Η ιστορία της Μαριάνθης Αγγελική Σταματάκη

Η ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΕΡΗΦΑΝΗ ΑΦΡΟΕΛΛΗΝΙΔΑ

Η Μαριάνθη περίμενε 32 χρόνια για την ταυτότητά της και πλέον αισθάνεται ευλογημένη που ζει ως Ελληνίδα και Νιγηριανή.

Από την πρώτη επαφή μαζί της αντιλαμβάνεσαι πως απέναντι σου στέκει ένας άνθρωπος περήφανος και δυνατός. Το χαμόγελό της πληθωρικό, καλύπτει κάθε τετραγωνικό του φιλόξενου σπιτιού της, όπου μας υποδέχεται με θέρμη και αδημονία. Από πού απορρέει αυτό το αίσθημα; Η ιστορία της Μαριάνθης θα μας ταξιδέψει από το “δαίδαλο” της ελληνικής γραφειοκρατίας, στο ξέσπασμα και στην έκρηξη συναισθημάτων που πυροδοτεί η αναγνώριση, μέσω της “κατάκτησης” ενός εγγράφου, που για κάποιους φαντάζει αυτονόητο. Της ταυτότητας.

Ένα κομμάτι χαρτί, με μερικά βασικά στοιχεία, μπλε χρώματος και σε πλαστικό. Αν μας διδάσκει κάτι το ταξίδι της Μαριάνθης, είναι το ότι τίποτα δε θεωρείται αυτονόητο, μέχρι να το κατακτήσεις. Για να φτάσεις σε αυτήν την κατάσταση, όμως, θα μοχθήσεις, θα πονέσεις και θα υπομείνεις πολλά. Τίποτα δε θα έρθει εύκολα.

“Το όνομα μου είναι Μαριάνθη”

“Το όνομα μου είναι Μαριάνθη Ιντόου. Μου πήρε 32 χρόνια για να καταγραφεί σωστά το ονοματεπώνυμό μου και η χώρα στην οποία γεννήθηκα να με αναγνωρίσει ως πολίτη της. Είμαι Αφροελληνίδα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Ελλάδα. Εδώ είναι η οικογένεια μου, εδώ ερωτεύτηκα, εδώ είναι τα παιδιά μου, οι παρέες και οι φίλοι μου. Εδώ είναι η ζωή μου όλη. Αυτός είναι ο τόπος μου. Οι γονείς μου, ο Ρότιμι και η Ανιφάτ, ήρθαν στην Αθήνα από τη Νιγηρία στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 και το 1991 γεννήθηκα στο μαιευτήριο του Αρεταίειου Νοσοκομείου, στην καρδιά της πόλης.

Έχω το όνομα της μητέρας της νονάς μου. Η μητέρα μου εργαζόταν ως οικιακή βοηθός στο σπίτι της νονάς μου, της Μαίρης, η οποία δεν είναι, πια, στη ζωή. Ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη μητέρα μου και μας ένιωθε σαν παιδιά της. Έτσι, αποφάσισε να μας βαφτίσει, εμένα και τον αδερφό μου τον Βασίλη.

Στο σπίτι, μεγάλωσα με τις Νιγηριανές αρχές: σεβασμός απέναντι σε όλους και σε όλα, αλληλεγγύη και προσφορά στον άνθρωπο που έχει ανάγκη και ευγένεια, γιατί, χωρίς αυτή, δε μπορείς να επικοινωνήσεις καλά με κανέναν. Αυτά, βεβαίως, είναι στοιχεία τα οποία συναντάς και στην ελληνική κουλτούρα. Σε αυτήν βρήκα πολύ πιο ξεκάθαρα τη δυνατότητα να δένεσαι με τους άλλους. Να χαίρεσαι με τη χαρά του άλλου και να λυπάσαι με τη λύπη του. Αυτό το στοιχείο της “ζεστασιάς”, το βρίσκω πολύ χαρακτηριστικό των Ελλήνων.

Αυτό, όμως, που κρατώ ως κοινό κι από τις δύο κουλτούρες είναι το στοιχείο της αγωνιστικότητας. Το να μάχεσαι και να αγωνίζεσαι καθημερινά για το δίκαιο και το σωστό. Έχοντας την ευλογία, λοιπόν, να είμαι και Ελληνίδα και Νιγηριανή, μπορώ να πω πως χαίρομαι που αυτό το στοιχείο το παίρνω κι από τις δύο μεριές”.

Η παιδεία πάνω απ’ όλα

Μητέρα δύο μικρών αγοριών, η μεγαλύτερη αδερφή ανάμεσα στα παιδιά της οικογένειας (=4 στο σύνολο) και σημείο αναφοράς στην κοινότητα για όποιον χρειάζεται βοήθεια με τα μικρά – μικρά της καθημερινότητας. Η Μαριάνθη εξηγεί πώς από μικρή ηλικία εξελίχθηκε σε έναν άνθρωπο με έντονο το αίσθημα της ευθύνης, ενώ, παράλληλα, μοιράζεται μαζί μας τη φράση που της επαναλάμβανε από μικρή ηλικία ο πατέρας της και την ακολουθεί μέχρι σήμερα.

“Νομίζω πως αυτό το αίσθημα (σ.σ. της ευθύνης) είναι έντονο από μικρή ηλικία. Όταν ήμασταν μικρότεροι, στο σπίτι, μέναμε αρκετές ώρες μόνοι μας, γιατί οι γονείς μας δούλευαν πολύ κι έτσι, κάποιος, έπρεπε να αναλάβει να κάνει περισσότερα πράγματα. Εγώ ήμουν η μεγαλύτερη ανάμεσα στα αδέρφια μου, το Βασίλη (28 ετών), τον Άμπι (23 ετών) και τη Ντέμπορα (12 ετών). Στα 15 – 16 μου, έκανα διάφορες μικροδουλειές για να υποστηρίζω κι εγώ οικονομικά. Όταν έχεις τέσσερα παιδιά είναι πολλές οι απαιτήσεις. Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν ένιωσα ότι μας έλειψε κάτι. Βέβαια, είχαμε μία ειλικρινή σχέση με τους γονείς μας. Εάν δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα να έχουμε κάτι, δε θα το είχαμε. Επιπλέον, μάθαμε να δουλεύουμε για να αποκτήσουμε κάτι.

Όταν τελείωσα το σχολείο, είχα περάσει σε μία σχολή στη Δράμα, όμως, από τη μία πλευρά δε μπορούσα να επιβαρύνω τους δικούς μου πηγαίνοντας σε μία πόλη τόσο μακριά κι από την άλλη, δεν ήθελα να αφήσω την Αθήνα. Έτσι, έμεινα εδώ. Σπούδασα βρεφονηπιοκομία κι έκανα και προσχολική αγωγή. Στα 18 μου είχα, ήδη, μία πολύ απαιτητική καθημερινότητα, με πολύ τρέξιμο. Καθημερινά πήγαινα για μάθημα στη σχολή στην Ελευσίνα, η πρακτική μου ήταν στη Νέα Φιλαδέλφεια και το σπίτι μου στα Κάτω Πατήσια. Ήμουν, διαρκώς, σε μία κατάσταση κίνησης.

Η ιστορία της Μαριάνθης
Η ιστορία της Μαριάνθης Αγγελική Σταματάκη

Γενικά, εμένα, μου άρεσε, πάντοτε, το θρανίο. Για αυτό σήμερα δουλεύω με παιδιά και πάντοτε σε μία τάξη. Ο πατέρας μου, από μικρή ηλικία, μας “έσπρωχνε” όλους στα γράμματα. “Η παιδεία πάνω απ’ όλα μας έλεγε”. Ήταν τόσο μεγάλη η επιμονή του. Όμως όταν βλέπεις το πόσο σκληρά δουλεύουν οι γονείς σου για να σε υποστηρίξουν, δε μπορεί παρά να αρχίσεις να καταλαβαίνεις. Σήμερα το καταλαβαίνω ακόμα καλύτερα. Μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία, κατάφερα να εξελιχθώ ως προσωπικότητα και έμαθα, κιόλας, το πόσο πολύ μου αρέσει να μεταδίδω ό,τι ξέρω στον άλλο”.

Ο έρωτας και ο αγώνας για την αναγνώριση

Θα έχετε ακούσει την έκφραση “τα ετερώνυμα έλκονται”. Στην προκειμένη περίπτωση, ως παρατηρητής, οφείλω να επισημάνω πως δε βρίσκει εφαρμογή. Ο Τζέρι, σύζυγος της Μαριάνθης, έχει αρκετά κοινά χαρακτηρολογικά στοιχεία με τη σύντροφο του. Και οι δύο τοποθετούν ψηλά την αξία του σεβασμού, αλλά και τη σημασία της ευθύνης. Είναι ηγετικές και σημαίνουσες προσωπικότητες στην κοινότητα των Νιγηριανών στην Αθήνα, ο Τζέρι είναι για χρόνια αρχηγός μίας ποδοσφαιρικής ομάδας που αποτελείται από πρόσφυγες και μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς και η Μαριάνθη υποστηρίζει μέλη της κοινότητας με καθημερινά θέματα (λογιστικά, διοικητικά κ.ά.).

“Στα φοιτητικά χρόνια γνώρισα τον Τζέρι (σ.σ. ο σύζυγος της). Το πρώτο μας ραντεβού ήταν σε μία πλατεία στον Άγιο Ελευθέριο. Θυμάμαι, πάντα, να είμαι σε μία βιασύνη, σε ένα τρέξιμο. Εκείνη την εποχή ήμουν δουλειά – σχολή – σπίτι και το αντίστροφο. Του Τζέρι, πάντοτε, του άρεσε το ότι κάνω πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Είναι κι εκείνος τέτοιος χαρακτήρας. Εκείνη την εποχή που γνωριστήκαμε είχε λίγα χρόνια στην Ελλάδα και στην Αθήνα. Ταλαιπωρούταν και ταλαιπωρήθηκε πολύ με τα γραφειοκρατικά. Για έναν άνθρωπο μεταναστευτικής καταγωγής, δυστυχώς, αυτός είναι ο κανόνας.

Στη δική μου περίπτωση είδα να γράφουν το όνομά μου σωστά μετά από 32 χρόνια. Όταν γεννήθηκα, δυστυχώς, στη ληξιαρχική καταχώρηση το επώνυμο μου περάστηκε λάθος. Αντί για “Ιντόου”, το είχαν περάσει ως “Ίντου”. Αυτό το μικρό λάθος με κυνηγούσε για όλη μου τη ζωή, μέχρι τον περασμένο Ιούνιο.

Όταν έφτασα 18, άρχισα να κάνω τη διαδικασία της ανανέωσης της άδειας παραμονής μόνη μου. Κάθε φορά που ανανέωνα την άδεια μου, αυτή έβγαινε ληγμένη. Παράδειγμα, αν κατέθετα τον Ιούλιο αυτού του έτους, θα έβγαινε τον Οκτώβριο της επόμενης χρονιάς. Καταλαβαίνεις τι προβλήματα μου δημιουργούσε συνέχεια αυτό; Δε μπορούσα να πάω ούτε ένα ταξίδι. Ζούσα για χρόνια, μία ζωή σε διαδικασία αναμονής.

Από το 2012 άρχισα να παλεύω για την απόκτηση της ελληνικής υπηκοότητας. Πρώτα, όμως, χρειαζόμουν την επίσημη διόρθωση του επωνύμου μου. Μου πήρε, περίπου, επτά χρόνια μάχης στο δικαστήριο για να πάρω, επιτέλους, το χαρτί με το επώνυμό μου σωστά. Έτσι, το Δεκέμβριο του 201 8 κατέθεσα το φάκελό μου. Πέντε χρόνια μετά αυτός άνοιξε.

Τον περασμένο Ιούνιο, θυμάμαι να με περιβάλλει ένα απίστευτο άγχος. Κάθε μέρα έμπαινα, ξανά και ξανά, στην πλατφόρμα να ελέγξω. Θυμάμαι πως έπαιρνα τηλέφωνο γνωστούς και φίλους, τα ονόματα των οποίων διάβαζα στην πλατφόρμα, βλέποντας πως οι φάκελοί τους είχαν ανοιχτεί και πως είχαν αποτελέσματα. Στο μεταξύ εκείνη την περίοδο έληγε και η άδεια παραμονής μου και πραγματικά, μετά από τόση ταλαιπωρία, δεν είχα το κουράγιο να μπω, ξανά, σε όλη αυτή τη μαρτυρική διαδικασία. Συν τοις άλλοις, το παράβολο κόστιζε 300 ευρώ, γιατί ήταν πενταετής άδεια. Είχα τεράστια αγωνία.

Είμαι στο αμάξι και οδηγώ. Σχεδόν, μηχανικά, πλέον, μπαίνω στην πλατφόρμα. Ο φάκελος μου έχει ανοίξει. Με λούζει κρύος ιδρώτας. Βρίσκω το θάρρος και μπαίνω να διαβάσω. Το αίτημα μου έχει εγκριθεί. Ξεσπάω σε κλάματα, ουρλιάζω, μιλάω και τραγουδάω μόνη μου στο αμάξι, όλη μου η ζωή περνάει σε μία στιγμή από το μυαλό μου. Ανακούφιση. Επικοινωνώ με την αρμόδια υπηρεσία και μου συνιστούν να περιμένω να διαβάσουμε την απόφαση και στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Άλλος ένας μήνας αναμονής. Περίμενα, όμως, 32 ολόκληρα χρόνια. Τίποτα δεν πρόκειται να με εμποδίσει.

Η ιστορία της Μαριάνθης
Η ιστορία της Μαριάνθης Αγγελική Σταματάκη

Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα πραγματικό γραφειοκρατικό μαρτύριο. Περίμενα από την ταχυδρομική το γράμμα με την ιθαγένεια. Δεν έφτασε ποτέ. Ή μάλλον έφτασε και δεν έφτασε. Τελικά χρειάστηκε να πάω από εκεί. Έτρεξα στο ληξιαρχείο για να πάρω το πιστοποιητικό γεννήσεως μου. Μετά από αρκετή ταλαιπωρία, κρατάω το το πολυπόθητο χαρτί στα χέρια μου και είμαι στο δρόμο για το αστυνομικό τμήμα κι ενώ σκέφτομαι όλα όσα έχασα 32 χρόνια αναμένοντας για το σωστό χαρτί. Φτάνω στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, όπου επικρατεί ένα χάος από κόσμο – εκείνη την περίοδο ήταν το θέμα με τις νέες ταυτότητες και αρκετός κόσμος ερχόταν για να ανανεώσει τις παλιές γιατί δεν ήθελαν με τίποτα τις νέες. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να ακολουθήσω αυτό το παραλήρημα, γιατί εγώ ήθελα, απλώς, μία ταυτότητα για να συνεχίσω τη ζωή μου.

Δεν τα καταφέρνω από την πρώτη φορά. Την επόμενη μέρα ξεκινούσα δουλειά και ήταν αδύνατο να λείψω. Με βοήθησε μία φίλη η οποία πήγε και στάθηκε στην ουρά, κρατώντας μου νούμερο. Πήγε στις 06:00 πμ και εξυπηρετήθηκε στις 16:30. Με ειδοποιεί και τρέχω, αμέσως, προς το τμήμα. Μπαίνω φουριόζα. Μου ζητάνε μία ακόμη φωτοτυπία και τρέχω, κυριολεκτικά, όλη τη λεωφόρο Γαλατσίου για να βρω ένα μαγαζί ανοιχτό. Τα καταφέρνω και επιστρέφω. Εκείνη τη μέρα ήμουν αποφασισμένη πως ό,τι και να γίνει θα πάρω στα χέρια μου την ταυτότητά μου. Έτσι κι έγινε.

Ξαφνικά παίρνω στα χέρια μου ένα πλαστικοποιημένο, “φτωχό”, χαρτί, με κάποια βασικά στοιχεία. Υπογράφω μία δήλωση και βγαίνω από το τμήμα. Κοιτάω την ταυτότητα γεμάτη απορία. Αλήθεια, σκέφτομαι, ένα τόσο δα χαρτί, άξιζε όλο αυτόν τον πόνο, όλο αυτόν τον κόπο, όλη αυτή την αναμονή.

Επιστρέφω σπίτι. Μπαίνω στο σαλόνι και ανεμίζω την ταυτότητα προς τους γονείς μου. Επικρατεί ντελίριο. Η μάνα μου φωνάζει “Είμαι μητέρα μίας Ελληνίδας”. Προσεύχεται. Ο πατέρας μου κλαίει με λυγμούς. Αγκαλιαζόμαστε. Εγώ, είμαι, ακόμη, γεμάτη απορίες. Νιώθω περισσότερο ανακούφιση και χαρά για τους γονείς μου που χάρηκαν με το νέο. Στην πραγματικότητα είμαι μουδιασμένη. Και τώρα τι; Μέχρι στιγμής δεν έχει αλλάξει τίποτα. Ο ίδιος άνθρωπος είμαι (σ.σ. γελάει)”.

Η ημέρα της δικαίωσης – “επιστολή στον ενήλικο εαυτό μου”

Κλείνοντας, η Μαριάνθη μου εξομολογείται πως εκείνη τη μέρα που κράτησε στα χέρια της για πρώτη φορά την ταυτότητά της, το ίδιο βράδυ, έκατσε και έγραψε κάτι για να θυμάται τη στιγμή και να ανατρέχει σε εκείνη στο μέλλον.

Όταν τη ρωτάω τι συμβουλές δίνει στα δύο της παιδιά, τώρα που ακόμη ο χαρακτήρας τους χτίζεται, εκείνη με διαύγεια μου απαντά: “να μη βιαστούν να μεγαλώσουν και να απολαύσουν τις στιγμές τους”.

Η ιστορία της Μαριάνθης
Η ιστορία της Μαριάνθης Αγγελική Σταματάκη

Έτσι, λοιπόν και η Μαριάνθη, σε αυτό το πνεύμα, καταγράφει εκείνο το βράδυ της δικαίωσης, τις σκέψεις ενός παιδιού, που οι συνθήκες έμελλε να το μεγαλώσουν, λίγο πιο γρήγορα, σε σχέση με άλλα παιδιά.

“Φτάνει ο καιρός που μετά από πολλές προσπάθειες και πολύ υπομονή ήρθε η ώρα να δικαιωθείς και να ξεκινήσεις να ανήκεις κάπου. Πέρασαν, κιόλας, 32 χρόνια, το λες και το θεωρείς αστείο. Η χώρα στην οποία γεννήθηκες αναγνωρίζει, πλέον και επίσημα την ύπαρξή σου. Αποκτάς την υπηκοότητά της και πιστεύεις πως τώρα ναι, θα χαρείς και θα νιώσεις ανακούφιση. Το συναίσθημα, όμως, είναι τελείως διαφορετικό.

Έχω τρέξει κ έχω χαραμίσει τόσα πολλά για αυτήν την υπηκοότητα, με τόση κούραση, τι κουράγιο να μου μείνει να χαρώ; Πριν την πάρεις, εύχεσαι, προσεύχεσαι να ανοίξει γρήγορα ο φάκελος σου. Ο φάκελος σου ανοίγει πέντε χρόνια μετά την κατάθεση του, λίγους μήνες πριν λήξει η άδεια διαμονής σου. Άγχος, φοβερό στρες και υπερένταση. Θα προλάβει να βγει η απόφαση πριν λήξει η άδεια ή θα πάνε χρήματα πεταμένα για την ανανέωση της άδειας που στην τελική δεν θα χρειαστεί;

Κάποιος εκεί ψηλά ακούει τις προσευχές σου κάθε βράδυ και η απόφαση βγαίνει 2 εβδομάδες πριν λήξει η άδεια σου. Αποδοχή αίτησης. Περιμένετε να έρθει το γράμμα στη διεύθυνση κατοικίας σας. Και άλλη αναμονή. Θες να πας ταξίδι, πρέπει να μπεις σε αεροπλάνο, δεν έχεις, πλέον, άδεια γιατί έληξε. Τι γίνεται τώρα; Παντρεύεται η νονά του γιου μου, πώς γίνεται να μην είμαι εκεί; Άγχος κι άλλο άγχος, φτάνει ώρα του ταξιδιού, το παίζεις άνετη. Τα κατάφερα, λες! Γυρνάς πίσω στην Αθήνα και πουθενά το γράμμα, μα τι γίνεται; Καλείς ξανά, βρίσκεις το γράμμα, ξεκινάς τις διαδικασίες, πληρώνεις πρόστιμο γιατί δεν πήγες νωρίτερα, παίρνεις πιστοποιητικό γέννησης για πρώτη φορά. Πας στο τμήμα, σου λένε ότι γίνεται χαμός και πρέπει να πας από το ξημέρωμα. Πας, δεν προλαβαίνεις, γιατί έχεις και μία δουλειά. Έχεις, όμως, φίλους που σου στέκονται και σε καταλαβαίνουν.

Τελικά τα καταφέρνετε, φεύγετε από το τμήμα κι έχεις την ταυτότητα στα χέρια σου. Η χαρά της φίλης σου μεγάλη, η δίκη σου; Τι σου συμβαίνει; Είσαι κουρασμένη, πολύ κουρασμένη. Η επόμενη σκέψη, να τρέξεις στη μαμά και στο μπαμπά σου, να μοιραστείς το νέο, να τους δώσεις χαρά, να τους κάνεις περήφανους. Να νιώσουν κι εκείνοι για μια φορά δικαίωση. Δείχνεις την ταυτότητα και βλέπεις το πρόσωπό τους να λάμπει. Ναι, ίσως, κάτι να σημαίνει τελικά αυτό το χαρτί… Τρομερό με τι μπορεί να χαρεί κανείς ε;

Χαιρόμαστε με τα αυτονόητα. Αλήθεια; Στη ζωή μου τίποτα, ποτέ, δεν ήταν αυτονόητο, έπρεπε, πάντα, μέσα από αγώνα να το κατακτήσω.

Κάποιοι λένε κάλιο αργά παρά ποτέ.

Κι αν σήμερα δικαιώθηκα εγώ, υπάρχουν τόσοι πολύ εκεί έξω που συνεχίζουν τη μάχη για το σωστό και το δίκαιο, για τα αυτονόητα”.

Info:

Ιστορίες ενσωμάτωσης

Εάν η κοινωνία μας είναι το σώμα, τότε τα μέρη που το συγκροτούν είναι αναπόσπαστα κομμάτια του. Οι ιστορίες ενσωμάτωσης είναι διηγήσεις ανθρώπων με προσφυγικό ή μεταναστευτικό υπόβαθρο, που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο κατάφεραν να αποτελούν δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας υποδοχής.

Στις ιστορίες αυτές θα δούμε πως η κοινωνική αποδοχή και συμπερίληψη είναι συνισταμένη πολλών κι ετερόκλιτων παραγόντων. Ένας, όμως, παραμένει κοινός τόπος των ιστοριών: η θέληση για αναγνώριση.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα