στην άρση του κλίματος αβεβαιότητας για το μέλλον, καθώς και ε) στην μερική κάλυψη βασικών κινδύνων που μπορεί να αντιμετωπίσουν στο μέλλον οι γονείς (όπως π.χ. στήριξη στην περίπτωση απώλειας της εργασίας, ενεργές πολιτικές για την επανένταξη στην αγορά εργασίας, υψηλό ελάχιστο διασφαλισμένο κατώτατο εισόδημα, κ.ο.κ.)”.

Παιδί στην Ακρόπολη Eurokinissi

Σημειώνει, επίσης, ο Έλληνας καθηγητής ότι “οι επιδοματικές πολιτικές έχουν άκρως περιορισμένη εμβέλεια και δεν έχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα, εάν δεν υπάρχει ένα γενικότερο ευνοϊκό περιβάλλον”. Τουτέστιν στο περιβάλλον που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα από τους πρώτους μήνες του 2020 μέχρι και σήμερα, μέτρα όπως αυτό των 2000 ευρώ για κάθε γέννηση δεν μπορούν να έχουν αποτελεσματικότητα ούτε και φυσικά να δημιουργήσουν συνθήκες έτσι, ώστε στο μέλλον να αρχίσει να κλείνει το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων στη χώρα.

Τα νέα ζευγάρια χρειάζονται πολύ περισσότερα πράγματα από μία επιταγή 2000 ευρώ για να υλοποιήσουν τον σχεδιασμό που έχουν για απόκτηση παιδιών. Διασφάλιση, στο μέτρο του δυνατού, εισοδημάτων, υψηλού επιπέδου προσχολικές και σχολικές μονάδες, άρση των έμφυλων διακρίσεων έτσι, ώστε να μην επωμίζεται η γυναίκα το μεγαλύτερο βάρος για το μεγάλωμα των παιδιών, πολιτικές για την εργασία οι οποίες θα είναι φιλικές και θα προάγουν την οικογενειακή ζωή (περισσότερος ελεύθερος χρόνος για τα ζευγάρια και τα παιδιά τους).

Τέτοιο πλαίσιο, ας μη γελιόμαστε, δεν υπάρχει, προσώρας τουλάχιστον, στην Ελλάδα. Αυτό που υπάρχει σίγουρα είναι ότι το 1/4 των Ελληνίδων γυναικών που γεννήθηκαν γύρω στο 1975 δεν απέκτησαν παιδί είτε από επιλογή είτε από συγκυρίες.

Ο ρόλος των μεταναστών

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο όπως αυτό που διαμορφώνεται στο ελληνικό δημογραφικό πρόβλημα, θα είναι χρήσιμο να σκεφτούμε περισσότερα πράγματα για τον ρόλο που πιθανώς να έχουν οι μετανάστες που έρχονται στη χώρα στην έστω μερική επίλυση του προβλήματος.

Πρέπει όμως αρχικά να σημειώσουμε ότι ακόμα και σε αυτό το πεδίο μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν. Ακόμα και στη θεωρητική περίπτωση που στα επόμενα χρόνια θα συνέρρεαν πρόσφυγες και μετανάστες οι οποίοι θα ήταν διατεθειμένοι να παραμείνουν και να εργαστούν στην Ελλάδα (οι περισσότεροι δεν το θέλουν και βλέπουν τη χώρα ως έναν ενδιάμεσο σταθμό προς τη Γερμανία, τη Γαλλία ή την Ιταλία), οι πτωτικές τάσεις στις γεννήσεις δεν θα ανακόπτονταν.

Τα πράγματα σήμερα έχουν ως εξής: Από τις γυναίκες που φέρνουν στον κόσμο παιδιά στην Ελλάδα, μόλις ένα 10% είναι αλλοδαπές. Οι γεννήσεις από αλλοδαπές γυναίκες αντιστοιχούν στο 15% των συνολικών γεννήσεων στη χώρα. Γεννούν, δηλαδή, οι αλλοδαπές περισσότερα παιδιά, αλλά φυσικά όχι τόσα πολλά ώστε να κλείνει το σχετικό χάντικαπ. Είναι, επίσης, παρατηρημένο ότι οι μετανάστες οι οποίοι τελικά μένουν στην Ελλάδα και εντάσσονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον κοινωνικό ιστό υιοθετούν σιγά-σιγά τις συνήθειες και την κουλτούρα των γηγενών σε ό,τι αφορά την αναπαραγωγή. Τα ζευγάρια δηλαδή που αρχίζουν μία νέα ζωή στην Ελλάδα δεν κάνουν πολλά παιδιά και δεν κουβαλούν τις σχετικές συνήθειες της χώρας τους στην Ελλάδα.

Όλα τα παραπάνω βέβαια δεν σημαίνουν ότι οι μετανάστες δεν μπορούν να χαρίσουν πολύτιμες ανάσες, κάτι που έτσι και αλλιώς κάνουν τα τελευταία 20 χρόνια τουλάχιστον. Αλλά για να υπάρξουν περισσότερα χειροπιαστά αποτελέσματα, θα πρέπει να αποφασίσει η χώρα ποια μεταναστευτική πολιτική θα χαράξει. Θέλουμε πρόσφυγες και μετανάστες στη χώρα; Και αν ναι, κάτω από ποιες συνθήκες; Μας ενδιαφέρουν οι άνθρωποι αυτοί να ενταχθούν στον κοινωνικό ιστό, να αρχίζουν να εργάζονται και να συνεισφέρουν στην παραγωγικότητα;

Προς το παρόν, η χώρα δεν έχει ξεκάθαρη θέση. Όπως έλεγε πάντως πανεπιστημιακή πηγή στο NEWS 24/7 “είναι τουλάχιστον οξύμωρο να τάσσεσαι υπέρ της αύξησης του πληθυσμού της χώρας σου και την ίδια ώρα να τάσσεσαι και κατά της μετάναστευσης”.

Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και εφαρμόζοντας συγκεκριμένες και γενναίες πολιτικές οι μετανάστες θα μπορούσαν να συνεισφέρουν, όχι όμως και να λύσουν οριστικά το πρόβλημα το οποίο-ας μην το ξεχνάμε αυτό-δεν παρατηρείται μόνο στην Ελλάδα αλλά σε πολλές-στις περισσότερες θα έλεγε κανείς-δυτικές χώρες.

Να κάνουμε ή όχι παιδιά;

Δύσκολο το ερώτημα, ακόμα πιο δύσκολες οι απαντήσεις. Σε κάθε περίπτωση, η κουλτούρα που διαμορφώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στον δυτικό κόσμο, “προβλέπει” λίγα παιδιά ανά οικογένεια σε αντίθεση με ό,τι γινόταν, ακόμα και στη Δύση, στις αρχές του αιώνα.

Στην Ελλάδα σπουδαία κίνητρα για την απόκτηση παιδιών, η ελληνική πολιτεία δεν δίνει, τουλάχιστον προς το παρόν. Όπως τονίστηκε και παραπάνω, οι επιδοματικές πολιτικές όπως αυτή που εφάρμοσε η παρούσα κυβέρνηση με τη χορήγηση 2000 ευρώ για κάθε παιδί, δεν μπορούν να έχουν μακροπρόθεσμα αποτελέσματα ούτε συνιστούν ολιστική προσέγγιση του ζητήματος.

Γράφει, χαρακτηριστικά, ο Βύρωνας Κοτζαμάνης σε σχετικό άρθρο του:α) τα όποια μέτρα ληφθούν, δεν θα αλλάξουν ριζικά τις υφιστάμενες τάσεις άμεσα, αλλά σε βάθος χρόνου, και β) όπως έχει δείξει και η διεθνής εμπειρία, οι επιδοματικές πολιτικές έχουν άκρως περιορισμένη εμβέλεια και δεν έχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα, εάν δεν υπάρχει ένα γενικότερο ευνοϊκό περιβάλλον”.

Η φράση “γενικότερο ευνοϊκό περιβάλλον” αποτελεί το κλειδί. Τα επιδόματα είναι απλώς μπαλώματα, όταν το γενικότερο οικονομικό περιβάλλον της χώρας μεταβίβασε ανασφάλεια και αγωνία για το μέλλον στα νέα ζευγάρια. Άλλωστε, ξέρουμε όλοι πολύ καλά (είτε από την προσωπική εμπειρία μας είτε από αυτές φίλων και συγγενών) ότι ακόμα και το ποσό των 2000 ευρώ δεν καλύπτει παρά ελάχιστες από τις ανάγκες μίας γέννας και ενός μωρού.

Άρα, αυτό που πραγματικά χρειάζονται τα νέα ζευγάρια που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν, αλλά προς το παρόν διστάζουν να το κάνουν, είναι η εφαρμογή ενός ευρύτερου πλέγματος πολιτικών για την οικογένεια οι οποίες θα χαρίζουν μία όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ασφάλεια. Παράδειγμα: Η κυβέρνηση Μπάιντεν επενδύει αυτό τον καιρό στις ΗΠΑ ένα τεράστιο ποσό, πολύ μεγαλύτερο του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων, σε κοινωνικές υποδομές, όπως σχολεία, παιδικοί σταθμοί κ.τ.λ. .

Στην Ελλάδα της πανδημικής εποχής, αλλά και πιο πριν το κοινωνικό κράτος μπορεί να χαρακτηριστεί τουλάχιστον ατροφικό και μη αποτελεσματικό. Απουσιάζει η στόχευση και βασιλεύουν οι μονοδιάστατες πολιτικές που εντοπίζουν μόνο συγκεκριμένες πλευρές των προβλήματων, αφήνοντας τις άλλες στην τύχη τους.

Με δεδομένο ότι τα επόμενα χρόνια πολύ δύσκολα θα υπάρξει αντιστροφή της πτωτικής τάσης των γεννήσεων και της αυξητικής των θανάτων (άρα ο πληθυσμός θα συνεχίζει να μειώνεται), θα πρέπει να τολμήσουμε.

  • Να επενδύσουμε σε κοινωνικές δομές (υγείας, πρόνοιας, παιδείας) και σε πολιτικές απόλυτης ισότητας των δύο φύλων.
  • Να διαφοροποιήσουμε ως προς το φιλικότερο την προσφυγική/μεταναστευτική πολιτική της χώρας παρέχοντας κίνητρα σε μετανάστες να παραμείνουν στην Ελλάδα.
  • Να ενισχύσουμε όλες τις μορφές οικογένειας.

Ακόμα όμως και τότε, τον τελευταίο λόγο θα τον έχουν τα ζευγάρια. Και η αλήθεια είναι ότι ουδείς δικαιούται να πιέσει ένα ζευγάρι να τεκνοποιήσει, αν και και εφόσον το ίδιο δεν το θέλει. Ας το έχουμε και αυτό στην άκρη του μυαλού μας…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα
Exit mobile version